Χαψομακαρόνια
Στα χρόνια των πατεράδων και των παππούδων μας, δεν υπήρχαν φούρνοι όπως σήμερα, που αγοράζουμε το ψωμί και άλλα αρτοσκευάσματα.
Πολλά σπίτια είχαν φούρνους στις αυλές τους, για να ψήνουν μόνοι τους το ψωμί. Όσοι δεν είχαν φούρνους, εξυπηρετούνταν από κάποιον γείτονα ή συγγενή που είχε φούρνο.
Επειδή όμως αυτή η διαδικασία απαιτούσε πολύ χρόνο και κόπο, έφτιαχναν πολλά καρβέλια, 5 έως 6 που ζύγιζαν από 2 έως 3 κιλά το καθένα, έτσι ώστε να έχουν πολλές μέρες ψωμί και να μην αναγκάζονται να ζυμώνουν και να φουρνίζουν συχνά.
Όμως όπως ήταν επόμενο, τόσος καιρός που περνούσε, το ψωμί ξεραινόταν και όταν αποφάσιζαν να ζυμώσουν φρέσκα καρβέλια, είχαν ήδη μείνει πολλά ξεροκόμματα, από την προηγούμενη φουρνιά.
Τα ξεροκόμματα αυτά, αφού τα έκοβαν σε μικρά τεμάχια τα έβαζαν μέσα στην καβάθα, όταν είχαν φασολάδα, ρεβίθια, τραχανάδες διάφορους και άλλα φαγητά που περιείχαν πολύ ζουμί, και τα έτρωγαν μαζί με το φαγητό.
Μερικοί όμως, με το ψωμί αυτό, έφτιαχναν τα «χαψομακαρόνια». Έκοβαν τα ξεροκόμματα σε μικρά τεμάχια, ενώ παράλληλα είχαν βάλει στον τέντζερη νερό για να βράσει.
Όταν το νερό «χουχούλαζε», έριχναν μέσα τα μικρά τεμάχια και τα άφηναν για 3-4 λεπτά. Έπειτα τα έβγαζαν και τα στράγγιζαν. Όταν στράγγιζαν, τα έβαζαν στην καβάθα και έριχναν από πάνω μυζήθρα ή τριμμένό τυρί. Εντωμεταξύ είχαν τοποθετήσει το τηγάνι στη φωτιά και είχαν βάλει μέσα λάδι για να «κάψει».
Όταν το λάδι έκαιγε, το έριχναν μέσα στα βρασμένα «χοχλασμένα» κομμάτια ψωμί, με τη μυζήθρα.
Το φαγητό ήταν έτοιμο να φαγωθεί και σας διαβεβαιώνω ότι ήταν νοστιμότατο.
Το όνομα «χαψομακαρόνια» που είχε δοθεί σ' αυτό το φαγητό, προέρχεται α) από τη λέξη «χαψιά» που σημαίνει μπουκιά και β) επειδή η διαδικασία που ακολουθείτο έμοιαζε μ' αυτήν που ακολουθούμε για να ετοιμάσουμε τα «φτιαχτά» μακαρόνια, έχουμε χαψιά + μακαρόνια = χαψομακαρόνια.
Σήμερα, αν επιχειρήσετε να φτιάξετε χαψομακαρόνια, μάλλον δεν θα το πετύχετε, γιατί το ψωμί είναι φτιαγμένο με μαγιά και διάφορα διογκωτικά. Τότε το ψωμί ήταν ζυμωμένο με τα χέρια, είχε προζύμι και το αλεύρι ήταν από σκληρό ντόπιο στάρι. Πράγμα που το έκανε να είναι πολύ συμπαγές και σκληρό μετά από λίγες μέρες όταν έχανε την πρώτη φρεσκάδα του, αλλά παρέμενε φαγώσιμο, δεν χάλαγε (μούχλιαζε), έπρεπε να περάσει πολύς καιρός για να συμβεί κάτι τέτοιο.
Γιάννης Γιαννούκος