Σάββατο, 14 Δεκεμβρίου 2024

Η ΣΤΕΝΗ ΤΟΥ ΘΡΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ

ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Η ΟΡΕΙΝΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΡΦΥΩΝ

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Κυνηγητικές ιστορίες

Άμα ήρθε ο Γιάννης, φυσικά η ομιλία θα γύριζε στο κυνήγι. Ο Γιάννης άλλες έγνοιες δεν έχει το χειμώνα.

Άμα πιάσανε συζήτηση για το κυνήγι, έλεγε καθένας το λόγο του.

Ένας είπε: «Αν ρίχνει ως τα χαράματα κι ύστερα σταματήσει, οι λαγοί δε θάχουνε προφτάσει να ξεμακρύνουν. Αφράτο όπως είναι το χιόνι, θα βουλιάζουνε και δε θα παίρνουνε δρόμο. Θα τους τουφεκάμε μέσα στη φωλιά».

-Τα λιβαδερά θάχουνε πιάσει μπεκάτσες», είπε ο Γιάννης.

Ύστερα άρχισαν ιστορίες για περασμένα κυνήγια. Ο Ταγαράς είναι μοναδικός για τις αλεπούδες. Ξέρει όλες τις αλεπότρυπες. Κι όταν οι αλεπούδες βγαίνουνε στην τρύπα απέξω και ξαπλώνουνται στη λιακάδα, τις αλκυονίδες ημέρες ή και όποια άλλη ηλιόλουστη μέρα του χειμώνα, τις πλησιάζει απάνω στο βαθύν ύπνο τους. Πριν ξυπνήσουν ή κι όταν ξυπνήσουνε κι ανασηκώσουνε το κεφάλι τους και δεν τόνε βλέπουν από τη ζάλη κι από το λαμπερό φως του ήλιου, τους έρχεται η βουή. Και δε σηκώνονται πια από τον τόπο τους. Από κει φεύγει μονάχα το γουναρικό τους. Αμέτρητες έχει σκοτώσει αλλά θυμάται μονάχα τις σημαδιακές. Εκείνες τις φλαμπουρές, με το ασπράδι στην άκρια της φουντωτής ουράς, και καμία μουργή, αυτή που έχει τη μούρη, σα να τήνε ραντίσανε μελάνι.

Έπειτα αρχίζει ο Νικόλας ο Καραγιάννης, να διηγείται για το κουνάβι, που του έφυγε από το ταγάρι. Είχανε βγει στο κυνήγι με τον πατέρα του και τον αδερφό του. Απάνω στο χιόνι είδανε νυχιές, παρακολουθήσανε τα χνάρια και φτάσανε ως μια κουφάλα.

Ξεκόψανε γύρω τον τόπο, από πουθενά δεν έφευγε το κουνάβι.

«Εδώ μέσα είναι», είπε ο πατέρας. «Κάμε καπνό Αποστόλη. Και συ Νικόλα πιάσε από κει το μέρος, να μη μας φύγει!»

Το κουνάβι είχε αντιληφθεί τον κίντυνο. Κι όσο ο καπνός ήτανε αριός, προτιμούσε να υποφέρνει, παρά να βγει. Όταν όμως μπούκωσε η κουφάλα καπνό και φλόμωσε ο τόπος, τότε πια ήτανε «μπρός βαθύ και πίσω ρέμα». Αν έμενε πιο πολύ, θάσκαζε. Αν έβγαινε, μπορεί και να ξέφευγε. Από τη μεριά που φύλαγε ο πατέρας, το είδε να προβάλλει σε μια τρύπα ψηλά, να πετιέται κατόπι και σβέλτα να πηδάει κάτω. Δεν πρόλαβε όμως να κάμει βήμα. Μια τουφεκιά το ξάπλωσε στο χιόνι.

«Πάρε το Νικόλα» είπε, «βάνε το στο ταγάρι!»

Έπειτα πήρανε δρόμο μέσα στο δάσος. Ο πατέρας ήτανε χαρούμενος, γιατί έκαμε λογαριασμό, με αυτό το γουναρικό να πλερώσει ένα σωρό μικροέξοδα. Τώρα έψαχνε με διπλή όρεξη.

«Αν σκότωνα πέντε έξι ακόμα…..»

Είχαν όμως ψάξει μια ώρα–σκόρπιοι πηγαίνανε-και δεν είχανε βρει σημάδι δεύτερο, όταν ο Νικόλας ένιωσε στο γοφό του ένα πάτημα σαν από γάτα. Γυρίζει και τι να δει; Ένα κουνάβι πάνω στο χιόνι προσπαθούσε να φύγει. Φέρνει το χέρι του στο ταγάρι, πιάνει απέξω, άδειο το ταγάρι! Το αγρίμι δεν είχε μείνει στο τόπο. Δεν το είχανε πάρει τα σκάγια σε ντελικάτη μεριά.

«Το κουνάβι έφυγε!» ρίχνει μια φωνή ο Νικόλας. Μονομιάς γκρεμίστηκαν οι πύργοι, που έστηνε ο πατέρας. Αναπάντεχο! Ποιος να τόλεγε και να το πίστευε, πως μπορεί να φύγει σκοτωμένο κουνάβι! Από τόση ώρα θάχε κοκαλιάσει κιόλας!

Αλαφιάστηκε ωστόσο, άμα το άκουσε. Αποπήρε το Νικόλα: «Στραβοπούλι», του φώναξε, σα νάξερε τούτος, πως ήταν ζωντανό ακόμη και δε πρόσεχε. Το κουνάβι όμως δεν είχε δύναμη, είχε χυθεί το αίμα του. Το προλάβανε λοιπόν και το σκότωσαν.

Ένας άλλος λέει, πως κάτω, κοντά στην πόλη του λιμανιού, τουφέκισε ένα λαγό και τόνε πέτυχε, αλλά δεν τον κρατήσανε τα σκάγια, επειδή έτυχε σάπιο το μπαρούτι. Ο λαγός ήτανε στην ακρογιαλιά. Από πού να φύγει, για να μην του αδειάσει τούτος ο κυνηγός και την άλλη κάνα πάνω του; Πέφτει στη θάλασσα και κολυμπώντας μίλια βγήκε στην απέναντι αμμουδιά! Κρίμα τον κόπο του! Άδικα θαλασσοδάρθηκε! Μόλις πάτησε στεριά, του λάχαν άλλοι κυνηγοί σαν και τον πρώτο! Του ρίξανε κι αυτοί, κι όπως τόνε βρήκανε λαβωμένο κι αποσταμένο, τον αποτελειώσανε αυτοί. Όταν τόνε γδέρνανε, τότε το είδανε, πως ήταν από πριν βαρεμένος ο λαγός….

Κοιτάζουν όλοι ένας τον άλλονε και δε μπορούνε, να πνίξουνε τα γέλια τους. Ξεσπούνε λοιπόν κάποια στιγμή. Ο Γιάννης μάλιστα πιο δυνατά. Με το ένα χέρι κλείνει το στόμα, για να κρατηθεί, και με την παλάμη του άλλου χτυπάει και ξαναχτυπάει το μηρί του για τη μεγάλη ψευτιά.

Γιώργου Ντεγιάννη

«Μέσα στους λόγγους»

ΤΑ ΣΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ

ΚΑΤΣΑΝΑΣ

ΚΙΡΚΙΛΗΣ

ΚΟΝΤΟΣ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΑΡΧΕΙΑ

Επικοινωνήστε μαζί μας

Αναζήτηση αρχείου