Παραθεριστικό κέντρο από το 1925 η Στενή Ευβοίας.
Της Εύης Μπεληγιάννη.
Η ομορφιά της φύσης είναι παντοτινή και τραβά το ενδιαφέρον των φυσιολατρών ανεξαρτήτως εποχής, από πάρα πολύ παλιά. Η αγάπη για το ωραίο τοπίο και τη φύση, τους τράβηξε στην Κλεισούρα την μετονομαζόμενη Στενή.
Σύμφωνα με τα φωτογραφικά αρχεία της οικογένειάς μου, το 1925 η γιαγιά μου Μαρίκα Σταύρου, το γένος Δημητρίου Αναστασίου από τη Χαλκίδα, ήταν η πρώτη που επέλεξε τη Στενή, περνώντας τρεις μήνες εκεί, για καλοκαιρινές διακοπές, μαζί με την οικογένειά της, και αυτό συνεχίστηκε ως το θάνατό της.
Η γιαγιά μου (1888-1977), η «Μάνα» όπως τη αποκαλούσαμε όλες οι εγγονές της, ήταν χήρα του εξαφανισθέντος στη Μικρά Ασία το 1922 Ανθυπολοχαγού Περικλή Σταύρου. Η οδός που ξεκινά από το Κρηπίδωμα και τέμνει διαγώνια την πόλη της Χαλκίδας, φέρει, τιμής ένεκεν, το όνομά του ακόμα και σήμερα. Ο δρόμος αυτός αποτελούσε το όριο του πατρικού σπιτιού της γυναίκας του Μαρίκας, που δέσποζε στο τμήμα αυτό της παραλίας ( είναι το μέγαρο που κατά τη δεκαετία του 60 στεγαζόταν η Νομαρχεία της Εύβοιας)
Η Μαρίκα λοιπόν είχε δύο κόρες. Την Αγγελική που γεννήθηκε το 1912, παντρεμένη αργότερα με το Δικηγόρο Στάθη Πετρόπουλο στην Αθήνα και τη Ντία (1918-2003) παντρεμένη στη Χαλκίδα με το Βαγγέλη Μελισσάρη, Αντιπρόσωπο του «Παπαστράτου» στην Εύβοια.
Με τη σειρά τους η Αγγελική έχει δύο κόρες, τη Μάγια και τη Χριστίνα και τέλος η Ντία, την υπογράφουσα, σήμερα σύζυγο του Γιώργου Μπεληγιάννη, γιού του φαρμακοποιού και της οδοντιάτρου της Στενής.
Η Μαρίκα κατάφερε να κάνει όλη της την οικογένεια να λατρέψει το λόγγο που περιβάλει την Κλεισούρα ή Στενή, (όπως εμείς ξέραμε το όνομά της). Ανελλιπώς κάθε καλοκαίρι μίσθωνε καταλύματα κατάλληλα να στεγάσουν τα κορίτσια της αλλά και τις εγγόνες της αργότερα. Όλες γένους θηλυκού. Την παράδοση ακολούθησαν η μητέρα μου η Ντία Μελισσάρη και σήμερα τα παιδιά μου Άννα και Βαγγέλης Μπεληγιάννης, που επισκέπτονται πολύ συχνά το χωριό μένοντας βεβαίως στο πατρικό σπίτι στην πλατεία Ι. Μπεληγιάννη Φαρμακοποιού.
Αργότερα.....
Η μητέρα μου η Ντία ζούσε τα τελευταία χρόνια, τους 7 από τους 12 μήνες του χρόνου, στη Στενή περπατώντας όλα τα μονοπάτια και τα περάσματα του λόγγου και της Δίρφης και κάνοντας φιλίες μίας ζωής, όπως με την Τασούλα Μπέη και άλλες κοπέλες του χωριού. Δεν δεχότανε πεισματικά να πάει οπουδήποτε αλλού αυτή την εποχή. Τα καλοκαίρια ακολουθώντας το παράδειγμα της μάνας της Μαρίκας, έπαιρνε τα εγγόνια της, δηλαδή τα παιδιά μου Άννα και Βαγγέλη στη Στενή και τους μύησε στα μυστικά του βουνού κάνοντάς τα να γνωρίσουν και να αγαπήσουν τις ομορφιές της.
Μάζευε από το βουνό τσάι, ρίγανη, θυμάρι, θρούμπι, κούμαρα, κυκλάμινα και μας γέμιζε τα σπίτια με βουνίσιες, Στενιώτικες, αγαπημένες μυρωδιές. Όταν ερχόταν η ώρα που έσφιγγαν τα κρύα και έπρεπε να επιστρέψει στην Αθήνα τότε το μικρό της «μίνι» αγκομαχούσε γεμισμένο ως την οροφή με όλα τα καλούδια του αγαπημένου της βουνού. Μέχρι ρίζες από κυκλάμινα και πολυτρίχια κουβάλαγε. Ακόμα και τη μικρή αγαπημένη της χελωνίτσα, μέσα στο ειδικό κουτί με χώμα από το βουνό και παραπανίσιο για να φωλιάσει να κοιμηθεί το χειμώνα, την πήγαινε και έφερνε κάθε χρόνο.
Θυμάμαι πριν καμία δεκαριά χρόνια κάποιος χάθηκε στη Δέλφη και πήραν τη μητέρα μου τηλέφωνο να τους υποδείξει που μπορεί να είχε πέσει ο ορειβάτης. και το έκανε και τον βρήκαν εκεί ακριβώς που τους υπέδειξε. Τόσο καλά ήξερε το βουνό!
Το γεγονός αυτό πρέπει να το θυμάται και ο καλός της φίλος, ο Γιώργος Καρλατήρας που έχει την ταβέρνα στου Γιατρού τη Βρύση και την πρόσεχε πάντα.
Η οικογένειά μου μπορεί να ήταν οι πρώτοι παραθεριστές της Στενής-Κλεισούρας, αλλά ήταν και αυτοί που λειτουργώντας σαν καλοί πρεσβευτές, μεταφέροντας από στόμα σε στόμα τις εντυπώσεις τους, έκαναν το χωριό γνωστό σε φίλους και γνωστούς που με τα χρόνια γίνανε και αυτοί φανατικοί παραθεριστές της.
Η ετήσια εκδρομή στην Κανόβρυση, την Κερασιά, στη Ράχη και το Σταυρό.
Το σημαντικότερο καθιερωμένο γεγονός κάθε χρονιάς ήταν η ημερήσια εκδρομή στο Σταυρό στη Ράχη. Γινόταν πάντα πριν από το Πανηγύρι της Παναγίας και μια μέρα που οι ειδήμονες πρακτικοί μετεωρολόγοι του χωριού, προέβλεπαν καλοκαιρία και άπνοια. Και δεν έπεσαν ποτέ έξω, όλα αυτά τα χρόνια
Από το ξημέρωμα μαζεύονταν έξω από το σπίτι φίλοι και οι αγωγιάτες με το ζώα τους και τα σκυλιά και άρχιζε το φόρτωμα και το μοίρασμα των προμηθειών στα σαμάρια των γαϊδουριών για την εκδρομή. Δύο μεγάλα καρπούζια, ψωμί ζυμωτό, ελιές, τυρί, μερικές ντομάτες από το μποστάνι και φρούτα. Όλα περνάνε τη θέση τους μέσα σε υφαντά πολύχρωμα ταγάρια και τα κρεμούσαμε στον κλέφτη του σαμαριού, μαζί με τις θηλείες από τριχιές για οποιαδήποτε ανάγκη.
Από το κεφάλι κάθε ζώου ήταν κρεμασμένο ένα ταγάρι με σανό, που τους επέτρεπε να χορτάσουν την πείνα τους, ώστε στη διαδρομή να μην αποσπάται η προσοχή τους στα κακοτράχαλα μονοπάτια προσπαθώντας να αρπάξουν κάποιο φρέσκο βλασταράκι. Οι άντρες με τα δίκαννα στον ώμο και οι γυναίκες γνέθοντας με τη ρόκα και το αδράχτι, για να μην πάει η ώρα στράφι. Όλοι στην αναμονή.
Η ώρα που θα ιππεύαμε στα μουλάρια ερχότανε και πάντα πρώτη μπροστά η μάνα καθισμένη με το πλάι στο σαμάρι του καλύτερου ζώου, με τον αγωγιάτη της να της κρατά τα γκέμια ή από το καπίστρι πολλές φορές και να οδηγεί το ζώο και συνέχεια όλο το καραβάνι που ακολουθούσε. Εμείς τα παιδιά ακολουθούσαμε καθισμένα «παρδάσκελα» πάνω στα σαμάρια των μουλαριών μας και πίσω μας ακολουθούσαν τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας και φίλοι που φθάνανε στο χωριό ιδικά γι' αυτή την εκδρομή.
Η ανάβαση για το λόγγο άρχιζε!
Περνούσαμε πρώτα απ τον Ανήλιο και αμέσως παίρναμε το δεξί μονοπάτι προς του Ρόκη το ρέμα. Συνεχίζοντας τον ανήφορο μπαίναμε στο πυκνό δάσος από έλατα και καστανιές και μετά από αρκετή ώρα μουλαροκαβαλαρίας, φθάναμε στην πηγή της Κερασιάς σκεπασμένη από αιωνόβια πλατάνια και πυκνά πολυτρίχια, ασημιά και πράσινα ανοιχτά και σκούρα, να σκεπάζουν την πηγή με τα δαντελένια φυλλώματα τους. Η πρωινή αχλίδα στραφτοκοπούσε ανάμεσα στα πλατανόφυλλα και έλεγες ότι νεράιδες το κατοικούν αυτό το μέρος και μικρά ξωτικά χορεύουν στους ιριδισμούς του ήλιου. Λόγχες αιχμηρές οι ακτίνες του ήλιου σχίζα τα φυλλώματα και έφτιαχναν σχήματα φανταστικά, ονειρεμένα.
Εκεί κάναμε διάλειμμα για να πιούμε νερό από τα γάργαρα νερά της πανέμορφης πηγής. Συνεχίζοντας, το μονοπάτι έμπαινε σ’ ένα τεράστιο δάσος από φτέρες που το ύψος τους ξεπερνούσε αυτό των αναβατών και οι αγωγιάτες τις ράβδιζαν με τις γκλίτσες τους για να διώχνουν τα φίδια. Στάση δεύτερη κάναμε στην πηγή της Κανόβρυσης, όπου και τοποθετούσαμε μέσα στη γούρνα της πηγής τα καρπούζια για να τα βρούμε κρύα στην επιστροφή. Όμως τα βρίσκαμε πάντα σκασμένα, τόσο κρύο ήταν το νερό!
Η ανάβαση συνεχιζόταν και προχωρούσαμε προς τη ράχη, στη θέση που μπορούσαμε να δούμε από τη μία το Αιγαίο και από την άλλη τον Ευβοϊκό κόλπο. Εκεί σ' ένα ξέφωτο ήταν στημένος ένας μεγάλος ξύλινος σταυρός, από τον οποίο είχε πάρει την ονομασία της και η τοποθεσία.
Θέα με ομορφιά περισσή που στοίχειωνε τα όνειρά μας το χειμώνα, γεμίζοντάς μας προσμονή για τον επόμενο χρόνο. Ο λόγγος μιλούσε στις καρδιές όλων και μας έκανε σκλάβο του, κάθε χρόνο και περισσότερο
Μετά η επιστροφή άρχιζε και πεινασμένοι όλοι δε βλέπαμε την ώρα να φθάσουμε πάλι στην Κανόβρυση για να φάμε το κολατσό και τα καταπαγωμένα καρπούζια μας. Μόλις ξετυλιγόταν το ζυμωτό ψωμί απ τις λινές πετσέτες η μοσχοβολιά απλωνόταν, και όλοι τρέχαμε σωστό μελίσσι να πάρουμε το μερτικό μας.. Ζώα και άνθρωποι ξαποσταίναμε κάτω από τα έλατα και τα πλατάνια και μετά η επιστροφή στο χωριό πριν από το δείλι και στο στόμα όλων μία ευχή
Και του χρόνου με υγεία!
Αυτή την ευχή την τηρούμε όλοι με πραγματική ευλάβεια και θα την τηρούμε όσο η ζωή μας το επιτρέπει, μεταφέροντάς το και εμείς με τη σειρά μας στα παιδιά και τα εγγόνια μας!
Σεργιάνι στα μονοπάτια της μνήμης
Ας γυρίσουμε όμως στις παλιές εικόνες, τις αναμνήσεις, θολές στην αρχή μα όσο περνάει ο καιρός γίνονται εντονότερες και η μια φέρνει την άλλη, ατέλειωτο γαϊτανάκι μέσα στο μυαλό μου.
Όταν ήμουν μικρή ένα μικρό παλιό λεωφορείο, πράσινο νομίζω, μας μετέφερε αρχικά από τη Χαλκίδα ως τη Βρυσίτσα, στη αρχή του χωριού. Εκεί μας περίμεναν αγωγιάτες με μουλάρια και γαϊδουράκια και ένα τσούρμο παιδιά που μαζευόντουσαν για χάζι και καμιά φορά για να μεταφέρουν μερικές αποσκευές και προμήθειες στο σπίτι, παίρνοντας το φιλοδώρημά τους.
Θυμάμαι που μέναμε στο σπίτι της μαμής, στου Τζίνη, πού είχε κόρη τη Χρυσούλα, αργότερα τη συνάντησα στη Χαλκίδα ως κυρία Γατοπούλου , ο άντρας είχε Χρωματοπωλείο δίπλα στο μαγαζί του πατέρα μου (την αντιπροσωπία του ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΥ) στην αγορά της Χαλκίδας. Μια φορά, είχαν βάψει το ξύλινο πάτωμα και εμείς μέναμε στον κάτω όροφο. Έσταξε λοιπόν η μπογιά από τις χαραμάδες του ξύλου και βρεθήκαμε με ζωγραφισμένα σεντόνια, αλλά ακόμα θυμάμαι ότι από εκεί βλέπαμε όλα τα σπίτια του χωριού
Το σπίτι της Μαγάκης μετά, στον Κούκο με το μεγάλο δέντρο στη μικρή πλατεία (μουριά ήταν νομίζω) και τη γουρούνα που είχε γεννήσει στο κατώι. Τα απογεύματα που περνάγαμε καθισμένες στο μικρό χαγιάτι και τη μάνα να μας λέει παραμύθια ώρες ατελείωτες.
Το μικρό κοφινάκι που κάθε πρωί πέρναγα στο μπράτσο μου και κατέβαινα στο κατώι να «πιάσω» τα αυγά από τις κότες, χωρίς ποτέ να πειράξω το «φώλι» (αυτό που έκανε την κότα να ξαναπάει στην ίδια φωλιά για το επόμενο αυγό).
Την κουκουβάγια που φώλιαζε τη νύχτα στα κλαδιά και τον κούκο που ξενύχταγε τα βράδια κράζοντας μονότονα κου-κου ...κου-κου...
Μετά μέναμε στο σπίτι του Θάνου, το τελευταίο στην ανατολική πλαγιά, περιστοιχισμένο με ένα τεράστιο κτήμα που ανηφόριζε πολλές βραγιές πιο πάνω, γεμάτο οπωροφόρα μα και ξινομηλιές, αγγορτζές και αγριοκερασιές που όλα μαζί γέμιζαν τον αέρα με αρώματα που δε θα ξεχάσω ποτέ, όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Τη μικρή μηλίτσα που έκανε μήλα φιρίκια και ήταν χαμηλά τα κλαδάκια της, την αγαπούσα πιο πολύ από όλα τα δέντρα Μπορούσα να φθάσω τους καρπούς της, την είχα του χεριού μου....
Θυμάμαι τη βαγιά δεξιά από το σπίτι στην πρώτη βραγιά, που στα παιδικά μας μάτια τότε φάνταζε τεράστια και είχαμε φτιάξει δενδρόσπιτο, περνώντας σκαρφαλωμένες στα κλαδιά της με τη Χριστίνα τη ξαδέρφη μου, ατελείωτες ώρες. Το απομεσήμερο με τη δροσιά βγαίναμε με τη Μάνα βόλτα στον Ανήλιο, περπατώντας ως το ρέμα κάτω ή ως του Γιατρού τη βρύση. Το δρόμο στον Ανήλιο, που πολύ λίγη ώρα προσήλιαζε, περνούσαμε φωνάζοντας και ο αντίλαλος έφερνε τη φωνή μας πίσω και πίσω πάλι, τι παιχνίδι κι αυτό!
Αυτό το γέμισμα της στάμνας στη βρύση της Μανίτσας η στο Μεσοχώρι (για πιο κοσμικά), ήταν μια άλλη εμπειρία. Η μάνα είχε και για τις τρεις εγγόνες μικρές στάμνες με μια λαβή, που μόλις μπορούσαμε να τις πάρουμε στον ώμο, όταν γέμιζαν και να τις ανεβάσουμε στο σπίτι. Όλες βοηθούσαμε στις δουλειές του σπιτιού, μικρές- μεγάλες.
Εκεί στη βρύση, συναντούσαμε όλες τις κοπέλες και τις κυράδες του χωριού, εκεί μαθαίναμε όλα τα νέα της ημέρας περιμένοντας τη σειρά μας για να γεμίσουμε το σταμνί.
Η συχνή επίσκεψη στο σπίτι της Βανθίας (Ευανθίας) και της Κατίνας, κόρες της Λόπης (Πηνελόπης), των κοριτσιών που έμεναν πίσω από το φαρμακείο, γινόταν για να παρακολουθούμε την εξελίξει των παραγγελιών των υπέροχων υφαντών που έφτιαχναν τα κορίτσια αυτά. Τα παράγγελνε η Μάνα για την προίκα μας και αυτό έγινε η αφορμή να μάθω και εγώ να δουλεύω τον αργαλειό και σήμερα είμαι πολύ περήφανη γι αυτό. Το στημόνι, το φάδι, η σαΐτα και το δύο πετάλια που εναλλάσσονταν στα πόδια, είναι ακόμα βαθιά χαραγμένα στη μνήμη μου. Μία κουρελού ήταν το πρώτο μου υφαντό από κουρέλια που είχα κόψει, ράψει και τυλίξει κουβάρια μόνη μου το χειμώνα στην Αθήνα.
Ακόμα και σήμερα, τις κρύες καλοκαιρινές βραδιές, σκεπάζει το κρεβάτι της κόρης μου Άννας μια βαμβακερή κουβέρτα, λευκή με λεπτές μπλε ρίγες στις δύο άκρες, που ύφαναν τότε οι δύο αδελφές.
Η Τασούλα (Μπέκαινα) η γυναίκα του Χρίστου Μπέκου ήταν αυτή που μου έμαθε το λανάρισμα, τη ρόκα και το αδράχτι για να γνέθω το μαλλί και την ανέμη για να το . «μάσω» γρήγορα. Προσπάθησε να με μάθει να πλέκω και τσουράπια, αλλά αυτό δε το κατάφερα ποτέ. Με την κόρη της, τη γλυκιά Ζωίτσα, παίζαμε μαζί ώρες ατελείωτες. Ο Μπέκος με το δίκαννο περασμένο στον ώμο του και τη σκύλα του τη Σπίθα ανάμεσα στα πόδια του διαρκώς, γύρναγε από το κυνήγι φορτωμένος θηράματα... αλπές (αλεπούδες) κουνάβια και πουλιά. Ήταν ο πανταχού παρών, καλός προστάτης όλης της οικογένειας.
Να πιάσεις το προζύμη από βραδύς για το ζύμωμα του ψωμιού «ταχιά», το ανάμα του παλιού χτιστού φούρνου και τα ολοστρόγγυλα ψωμιά αραδιασμένα στις εσοχές της πινακωτής και μετά ένα- ένα φτυαρίζονταν μέσα στον πυρωμένο φούρνο με προσοχή περίσσια.
Η ετήσια παρασκευή της χυλοπίτας και του τραχανά γλυκού και ξινού, ήταν καθιερωμένη.
Τελετουργία που κρατούσε αρκετές μέρες και απαιτούσε συλλογική εργασία και αρκετή κούραση. Ποιός καταλάβαινε όμως τότε από κούραση. Θυμάμαι τις μεγάλες πήλινες λεκάνες που δουλεύαμε τα υλικά, μετά περνάγαμε τον τραχανά από την κρησάρα και στον χαμηλό σοφρά που ανοίγαμε το φύλλο με ένα μακρύ στειλιάρι, για τις χυλοπίτες. Μετά το μικρό μαχαιράκι (που δε μου έδιναν ποτέ στα παιδικά μου χέρια) με πόση μαεστρία και γρηγοράδα έκοβαν τις λεπτές λουρίδες του ζυμαριού. Μετά τις απλώναμε σε καθαρά μεγάλα σεντόνια και τις αφήναμε για μέρες, μέχρι να στεγνώσουν. Στη μια κάμαρα ο τραχανάς, χώρια ο γλυκός από τον ξινό και στην άλλη οι χυλοπίτες. Και τα παράθυρα τέντα ανοιχτά και τα κουνούπια σύννεφο. Δε θα ξεχάσω ποτέ την έντονη, σχεδόν ξινή μυρωδιά που πλανιόταν στην ατμόσφαιρα και τα σεντόνια που όσο κι' αν τα έπλεναν και τα βάραγαν με τον κόπανο στο ποτάμι, αυτά ακόμα μύριζαν γαλατίλα
...Ο Μήτσος, ο Χρίστος, η Γιούλα η Ελένη Ντούρμα, πόσες φορές δεν ανεβήκαμε μαζί τους στο λόγγο, και κάθε φορά ήταν και καλύτερα!
Οι ιστορίες που η μάνα και η μητέρα μου μας διηγούταν, από τα παλαιοτέρα χρόνια, πάντα είχαν κάτι το ενδιαφέρον!
Μια μέρα λέει, βούιξε όλο το χωριό ότι «ψες αερκά σεργιάνιζαν στ Θάν» και χόρευαν όλη νύχτα εκεί ψηλά. Η πραγματικότητα ήταν, ότι τα δύο κορίτσια (η μητέρα και η θεία μου) την προηγούμενη νύχτα που είχε πανσέληνο, χρειάστηκε να επισκεφθούν την τουαλέτα (μια μικρή ξύλινη καμπίνα 100μ. από το σπίτι). Περπάτησαν λοιπόν ως εκεί ακροπατώντας, φορώντας τα μακριά τους νυχτικά και η μάνα τις συνόδευε, για ασφάλεια υποθέτω. Το τι είδε και το τι κατάλαβε το ευφάνταστο και αλαφροΐσκιωτο, μυαλό του χωρικού κανείς δε ξέρει. Πάντως ένα είναι σίγουρο, ότι η μάνα, η μητέρα μου και η θεία μου ήταν τα αερικά, οι νεράιδες, εκείνης της φεγγαρόλουστης νύχτας.
Στον Άγιο Στέφανο, κοντά στη Κάτω Στενή, το ρέμα είχε φτιάξει μια μεγάλη βάθρα και νωρίς το καλοκαίρι που λιώνανε τα χιόνια και είχε μεγάλα κατεβασιά το νερό η βάθρα γέμιζε και εμείς μη χάνοντας την ευκαιρία κάναμε μπάνιο μέσα στο γάργαρα κρύα νερά. Στις μικρές γούρνες που μάζευαν λίγο νεράκι ήταν γεμάτο μικρούς κατάμαυρους γυρίνους, που κολυμπούσαν κουνώντας νωχελικά τις ουρίτσες τους.
Ο παφλασμός του νερού, το κελάηδημα των πουλιών στα κλαδιά και τα κραξίματα των βατράχων έσμιγαν με τα ξέγνοιαστα γέλια και τις φωνές των παιδιών. Ήταν σωστό πανηγύρι!
Πανηγύρι είπα. Μα. παρά λίγο να το ξεχάσω αυτό. Τρεις μέρες δεν είχε ύπνο παρά μόνο το πρωί. Το χωριό γιόρταζε την Παναγιά τον δεκαπενταύγουστο. Στην εκκλησιά το πρωί όλοι με τα καλά τους, πιστοί στις θρησκευτικές τους υποχρεώσεις και μετά βιολιά, κλαρίνα και ακορντεόν μαζί με τα ντέφια σε ένταση τη μεγαλύτερη που μπορούσε η τότε τεχνολογία να διαθέσει. Φτιάχνανε ένα σκηνικό μοναδικό. Όλοι και όλα μέσα σ' αυτή τη μικρή πλατεία. Το κάθε μαγαζί το δικό του παλκοσένικο με τη δική του τραγουδιάρα, και ο ένας παραβγαίνει τον άλλον. Ο απόλυτος χαμός