Οι Παραπονεμένες
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1899
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Πότε μεγάλωσαν! Τις θυμούμαι, δεν είναι ακόμη τέσσερα χρόνια, που κάθονταν από κάτω στην κληματαριά.
Άθλια είναι η αυλή κατά τ’ άλλα, τρώγλες πολλές έχει για νοίκιασμα, αλλά στολίζεται επί έξι μήνες το χρόνο από λαμπρή κληματαριά.
Κάθονταν Ιούλιο μήνα κάτω από το πλούσιο θαλερό φύλλωμα και φλυαρούσαν κι έκοβαν κι έραβαν.
Οι δύο μάλιστα είχαν από μία ραπτική μηχανή, την οποία εξοφλούσαν κατά δόσεις εβδομαδιαίες.
Είναι αλήθεια, ότι τόσο γρήγορα μεγαλώνουν!
Κι έλεγε η μία, η Μαριγούλα η μικρή, 13 ετών τότε, η επίδοξη νύφη σήμερα:
- Ακούς αυτός, να μου πει εμένα δεν ξέρω τι!
Και θάρραγε πως ήμουν εγώ σαν τα μούτρα της, να μου πει εμένα! …
Φορούσε τότε επί σαράντα ημέρες μαύρα ράσα.
Το είχε τάξιμο ένεκα κάποιας αρρώστιας.
Οι άλλες δύο, η Κούλα και η Μαρίκα η μεγάλη, κάγχαζαν.
Κι ύστερα από πολλά λόγια και γέλια, η Κούλα, πολύ ελεύθερη κόρη, σηκώθηκε και έκανε ένα μεγάλο άλμα και ανέμισε ελεύθερα το φόρεμά της και φώναξε:
- Μη με φουρκίζεις, γιατί… ξέρεις τώρα δα;
Απ’ τη ζέστη μου ’ρχεται έξαψη. Να!
Σήμερα η Μαριγούλα κοντεύει να είναι νύφη και κινδυνεύει να μην είναι, η Μαρίκα θα γίνει νύφη, καθώς αυτή λέγει κι η Κούλα, πριν από τρία χρόνια, έγινε νύφη αλλά δεν έχει πλέον τον άνδρα της.
Την είχε στεφανωθεί την Κούλα ο δικός της κι έμεινε μία βραδιά μαζί της κι ύστερα έγινε άφαντος, για τους λόγους που αυτός γνωρίζει.
Η νέα δεν ξέρει τίποτε.
Κι η Μαριγούλα, το καλό κορίτσι, έμεινε χωρίς αρραβωνιαστικό από προχθές το βράδυ.
Είχε κάμει κονάκι στο σπίτι τους, κότα-πίττα, από μήνες πολλούς.
Κι η Γαρουφαλιά ήταν γυναίκα χωρίς άνδρα, ένα κορίτσι το είχε, αυτή τη Μαριγούλα και μοναχή.
Τσουμπλέκια, μπαρδάκια, ρουχικά, όλα τα έδινε, ευχαριστημένη ήταν να φύγει αυτή με ένα φουστάνι από μες από το σπίτι, αρκούσε μόνο να την έπαιρνε.
Κατ’ αρχάς τους είχε υποσχεθεί να γίνει ο γάμος του Αγίου Δημητρίου, έπειτα ανέβαλε του Αγίου Φιλίππου, ύστερα είπε τα Χριστούγεννα. Τελευταία είπε τις Απόκριες.
Και σαν ήρθαν οι Απόκριες, περίμεναν να πει τη Λαμπρή, αλλά αυτός έκαμε καλύτερα, έγινε άφαντος.
Τώρα ήρθε ένας παραξάδελφος της Γαρουφαλιάς και τον γυρεύει.
Που να τον βρει;
Κι η Μαρίκα η μεγάλη, δεν το κάνει βέβαια επίτηδες - ω πόσο πιστή είναι η φιλία! - αλλά όχι για να τις φουρκίσει βέβαια, αρχίζει και διηγείται στη μία χωριστά και στις δύο μαζί:
- Κι είπε ο Θόδωρος, μα καλά σαν δεν στεφανωθούμε κι αυτήν την Κυριακή, ως την άλλην…. μα τι θέλεις να τρελαθώ;
Του λέω, πώς να μπω αποκάτω απ’ το στεφάνι με τέτοιο μούτρο…
Την προηγούμενη, ο αδελφός της Μαρίκας, αρχιμόρτης της γειτονιάς, εξαγριωμένος, γιατί έμαθε, ότι η μητέρα είχε τάξει πεντακόσιες δραχμές του γαμπρού, είχε δώσει μία σπρωξιά της Μαρίκας και την έριξε επάνω στο αγκωνάρι της πόρτας.
Η νέα χθες έφερε επίδεσμο γύρω από το πρόσωπο, σήμερα έχει μαύρο το σαγόνι, μαύρη τη γωνία του βλέφαρου.
-Μου λέει, εμένα μ’ αρέσει να σε βλέπω σαν νά ’ναι βουρκωμένα τα ματάκια σου.
-Στην αγάπη μας, Γαρουφαλιά μου, τη Μαριγούλα πρώτη - πρώτη θα βάλω στο νου μου, σαν θα είμαι αποκάτ’ απ’ το στεφάνι.
Στη φιλία μας κυρά-Χτούκαινα, την Κούλα θα μελετήσω πρώτη σαν μας αλλάζει ο κουμπάρος τα στεφάνια.
Ως τόσο, ο Θόδωρος τρελαίνεται, το λυπούμαι το παιδί.
Τώρα, σήμερα, θα πάμε με την καρότσα, στο μεγάλο δρόμο, κοντά στο Πανεπιστήμιο, να δούμε τον Καρνάβαλο, που λένε και τα κομιτάτα.
Θυμάμαι που πήγαμε όταν ήμουν μικρή μαζί με την μητέρα κι είδαμε τα κομιτάτα.
Άλλοι σαν αγάλματα πάνω στις καρότσες, ένας έκανε τον κοιμισμένο, άλλος έστεκε ορθός ακίνητος, γδυμνοί, ολόγδυμνοι… ένα κομιτάτο, άλλο κομιτάτο, το ένα κοντά στο άλλο κι έβγαζαν λόγο απ’ τα κάρα.
Τελειωμούς δεν είχαν τα κομιτάτα.
Τη στιγμή εκείνη, φάνηκε έξω από την αυλόπορτα η Μπαλούκαινα, η μητέρα της Μαρίκας.
Φορούσε φουστάνι ολομέταξο, που έτριζε όλο.
Έβαλε το ένα πόδι μέσα από το κατώφλι και φώναξε.
Στη φωνή, ο Μόρτης κι η Φασαρία, τα δύο σκυλιά της αυλής, έτρεξαν με πολλά γαυγίσματα κατεπάνω της.
- Έλα κόρη μου, η καρότσα έφτασε, τώρα θά ’ρθει… Πάμε να δούμε τα κομιτάτα…
Ο Θόδωρος, όπου είναι έρχεται… Πάμε στο κομιτάτο!
***
-Την Πέμπτη εκείνη, την προ της Απόκρεω, την ώρα που ο κρύος Καρνάβαλος βγήκε να περιδιαβάσει στους δρόμους της Αθήνας, σε μία παράμερη συνοικία, σε ένα στενό δρομίσκο της πόλης, φάνηκε η γυναίκα με την «Ελεούσαν».
Κρατώντας την αγία εικόνα, βγήκε κι αυτή σε περιοδεία.
Φαίνεται ότι γνώριζε από μακρά πείρα, ότι πολλά πλάσματα που κατοικούν στις συνοικίες τις σκοτεινές, στις ανήλιες τρώγλες, πλάσματα παραπονεμένα, από ατυχίες, από έλλειψη πολλών, όπως πρώτη η έλλειψη φορέματος, δεύτερη η έλλειψη αρραβωνιαστικού, τρίτον δε όλες μαζί οι άλλες ελλείψεις, ότι πολλά τέτοια πλάσματα δεν θα πήγαιναν να δουν τον «Καρνάβαλον» και τα «Κομιτάτα» και ότι τα πλάσματα αυτά, θα ήταν διατεθειμένα να αρπάξουν την προσφερόμενη παρηγοριά την εκ της θρησκείας.
Και η ώρα εκείνη της μεγάλης συρροής στα κέντρα, της μεγάλης ερημιάς τα απόκεντρα, της φαίνονταν καταλληλότατα για τέτοια επίσκεψη.
Πέρασε έξω από την αυλή και είδε την Κούλα και τη Μαριγούλα να κάθονται μέσα, σιμά στην πόρτα.
- Καλημέρα κορίτσια μου. Χρόνους πολλούς.
Η Μεγαλόχαρη η Ελεούσα νά ’ναι βοήθειά σας.
Μπήκε στην αυλή. Τα δύο σκυλιά γαύγισαν. Η Μαριγούλα τα μάλωσε.
Οι δύο κόρες έκαμαν το σταυρό τους και ασπάστηκαν την εικόνα.
Η γυναίκα κάθισε και άρχισαν συζήτηση.
- Τώρα κορίτσια μου, χάλασε ο κόσμος. Πάει πια η πίστη, η ευλάβεια… Όλος ο κόσμος τρέχει στα θέατρα, στα κομιτάτα.
- Στο σπίτι σου την έχεις την Αγία Εικόνα, κυρά; ρώτησε η Κούλα.
- Ναι, κόρη μου… μα τώρα δεν έρχονται ευλαβητικές…
Κι οι Άγιοι μας βαρέθηκαν κι έπαψαν να θαυματουργούν πλέον…
- Κάνει θάματα η Αγία Εικόνα κυρά; είπε η Μαριγούλα.
- Καμιά φορά… σαν έχεις πίστη.
- Και πώς θα καταλάβουμε ;
- Απ’ το κερί κι απ’ αυτό που θα κολλήσετε… μπορώ κι εγώ να σας πω.
- Πάμε μέσα στην κάμαρα;
- Πάμε.
***
Σηκώθηκαν και οι τρεις, εμπρός έτρεξε η Μαριγούλα, δεύτερη η γυναίκα με την Ελεούσα, τελευταία η Κούλα.
Η Γαρουφαλιά τις υποδέχθηκε μέσα στο δωμάτιο.
- Είναι και καλό για την ψυχή σας, έλεγε καθ’ οδόν η Γυναίκα με την Ελεούσα.
Η Γυναίκα έβαλε την εικόνα πάνω σε ένα πενιχρό έπιπλο.
Η Κούλα και η Μαριγούλα άναψαν πεντάρικα νοθευμένα κεριά. Η Γυναίκα άρχισε να κάνει μετάνοιες. Είπε το Θεοτόκε Παρθένε, έπειτα το Άγιος ο Θεός, ύστερα εις το Όνομα του Πατρός, ύστερα, Προσκυνώ Πατέρα και πάλι το Άγιος ο Θεός και πάλι το Θεοτόκε Παρθένε, έλεγε κατά διαλείμματα τα ίδια, ίσως για να φαίνεται ότι λέει πολλά! Η Κούλα κόλλησε τρεις πεντάρες επάνω στην εικόνα, η Μαριγούλα άλλες τρεις, κόλλησε και η Γαρουφαλιά άλλες δύο. Της Κούλας οι πεντάρες έπιασαν όλες, της Μαριγούλας καμιά, της Γαρουφαλιάς η μία κόλλησε.
Η Γυναίκα με την εικόνα, κοίταξε τη φλόγα των κεριών, κοίταξε πόσες πεντάρες κόλλησαν επάνω στην εικόνα και πόσες δεν κόλλησαν.
Ύστερα άρχισε να χρησμοδοτεί, αποτάθηκε πρώτα προς την Κούλα.
- Ένα μικρό μαράζι, ένα μικρό εμπόδιο… κάτι λείπει, κάτι χρειάζεται... μα όσο κι αν λείπει… Η ψυχή πονεί, μα το θέλημα του Θεού να γίνεται… Πιστεύω σε λίγο.
Γαύγιζαν απ’ έξω τα δύο σκυλιά. Άνοιξε η πόρτα.
- Ποιος είναι ;
Ήταν ο Σπύρος, ο παραξάδελφος της Γαρουφαλιάς. Επέστρεφε από το κυνήγημα του γαμπρού εκείνου, που είχε γίνει άφαντος.
Δεν τον είχε ανακαλύψει πουθενά.
Είδε την εικόνα και προσκύνησε. Κόλλησε κι αυτός δύο πεντάρες.
- Δικός μας είναι, κυρά-καλόγρια, είπε η Γαρουφαλιά.
Η γυναίκα με την Ελεούσα εξακολούθησε:
- Ελπίζω, με τη δύναμη του Θεού και με τη χάρη της Ελεούσας… αγκαλά… έχω μεγάλο φόβο.
Ακούσθηκε μία οξεία φωνή έξω από την αυλόπορτα:
- Κούλα ! Κούλα !
Τα δύο σκυλιά άρχισαν να γαυγίζουν μανιωδώς.
Η Πυθία διέκοψε το χρησμό της.
- Έχεις μεγάλο φόβο είπες κυρά; επανέλαβε με αγωνία η Κούλα.
- Κούλα! έκραξε πάλι η φωνή έξω από την αυλόπορτα.
Μαριγούλα, κορίτσι μου, μέσα είν’ η Κούλα; Πες της νά ’ρθει γλήγορα, έχουμε δουλειά. Τι μου ξενοιάστηκε;
Η Μαριγούλα βγήκε στην πόρτα του δωματίου.
- Τώρα μια στιγμή, κυρά Χτούκαινα. Έχουμε υπόθεση. Έχε υπομονή.
Σε απάντηση, η Χτούκαινα ήλθε μέσα στην αυλή, μπήκε στο δωμάτιο, μ’ όλο το θόρυβο τον οποίο έκαμναν ο Μόρτης και η Φασαρία.
- Είναι η μητέρα της Κούλας, είπε η Γαρουφαλιά.
Λέγε το λοιπόν κυρά-καλόγρια.
- Φόβος βέβαια είναι, επανέλαβε η χρησμωδός, με τη δύναμη του Θεού όλα θα οικονομηθούν, είναι και καλό για την ψυχή σας.
Η Χτούκαινα κόλλησε κι αυτή μία πεντάρα.
- Και θα έχετε βοήθεια τη Μεγαλόχαρη.
Έπειτα η Γυναίκα στράφηκε προς τη Μαριγούλα.
- Πώς να γλυτώσει κανείς από τα βάσανα του κόσμου, κορίτσι μου;
Μήπως τάχα η μάννα σου ήθελε να σε παντρέψει μικρή-μικρή;
Ένα μεράκι βλέπω, έναν καημό, ένα κάτι τι, ποιος ξέρει;
Αυτά είναι στο χέρι του Θεού, μπορεί να είναι θέλημα Θεού… μού ’ρχεται μια μεγάλη υποψία και μια μεγάλη λύπηση. Ο Θεός είναι που κάνει τα ψέματα αλήθεια, στο τέλος όλα θα διορθωθούν και με καλό θα τελειώσουν… Είναι και καλό για την ψυχή σας.
Η Γυναίκα έβαλε τρεις μετάνοιες, πήρε την εικόνα και είπε:
- Βοήθειά σας !
Μάζωξε τις πεντάρες και τ’ απόκερα κι έφυγε.
Τα δύο σκυλιά την παρακολούθησαν με γαυγίσματα έως την πόρτα της αυλής.
Ο Μόρτης της άρπαξε την άκρη της μακριάς, έως τις κνήμες κατερχόμενης, μαύρης μαντήλας της κι η Φασαρία της δάγκωσε την κάλτσα.
- Το βράδυ επέστρεψε από την οδό Σταδίου η Μπαλούκαινα, μαζί με την κόρη της και το γαμπρό της και διηγούταν στις δύο γειτονοπούλες τα όσα είδαν και πως διασκέδασαν.
- Και του χρόνου, κορίτσια και του χρόνου, με τους άντρους σας, να ιδείτε και σεις τα κομιτάτα.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης