Σιδεράδες ή τσιλιγγίριδες ή γύφτοι
Αυτοί που ξεκίνησαν πρώτοι να κάνουν αυτή τη δουλειά στα χωριά μας ήταν γύφτοι. Οι επόμενοι μπορεί να μην ήταν όλοι, αλλά εφόσον ήταν όλη την ημέρα μαύροι από την μουτζούρα το όνομα τους έμεινε.
Σμίλευαν το σίδερο σαν τους γλύπτες και του έδιναν τη μορφή που ήθελαν. Το φυσερό, το σφυρί και το αμόνι ήταν τα βασικά και απαραίτητα εργαλεία ενός σιδερά. Το φυσερό ήταν από δέρμα, ένα ή δύο ασκιά ανάλογα, το οποίο μάζευε αέρα και τραβώντας τη χειρολαβή από πάνω τον έβγαζε, θέριευε τη φωτιά σε πολύ υψηλή θερμοκρασία κι εκεί μέσα πύρωνε το σίδερο, δηλαδή το μαλάκωνε, κάνοντας πιο εύκολη την επεξεργασία του. Επίπονη εργασία ήταν το τρύπημα του σίδερου. Με την πόντα (πονταρισιά) σημάδευαν το σημείο που ήθελαν να τρυπήσουν και με το δράπανο, χειροκίνητα και για πολλές ώρες, άνοιγαν την τρύπα στο σίδερο.
Για να βοηθηθεί το ματικάπι (τριβέλι) που κατέληγε ο μηχανισμός του δράπανου έβαζαν συνεχώς λάδι. Έφτιαχναν τσαπιά, σκαλιστήρια, δικούλια, υνιά, πέταλα, τσεκούρια, αλέτρια και ότι άλλο χρειαζόταν ο γεωργός, ο υλοτόμος, και όλοι οι χωριάτες. Κάποιοι σιδεράδες ήταν και καλιγωτές, αλλά όχι όλοι. Τη Μεγάλη Πέμπτη όλοι οι σιδεράδες γυρίζουν το αμόνι ανάποδα γιατί πάνω σε αυτό έφτιαξαν τα καρφιά που σταύρωσαν το Χριστό.
Παλιοί σιδεράδες στην Πάνω Στενή ο Ανέστης Καραγιάννης (Γκανέστας), ο Στέλιος Κατσαρής και ο Γιώργος Φραγκάκης. Στη Κάτω Στενή ο Δημήτρης Κατσαρής και μεταγενέστεροι ο Νίκος Θεοδώρου και ο Αργύρης Καμαριώτης, που έμαθε τη δουλειά στο μεσοπόλεμο από τον Φραγγάκη. Στους Βούνους εργαζόταν έως πριν λίγα χρόνια ο τελευταίος παραδοσιακός σιδεράς. Δούλευε το φυσερό και το καμίνι. Ο Γιάννης Στεφανής ξεκίνησε το 1936 σε ηλικία 8 χρονών. Ο πατέρας του, Νίκος, ήταν σιδεράς. Είχε το σιδεράδικο στην Πάνω Στενή στη Βρυσίτσα αλλά δεν τον πρόλαβε. Έμαθε τη δουλειά από τον θείο του Αριστείδη Αριστείδου, ο οποίος αρχικά είχε το σιδεράδικο στη Κάτω Στενή εκεί που ήταν του «Λαμή» το λιοτρίβι και σήμερα φούρνος. Όταν το 1940 παντρεύτηκε ο θείος του και εγκαταστάθηκε στους Καθενούς, τον ακολούθησε ώσπου έμαθε καλά τη δουλειά. Αργότερα άνοιξε το δικό του σιδηρουργείο στους Βούνους, όπου εργάζεται έως και σήμερα. Όμως, δυσκολευόταν να βρει τα κάρβουνα που χρειάζεται μιας και είναι ειδικά, αφού οι θερμοκρασίες που χρειάζονται να αναπτυχθούν είναι μεγάλες. Παλαιότερα έφτιαχνε μόνος του τα ειδικά κάρβουνα με καστανίσια ξύλα. Ενδιαφέρον παρουσιάζε και ο τρόπος που κολλούσε τα σίδερα παλαιότερα. Μάζευε την κόκκινη άμμο που έφερνε η αμπολή την έλιωνε στη φωτιά κι αυτή γινόταν κόλα.
Γιάννης Μητάκης