Η Μαυρομαντηλού
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1891
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Κανείς σε όλο το χωριό, δεν είχε ωραιότερο περιβολάκι από τον εξάδελφό μου το Γιαννιό.
Κάθε μέρα περί το δειλινό, καβαλίκευε στο μικρό γέρικο γαϊδουράκι του και εκτελούσε τακτική καθημερινή εργασία στο ωραίο κηπάριο και το δειλινό επέστρεφε, φέροντας τους καρπούς των κόπων του.
Οι γέροντες απόμαχοι, που κάθονταν στην προκυμαία, βλέποντάς τον να επιστρέφει αργά-αργά απ΄την καθημερινή εκδρομή του, έλεγαν.
-Να, ο Γιαννιός έρχεται πάλι απ’ το περιβολάκι του.
-Και φέρνει και τις λαχανίδες του.
-Και τα κουνουπίδια του και τα μποστανικά του.
-Πώς τα καταφέρνει!
-Σαν να τον γνωρίζουν.
-Λες και τα έχει γητεμένα!
Ο εξάδελφός μου ο Γιαννιός, δεν άκουγε τα ποικίλα ή μάλλον στερεότυπα αυτά σχόλια, αλλά προσπερνούσε αδιάφορος, αφού έδενε σε έναν πάσσαλο το υποζύγιό του και αποκομίζοντας τα «λαχανικά», τα πουλούσε ή τα έφερνε σπίτι, κατά την περίσταση.
Και αφού αναπαυόταν το βράδυ από το μέτριο κάματο της ημέρας, μιας και επρόκειτο σε λίγο καιρό να αναπαυθεί διαρκέστερα απ΄τους πολλούς μόχθους της ζωής του, την άλλη μέρα πάλι, περί το δειλινό, έλυνε το γαϊδουράκι του, καβαλούσε πάνω σ΄αυτό και έβγαινε πάλι για να επισκεφθεί το περιβόλι του.
* * *
Τι λαμπρό, αχανές, μεγαλοπρεπές περιβόλι! και πόσο δίκιο είχε ο θείος Όμηρος, να θέσει παράλληλα τις δύο παραβολές των κυμάτων της θάλασσας και του αγρού με τα ανθισμένα στάχυα!
«Κινήθη δ’ αγορή φη κύματα μακρά θαλάσσης
πόντου Ικαρίοιο, τα μεν τ’ Εύρος τε Νότος τε
ώρορ’ επαΐξας πατρός Διός εκ νεφελάων·
ως δ’ ότε κινήση Ζέφυρος βαθύ λήιον ελθών,
λάβρος επαιγίζων, επί τ’ ημύει ασταχύεσσιν,
ως των πάσ’ αγορή κινήθη…»
Πράγματι, τα χόρτα και οι θάμνοι του περιβολιού του εξαδέλφου μου του Γιαννιού, γιγαντιαία, πελώρια, άγρια ή κηπευτά, δεν έπαψαν να οργώνονται, να σχηματίζουν αυλάκια και να είναι γαλήνια, ομαλά, απ’ αρχής, από καταβολής κόσμου. Δεν έπαψαν να συγχέονται, να είναι ποικιλόμορφα, αναλλοίωτα και ρευστά, να ορθώνουν τη χαίτη, να στυλώνουν τα στέρνα, να ανατριχιάζουν, να θορυβούν, να κραυγάζουν, να ηχούν, να πλαταγούν, να κτυπούν το ένα το άλλο.
Και οι Ζέφυροι έπαιζαν περνώντας ανάμεσά τους, σαν άτακτα παιδιά και οι απόγειοι και οι τροπαιοί άνεμοι συναγωνίζονται, ποιος να αυλακώσει βαθύτερα, ποιος να σηκώσει ψηλότερα τα κυανά και πορφυρά νώτα τους, με φωσφορίζουσα ακτινοβολία, με ακτινωτό αφρώδες στεφάνι. Και η αύρα του πόντου, θώπευε μαλακά την άσπιλη κυματιστή οθόνη, προκαλώντας άπειρες γεμάτες χάρη, μυρμηκιούσες παροδικές ρυτίδες, σαν σε μέτωπο βασίλισσας νύμφης περικαλλούς, που επιδεικνύει παιδικό θυμό και πείσμα, διάλειμμα μεταξύ δύο μειδιαμάτων προκλητικό, στο βάθος του οποίου ο βυθός δεν φαίνεται πλέον και η επιφάνεια παύει, ανταγάζοντας την άπειρη φαιδρότητα της κτίσης.
Ο δε ουράνιος θόλος, κατοπτρίζεται όλος στον απαράμιλλο κήπο, που ο ήλιος έκαιε χωρίς να καταφλέγει τα βάθη του, γιατί ο ίδιος, άμα απόκαμνε από την ημερήσια αρματοδρομία, βυθιζόταν για να αναπαυθεί στο βυθό του, για να ακονίσει στο υγρό εργαστήριο τις αμβλυνθείσες ακτίνες.
Η σελήνη γινόταν λαμπρότερη, επαργυρώνοντας τα στέρνα της αχανούς έκτασης, το άστρο της νύχτας λουζόταν με ηδυπάθεια στα νάματά της και οι Πλειάδες με γλυκιά παρθενική σεμνότητα, ακτινοβολούσαν στα ανεξερεύνητα βάθη της, σαν βολίδες που εισέδυαν, ζητώντας να μετρήσουν το βάθος, να βρουν τον πυθμένα.
Μύριοι κρότοι αντηχούν στα άντρα και στους βράχους, όπου τα κράσπεδα της άσπιλης οθόνης κατέληγαν, πότε σαν ηδυπαθείς στεναγμοί έρωτα, πότε σαν άγριοι πολέμων γδούποι, πλήττοντας τους ήχους.
Και γλυκόπνοες οσμές, ελαφρά αρώματα, απέπνεαν από παντού, μυρώνοντας τις αύρες και άλμη και θάλπος ηλίου σκλήρυνε και ερύθραινε και καθιστούσε μελαψές και αρρενωπές τις όψεις των ανθρώπων.
***
Το γαϊδουράκι του εξαδέλφου μου, βύθιζε τα πόδια του ανάμεσα στα δροσερά πέταλα, που προσέπαιζαν και θροούσαν γύρω απ΄τα πόδια του και ο κήπος ο μυστηριώδης, πρότεινε τα στήθη ανοίγοντας τους θησαυρούς του στα επιδέξια χέρια του πεπειραμένου κηπουρού.
Για όλους, το περιβολάκι του Γιαννιού του εξαδέλφου μου, ήταν βιβλίο ανοικτό, αλλά βιβλίο με ιερογλυφικούς χαρακτήρες ή με κείνα τα «σήματα λυγρά», τα διατεθλασμένα, τα χαραγμένα πάνω στα γυμνά κρανία των νεκρών, τα οποία λέγεται μεν ότι σημαίνουν τη μοίρα του αποθανόντος, αλλά αν δεν είναι κανείς μάντης, δεν μπορεί να τα διαβάσει… και τούτο κατόπιν εορτής, αφού ο νεκρός έζησε.
Αλλά για τον άμοιρο εξάδελφό μου, ήταν βιβλίο με κεφαλαιώδεις λαμπρούς χαρακτήρες, σαφές, ξεκάθαρο κι ευανάγνωστο.
Αυτός γνώριζε όλα τα μυστήρια, όλα τα κοιλώματα, όλα τα άντρα του προσφιλούς σ΄αυτόν εδάφους.
Αδύνατο κανείς μάλιστα, όχι χάριν συνηθισμένης έκφρασης, αλλά σχεδόν κυριολεκτικά, να μην πει, όπως έλεγαν και οι γέροντες απόμαχοι της προκυμαίας, ότι αυτά μάλλον τον γνώριζαν…
* * *
Τον γνώριζαν από πολλά χρόνια.
Ήταν ήδη εξήντα χρονών και από πενήντα χρόνια, από τρυφερή ηλικία δέκα ετών, δεν είχε πάψει να καλλιεργεί τον κήπο του.
Κάθε άνθρωπος εργάζεται για τον εαυτό του, με την πρόφαση ότι εργάζεται για τους άλλους, ο δύσμοιρος ο Γιαννιός εργαζόταν για τους άλλους και ποτέ για τον εαυτό του.
Δώδεκα ετών, έμεινε μόνος προστάτης της μητέρας, χήρας τριάντα ετών.
Είκοσι ετών, ήταν προστάτης των ορφανών αδελφών του, ορφανός ο ίδιος.
Σαράντα ετών, ήταν προστάτης ακόμη μεγαλύτερης ορφάνιας, της ορφάνιας των ανεψιών του.
Όλοι οι νέοι, αγωνίζονται για κάποια φιλοδοξία, ποθούν το γάμο, μελετούν την αποκατάσταση. Ο ταλαίπωρος ο Γιαννιός δεν τολμούσε ούτε να ονειροπολήσει κάτι τέτοιο.
Χωρίς να παντρευτεί, είχε στο σπίτι τρεις γυναίκες.
Η μοίρα του τις κληροδότησε.
Τη μία του αδελφή, μπόρεσε μετά λίγα χρόνια να την παντρέψει.
Αλλά αυτή μόλις απέκτησε δύο κόρες και χήρεψε.
Μόλις χήρεψε η μία και κακοπαντρεύτηκε η άλλη.
Αυτή πήρε άνδρα, ο οποίος της έφερε από το χωριό του, την από τον πρώτο γάμο του οκτώ ετών κόρη του, συνέζησε λίγους μήνες μαζί της και έφυγε. Πήγε σε κάποια πόλη της Ελλάδος, όπου εργαζόταν χειρωνακτικά.
Φεύγοντας δεν είχε χρήματα να της αφήσει.
Τότε δα, ο φτωχός εξάδελφός μου ο Γιαννιός, «τα είχε μεριά, τα έκαμε φόρτωμα».
Εκτός από την ασθενή γριά μητέρα, τη χήρα αδελφή και τα ορφανά ανίψια του, όφειλε να βοηθάει και την πανδρεμένη αδελφή μαζί με την προγονή της.
Ο ίδιος ονόμαζε τούτο γραφικά και πολύ βάναυσα «σαμάρι και πανωσάμαρο».
Άλλοτε, βλέποντας την εν γένει κατάσταση του σπιτιού μετά το θάνατο του πατέρα του, στη διπλή χηρεία, στην πολλαπλή ορφάνια των οικείων, στην ισόβιο θητεία αυτού, έλεγε με παράπονο και αγανάκτηση αλλά και εύθυμα συγχρόνως, χαρακτηρίζοντας την τύχη τους:
«Θέλα-καψ’ ο Θεός δυο σπίτια, έκαψ’ ένα και καλό».
Παραλείψαμε να πούμε, ότι η Μοίρα του είχε χαρίσει κι ένα αδελφό, αλλά τι προκομμένος αδελφός!
Αυτός ήταν κατά δέκα χρόνια νεότερός του, αυτός τον είχε αναθρέψει ορφανό. «Τον ανάστησε, τον έκαμε κλωνάρι», καθώς έλεγε η μητέρα τους. Αλλά αυτός βγήκε «της ελιάς το φύλλο».
Αφού επί κάποια χρόνια γύριζε ναύτης στο Αιγαίο, με γολέτες και με βρίκια, τέλος πήρε το φύσημά του για την Αμερική και από δεκαετίας ούτε γράμμα έστειλε πλέον.
Πού ήταν; Στη Φιλαδέλφεια. Τι έκαμνε; Είχε παντρευτεί μίαν Κουακερίδα.
Στη Φιλαδέλφεια, οποία ειρωνεία λέξεων! Μία Κουακερίδα, από τους πολλούς βατράχους που έτρωγε (παρατήρησε ο Γιαννιός), κατάντησε να πάρει τη φωνή τους… ως γυναίκα!
Είναι αλήθεια, ότι ο Γιαννιός μιλούσε με πικρία για τον αδελφό του, αλλά και η γριά, η μητέρα του, ποτέ δεν του είπε ένα ευχαριστώ του φτωχού σκλάβου. Οι λογομαχίες δε μεταξύ τους τραχύνονταν εξ αφορμής του αδελφού τούτου, προς τον οποίο η γερόντισσα, έτρεφε αδυναμία τυφλή και δεν ανεχόταν να ακούει κακό εναντίον του.
Η φτωχή γυναίκα φανταζόταν, ότι ο Γιαννιός ότι έκαμνε το έκαμνε φυσικά, γιατί όφειλε να το κάμνει, ποτέ δεν της πέρασε από το νου της, ότι και αυτός ήταν ποτέ δυνατόν να την εγκαταλείψει, καθώς την εγκατέλειψε ο νεότερος και είχε δίκιο, ο Γιαννιός ήταν από εκείνους, οι οποίοι συχνά μεν γογγύζουν, αλλά ποτέ δεν αποκαρτερούν.
Τέλος, ο καημός της απουσίας του νεότερου γιου, οι στερήσεις, οι ταλαιπωρίες και η κακοπάθεια, την έφεραν στον τάφο.
Έμεινε στο Γιαννιό η μεγαλύτερη αδελφή με τις δύο κόρες της και η νεότερη με την προγονή της.
Όλες ζούσαν απ΄την εργασία του Γιαννιού και από μικρά εισοδήματα του αμπελιού και του ελαιώνα.
Η έγγαμη αδελφή, άργησε να λάβει ειδήσεις απ΄ το σύζυγό της. Τέλος μετά έξι μήνες τη θυμήθηκε και της έστειλε τέσσερις λίρες. Έπειτα τη λησμόνησε οριστικά.
Και ο Γιαννιός αρρώστησε εντωμεταξύ και έπαψε να της δίνει.
Με αυτές τις τέσσερις λίρες και τη μικρού λόγου αξίας συγκομιδή, απ΄τους καρπούς, έζησε αυτή και η προγονή της τρία χρόνια.
Και την προγονή αυτή την αγάπησε σαν τέκνο της.
Ευτυχώς δεν απέκτησε δικά της παιδιά.
Αλλά, ταλαίπωρη γυναίκα! καθώς κάποτε η οσία Μαρία στην έρημο την πέραν του Ιορδάνη, έζησε δεν θυμούμαι πόσα χρόνια, με δύο άρτους, έτσι και αυτή, στην έρημο τούτη της ανθρώπινης κοινωνίας, στην χέρσα από αισθήματα και ευγενικούς παλμούς, έζησε τρία χρόνια με τέσσερις λίρες.
Και η μεν υπεράνθρωπη εκείνη οσία, είχε αμαρτίες νεότητας προς εξιλασμό, αυτή δε η πτωχή γυναίκα ήταν απλοϊκή και αφοσιωμένη και τόσο αμνησίκακη, ώστε πεθαίνοντας κληροδότησε απ΄την πτωχική περιουσία της στην προγονή, το σπιτάκι και το αμπέλι, αφήνοντας τον ελαιώνα μόνο στις ορφανές ανεψιές της.
Εκείνες δε σεβόμενες τη μνήμη της θείας, μόλις παραπονέθηκαν λίγο με ψιθυριστή φωνή.
* * *
Για ποιον πενθηφορούσε η Μαυρομαντηλού;
Για ποιον άλλον, παρά για το Γιαννιό τον εξάδελφό μου;
Στεκόταν μεταξύ των γιγαντιαίων θάμνων, στο τελευταίο σημείο του μεγαλοπρεπούς πεδίου, με υψωμένη την αιχμηρή, μόλις ορατή κεφαλή, μία σπιθαμή πάνω απ΄την επιφάνεια της θάλασσας. Στεκόταν και φαινόταν να προκαλεί το διαβάτη, τον τολμηρό, ο οποίος θα είχε το θράσος να την αψηφήσει.
Η Μαυρομαντ’λού! Η Μαυρομαντ’λού!
Οι γέροντες την θυμούνταν από τρεις γενιές.
Κανείς δεν την είδε ποτέ λευκόπεπλο.
Και από τους προπάππους τους, αυτά είχαν ακούσει.
Μαυρομαντ’λού, αιωνίως πενθηφορούσα.
Και γιατί τάχα δεν θα πενθηφορούσε γι’ άλλον, παρά για το Γιαννιό;
Αλλά και γιατί όχι για τον Γιαννιό αλλά για άλλον;
Ούτε αυτός ούτε εκείνη γνώρισαν ποτέ ευτυχία.
Όσο έρωτα είχε απολαύσει ποτέ η Μαυρομαντ’λού, άλλον τόσον απήλαυσε και ο Γιαννιός ο εξάδελφός μου.
Κι εκείνη μεν, ποιος ξέρει, εάν ποτέ υπήρξε γυναίκα, πριν απολιθωθεί και γίνει πέτρα, αν όταν ήταν γυναίκα γνώρισε έρωτα, ο δε Γιαννιός ο εξάδελφός μου, ούτε έτρεφε ελπίδα να απολιθωθεί τουλάχιστον και να γίνει πέτρα.
Άτυχη Μαυρομαντ’λού! Ταλαίπωρε Γιαννιέ εξάδελφέ μου!
* * *
Στο δυτικό άκρο του ωραίου τριπλού λιμανιού της παραθαλάσσιας πολίχνης, που το κύμα, από ελαφρό ζέφυρο ρυτιδωμένο, σκάζει και δείχνει μαύρη αιχμή από υγρή λευκή παρυφή περιβρεχόμενο, εκεί ανασηκώνει την κεφαλή η Μαυρομαντηλού.
Όλοι οι βράχοι στέκονται γύρω ασάλευτοι, με ολύμπια ειρωνεία βλέποντας από ψηλά τις απέλπιδες προσπάθειες του μανιασμένου κύματος.
Μόνη η Μαυρομαντηλού νεύει από μακριά, νεύει με το κεφάλι στο θρασύ ναυβάτη, που επιβαίνει σε ελεεινή σανίδα και παραδέρνει στο πέλαγος και αγωνιά να βρει στο βυθό του πόντου τροφή για τον εαυτό του και τους δικούς του.
Φαίνεται να τον καλεί πλησίον της σαν άλλη σειρήνα, σειρήνα άφωνη και άψυχη.
Μοιάζει με ναυάγιο προσηλωμένο εκεί από πολλά χρόνια, κτυπώμενο από το αφρισμένο κύμα, κραδαινόμενο και σείοντας την κεφαλή φώκιας, που ελλοχεύει εκεί από αιώνες.
Μόνη η κεφαλή της φώκιας σείεται νεύοντας απατηλά, η ουρά βρίσκεται φυτεμένη στον πυθμένα, η ρίζα διευρύνει τις ίνες πέρα από το βυθό, μπηγμένες στο βράχο.
Άλλωστε ούτε η κεφαλή της φώκιας σείεται. Το κύμα μόνο χτυπιέται και πλαταγεί και περιρρέει. Το κινούμενο φαίνεται σαν να κινεί.
Λέγεται, αλλά ποιος το πιστεύει; - και όμως αν ήταν αλήθεια! - ότι η Μαυρομαντ’λού υπήρξε κάποτε και αυτή γυναίκα και μητέρα, μητέρα επτά γιων, ότι και οι επτά γιοι της, έμπειροι ναυτικοί, φθονήθηκαν από τη θαλάσσια Γοργόνα και πνίγηκαν στο πέλαγος, ότι φιλάνθρωπη μοίρα, που σπλαχνίσθηκε τον πόνο της μητέρας, τη μεταμόρφωσε σε σκόπελο και τη φύτεψε εκεί, όχι μακριά απ΄το γιαλό, μόλις ορθώνοντας την κεραυνόβλητη κεφαλή της, την κατά κάποιον τρόπο μαυρόπεπλη, να χαίρεται από μακριά όταν βλέπει συμφορές και πνιγμούς ανθρώπων στο πέλαγος, προσδεχόμενη ως ιλαστήρια θυσία τα εκβραζόμενα από τα κύματα ναυάγια, δροσίζοντας τον πόνο της εκεί στον πόντο.
Αυτή ήταν η Μαυρομαντηλού.
***
Αγνοώ τι μοιραίο υπήρχε μεταξύ της Μαυρομαντηλούς και του Γιαννιού, του εξαδέλφου μου, αλλά πάντοτε αυτή, περνώντας από κοντά ή μακριά, αυτή τον καλούσε, τον καλούσε.
Φαίνεται ότι υπήρχε κάποιος μυστηριώδης σύνδεσμος, αυτή ήταν η κατ’ εξοχήν Μαυρομαντηλού κι εκείνος από τρυφερή ηλικία, τίποτε άλλο δεν έβλεπε γύρω του, παρά μαύρες μαντήλες.
Έπλεε σχεδόν καθημερινά στα νερά της, διασχίζοντας κατά μήκος και πλάτος το ωραίο τρίκολπο λιμάνι, επισκεπτόταν όλους τους όρμους, εξερευνούσε όλα τα υποβρύχια σπήλαια, έψαχνε όλους τους διαπόντιους θαλάμους.
Έπλεε από αγκάλη σε αγκάλη, από αμμουδιά σε αμμουδιά, από βράχο σε βράχο.
Ήξερε όλες τις κρύπτες των πολύποδων, όλα τα θαλάμια των μουγγριών, όλα των αστακών τα καταφύγια.
Ποτέ ροφός δεν του διέφευγε και οι συναγρίδες γητεύονταν από το άγκιστρό του.
Οσάκις ευχαριστιόταν να εκπλήξει λίγο πολλούς απ΄τους ανθρώπους, οι οποίοι θαύμαζαν το ποσόν μάλλον παρά το ποιόν (σπάνια άλλωστε το έκαμνε, γιατί δεν του άρεσε να αλιεύει μη εκλεκτά ψάρια), είχε μέθοδο δική του.
Γνώριζε ότι «παν το θηρώμενον αμοιβαίως θηράται και το μισούμενον μισεί».
Ήξερε ότι όπως η γάτα μάχεται το ψάρι, έτσι και το ψάρι μάχεται τη γάτα.
Τούτο το έπραξε μόνο δύο ή τρεις φορές και για να φουρκίσει τους ανθρώπους μιας ξένης τράτας, που ψάρευε, προς την οποία άλλωστε δεν μπορούσε να συναγωνισθεί.
Ψάρεψε λοιπόν με δολώματα, από κρέας ψόφιας γάτας.
Τα δε ψάρια που αλιεύτηκαν έτσι (είχε ψαρέψει μόνος του περισσότερες από πενήντα οκάδες, όσες και η αντίζηλός του τράτα) δε θέλησε να τα πουλήσει στους ανθρώπους του νησιού, τους πούλησε όλους σε κάποιο αυστριακό ατμόπλοιο, το οποίο ασχολούταν δήθεν «να μετρεί τα νερά», αραγμένο στο λιμάνι.
Είπε στους συμπατριώτες του: «αυτά τα ψάρια δεν είναι για σας, είναι για κείνους που τρώνε και τις γάτες».
Κανείς όμως δεν κατάλαβε τι έλεγε.
Έπλεε συχνά στα νερά της Μαυρομαντηλούς, τρέφοντας παράδοξη στοργή προς το μοναχικό τούτο βράχο, που μόλις ύψωνε την κορυφή πάνω απ΄τον αφρό του κύματος, σαν κολυμβητής κουρασμένος και αναπαυόμενος ύπτιος πάνω στα κύματα.
Γνώριζε όλα τα άντρα και τα μυστήρια του βράχου αυτού, όπου ανακάλυπτε θαλάσσιους θησαυρούς, αστακούς και καραβίδες, τεράστιες στο μέγεθος και κογχύλια και πεταλίδες και άλλα πολλά ακόμη ηδύγευστα.
Αλλά πέρασε πλέον η εποχή, που ο Γιαννιός ήταν κύριος δύο υπερήφανων λέμβων, της «Επταλόφου» και της «Αγίας Σοφίας», εποχή που ως μόνη τροφή των ονείρων του είχε την παρά τον Βόσπορο αποκατάσταση του Γένους.
Οι Μεγαλοϊδεάτες, όσοι επιζούσαν ακόμη, είχαν εντελώς απογοητευθεί και μαζί με αυτούς και ο Γιαννιός ο εξάδελφός μου.
Τώρα, ο Γιαννιός δεν είχε πλέον παρά μία λέμβο, μισοσάπια και αυτή και σχεδόν συνομήλική του.
Ένα λοιπόν Σάββατο, περί τα μέσα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, επιβιβάστηκε στο γεροντικό μικρό σκάφος του και άρχισε να ελαύνει τα κουπιά κατευθυνόμενος προς τα νερά της Μαυρομαντηλούς.
Ο Γιαννιός είχε, καθώς όλοι οι έμπειροι κωπηλάτες, δικό του τρόπο πλοήγησης και ήξερε να δίνει δρόμο στη λέμβο, χωρίς να φαίνεται ότι αγωνιά και χωρίς να ιδρώνει. Κωπηλατούσε ομαλά και ήρεμα, αλλά συνεχώς, έντονα και με λανθάνουσα δύναμη. Σχεδόν δε φαίνονταν οι κινήσεις των χεριών και αδιόρατα κινούταν το κορμί του μπρος και πίσω.
Άλλωστε είχε αρχίσει ήδη να γερνάει και εξασθενούσε και έπασχε. Πονούσαν τα πόδια και σχεδόν ημιπληγής στους αριστερούς γλουτούς.
Πάνω στη λέμβο έφερε κάποια αλιευτικά σύνεργα, το γάντζο, που ανείλκυε τα οκταπόδια, το καμάκι, που λόγχιζε τα λαβράκια και τους αστακούς, το σηπιογυάλι, που ξεγελούσε τις σουπιές, τη λαδιά, με την οποία έπλαθε στη θάλασσα τεχνητή γαλήνη και καθιστούσε διαυγή το βυθό. Διότι σε αυτά περιορίστηκε κατά τα γεράματά του (επίσης και την πράγκα και την απόχη και μερικά άλλα), αφήνοντας στους νεότερους δίκτυα και παραγάδια και συρτές.
Μετά μισή ώρα έντονης κωπηλασίας, έφθασε στη γειτονιά της Μαυρομαντηλούς.
Έφθασε απλώς για να διασκεδάσει τη μελαγχολία του, άλλωστε ουδεμία προέβλεπε άγρα για σήμερα.
Ήταν παράξενος την ημέρα εκείνη, αισθανόταν μεγάλη στενοχώρια.
Είχε μαλώσει στο σπίτι με την αδελφή του, η οποία είχε κληρονομήσει εν μέρει την παραξενιά της μητέρας.
Ωραία ήταν η ημέρα και ο ήλιος κλίνοντας προς τη δύση, κτυπούσε κατάματα το γέρο αλιέα, επιχρυσώνοντας την αργυρόχρωμη κόμη του, αναδεικνύοντας το τετράγωνο ευρύ πρόσωπο με τη μικρή μύτη, που εξέφραζε ανείπωτη καλοκαγαθία με εγκαρτέρηση και το βραχύ ανάστημα με τους πισσωμένους και μπαλωμένους αμπάδες που φορούσε.
Ήταν ήδη άνοιξη, μέσα Μαρτίου.
Στην αντικρινή την εύκολπη και από μακριά αμμουδιά τεμνόμενη ακτή, έβλεπε εδώ κι εκεί χωρικούς και κάποιες γυναίκες και παιδιά να επιστρέφουν από τον παραθαλάσσιο δρομίσκο από τους αγρούς στην πολίχνη.
Η άνοιξη είχε αρχίσει να στολίζει με ανθούς τα δένδρα και η θάλασσα έστελνε τη ζωτική άλμη της στους θάμνους, που έθαλλαν στις ποδιές των γραφικών πλαγιών, όπου ένας τραχύς αιπόλος με την αχτένιστη κόμη και το ηλιοκαές μέτωπο, εξέτεινε την καμπυλωτή ράβδο του αρθρώνοντας μονοσύλλαβες ανερμήνευτες λέξεις καλώντας μία γίδα, που είχε πηδήσει από ένα βράχο και είχε μείνει πίσω από την υπόλοιπή αγέλη, ζητώντας βοσκή όπου χαλίκια μόνο και άμμο μπορούσε να βρει, ενώ το παιδί με το μεγάλο ταγάρι κρεμασμένο από την αριστερή μασχάλη, που έφθανε μέχρι τα γόνατα, με την ψηλή ράβδο διπλάσια του αναστήματός του, έτρεχε με εύθυμες φωνές εμπρός, επιστρεφόμενος και χειρονομώντας προς τους τράγους και ο σκύλος έσειε την ουρά και δεν έπαυε να γαυγίζει προς τους διαβάτες.
***
Ο σκόπελος, ο καλούμενος Μαυρομαντηλού, δεν θα απέχει περισσότερο από τριάντα οργιές από την παραλία, όπου ανοίγεται γραφική ωραία αγκάλη και περιβάλλει το κύμα ορμητικό κατά της ακτής που προσέπεφτε στην άμμο και καταπινόταν απ΄αυτή.
Εκεί βλέπει μια χωρική γυναίκα σκυμμένη στο γιαλό, να πλένει ρούχα στην άκρη της αμμουδιάς, στη ρίζα ενός βράχου, που εξείχε προς τη θάλασσα, κυρτός προς το κύμα, όπου τα νερά άρχιζαν να βαθύνονται.
Ο βράχος αυτός λεγόταν «Μύτικας» και ήταν από κείνους, πάνω στους οποίους οι κολυμβητές κατά το καλοκαίρι συνηθίζουν να εκτελούν τα εκπληκτικά εκείνα στη θάλασσα άλματα. Ο γιος της γυναίκας αυτής, παιδί επτά ετών, ξεφεύγοντας από την προσοχή της μητέρας, είχε αναρριχηθεί επιτήδεια στο ύψος του βράχου. Αίφνης η μητέρα του, αισθανόμενη πίσω της εκ του αορίστου κενού την απουσία του παιδιού, στρέφεται, σηκώνει το κεφάλι της και τον βλέπει στην κορυφή του βράχου, να τείνει προς τα εμπρός τους γρόνθους, σκύβοντας το κεφάλι και εκβάλλοντας παιδικούς γρυλλισμούς. Ο μικρός, που είχε δει κατά το προηγούμενο καλοκαίρι κολυμβητές, πηδώντας απ΄ το ύψος του βράχου τούτου, εκτελούσε μιμική, ότι τάχα ήθελε να δώσει βουτιά από το Μύτικα, όπως κάμνουν οι έφηβοι και
οι ακμαίοι νεανίσκοι. Η μητέρα του άρχισε να τον καλεί κοντά της.
Ο Γιαννιός, που σκάλιζε με την αρπάγη γύρω από τη Μαυρομαντηλού, άκουε τις φωνές της γυναίκας αυτής: «Κατέβα, αρέ δαίμονα, αρέ λύκε ξιδάτε!»
Αλλά ο μικρός έκανε πως δεν άκουγε. Η μητέρα οργισμένη σήκωσε τον κόπανό της, με τον οποίο χτυπούσε τα λευκαινόμενα ρούχα, προς το μέρος του βράχου και τον επέσειε απειλητικά προς το παιδί.
«Έννοια σ’, αρέ σκάνταλε, έννοια σ’, χάρε μαύρε! Το βράδ’, σα ’ρθεί πατέρας σ’ απ’ το χωράφ’, δώσε λόγο».
Εκεί, καθώς επέμενε να εκτελεί τους μίμους του ο μικρός, αδιαφορώντας για τις κραυγές της μητέρας του, σκύβοντας λίγο βαθύτερα, γλιστράει, βγάζει πνιγμένη κραυγή και πέφτει με πλαταγισμό στη θάλασσα.
Το κύμα θα είχε βάθος περισσότερο από το διπλό ανάστημα ενός άνδρα. Βυθίζεται στο νερό και πάλι ανέρχεται στην επιφάνεια και τινάζεται και παραδέρνει και έπειτα βυθίζεται πάλι.
Η γυναίκα άφησε μία σπαρακτική, διαπεραστική κραυγή και κατάχλωμη, περίτρομη, άγρια, καθώς κρατούσε τον κόπανό της, μπαίνει στο κύμα. Φθάνει μέχρι τη μέση, έπειτα μέχρι το στήθος και με τον κόπανο αγωνιά να φθάσει το παιδί, πνιγόμενο ήδη και εξαφανισμένο.
Αλλά όπως ήταν επόμενο, με τη δίνη που σχημάτιζε ο κόπανος στο κύμα, απομάκρυνε μάλλον το αγωνιών σώμα, παρά το πλησίαζε στα χέρια της μητέρας.
Αυτή φώναξε και πάλι βοήθεια, αλλά τη στιγμή εκείνη κανείς από αυτούς που επέστρεφαν στην πολίχνη χωρικούς βρισκόταν εκεί κοντά. Όλοι είχαν περάσει τη χαμηλή ακτή, που χώριζε την αγκάλη αυτή από την άλλη κοντινή αμμουδιά και είχαν προπορευθεί περισσότερα από χίλια βήματα.
Πλησιέστερα όμως απ΄ όλους, ήταν ο Γιαννιός, ο οποίος είδε και άκουσε και με τέσσερις εκτάκτου ορμής κωπηλασίες, έδωκε τέτοιον απίστευτο δρόμο στην μισοσάπια βάρκα του, ώστε έφτασε ήδη στο μέρος όπου είχε βυθισθεί το παιδάριο.
Τούτο βλέποντας η γυναίκα άρχισε να έχει μικρή ελπίδα.
* * *
Ο Γιαννιός πήρε το γάντζο του και άρχισε να ψάχνει στο βυθό.
Το βάθος της ακρογιαλιάς ήταν άνισο και ανώμαλο. Ενώ τέσσερις οργιές πάρα πέρα απ΄ το μέρος που έπλυνε η γυναίκα, στη ρίζα του βράχου, τα νερά βαθύνονταν απότομα και πάρα πέρα, στο μέρος που έφθασε τώρα ο Γιαννιός, παραδόξως πάλι γίνονταν ρηχότερα. Τούτο δε γιατί άρχιζε από κει να εξαπλώνεται στο βυθό, κατά το πέλαγος, μεγάλο μάρμαρο, ολόκληρη θαλάσσια συμπαγής μάζα από προαιώνια χαλίκια και άμμο, σκληρότερα από το χάλυβα.
Εκεί επάνω είχε βυθισθεί για δεύτερη φορά το παιδί.
Δεν πέρασαν λίγες στιγμές και ο γέρος αλιεύς ανέσυρε το παιδί με την αρπάγη του, πιάνοντας επιδέξια αυτό απ΄τα ρούχα του.
Το παιδί φαινόταν αναίσθητο ήδη. Ίσως να μην ήταν και εντελώς πνιγμένο.
Η μητέρα, που επέμενε να παραμένει στο κύμα, σαν να δροσιζόταν εκεί η αγωνία της, άφησε κραυγή χαράς, αλλά και φόβου.
Ρωτούσε αν ήταν ζωντανό.
- Πρέπει να ζει, απάντησε ο Γιαννιός. Κρέμασμα θέλει ανάποδα.
Την ίδια στιγμή, ενώ άφησε το μισοπνιγμένο παιδί στην πρύμνη, με το κεφάλι χαμηλότερα, ο γάντζος, τον οποίο δεν πρόφτασε να εξασφαλίσει, του φεύγει από τα χέρια και πέφτει στο κύμα.
Ο Γιαννιός έσκυψε αυθόρμητα να τον πιάσει, αλλά ο σίδηρος βυθίστηκε σαν βέλος, το δε θαλασσοπότιστο ξύλο, το κοντάρι, ήταν βαρύ και ούτε χωρίς το σίδηρο θα ήταν ικανό να επιπλεύσει.
Ο Γιαννιός φοβήθηκε μη χάσει το γάντζο του, χωρίς τον οποίο θα επέστρεφε στην πόλη «χωρίς σπανάκια και λαχανίδες», πήρε το καμάκι του και προσπαθούσε να ανακαλύψει που πήγε ο γάντζος. Αλλά ο γάντζος είχε κάμει «κακό πέσιμο» τη φορά αυτή.
Είχε γλιστρήσει ακριβώς στη ρίζα του θαλάσσιου μαρμάρου, για το οποίο είπαμε και είχε σκαλώσει σε μέρος πολύ βαθύτερο του από συμπαγή μάζα του πυθμένα. Το δε κοντάρι, αντί να υψώνεται λίγο προς τα πάνω και να σειέται σαν ουρά σκύλου ευγνωμονώντας προς τον αφέντη του, κατέβηκε βαθύτερα ακόμα και από την αρπάγη τη σιδερένια.
Στο μέρος εκείνο αδύνατον να φθάσει το καμάκι, πολύ λιγότερο το κουπί.
Τότε ο Γιαννιός πείσμωσε, οργίστηκε, έχασε τη συνήθη υπομονή του.
Του φάνηκε απαίσιο να χάσει το γάντζο του. Είπε στον εαυτό του ότι πήγε να κάμει καλό και έπαθε κακό. Αμάρτησε.
«Ενθυμήθηκε τα νιάτα του». Δεν αποφάσισε καν να «διαναστήσει» πρώτα στην ξηρά, να δώσει μισοπνιγμένο ή και πνιγμένο το παιδί στη μητέρα του. Αλλά όπως ήταν, λησμόνησε την ποδάγρα, την ημιπληγία του, δε συλλογίστηκε ότι είχε «χρόνους και καιρούς» να κολυμπήσει, πέταξε το φέσι του, έριξε τον αμπά του, έβγαλε την καμιζόλα, ξεντύθηκε το πουκάμισο και παρά τις κραυγές της μητέρας που διαμαρτυρόταν, έπεσε με το κεφάλι στο κύμα και πήγε να βρει το γάντζο του.
Το σπρώξιμο που δόθηκε λόγω του άλματός του στη λέμβο, τόσο δυνατό υπήρξε, ώστε η λέμβος, που ήταν και το παιδί επάνω μισοπεθαμένο, απομακρύνθηκε οργιές προς το πέλαγος.
Και τότε η μητέρα άρχισε να σκούζει και να οδύρεται.
* * *
Λίγες στιγμές πέρασαν και ο Γιαννιός ανέβηκε στην επιφάνεια, φέροντας και το γάντζο.
Αλλά η λέμβος με το πνιγμένο παιδί είχε απομακρυνθεί κι επειδή ήταν ήδη σχεδόν έξω από τη χαμηλή ακτή, σε μέρος που την εύρισκε η θαλάσσια αύρα, εξακολουθούσε να απομακρύνεται.
Θα απείχε ήδη πάνω από δέκα οργιές, προς τα νότια, απέναντι ακριβώς από τη Μαυρομαντηλού.
Ο Γιαννιός, δοκίμασε κολυμπώντας να τη φθάσει, αλλά η λέμβος έφευγε με διπλάσια απ΄αυτόν ταχύτητα. Ο γηραιός ναύτης, μόλις ανέβηκε στην επιφάνεια, αισθάνθηκε το αριστερό χέρι βαρύ, το δε γόνατο ψυχρό, παγωμένο, σχεδόν παράλυτο. Η ημιπληγία του τον τιμωρούσε. Τότε ο γάντζος του χρησίμευσε σαν μπαστούνι στη θάλασσα. Πάνω στο θαλάσσιο μάρμαρο, που το βάθος ήταν μικρό, στηριζόταν με το κοντάρι του, σαν πληγωμένος Τρίτωνας, που έκλεψε την τρίαινα του Ποσειδώνα. Και ο Γιαννιός, έφευγε προς τη Μαυρομαντηλού, προς την οποία εκτείνεται το υποβρύχιο μάρμαρο και η λέμβος έφευγε προς το πέλαγος, πλαγιότερα λίγο. Κι εκείνος εξακολουθούσε να στηρίζεται στο σιδερόδετο αγκιστρωτό μπαστούνι του και η λέμβος εξακολουθούσε να φεύγει και η γυναίκα, η μητέρα του πνιγμένου παιδιού, χτυπιόταν οδυρόμενη στο γιαλό. Αλλά ο Γιαννιός, αισθανόταν το αριστερό γόνατο εντελώς παγωμένο και δεν άντεχε πλέον να κολυμπά. Ευτυχώς δεν απείχε ήδη πολύ από τη Μαυρομαντηλού και επειδή έως εκεί ο δρόμος του ήταν πιο βατός, γιατί είχε τη σιδερένια ράβδο του, για να στηρίζεται με αυτήν πάνω στο θαλάσσιο μάρμαρο, φτάνοντας, αγκάλιασε τη Μαυρομαντηλού, για να επαληθευτεί το ρητό:
«Μία ψυχή εις δύο σώματα!»
* * *
Α! μόνη η Μαυρομαντηλού, η λίθινη ψυχή, η άσφριγη και ανέραστη κόρη, η οστρεοκόλλητη και κογχυλόφθαλμη νύμφη, η άστρωτη και χαλικόσπαρτη κλίνη, η απείρανδρη χήρα, η απενθής μαυροφορούσα, μόνη αυτή έδωκε άσυλο στο γηραιό βασανισμένο ναύτη και μόνη αυτή δέχθηκε τις περιπτύξεις και τους ασπασμούς του Γιαννιού του εξαδέλφου μου.
Πτωχή Μαυρομαντηλού! Πτωχότερε Γιαννιέ εξάδελφέ μου!
* * *
Δεν είχε απελπισθεί να φθάσει τη λέμβο που έφευγε. Θεωρούσε τη Μαυρομαντηλού ως προσωρινό σταθμό.
Ήλπιζε ότι μετά μικρή ξεκούραση η κνήμη του θα ανελάμβανε την ευκινησία της και τότε θα εξακολουθούσε τη δίωξη.
Έμπηξε το γάντζο σε γνωστή σ΄αυτόν σχισμάδα του βράχου, πάτησε και αυτός το πόδι σε μια προεξοχή, κρεμάστηκε και με τους δύο βραχίονες από τον τράχηλο της Μαυρομαντηλούς.
Εντούτοις πέρασαν λίγα λεπτά και το γόνατό του το αριστερό δεν καλυτέρευε, τουναντίον χειροτέρευε.
Ευτυχώς, τη στιγμή εκείνη ήλθε ανέλπιστη βοήθεια.
Κατά τη στιγμή που η πονεμένη μητέρα, είχε ρίξει την πρώτη σπαρακτική κραυγή της, ο αιπόλος με το ηλιοκαές μέτωπο και με την αχτένιστη κόμη ήταν ακριβώς πίσω από τη χαμηλή ακτή και άκουσε τις φωνές της.
Έριξε την κάπα του, πήρε τη ράβδο του την υψηλή και άρχισε να τρέχει προς το μέρος απ΄όπου έρχονταν οι φωνές.
Αλλά θα απείχε πάνω από χίλια βήματα.
Φθάνοντας στην κορυφή, στάθηκε προς στιγμήν και κοίταξε να δει τι συνέβαινε.
Είδε τη γυναίκα ορθή, να είναι μέχρι τη μασχάλη στο κύμα και να τείνει τον κόπανο προς το πέλαγος και νόμισε κατ’ αρχάς ότι κανένα σεντόνι ή πουκάμισο θα της πήρε η θάλασσα.
Ήταν έτοιμος να γυρίσει πίσω στις γίδες του, αλλά απ΄τη δεύτερη απέλπιδα επίκληση της γυναίκας, κατάλαβε ότι κάτι χειρότερο θα της συνέβη. Τότε έτρεξε και κατέβηκε τον κρημνό. Έφθασε στην άμμο.
Έτρεξε ακόμη κι έφθασε στο μέρος όπου συνέβαινε η σκηνή.
Εντωμεταξύ, ο Γιαννιός είχε πλησιάσει με τη λέμβο, είχε ανασύρει το πνιγόμενο παιδί, του είχε πέσει ο γάντζος, είχε βυθιστεί ο ίδιος στο κύμα και η λέμβος με το παιδί έφευγε προς το πέλαγος.
-Τι είναι; Τι τρέχει;
Η μητέρα στράφηκε και βλέποντας το βοσκό, του έδειξε τη λέμβο που έφευγε.
-Είναι πνιγμένο το παιδί μου.
Ο τραχύς αιπόλος δεν έχασε καιρό. Έριξε κάτω τη σκούφια του, το ένδυμα, το υποκάμισσό του και με την περισκελίδα του μόνο ρίχτηκε στο κύμα.
Αυτός ήταν ο ξακουστός Γκαϊδίγκος, ο οποίος περνούσε ως «κοσμογυρισμένος» μεταξύ των συμποιμένων του.
Ήταν και ολίγον αλιεύς, είχε κάμει και ναύτης και ήξερε να κολυμπά σαν χέλι.
Κολυμπούσε «τ’ ανδρίκεια» με τόση δύναμη, δεξιότητα και γοργότητα, ώστε ήταν εκπληκτικό θέαμα.
Μόλις τον είδε ο Γιαννιός από τη θαλάσσια σκοπιά του και αμέσως έκρινε με την ασφάλεια του βλέμματος γηραιού ναύτη ότι «η βάρκα ήταν φτασμένη».
Μόνο η μητέρα δεν καθησύχαζε, που δε γνώριζε αν το παιδί ζούσε.
* * *
Ο τραχύς Γκαϊδίγκος έφθασε τη λέμβο και ανέβηκε πάνω σ΄ αυτήν.
Ψαχούλεψε το στήθος του παιδιού και του φάνηκε ότι η καρδιά έπαλλε.
Του έβγαλε τα ρούχα βιαστικά, του τα έσκισε εν μέρει και το τύλιξε πρόχειρα με την καπότα του Γιαννιού, την οποία βρήκε διπλωμένη κάτω από την πρώρα.
Πήρε τα κουπιά και απέδειξε ότι ήταν τόσο καλός κωπηλάτης, όσο και κολυμβητής.
Προχώρησε προς τη Μαυρομαντ’λού, βοήθησε το Γιαννιό να ανεβεί στη λέμβο.
Η κνήμη του αλιέα η αριστερή, ήταν εντελώς παγωμένη, το δε αριστερό του χέρι είχε γίνει ένα με το γάντζο.
Ο Γιαννιός, πρότεινε στον Γκαϊδίγκο να μοιρασθούν τα δικά του ενδύματα, σκεπάσθηκε αυτός με το πουκάμισο και με τον αμπά και παραχώρησε στο βοσκό την καμιζόλα.
Ο αιπόλος αρνήθηκε, λέγοντας ότι τα δικά του ενδύματα, είναι εκεί στην άμμο και όσο για το παιδί και τη μητέρα, θα βρεθούν εντός ολίγου ενδύματα και φωτιά για να ζεσταθούν και του έδειξε το αντίκρυ μικρό πολύδενδρο βουνό, λέγοντας ότι εκεί στη ράχη είναι το καλύβι του και η ποιμενίδα του είναι φιλόξενη γυναίκα και για τους άλλους και γι’ αυτόν το Γιαννιό.
«Το παιδί ολίγα τριψίματα θέλει, είπε, να ’ρθεί στον εαυτό του και συ θα κάμεις καλά, αφού σου πονούν τα πόδια να μην κάνεις μαρτιάτικα μπάνια».
Μόνο, σαν επίλογο, πρόσθεσε.
-Κρίμα, μοναχά, που δεν έβγαλες χταπόδια.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης