Στενή 1905. Μια συνομιλία
Η συνομιλία έγινε το 1905.’Ηταν η χρονιά που ο συγγραφέας διορίστηκε δάσκαλος στη Στενή. Το χωριό βόρεια της Κλεισούρας είναι οι Στρόπωνες από όπου και η καταγωγή του Γιώργου Ντεγιάννη. Ο συγγραφέας παρουσιάζει τον εαυτό του και τις πρώτες κουβέντες που είχε με ανθρώπους της Στενής. Συμμετέχουν κάποια σημαντικά πρόσωπα του χωριού:
Την Κυριακή, άμα τελείωσε η Θεία Λειτουργία, ο ιερέας κι οι επίτροποι της Εκκλησίας πήρανε να φιλέψουνε το δάσκαλο κι έναν ακόμη χωριανό, τον Πανταζή. Ήτανε κι οι δυο νεοφερμένοι. Ο δάσκαλος τώρα πρωτοδιοριζότανε. Μια εβδομάδα έχει στο χωριό. Ο Πανταζής ήτανε ξενιτεμένος, γύριζε από ταξίδι.
Πως θα γλυτώσει ο λόγγος από την καταστροφή
Ένα σκέδιο
Τόνε ρωτήσανε το δάσκαλο για την πατρίδα του και τον Πανταζή, πως τα περνάει στα ξένα. Κι ύστερα ο ιερέας γύρισε την ομιλία σε θέμα αγαπητό στον κάθε χωριανό: «Ε, κύριε δάσκαλε, πως σας φαίνεται το χωριό μας;».
Ο δάσκαλος βρέθηκε έτοιμος να απαντήσει για τις φυσικές καλλονές, για τα κρύα τα νερά και για το «αέρι». Από την ημέρα που ήρθε, θαυμάζει τα τοπία, πίνει το νερό, αναπνέει τον αέρα της Κλεισούρας.
Αυτόνε προπάντων. Το «αέρι» το θαρρούν οι χωριανοί το πιο ανεχτίμητο αγαθό του τόπου των. «Δεν κουβαλιέται αλλού μ’ όσα πλούτη κι αν έχεις, εδώ θάρθει όποιος θέλει ν’ανασάνει!» Έτσι λένε και καμαρώνουν. Απάντησε λοιπόν ο δάσκαλος με λίγα λόγια που ήτανε αληθινός ύμνος. Ήρθε κατόπι στους ανθρώπους. Δεν τους είχε γνωρίσει όλους. Είχε μάθει όμως στα σκολειά, που σπούδαζε, να θεωρεί τον κάθε άνθρωπο καλό κι άξιο, ως τη στιγμή, που θα αποδειχνότανε, πως αυτός ο άνθρωπος δεν αξίζει να τον τιμούν. Σύμφωνα μ’αυτά εύκολα απάντησε, πως οι άνθρωποι του φαίνονται καλοί.
Ήταν όμως ετοιμασμένος να απαντήσει και για ένα άλλο ζήτημα, που δεν περίμεναν αυτοί που τόνε ρωτήσανε: Πως θα γλυτώσει ο λόγγος από την καταστροφή.
Ο δάσκαλος ήταν από τα βόρεια της Κλεισούρας, από το χωριό του Λάμπρου Καρβελά. Δρασκελώντας ένα μήνα κείθε-δώθε το βουνό, ως να διοριστεί στην Κλεισούρα, είχε αντιληφθεί την πάλη που γινότανε γύρω στα δέντρα. Και μέσα στο μυαλό του στριφογύριζε μαζί με το διορισμό και δεύτερο πρόβλημα: πως θα λυτρωθεί ο λόγγος. Άμα ήρθε τέλος η ποθητή ημέρα του διορισμού όλον τον εαυτό του τον έδωσε στη δουλειά του.
Τους νέους τους βόσκει πόθος ν’ανοίξουν αυτοί το δρόμο, όπου δε μπορέσανε να τους τον αφήσουνε κληρονομιά, οι περασμένοι στρατοκόποι. Και με ορμή, που τους κάνει να παραφέρονται πολλές φορές και να μην εχτιμούνε σωστά τα εμπόδια, ο δάσκαλος καταπιάστηκε να λυτρώσει το λόγγο μέσα σε μια εβδομάδα. Σκέφτηκε, καταστάλαξε κάπου και κατάστρωσε το σκέδιό του σ’ένα άρθρο: «Αι καστανέαι της Κλεισούρας πλουτοφόρος πηγή ανεκμετάλλευτος». Θα το έστελνε αυτό το άρθρο στην εφημερίδα, κάτω στην πόλη του λιμανιού, θα το διάβαζαν οι αρμόδιοι και θα δίνανε την ονειρευτή λύση. Και ποιό ήταν αυτό το σκέδιο; Ο δάσκαλος το ανέπτυξε στους συνομιλητές του με δυο λόγια: Το Κράτος να παραχωρήσει τις καστανιές στους κατοίκους της Κλεισούρας. Όχι δωρεάν! Με χρήματα. Όσο αξίζουν. Να τις εχτιμήσει το ίδιο το Κράτος και να κανονίσει, τι θα πλερώσει ο κάθε χωριανός. Να χωρίσει έπειτα το ποσό σε δόσεις. Και να πλερώνουν οι χωριανοί κάθε χρόνο, όσο να τόνε ξεπλερώσουνε το λόγγο.
Και αντισκέδιο
Ο ιερέας και οι επίτροποι παρακολουθούσανε με προσοχή το δάσκαλο. Ίδια κι ο Πανταζής τον άκουε με υπομονή ώσπου να τελειώσει. Τότε επίτροποι και ιερέας αφήσανε το δάσκαλο και καρφώσανε τα μάτια τους στον Πανταζή. Θέλανε να του πούνε: «Τι λες εσύ Πανταζή γι’αυτά;» Το δάσκαλο λίγες ημέρες τον είχανε και δεν είχαν ακόμη ξεβρεί τι αξίζει. Με τον καιρό θα τόνε ζυγιάζανε. Τον Πανταζή όμως τον αναγνωρίζουνε από καιρό για σοφό. Αυτός ξέρει από κλαριά, μπολιάζει την αγκορτζιά με φόλα και καλέμι και μέσα στη ρίζα ακόμη, ενώ οι χωριανοί μονάχα καψόξυλα ξέρουνε να κάνουν από τις αγριαπιδιές και ξύλινα κουτάλια. Μπορεί ακόμη ο Πανταζής από το ίδιο κλίμα, τη μια χρονιά να φάει αετονύχι και την άλλη ραζακί. Διαβάζει παραπάνω κι ένα σωρό βιβλία, εκτός από τα Ιερά Βιβλία της ΕΚΚΛΗΣΊΑΣ. Και τις εφημερίδες νερό.
«Ας ακούσουμε τι λέει κι ο Πανταζής, και τότε θα πούμε κι εμείς τη γνώμη μας», σκεφτήκανε ιερέας κι επίτροποι.
-«Δάσκαλε μου τα είπες πολύ σωστά. Μόνο που δεν μπορεί να γίνει τίποτε από όσα ακούσαμε», του απάντησε ο Πανταζής. «Δεν ξέρεις με τι κόσμο έχεις να κάμεις! Θέλεις να πάρει ο κάθε χωριανός στην κατοχή του διακόσιες καστανιές. Ένα λόγγο! Όχι διακόσες, μια να του δώσω, θάναι για αυτόνε δάσος. Το δέντρο έχει διακόσια κλωνάρια. Πόσα θα κόψει; Πόσα θα αφήσει; Ποια θα κόψει; Ποιά θα αφήσει; Ούτε ιδέα δεν έχει! Έχει μεσάνυχτα από δεντροκαλλιέργεια. Αυτός βρήκε από τον πατέρα του ένα μήνα σπόρο, ένα μήνα θέρο, δυο μήνες ξύλα και τον άλλο καιρό καθισιό! Σαρώνει την κοπριά από το στάβλο και την αδειάζει στο ποτάμι!
Τώρα που στενέψανε τα χωράφια, γιατί πλήθυνε ο κόσμος, πέσανε μερικοί στο λόγγο, επειδή η ξυλεία δίνει εύκολα κέρδος. Ο νους τους δε δουλεύει στην πρόοδο. Δεν ξέρω τι τους χαλάει δάσκαλέ μου. Εγώ νομίζω ,πως τους βλάφτει ο ήσκιος. Το γιόμα πέφτει ο ήλιος στο χωριό και το μεγάλο δειλινό περνάει κιόλας το απόσκιο απάνω από τα σπίτια. Μην τα θαρρείς χωρατά! Γιατί τάχα τα κλαριά θέλουν ήλιο για να προκόψουν!»
Αυτά είπε ο Πανταζής και σώπασε.
Τι γνώμη να σκηματίσουν οι ακροατές;
Τη σιωπή την έκοψε ο ιερέας. «Μας λέγετε», είπε στον Πανταζή, «ότι δεν γίνεται αυτό όπου προτείνει ο κύριος δάσκαλος, πολύ το θέλομε να ακούσωμεν και τι προτείνετε εσείς δια να σωθεί το δάσος».
-Κάτι πολύ πιο απλό, αλλά πολύ δύσκολο κι αυτό, αν όχι ακατόρθωτο. Πρώτο: Να μην ξαναδειάσουνε κοπριά στο ρέμα. Δεύτερο: Να ανοίξουνε δεξιά-αριστερά στο ποτάμι αμπολές, να κάμουν όλα τα ποτιστικά χωράφια περιβόλια. Να βάνουνε πατάτα, μελιτζάνα, ντομάτα, λάχανα, κουνουπίδια, σέλινο, σπανάκι. Δυο και τρείς φορές θα σοδεύουν από τα περιβόλια. Αν χαλούνε –στο φύτεμα-και μια ρίζα ντομάτα, θα ξαναφυτεύουν άλλη, δεν είναι τίποτε ζημιά. Θα αρχίσουν έτσι, από τα λαχανικά να ζούνε, και σιγά-σιγά θα φυτεύουνε στα περιβόλια κι από κανένα δεντράκι, καμιά ροδιά, καμιά χαμομηλιά. Θα έρθουν ύστερα στη μυγδαλιά και με τον καιρό μπορεί, να γεμίσουν οι ρεματιές καρυδιές, οι ράχες μυγδαλιές, κι οι πλαγιές συκιές και ελιές. Άμα τα δείτε αυτά τότε ας παραχωρηθούνε οι καστανιές. Αλλιώτικα θα τις κουβαλήσουν οι λοτόμοι όλες ξυλεία και γυφτοκάρβουνα!»
Και γυρίζοντας κατά το δάσκαλο: «Δάσκαλε μου, αυτοί που θα μάθουνε να μπολιάζουνε καστανιές βρίσκονται ακόμη στα δικά σου χέρια. Οι άλλοι που αφήσανε το σκολειό, κι όσοι δεν πήγαμε καθόλου, είμαστε καταδικασμένοι να το βλέπουμε από μακριά το δάσος, όπως οι Εβραίοι τον τόπο, όπου έρρεε μέλι και γάλα, τη γη της Επαγγελίας.
Ας τα φυλάξουμε τουλάχιστο, να τα βρούνε τα παιδιά μας».
Ασπάζονται την καλύτερη γνώμη
Κι ο ίδιος ο δάσκαλος το κατάλαβε, πως το σκέδιο του δεν μπορεί να σταθεί ύστερα από όσα είπε ο Πανταζής. Σηκώνεται τότε αμέσως και του απλώνει με καρδιά το χέρι: «Κύριε Πανταζή, σ’ευχαριστώ θερμά. Με κατατοπίζεις. Μου δείχνεις από πού πρέπει ν’αρχίσω. Θα δεις τι κήπο θα οργανώσω στο σκολειό. Από αυτόνε θα σκορπίσω χιλιάδες δεντράκια κι από το σκολειό εκατοντάδες δενδροκαλλιεργητές.
Τότε σηκώθηκε κι ο ιερέας κι έδωσε το χέρι στο δάσκαλο: «Σας συνχαίρομεν κύριε διδάσκαλε και πριν προλάβει ο δάσκαλος ν’αρθρώσει: «ευχαριστώ», του απλώσανε κι οι άλλοι μαζί τα χέρια.
«Τέτοιος δάσκαλος συμπλήρωσε ο Πανταζής. Μόνο η ιεροσύνη σου, Δέσποτά μου να το πεις από την Ωραία Πύλη να μην πηγαίνουν οι χωριανοί και τόνε κόβουν από τη δουλειά του και τόνε χασομεράνε: «Δάσκαλε κάμε μου ένα γράμμα, Δάσκαλε διάβασέ μου, τι λέει τούτο το χαρτί, για πότε είναι τούτη η κλήση». Να τον αφήσουνε ήσυχο το δάσκαλο να κοιτάζει τα παιδιά μας».
ΓΙΩΡΓΟΥ ΝΤΕΓΙΑΝΝΗ
ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΛΟΓΓΟΥΣ
1939
Ο Δάσκαλος ήταν ο Γεώργιος Ντεγιάννης
Ο Πανταζής ήταν ο Πανταζής Γιαμάς. (Μπαραλής)
Ο Παπάς: Εκείνη την εποχή στη Στενή ήταν τρεις ιερείς, οι οποίοι ιερουργούσαν εκ περιτροπής και στα χωριά Βούνοι, Μαυρόπουλο και Κάτω Στενή. Αυτοί ήταν: Ο Παπαναστάσης Σιμιτζής, ο Παπαγεώργης Θωμάς και ο Παπανικόλας Κουτσούκος (Παπανίκας).
Ένας από αυτούς τους τρεις ήταν ο Παπάς που λαμβάνει μέρος στη συζήτηση.