Το τσιφλίκι των Βαβούλων
Γιώργου Φραντζή
Η απελευθέρωση της Εύβοιας
Η Εύβοια δεν είχε την τύχη να κερδίσει τη λευτεριά της με τα όπλα, παρά τη μεγάλη συμμετοχή των κατοίκων της στον αγώνα για την απελευθέρωση της χώρας από τον κατακτητή αν και επαναστάτησε από την πρώτη μέρα του μεγάλου εθνικού ξεσηκωμού. Οι μεγαλύτερες ένοπλες συγκρούσεις είχαν επίκεντρο το Μοριά και την Ρούμελη γιατί εκεί βρίσκονται τα πιο οργανωμένα σώματα αντίστασης τα πρώτα χρόνια του ξεσηκωμού μετά το 1821. Αργότερα με τη σύμβαση του Λονδίνου το 1829, καθώς και το πρωτόκολλο του Λονδίνου στις 3 Φεβρουαρίου του 1830 αποφασίστηκε οι Τούρκοι της Ευβοίας να αποζημιώνονται για τα κτήματα που είχαν στην άμεση κυριότητά τους.
Από την άνοιξη του 1821 έως την άνοιξη του 1826 έλαβαν χώρα σοβαρά πολεμικά γεγονότα στο νησί. Ανάμεσά τους οι μάχες στα Βρυσάκια, οι δύο εκστρατείες κατά της Καρύστου, με πρωτοβουλία του επισκόπου της περιοχής εκείνης, Νεόφυτου, οι μάχες στο Διακόφτη και το Βατήσι της Καρύστου, οι δυο πολιορκίες της Καρύστου από τον Κριεζώτη και η εκστρατεία του Φαβιέρου εναντίον της Καρύστου με τακτικό στρατό. Δυστυχώς όλες αυτές οι προσπάθειες δεν απέδωσαν το ποθητό αποτέλεσμα. Το φρούριο της Χαλκίδας και Καρύστου που εξασφάλιζαν την τουρκική κυριαρχία στην ευβοϊκή γη και στους χριστιανούς κατοίκους της έμειναν απόρθητα. Κάθε αποτυχία την ακολουθούσαν φοβερές διώξεις και ατιμώσεις του άμαχου πληθυσμού.
-Ο κυβερνήτης της χώρας Ιωάννης Καποδίστριας ήθελε το πρωτόκολλο του Λονδίνου να υλοποιηθεί γιατί είχε τον φόβο μήπως οι Οθωμανοί θα πίεζαν στην πρώτη ευκαιρία τις μεγάλες δυνάμεις να ανατρέψουν τα συμφωνηθέντα προς όφελός τους. Υπήρχαν όμως σοβαρά προβλήματα γιατί το νεοσύστατο ελληνικό κράτος βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση και δεν μπορούσε να αγοράσει από τους Τούρκους τα Τσιφλίκια στις περιοχές που ανέφερε το πρωτόκολλο του Λονδίνου. Ο Ιωάννης Καποδίστριας προσπάθησε να συνάψει εσωτερικό ή εξωτερικό δάνειο αλλά οι προσπάθειες απέβησαν άκαρπες. Οι όροι που έθεταν οι ξένοι δανειστές (κυρίως Άγγλοι και Γάλλοι) ήταν ασύμφοροι για την ελληνική πλευρά και ταπεινωτικοί για τους κατοίκους των περιοχών αυτών, γιατί θα έφευγαν από την τουρκική κυριαρχία, αλλά θα γίνονταν κολίγοι στην Φραγκική φεουδαρχία. Αυτό θα ήταν ένα βαρύ τίμημα για τους Έλληνες που έδωσαν τα πάντα για την απελευθέρωση της χώρας και έμειναν πάμφτωχοι και διαλυμένοι από την τουρκική κυριαρχία και καταδυνάστευση. Ο Καποδίστριας το 1831 έστειλε γράμμα του στην Οδησσό προς τον προσωπικό του φίλο Αλέξανδρο Στούρτζα, διπλωμάτη και λόγιο Ελληνορουμάνο όπου ζητούσε τη βοήθειά του να προτείνει στους πλούσιους Έλληνες, τους εγκατεστημένους στην Οδησσό να αγοράσουν αυτοί τα κτήματα των αγάδων της Εύβοιας. Έγραφε λοιπόν «Διατί οι κεφαλαιούχοι της Οδησσού να μη συστήσωσι εταιρίαν υπογράφουσαν καθ’ υπόθεσιν, δια 50.000 τάλληρα; Αυτή ήθελε να στείλει εις την Ελλάδα επίτροπόν της με χρήματα, ίνα αγοράση γαίας. Και αν απεφάσιζε να τας διανέμη εις τους γεωργούς εκείνους τους ομογενείς, τους εκ πολέμου κατά σωρευθέντας εις τα παράλια του Ευξείνου Πόντου, υπόσχομαι να τη παραχωρήσω αρίστας γαίας επί συμφωνίας συμφωρωτάταις : Ει δε μη αι καλλίτερα γαίαι της Ελλάδος θέλουσιν γίνει απόκτημα κεφαλαιούχων Άγγλων και Γάλλων».
-Δεν έγινε τίποτα τελικά προς αυτή την κατεύθυνση γιατί ο Καποδίστριας κατηγορήθηκε από τους αντιπάλους του ότι αποσκοπούσε να ξεπουλήσει την Ελλάδα σε Ελληνορώσους για να την κάνει υποχείριο της εξωτερικής πολιτικής του Τσάρου και των ρώσικων κεφαλαίων. Κατά τη σύντομη παρουσία του Καποδίστρια στην ηγεσία του τότε ελεύθερου ελληνικού κράτους έγιναν αρκετές προσπάθειες για την υλοποίηση του πρωτοκόλλου του Λονδίνου είτε για την εξεύρεση αγοραστών είτε για την επίλυση των προβλημάτων που δημιουργούσε η επιθετικότητα των Τούρκων στις περιοχές της Αττικής και της Ευβοίας. Παρά την δημιουργία επιτροπών και μεσολαβητών δεν είχε προχωρήσει όμως η χαρτογράφηση και το ξεκαθάρισμα των τίτλων γιατί οι Τούρκοι εμφάνιζαν και πλαστά χαρτιά προσπαθώντας να πουλήσουν γη που δε τους ανήκε ή να διπλοπουλήσουν διάφορα κτήματα για να αρπάξουν όσο πιο πολλά χρήματα μπορούσαν. Για το θέμα αυτό είχαν υποβάλλει υπόμνημα πολλοί Ευβοείς πρόκριτοι και οπλαρχηγοί μεταξύ των οποίων και ο Νικόλαος Κριεζώτης, όπου διαμαρτύρονται για τη συμπεριφορά των Τούρκων που παραβιάζουν τη συμφωνία που υπογράφηκε μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων στις 3 Φεβρουαρίου 1830 στο Λονδίνο, και τους έδινε το δικαίωμα της εκποίησης μόνο των ιδιόκτητων κτημάτων, εκείνοι πουλούσαν εκτάσεις στις οποίες δεν είχαν το δικαίωμα της ιδιοκτησίας αλλά μόνο της κατοχής. Σαν να μην έφτανε αυτό σε ορισμένες περιπτώσεις πουλούσαν τα κτήματα, μαζί με τους χριστιανούς που δούλευαν σ’ αυτά, σα να ήταν δούλοι. Την δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια τον Σεπτέμβριο του 1831 ακολούθησαν τα γνωστά γεγονότα της διαδοχής στην εξουσία του αδελφού του Αυγουστίνου Καποδίστρια, της εισβολής των Συνταγματικών στην Πελοπόννησο, και τις προκλητικές επεμβάσεις των ξένων δυνάμεων στα εσωτερικά της Ελλάδας με αποκορύφωμα τον αφοπλισμό των Συνταγματικών από τους Γάλλους στο Ναύπλιο. Τον Μάιο του 1832 οι μεγάλες δυνάμεις ως συνέχεια της συνθήκης του Λονδίνου που προέβλεπε την σύσταση Ελληνικού κράτους συνεδρίασαν και ενέκριναν την εκλογή του Όθωνα, δευτερότοκου γιου του βασιλιά της Βαυαρίας, για να δοθεί το στέμμα της Ελλάδας, και τον Ιούλιο του ιδίου έτους η εθνοσυνέλευση της Πρόνοιας επικύρωσε την εκλογή. Στην Εύβοια δεν άλλαξαν τα πράγματα η εκκρεμότητα των ιδιοκτησιών παραμένει και αυτό το πιστοποιούν με αναφορά τους προς την Ελληνική κυβέρνηση τον Νοέμβριο του 1832 οι: Ιωάννης Μίσσιος και Κωνσταντίνος Μάνος που λειτουργούσαν ως παρατηρητές και μεσολαβητές μεταξύ κυβέρνησης και των Τούρκων αγάδων. “Αι ελληνικαί γαίαι θέλουν καταντήσει όλαι εις χείρας τινών πλουσίων αλλοεθνών, χωρίς να δυνηθώσιν οι κάτοικοι να αγοράσωσι το παραμικρότερον και θέλει μείνωσιν ούτω ξένοι εις την πατρώαν γην”. Οι υπογράφοντες την αναφορά συνιστούν στην κυβέρνηση να πάρει τα πιο κάτω μέτρα για την αντιμετώπιση του κακού. α) Να διακηρύξει ότι κανείς ξένος δεν θα μπορούσε να αγοράσει κτήμα στην Εύβοια, αν δεν αποκτούσε πρώτα την Ελληνική υπηκοότητα.
β) Να θέσει ένα όριο αγοράς γαιών, που δεν θα μπορούσε κανείς να ξεπεράσει. γ) Να δώσει χρηματικά δάνεια στους αγρότες ,για να αγοράσουν οι ίδιοι τα κτήματα. Τέτοιες αποφάσεις ήταν δύσκολες για την κυβέρνηση με την οικονομική κατάσταση στην οποία βρισκόταν, αλλά πέραν των άλλων ήθελε να καθησυχάσει τους τούρκους που αρνούνταν να αποχωρίσουν από την Εύβοια και προσπαθούσαν να ανατρέψουν το πρωτόκολλο του Λονδίνου. Η αγορά κτημάτων και από ξένους αντίθετα θα καθησύχαζε τους τούρκους ότι θα εξασφάλιζαν την πώληση των κτημάτων όπως η συμφωνία προέβλεπε. Την απάντηση στο πρόβλημα έδωσε νέα απόφαση της Ελληνικής κυβέρνησης στις 3 Φεβρουαρίου του 1833 (9 δηλαδή μόλις μέρες μετά την αποβίβαση του Όθωνα στο Ναύπλιο). «Αποφασίστηκε η ενσωμάτωση της Αττικής και της Εύβοιας στο ελεύθερο ελληνικό κράτος και πήρε τα μέτρα που χρειάζονταν για να προβεί στην κατάληψή τους Τα στρατεύματα συνόδευσε ο Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων Ιάκωβος Νερουλός που διορίστηκε επίτροπος του βασιλιά Όθωνα για την πραγματοποίηση της προσάρτησης της Ευβοίας και της Αττικής. Στα μέσα Μαρτίου ο Νερουλός έφτασε στην Αθήνα, όπου διόρισε φρούραρχο το Βαυαρό Χριστόφορο Νέζερ. Λίγες μέρες μετά, ξεκίνησε για την Εύβοια. Ο εκπρόσωπος της πύλης Χατζή-Ισμαήλ Μπέης, που λίγες μέρες πριν συνέχιζε ακόμη τις ραδιουργίες του για την παράταση της τουρκικής κυριαρχίας στο νησί, αναγκάστηκε θέλοντας και μη να του παραδώσει τη Χαλκίδα στις 7 Απριλίου του 1833 και δύο μέρες μετά, στις 9 Απριλίου την Κάρυστο. Η Εύβοια έπειτα από μακροχρόνια σκλαβιά 363 ετών ήταν επιτέλους ελεύθερη».4 Όπως προκύπτει από το σύντομο ιστορικό που προηγήθηκε η Ευβοϊκή γη έγινε τσιφλίκια γιατί η επανάσταση στο νησί δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, και τη ρύθμιση του ιδιοκτησιακού ζητήματος καθόρισε το πρωτόκολλο του Λονδίνου που ήταν παρέμβαση των μεγάλων δυνάμεων ώστε να πουληθούν τα «τουρκικά» κτήματα. Οι κάτοικοι που ήταν οικονομικά εξαθλιωμένοι και διαλυμένοι κάτω από τον τουρκικό ζυγό δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν σε αυτή την απαίτηση σε όλο το νησί.
Συγχρόνως οι ξένοι σαμποτάρισαν την έγκριση δανείου για το σκοπό αυτό, και είχαν τους δικούς τους λόγους. Την ευκαιρία αυτή εκμεταλλεύτηκαν αρκετά οι οικονομικά ισχυροί της εποχής και απέκτησαν μεγάλα τσιφλίκια σε εξευτελιστικές τιμές. Περίπου 80.000 στρέμματα στη Βόρεια Εύβοια πέρασαν στους Άγγλους και γνωρίζουμε τους αγώνες των κατοίκων ενάντια σε αυτό το καθεστώς ιδιοκτησίας. Ευτυχώς στην περιοχή της Δίρφυς τα περισσότερα τσιφλίκια αγοράστηκαν από τους ντόπιους κατοίκους, όπως το τσιφλίκι των Βαβούλων που ήταν το μεγαλύτερο σε έκταση, το τσιφλίκι του Απόγκρεμου, του Πισώνα κ. α. Από το 1830 μέχρι το 1840 μέσα σε μια δεκαετία έγιναν τα περισσότερα συμβόλαια αγοράς από τους Τούρκους. Στη συνέχεια θα γνωρίσουμε τον Ιστορικό οικισμό των Βαβούλων και το συμβόλαιο αγοράς του τσιφλικιού από τους Βαβουλιώτες, αξιοποιώντας ιστορικά στοιχεία και μαρτυρίες συμπολιτών μας που θυμούνται από τους παππούδες τους για την ιστορία της περιοχής.
«Τα Βάβουλα
Να είχα νερό απ’ τον Έρτερο
Κορίτσι από τα Βάβλα
Και χήρα απ’ τον Απόγκρεμο
Κι ας ήτανε με τα μαύρα.
(παλιό δημοτικό τραγούδι)»
Τα Βάβουλα σήμερα είναι ερειπωμένος και εγκαταλελειμμένος οικισμός στις καταπράσινες πλαγιές της Δίρφυς ,από τη νότια πλευρά προς τον Ευβοϊκό κόλπο. Πιο συγκεκριμένα βρίσκονται λίγο νοτιότερα της βουνοκορφής με το όνομα Ταναΐδα και βόρεια του χωριού Μακρυκάπα σε απόσταση γύρω στα 8 χιλιόμετρα. Πήρε το όνομά του από το βαθούλωμα –κάθισμα που παρουσιάζει η νότια πλευρά της Ταναϊδας που βρίσκεται ο οικισμός σε υψόμετρο περίπου 750 μέτρα. Τα Βάβουλα χτίστηκαν στα χρόνια της Φραγκοκρατίας μεγάλωσαν κατά την Τουρκοκρατία, όπου βρέθηκαν στη μεγαλύτερη ακμή τους. Μετά την απελευθέρωση της Εύβοιας άρχισε η πτωτική πορεία μέχρι το 1880 που ο οικισμός ερημώθηκε. Το 1875 σε απογραφή του πληθυσμού των οικισμών αναφέρονται τα Βάβουλα μαζί με τη Μακρυκάπα με 261 κατοίκου, στον οικισμό πρέπει να υπήρχαν μόνο δύο οικογένειες και το 1885 έφυγε κι ο τελευταίος κάτοικος. Πολύ κοντά στον οικισμό των Βαβούλων ήταν ένας άλλος ιστορικός οικισμός του Απόγκρεμου που είχε κι αυτός την ίδια τύχη. Τα δύο αυτά γειτονικά χωριά ήτανε σ’ όλα σα δυο σταγόνες νερό όμοια κι απαράλλαχτα
-Κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας τα Βάβουλα μαζί με τον Απόγκρεμο ήταν καταφύγιο των επαναστατών και των κατατρεγμένων Ελλήνων από τον κατακτητή. Στο δύσκολο αγώνα της απελευθέρωσης που ξεκίνησε το 1821, τα δύο χωριά είχαν την πρώτη θέση εισφοράς σ’ όλη την κεντρική Εύβοια. Από την Ευβοϊκή εγκυκλοπαίδεια διαβάζουμε: «Βαβουλιώτες οπλοφόροι σκότωσαν τον Τούρκο Αμουσαγά και τον υπηρέτη του, που συνόδευαν τον Πρωτοσύγκελο Μακάριο Βαρλαάμ, όταν πήγαιναν στο Κοντοδεσπότι για να συνάξουν τα όπλα των ραγιάδων. Αυτό έγινε ύστερα από συνεννόηση του Πρωτοσύγκελου με τον ιερέα των Βαβούλων παπά-Κωνσταντή Κουσκούτη. Μετά τη δολοφονία οι Βαβουλιώτες με τον Βαρλαάμ και τον παπά-Κωνσταντή πήγαν στο στρατόπεδο του Άγιου και εντάχτηκαν στη δύναμή του». Ο Κ. Παπαδόπουλος γράφει ότι κατά τη μάχη των Αντριαλών « Ο Βάσος και ο Κριεζώτης κάθονταν στα Βάβουλα, χωριό δυο ώρες μακριά, τρώγοντας και ευθυμούντας, χωρίς να δράμουν προς βοήθεια των μαχωμένων».( Χαρακτηριστικό των αντιθέσεων που επικρατούσαν μεταξύ των οπλαρχηγών). Υπήρχε κάποιο καπετανάτο σε λειτουργία τα χρόνια της σκλαβιάς κι έφκιανε αρματολούς, στηριγμένο στο πατριωτισμό και την παλικαριά και συντηρούσε πάντοτε το σπόρο της ανεξαρτησίας, όπως μας πληροφορεί ο Ρίζος Νερουλός. Τις περισσότερες πληροφορίες για τα Βάβουλα μας δίνει ο Λεωνίδας Παπακωνσταντίνου. Στο βιβλίο του «Ευβοϊκή Μεσσαπία» διαβάζουμε: «Πού στηρίχτηκε ο κουτσός Γέρο-κηρύκος από τα Βάβουλα να μην στέρξει να παραδώσει την πεντάμορφη μοναχοκόρη του στον Τούρκο που την διάλεξε σε ένα πανηγύρι, να την στείλει πεσκέσι στον Σουλτάνο ή στον Πασά και την πήρε κι έφυγε μαζί με το μεγάλο του γιο για το βουνό; Πού την πήγαινε και σε ποιους είχε απαντοχή; Πώς παγωντέοι οπλοφόροι, πολύ προτού την επανάσταση, έσωσαν την τιμή της Λενιώς Μαστραγκάνα από τους Τούρκους που κινδύνεψε; Την τιμή, γιατί την ζωή δεν μπόρεσαν να τη σώσουν μια που πάνω στον κίνδυνο από τους Έλληνες οπλοφόρους την σκότωσαν οι Τούρκοι. Στο βαθούλωμα, που δεν είναι παρά λίγα μονάχα στρέμματα ήταν στοιβαγμένα ένα πάνω στ’ άλλο τα πεντακόσια σπιτικά του χωριού, λες και πάσχιζαν να μην βγουν από το φυσικό κάστρο που τους πάρεχε το μέρος. Ο δροσερός αέρας απ’ το μεγάλο υψόμετρο, τα κρύα νερά από τις τρεις βρύσες, που ανάμεσά τους είναι και η Γερακάρα- σημαδιακό το όνομα και οι σκιές από τα έλατα και τα πανάρχαια πλατάνια στον πάτο του μεγάλου τούτου κακκαβιού, αναπλήρωναν το ψωμί και το προσφάι.
Η θέα απλώνεται από ένα στενό μπαλκόνι, π’ ανοίγεται από το δεξί γόνατο του γέροντα προστάτη Άβαντα. Λίγα μέτρα νότια από το εκκλησάκι του Αι- Κωνσταντή, το μοναχικό χτίσμα, όχι που σώθηκε αλλά που ξαναχτίστηκε τελευταία. Από τούτο το μπαλκόνι βλέπει κανένας όλη τη μέση κοιλάδα του Μεσσαπίου σε πλάτος και μάκρος. Το εκκλησάκι γιορτάζεται στη μνήμη του Αγίου και μαζεύει πολλούς προσκυνητές που τιμάνε τη μνήμη του, αλλά και άλλους που θέλουν να δούνε με τα ίδια τους τα μάτια πού είχανε τα κονάκια τους οι προσπαππούδες τους… …Ο δασικό δρόμος που περνάει ανάμεσα από τα χαλάσματα του παλιού τούτου χωριού, κλώθει στη δεξιά αντηρίδα που είναι και η πιο πατητή. Άλλοτε ήταν ένα κακοτράχαλο γιδόστρατο με στεφάνια από βράχια, σκαλισμένα σ’ αυτά σκαλοπάτια, πιότερο ανηφορικό και πιότερο σύντομο, που φυλαγότανε στο Διάσελο. Δεν είχανε καιρό για χάσιμο οι Βαβουλιώτες, ούτε οι μηνιτάδες αφού θα πηγαινοέρχονταν με τα ποδάρια. Πού να καταλάβουν λαχάνιασμα, μη δα είχανε και βάρος; Ξεραγιανοί και κοντούτσικοι, σα γυαλισμένοι στούμποι, που άλλοτε τρίβανε το αλάτι. Σε τούτο το πήγαινε και έλα, περνάει κανένας αξέχαστα χρωματιστά αλλάγματα που τα φτιάχνουν οι φυλλωσιές από τα πυκνοφυτρωμένα ρείκια, τα κούμαρα, οι αριές, οι αγλαδνιές, οι μέλεγοι, τα πουρνάρια, τα σχίνα, τα βάτια, οι αγριελιές, οι κοκρετσές και πότε-πότε τα πεύκια και οι ανθισμένες αγράμπελες...
-Τι απόμεινε από τα Βάβουλα; Τίποτε. Το καθολικό της ήτανε στη μνήμη της Αγίας Παρασκευής. Την εικόνα της την φέρανε στη Μακρυκάπα, και την βάλανε στο νέο καθολικό που κτίστηκε το 1865. Το ναό τον μετονόμασαν και οι Βαβουλιώτες, όπως και οι Απογκρεμιώτες και τον αφιέρωσαν στη μνήμη του Αγίου Κωνσταντίνου. Όχι τυχαία, αλλά πίστευαν οι παππούδες μας ότι θα βοήθαγε ο Άγιος που πρωτοϊδρυσε Την Βυζαντινή αυτοκρατορία να ξαναστεριωθεί. Είχαν ένα ιδανικό. Το ιδανικό της μεγάλης ιδέας, γι’ αυτό πέτυχαν έστω και με τόσες θυσίες στους αγώνες τους». Όπως είπαμε πιο πάνω το χωριό γνώρισε την μεγαλύτερη ακμή του κατά την Τουρκοκρατία, αμέσως μετά την απελευθέρωση όμως άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Μέσα σε πενήντα χρόνια έφυγε και ο τελευταίος κάτοικος από το ιστορικό κεφαλοχώρι. Οι Βαβουλιώτες μετά τη απελευθέρωση και την αγορά του τσιφλικίου από τους Τούρκους ,μπορούσαν να εγκατασταθούν όπου αυτοί νόμιζαν ότι είναι ο καλύτερος τόπος μιας και ήταν ιδιοκτήτες μιας τεράστιας έκτασης με δάση, βοσκοτόπια, γόνιμα χώματα για καλλιέργεια.
Η Μακρυκάπα, η Τσέργες (Γλυφάδα), τα Κοτσίκια, η Αγρισυκιά, ο Άγιος Αθανάσιος, ο Πάλιουρας, η Λούτσα είναι χωριά που κατάγονται από τα Βάβουλα, οι προσπαππούδες των σημερινών κατοίκων είναι Βαβουλιώτες. Η διασπορά βέβαια ήταν μεγαλύτερη. Όπως στους Καθενούς, τον Πισσώνα, τα Ψαχνά, τη Χαλκίδα αλλά τα χωριά που στην πλειοψηφία τους είναι Βαβουλιώτες είναι τα χωριά που βρίσκονται μέσα στα όρια του τσιφλικιού των Βαβούλων, όπως θα περιγράψουμε στη συνέχεια το ιστορικό της αγοράς.
Η αγορά του τσιφλικίου των Βαβούλων
Κατ’ αρχήν αυτό που πρέπει να τονίσουμε είναι ότι το τσιφλίκι των Βαβούλων μετά την αγορά του το 1838 από τους κατοίκους των Βαβούλων, παύει να είναι τσιφλίκι γιατί οι νέοι ιδιοκτήτες ήταν οι κάτοικοι που έμεναν σ’ αυτή τη περιοχή, είχαν τα καλύβια τους, τα κοπάδια τους και τις καλλιέργειες για τα προς το ζην. Δεν έγινε ιδιοκτησία μερικών μόνο οικογενειών, αλλά όλων των οικογενειών που ζούσαν στην ευρύτερη περιοχή. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από τον τρόπο που διένειμαν τις μερίδες οι κάτοικοι των Τσεργοκοτσικίων πολύ αργότερα το 1923 μέσω του Δασικού Αναγκαστικού Συνεταιρισμού. Δε γνωρίζουμε αν κατά την αγορά του 1838 είχε προηγηθεί κάποιο προσύμφωνο μεταξύ των κατοίκων και των Τούρκων ιδιοκτητών. Όπως επίσης δεν γνωρίζουμε πώς συγκεντρώθηκε αυτό το ποσό το ποσό των 45.000 γροσσίων που είναι ένα αρκετά μεγάλο ποσό για τους κατοίκους των Βαβούλων που αγωνίζονταν για την επιβίωση κάτω απ’ την κατοχή των Τούρκων. Τις επόμενες δεκαετίες που ακολούθησαν την αγορά του τσιφλικιού από τους Βαβουλιώτες γνωρίζουμε από μαρτυρίες ότι στην περιοχή των Τσεργοκοτσικίων έγινε εκτεταμένη υλοτομία από Ικαριώτες στο πλούσιο άγριο δάσος της περιοχής. Οι Ικαριώτες έκαναν το ξύλο ξυλοκάρβουνο με τα καμίνια και το μετέφεραν με τα καΐκια τους στις διάφορες αγορές. Επίσης γνωρίζουμε ότι για πολλές δεκαετίες το πευκοδάσος της περιοχής το εκμεταλλεύτηκε ο Νικόλαος Ριτσώνης για τη συλλογή της ρητίνης και οι ντόπιοι κάτοικοι ήταν εργάτες που δούλευαν γι αυτόν. Ο Ριτσώνης έφυγε από το πευκοδάσος το 1923 μετά την ίδρυση του Αναγκαστικού Συνεταιρισμού Τσεργοκοτσικίων. Δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι Ικαριώτες έμποροι και ο Ν. Ριτσώνης ήταν δανειστές των κατοίκων για την αγορά του τσιφλικιού, δεν μπορούμε όμως να το αποκλείσουμε ως πιθανή εκδοχή για την εξοικονόμηση από τους βαβουλιώτες κάποιων χρημάτων για την αγορά του κτήματος. Στη συνέχεια θα δούμε τρία σημαντικά έγγραφα που μας δίνουν με ακρίβεια το ιστορικό της αγοράς αλλά και των ορίων του τσιφλικίου των βαβούλων. Τα τρία σχετικά έγγραφα είναι: α)Το συμβόλαιο αγοράς (χοτζέτι)από την Χανούμ Χαμπέμ, θυγατέρα του Χουϊσή Αχμέτ πασά.
Με τα έγγραφα των Βαβουλιωτών που παρουσιάζουμε πιο κάτω αλλά και ότι ακολούθησαν αυτά τα 168 χρόνια από το 1838 οι ιδιοκτησία της περιοχής από τους κατοίκους της είναι γεγονός αναμφισβήτητο.
Το πελατειακό ελληνικό κράτος εξαρτημένο από τα συμφέροντα των οικοπεδοφάγων και καταπατητών της ελληνικής γης δεν κατάφερε να νομοθέτηση την κατάρτιση δασολογίου ακόμη και όταν διετάχθη με αποφάσεις του Ε τμήματος του ΣτΕ, συνέπραξε στη διαστρέβλωση του θεσμού της κατατμήσεως των δασών και στην οικοπεδοποίησή των.
Ανεγνώρισε ανύπαρκτα δικαιώματα επί δασών σε διάφορες κατηγορίες προσώπων, οικοδομικών συνεταιρισμών και τους πραγματικούς ιδιοκτήτες δασών όπως στην περίπτωσή μας του τσιφλικιού των Βαβούλων τους ταλαιπώρησε 165 χρόνια για να τους ονομάσει ιδιοκτήτες δάσους.
Ο ανώτατος δικαστικός Μιχαήλ Δεκλερής Επ. Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας αναφέρει σε ομιλία του της 25η Φεβρουαρίου 2003: «Ειδικώτερα, το νεοσύστατο ελληνικό κράτος απέσπασε τα δάση μας από τον μέχρι τότε ιδιοκτήτη του Οθωμανό Σουλτάνο, πρώτα μεν "δικαιώματι πολέμου και δημευτικώς", δηλ. διά της στρατιωτικής κατοχής, και ύστερα νομικώς με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830. Ο τότε Κυβερνήτης μας Ιωάννης Καποδίστριας ηρνήθη να καταβάλει την ζητηθείσα από τον Σουλτάνο αποζημίωση και επεκαλέσθη ρητώς το κυριαρχικό δικαίωμα της Ελλάδος ως νικητρίας κατά την εθνεγερσία του 1821, τουθ' όπερ πράγματι και ανεγνωρίσθη από το ειρημένο Πρωτόκολλο του Λονδίνου. Τοιουτοτρόπως, μόνο σε ολίγα μέρη, όπως ιδίως η Εύβοια, όπου δεν υπήρχε ελληνικός στρατός κατοχής, ανεγνωρίσθη από το Πρωτόκολλο εκείνο ότι οι Τούρκοι πασάδες είχαν το δικαίωμα να πωλήσουν τα κτήματά τους σε αλλοδαπούς, τουθ' όπερ αποτελεί και την αρχή της γνησίας ιδιωτικής κτήσεως επί δασών στην χώρα μας. Για την αναγνώριση των δικαιωμάτων αυτών, το κράτος επέβαλε τότε αυστηρές διατυπώσεις. Το νομικό προηγούμενο του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου του 1830, δηλ. η κυριαρχική απόκτηση της δημοσίας κτήσεως από το ελληνικό κράτος, επαναλαμβάνεται και κατά τις διαδοχικές εδαφικές επεκτάσεις του ελληνικού κράτους μέχρι των ημερών μας και αποτελεί το θεμέλιο της ιδιαιτέρας φύσεως της δημοσίας κτήσεως...
Ιδιωτικό δικαίωμα κυριότητος μπορεί να επικαλούνται μόνον εκείνοι που αποδεικνύουν την πηγή του δικαιώματός των στην Ειδική Πράξη του Σουλτάνου (Χοτζέτι) ή άλλων ισοδυνάμων οθωμανικών τίτλων. Τέτοιες, όμως, περιπτώσεις είναι πολύ λίγες. Είναι δε βαρεία προσβολή της εθνικής κυριαρχίας η αναγνώριση ιδιωτικών δικαιωμάτων επί της δημοσίας κτήσεως με νόμο, αμέσως ή εμμέσως, μέσω θεσμών που προσιδιάζουν στα ιδιωτικά δικαιώματα όπως είναι η χρησικτησία.»
Έτσι λοιπόν βλέπουμε ότι οι Βαβουλιώτες κάτοικοι των κοινοτήτων που αναφέραμε πιο πάνω, μέσα στα όρια που περιγράφονται από την επιτόπια παρατήρηση του 1842 έχουν απόλυτα τεκμηριωμένο το δικαίωμα της ιδιοκτησίας σε όλη την περιοχή του τσιφλίκι
Η κοινότητα Γλυφάδας
Με την επωνυμία Τσεργοκοτσίκια βρίσκουμε σε όλα τα αρχεία και τα κρατικά έγγραφα το κομμάτι του τσιφλικιού που ορίζεται από την κορυφογραμμή της οροσειράς της Δίρφυς μέχρι τη θάλασσα του Αιγαίου. Δυτικά συνορεύει με την κοινότητα Αγίας Σοφίας και ανατολικά με την κοινότητα Στροπώνων.
Σ' αυτή την περιοχή είναι σήμερα το Δ. Δ. Γλυφάδας με τους οικισμούς Αγριοσυκιά, Κερασιά, Κοτσίκια και Νίκη ( Αρκοσουβάλα).
Η παραλιακή ζώνη κάτω από τα χωράφια μέχρι το κύμα είναι δασωμένη από την Πόλη μέχρι την Ακτή και βρίσκονται τα Χειμαδιά10, τεμαχισμένα σε μερίδια σύμφωνα με απόφαση του Αναγκαστικού Συνεταιρισμού.
Επίσης, όλο το πευκοδάσος είναι χωρισμένο σε μερίδια και μοιρασμένο σε όλες τις οικογένειες των συνεταίρων με πρακτικό που έγινε το 1923 με την ίδρυση του Συνεταιρισμού.
Το ορεινό κομμάτι είναι κατοχυρωμένο σ' αυτούς που είχαν ανοίξει τα χωράφια τους και τους βοσκότοπους κατά την θερινή περίοδο.
Οι ορεινοί βοσκότοποι σε μια μικρή απόσταση πάνω από τα κτήματα παραχωρήθηκαν στην κοινότητα από τον Δασικό Αναγκαστικό Συνεταιρισμό για να εισπράττει τις βοσκές.
Οι κάτοικοι της Γλυφάδας και των οικισμών δεν είχαν ποτέ πρόβλημα αμφισβήτησης από το δυτικό όριο που συνορεύουν με την κοινότητα Αγίας Σοφίας, αντίθετα, στο ανατολικό όριο αντιμετώπισαν πολλά προβλήματα από την εγκατάστασή τους στη Γλυφάδα μέχρι σήμερα.
Η διείσδυση κυρίως της οικογένειας Ντεγιάννη μέσα στο ανατολικό σύνορο του τσιφλικιού δημιούργησε πολλαπλά προβλήματα στους κατοίκους της Γλυφάδας και για 160 χρόνια, ταλαιπωρούνταν με τα δικαστήρια, πρώτα με τους Στροπωνιάτες και μετέπειτα μεταξύ τους, χωρίς να έχουν βρει τη λύση.
Οι κάτοικοι της Γλυφάδας και των οικισμών το εισόδημά τους το αποκτούσαν με πολλές δραστηριότητες. Ήταν γεωργοί, για να παράγουν τα βασικά προϊόντα διατροφής χωρίς να τα εμπορεύονται. Ήταν κτηνοτρόφοι για να παράγουν το κρέας και τα γαλακτοκομικά που είχαν ανάγκη αλλά το πλεόνασμα το πουλούσαν για να πάρουν κάποια χρήματα αναγκαία προς το ζην. Συγχρόνως, πάρα πολλοί ήταν ρητινοσυλλέκτες, υλοτομούσαν το δάσος και έκαναν ξυλοκάρβουνο, την ρητίνη και το κάρβουνο το μετέφεραν μέσω της θαλάσσιας οδού πριν γίνει ο δρόμος που συνδέει τα χωριά με τον Άγιο Αθανάσιο.
Ένας άλλος πόρος εισοδήματος κατά τη θερινή περίοδο ήταν η συλλογή αρωματικών φυτών( κυρίως τσάι του βουνού, ρίγανη) που συμπλήρωνε τον οικογενειακό προϋπολογισμό.
Παρά τις δυσχέρειες και τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν λόγο της δύσκολης πρόσβασης στην περιοχή (από τη μία το βουνό που έκλεινε το μονοπάτι όλη τη χειμερινή περίοδο, από την άλλη η θαλάσσια οδός ήταν δύσκολη, γιατί αν δεν είχε μπουνάτσα δε μπορούσε να πιάσει το καΐκι για τις μεταφορές προϊόντων) τα χωριά έφτασαν σε διάφορες χρονικές περιόδους να έχουν μέχρι και 600 κατοίκους συνολικά.
Οι οικισμοί της κοινότητας Γλυφάδας είναι πανέμορφοι μέσα στο καταπράσινο τοπίο με τα παραδοσιακά πετρόχτιστα σπιτάκια, η φύση τους χάρισε τόση ομορφιά που δεν μπορεί να χορτάσει το μάτι σου.
Η Κερασιά, τα Κοτσίκια, και η Νίκη βρίσκονται σε μια απόσταση λιγότερη από 800 μέτρα μεταξύ τους πνιγμένοι στο πράσινο και σε απόσταση 1,5 χλμ από την εντυπωσιακή παραλία της Πετάλης.
Η Αγριοσυκιά βρίσκεται 4 χλμ βορειοδυτικά της Γλυφάδας και είναι ένας γραφικός οικισμός με πετρόχτιστα σπίτια. Είναι ίσως από τους ομορφότερους οικισμούς της Εύβοιας.
Η Γλυφάδα είναι χτισμένη πάνω σε μια πευκόφυτη πλάγια του λόφου «Πάτημα» στους πρόποδες της Δίρφυς με θέα προς το νότο, την άγρια και επιβλητική κορυφή του βουνού, και ανατολικά του χωριού το απέραντο και βαθυγάλανο Αιγαίο.
Ο περιηγητής που θα περπατήσει στην περιοχή, μπορεί να απολαύσει ένα υπέροχο φυσικό τοπίο με ήπιες εναλλαγές των δασωμένων λόφων με κοιλάδες και διάσελα όπου υπάρχει μεγάλη ποικιλία δέντρων, θάμνων, αρωματικών φυτών και βοτάνων. Κατά την περιήγηση στην ορεινή ζώνη, μπορείς να συναντήσεις πολλά πέτρινα κονάκια που έμεναν οι βοσκοί τη θερινή περίοδο, μικρά πηγάδια και πηγές που με το λίγο νερό που μάζευαν ήταν σωτηρία για τους ίδιους και τα κοπάδια τους. Όμως πέτρινα κτίσματα υπάρχουν και στην παραθαλάσσια ζώνη κοντά στα χειμαδιά που ξεχείμαζαν τα κοπάδια ή έκαιγαν τα καμίνια για ξυλοκάρβουνο.
Στην παραθαλάσσια ζώνη των κτημάτων που βρίσκεται πάνω απ' τα χειμαδιά και σε απόσταση 1 χλμ από το κύμα, από την Πόλη μέχρι το Θηλή υπήρχαν προϊστορικοί οικισμοί και αυτό το μαρτυρούν τα απομεινάρια( όπως σπασμένα κεραμίδια, κατεργασμένες πέτρες κ.α.).
Στην περιοχή δεν έχουν γίνει ανασκαφές από την αρχαιολογική υπηρεσία αλλά πάνω σε κάποια αξιόλογα ιστορικά ευρήματα έχει γίνει σχολιασμός και έρευνα από τον Λεωνίδα Παπακωνσταντίνου για την ιστορία της περιοχής με τοπωνύμια Πόλη, Λούτσα, Κουμαριά, Θηλή.
Η απουσία αρχαιολογικής έρευνας για το θέμα δε μας επιτρέπει να γράψουμε κάτι παραπάνω γιατί θα αποτελούν εικασίες και φανταστικά σενάρια.
Αυτό που σήμερα μπορεί να δει ο επισκέπτης είναι το Δρακόσπιτο της Δίρφυς που βρίσκεται πάνω από την παραλία Γλυφάδα, δεξιά του δρόμου και δίπλα από το Δρακόσπιτο, τη Νεολιθική δεξαμενή που είναι μια από τις τρεις που διασώζονται και έχουν εντοπιστεί από τους κατοίκους.
Πιστεύω ότι με αυτά που έγραψα δόθηκε μια εικόνα στον αναγνώστη για το βόρειο τμήμα του τσιφλικιού των Βαβούλων που βρίσκεται από την κορυφογραμμή της Δίρφυς μέχρι τα παράλια του Αιγαίου. Η Γλυφάδα και η Αγριοσυκιά είναι ο τόπος καταγωγής μου και είμαι περήφανος γι' αυτό. Ελπίζω αργότερα να μου δοθεί η ευκαιρία να γράψω ένα βιβλίο για την ιστορία, τη λαογραφία, τις παραδόσεις και την εξέλιξη της τοπικής οικονομίας απ' την απελευθέρωση της Εύβοιας μέχρι σήμερα
Η γνώση απ' όλους μας των πολιτιστικών παραδόσεων και της ιστορίας του τοπικού χώρου συμβάλλει στην πνευματική αναγέννηση και την κατανόηση του ιστορικού τοπίου15 ως μια ολότητα που είναι άρρηκτα δεμένη με την ύπαρξή μας. Είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη συμμετοχή μας στα κοινά, αλλά και της αίσθησης του μέτρου και της αρμονικής συνύπαρξης με το περιβάλλον.
Ειδικά σήμερα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια επικίνδυνη ιδεολογία περί «ανάπτυξης» και «προόδου». Μιας προόδου απροσδιόριστης και ψεύτικης που μπορεί πάντα μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς της τεχνοκρατίας και του κέρδους να διαστρέφει την πραγματικότητα και να θεωρεί αναλώσιμο κάθε πόρο, έστω κι αν αυτός αποτελεί το σημαντικότερο κομμάτι από την ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά του τόπου μας.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
•1.Από το βιβλίο του Γεωργίου Αθ. Καδίτη με τίτλο «Η απελευθέρωση της Εύβοιας από τους Τούρκους και το ξανασκλάβωμά της από Έλληνες και ξένους τσιφλικάδες» .
•2.Βιβλίο του Επαμ. Α. Βρανόπουλου με τίτλο «Η Ευρωπαϊκή διπλωματία στο θέμα της απελευθέρωσης της Εύβοιας»
•3.Η χαρτογράφηση από επιτροπές αρμόδιες για το θέμα με εκπροσώπηση και των δύο πλευρών ήταν προϋπόθεση που έθετε το πρωτόκολλο του Λονδίνου.
•4.Επαμ. Α. Βρανόπουλος «Η Ευρωπαϊκή διπλωματία στο θέμα της απελευθέρωσης της Εύβοιας». Σελ. 269
•5.Από το βιβλίο του Λεωνίδα Παπακωνσταντίνου «Ευβοϊκή Μεσσαπία» σελ. 207
•6.«Ευβοϊκή εγκυκλοπαίδεια» βλέπε λήμμα Βάβουλα τόμος Α σελ. 256
•7.Κάρπος Παπαδόπουλος παραπομπή από την Ευβοϊκή Εγκυκλοπαίδεια για τη μάχη των Ανδριαλών. Υπάρχουν περισσότερα στοιχεία για τη μάχη των Ανδριαλών στο βιβλίο του Δημητρίου Γιαννούκου με θέμα «ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ» Έκδ. 1973
•8.Ρίζος Νερουλός αναφορά από το έργο του «Ιστορία της Ν. Ελλάδας» Γενεύη, 1828 σελ. 384
•9.Γερακάρα ( Γερά + Κάρα) γερό κεφάλι, ξύπνιο μυαλό. Ήταν πηγή με κρυστάλλινο και υγιεινό νερό.
•10.Ομιλία σε συνέντευξη τύπου στην αίθουσα του δικηγορικού συλλόγου Αθηνών την Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2003 με θέμα «Η επιβουλή κατά των Δημοσίων Δασών»
•11.Τα χειμαδιά είναι τόπος κατάλληλος για ξεχειμώνιασμα των κοπαδιών. Στην περιοχή των Τσεργοκοτσικίων τα χειμαδιά βρίσκονται σε όλη την παραλιακή ζώνη, από την Πόλη μέχρι την Ακτή.
•12.Από βιβλίο του ιδίου με θέμα «ΕΥΒΟΙΑ-ΤΟΠΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ-ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ» σελ. 152
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γεωργίου Αθ. Καδίτη. «Η απελευθέρωση της Εύβοιας από τους Τούρκους και το ξανασκλάβωμά της από Έλληνες και ξένους τσιφλικάδες» Έκδ. Εταιρία Ευβοϊκών Σπουδών 2000
Βρανόπουλος Α. Επαμ. «Η Ευρωπαϊκή διπλωματία στο θέμα της απελευθέρωσης της Εύβοιας και η εξαγορά των τουρκικών κτημάτων» Α.Ε.Μ. Τομ. 25 ( 1983)
Λεωνίδας Παπακωνσταντίνου «Ευβοϊκή Μεσσαπία».Εκδ.1972.Αθήνα.
Ευβοϊκή εγκυκλοπαίδεια. Γιάγγου Τσαούση Έκδ1998
Γεωργίου Φραντζή «Εύβοια- Τοπική ανάπτυξη-Κοινωνική αναγέννηση» Έκδ. 1994