Η Δασκαλομάννα
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1894
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Ακούστε εμένα να σας πω!
Να μην ανοίγετε χαρτί!..
Να μην ακούτε το δάσκαλο!...
Να μη φοβάστε τσ’ πατεράδες σας!...
Να δέρνετε τσ’ μανάδες σας!..
Έτσι αγόρευε, προς θορυβώδη όμιλο δεκαετών και δωδεκαετών παιδιών, ανεβασμένος στο τελευταίο θρανίο, το μακρινότερο από τη δασκαλοκαθέδρα, ο Γιαννιός ο Βρυκολακάκης, ένας απ΄τους μεγαλύτερους μαθητές. Φοιτούσε επτά χρόνια και ήταν ήδη δεκαπέντε ετών, αλλά μόλις είχε μάθει να διαβάζει συλλαβιστά.
Θυμόταν τα παλαιά εκείνα χρόνια και δεν έπαυε να οικτίρει την σημερινή κατάσταση του σχολείου, όπου όλα τα παιδιά ήταν μικρά, όλο σμαρίδα, όλο αθερίνα. Πρώτα ήταν όλοι μεγάλοι.
«Που να ήσαστε σεις, τον καιρό που ήταν ο άλλος ο δάσκαλος που πέθανε, ο Φλάσκος, Φλάσκο - μπιμπίνος, ο κιτρινιάρης!».
Και κουνώντας το κεφάλι, διηγούταν προς τους μικρούς μαθητές, οι οποίοι τον άκουγαν εκπέμποντας μεγάλα επιφωνήματα θαυμασμού, πως ο Τζώρτζης ο Σγούρος, δεκαοχτώ χρόνων, ψηλός, με ανορθωμένα σγουρά μαλλιά, τα οποία δεν μπορούσε να τα χτενίσει, έδειρε μία φορά τον άλλο διδάσκαλο, τον «Φλάσκο, Φλάσκο - μπιμπίνο, τον κιτρινιάρη», αφού τον πολιόρκησε πίσω από τη δασκαλοκαθέδρα και τον κτύπησε με τρεις δυνατές γροθιές στο στήθος, γιατί ο δάσκαλος απείλησε να τον κλείσει στο κάτω απ΄τη δασκαλοκαθέδρα σωφρονιστήριο, όπου έβοσκαν βλατούδες και ψαλίδες, πολυποδαρούσες και όχι λίγοι ποντικοί.
Πως ο δάσκαλος είχε συγκαλέσει την επιτροπή και απαιτούσε την αποβολή του Τζώρτζη, αλλά η επιτροπή διαφώνησε, επειδή δεν ήθελε να δυσαρεστήσει τους οικείους του μεγαλόσωμου και φριξότριχου μαθητή.
Πως παραδόξως, ο Τζώρτζης βρέθηκε σύμφωνος με το διδάσκαλο στο θέμα τούτο, καθόσον, αφού επί δεκαετία είχε φοιτήσει στο σχολείο και μόλις είχε μάθει να συλλαβίζει (μόνο ότι μπέρδευε κάποτε το η με το π και το ζ με το ξ), αισθανόταν τώρα ακατάσχετο πόθο να διαρρήξει τα αφόρητα εκείνα δεσμά και να μπαρκάρει με το καράβι του θείου του!
Ίσως μάλιστα γι’ αυτό το έκαμε, έδειρε το δάσκαλο επίτηδες, για να τον αποβάλουν.
Και τότε η επιτροπή έπεισε τους οικείους του, να τον αποσύρουν με εύσχημο τρόπο.
Κάποια τέτοια πορίσματα της αλληλοδιδακτικής μεθόδου, υπέβαλλε συχνά στη μελέτη των συμμαθητών του ο Γιαννιός ο Βρυκολακάκης.
Την ημέρα δε εκείνη, είχε ανεβεί επάνω στο θρανίο και απάγγελλε τη διδασκαλία του, την οποία ο δάσκαλος, σκύβοντας στο τραπέζι του, επειδή πνίγονταν οι λέξεις εν μέσω του θορύβου, δεν άκουγε, ούτε έβλεπε καν τον ψηλό μαθητή ο οποίος βλέποντας προς την δασκαλοκαθέδρα (ο δάσκαλος καθόταν μπροστά στο τραπέζι κάτω από τη δασκαλοκαθέδρα), προφυλασσόταν και ήταν έτοιμος να πηδήσει κάτω απ΄ το θρανίο, αν ο δάσκαλος έστρεφε το βλέμμα προς τα εδώ.
Αυτά συνέβαιναν, κατά το διάστημα που ο δάσκαλος, μεγαλόσωμος, με ηράκλειους ώμους και βραχίονες, που τον αποκαλούσαν οι μαθητές συνήθως η «Δασκαλομάννα», προ ολίγου είχε εισέλθει στο σχολείο και σχετική ησυχία επικρατούσε με κάποια υπόκωφη βοή, όμοια με τη φουσκοθαλασσιά.
Αλλά προ μισής ώρας, εάν κανείς περνούσε σε απόσταση διακοσίων βημάτων έξω απ΄ το σχολείο, θα νόμιζε ότι ήταν θηριοτροφείο ειδικό για άγρια και άλλα ανήσυχα αγρίμια.
Τα παιδιά χόρευαν, πηδούσαν, σκιρτούσαν, φώναζαν, διαπληκτίζονταν, γελούσαν, έκλαιγαν.
Ήταν θέρος και καύσωνας πνιγηρός.
Παμμιγής βοή ανερχόταν από τα οκτώ ανοικτά μεγάλα παράθυρα, που είχαν όλα σχεδόν τα τζάμια σπασμένα και τα περισσότερα παραθυρόφυλλα φαγωμένα, με τους στροφείς σκουριασμένους. Τα θρανία χωλά, κινούμενα, χορεύοντα, φαίνονταν σαν σχεδίες που έπλεαν εντός του κύματος των παιδικών κεφαλών.
Η διδασκαλική έδρα, ψηλή, με τα φατνώματα σάπια, ανοιχτά, έμοιαζε με βάρκα παρασυρμένη μακριά απ΄το λιμάνι από τον άνεμο.
Ο πρωτόσχολος, ξυπόλητος, ελαφρά και με προφύλαξη πατώντας, για να μη καταλήξει άδικα στο πειθαρχείο, πότε γελώντας και πότε σοβαρευόμενος, προσπαθούσε να επιβάλει σιωπή.
Αλλά τη σφυρίχτρα, το έτερο σύμβολο του αξιώματός του, την είχε κλέψει ο Γιαννιός ο Βρυκολακάκης και με αυτήν εξέβαλλε μανιώδεις συριγμούς, παριστάνοντας τον απόντα δάσκαλο.
Έμεινε μόνο στον πρωτόσχολο η βέργα, το κυριότερο όπλο του, αλλά και αυτήν την εξουδετέρωσε ο Γιαννιός ο Χατζηδημήτρης, ο Στρατής ο Καραθύμιος και άλλα τολμηρά παιδιά, που άνοιξαν κρυφά την πόρτα του σωφρονιστηρίου, όπου ήξεραν, ότι είχε αποθηκευμένη ο δάσκαλος τη δέσμη του με τις βέργες και αρπάζοντας πολλές απ΄ αυτές, τις οποίες μοίρασαν στους συμμαθητές τους, κρατώντας αυτοί τις λυγερότερες και τσουχτερότερες για τους εαυτούς τους, τότε άρχισε μάχη αρχίζοντας να κυνηγούνται και να χτυπιούνται μεταξύ τους, μετακινώντας θρανία και άλλα αντικείμενα της αίθουσας.
Τέλος μπήκε στην αίθουσα ο δάσκαλος, με το τσιγάρο στο στόμα και ο πρωτόσχολος έκραξε: εις προσοχήν!
Ο δάσκαλος ήταν μεγαλόσωμος, υψίκορμος, εύσαρκος, αλλά ταχύς κι ευκίνητος.
Ερχόταν από την αρραβωνιαστικιά του, όπου τρεις ή τέσσερις φορές την ημέρα, παρατώντας το Σχολείο στην τύχη του, έφευγε για να την επισκεφτεί. Άλλοτε το Σχολείο είχε και βοηθό, αλλά τελευταία το δημοτικό συμβούλιο δεν εψήφισε ή ο νομάρχης δεν ενέκρινε το κονδύλιο, χάριν οικονομίας.
Ο διδάσκαλος, καπνίζοντας το τσιγάρο του, χτύπησε το κουδούνι και ζήτησε να εξετάσει μία των ανωτέρων τάξεων.
Προσήλθαν έξι ή επτά παιδιά και τα ρώτησε.
- Την εμάθατε την ιεράν ιστορίαν;
Τα παιδιά, αντί να απαντήσουν, έσκυψαν στο βιβλίο τους και προσπαθούσαν να κλέψουν τίποτε εκ του προχείρου. Μόνο τη στιγμή εκείνη εννόησαν, ότι δεν είχαν μελετήσει τίποτε από την «Αριστουρία», καθώς την ονόμαζαν. Το πρώτο παιδί, το οποίο θέλησε να εξετάσει ο διδάσκαλος, κρατούσε Γεωγραφία αντί Ιεράς Ιστορίας.
- Πού είναι η Ιερά Ιστορία σου; Δάσκαλε, ψέλλισε το παιδί, κάμνοντας σχήμα με το δάκτυλο στο αυτί, την έχας΄ την Αρ-ιστορία μου. Αμελή! Κακοήθη! Άτακτε! φώναξε ο διδάσκαλος και κοκκίνισε με ελαφρό ράπισμα το μάγουλο του μαθητή. Άλλοτε κτυπούσε πολύ δυνατότερα, έσπαζε μάλιστα βέργες στη ράχη των παιδιών. Αλλά αφότου αρραβωνιάσθηκε, δεν του άρεσε πλέον να κτυπά. Μετέβη στον δεύτερο. Τις έκτισε τον κόσμον; Το παιδί απάντησε: Ο Θεός έκτισε τον κόσμον εις εξ ημέρας με μόνον τον λόγον αυτού. Πολύ ωραία! είπε ο διδάσκαλος και αποταθείς προς τον τρίτο:
- Τις ήτον ο πρώτος άνθρωπος ;
- Ο πρώτος άνθρωπος ήτον ο Αδάμ, απάντησε το παιδί.
- Καλά, είπε ο διδάσκαλος. Και έπειτα ρώτησε τον τέταρτο:
- Τις και πόθεν τον έκτισεν ;
Ο τέταρτος αποκρίθηκε:
- Διά τας αμαρτίας του Αδάμ κατεστάθησαν όλοι οι άνθρωποι αμαρτωλοί και θνητοί.
- Πολύ καλά, μπράβο! είπε ο διδάσκαλος, ο οποίος τη στιγμή εκείνη ακριβώς, είχε το νου του στην αρραβωνιαστικιά του.
Έπειτα επανέλαβε:
- Τώρα ας μεταβώμεν εις την Γεωγραφίαν.
Οι επτά μαθητές έβαλαν στη σάκα τους, που είχαν κρεμασμένη στην αριστερή μασχάλη, τις Ιερές Ιστορίες τους κι έβγαλαν τις Γεωγραφίες. Άνοιξαν τα βιβλία και άρχισαν να ψιθυρίζουν διαβάζοντας με τα χείλη, ώστε αποτελείτο μεν μία βοή, αλλά ουδεμία λέξη διακρινόταν.
Ο μεγαλύτερος την ηλικία, που ήταν και ο ερμηνευτής της τάξεως, πηγαίνοντας προς τον τοίχο ξεκρέμασε το χάρτη και φέρνοντάς τον, τον τοποθέτησε στο μικρό τραπέζι, μπροστά στο οποίο ήθελε να κάθεται ο δάσκαλος, δύσκολα αποφασίζοντας να πατήσει με τα μακριά και πλατύτατα υποδήματά του στα σάπια σανίδια της υψηλής δασκαλοκαθέδρας.
Ο διδάσκαλος άναψε δεύτερο τσιγάρο και άρχισε να εξετάζει στην Γεωγραφία.
- Εκ πόσων νήσων αποτελείται η Επτάνησος;
Ο πρώτος των μαθητών απάντησε.
- Η Επτάνησος ή Ιόνιος Πολιτεία αποτελείται εξ επτά νήσων.
- Πολύ καλά, είπε ο διδάσκαλος.
Έπειτα στραφείς προς τον δεύτερο μαθητή:
- Εις ποίαν εξουσίαν υπόκειται η Επτάνησος ;
Ο δεύτερος αποκρίθηκε απνευστί.
- Η Επτάνησος υπόκειται πολιτικώς εις την προστασίαν της Μεγάλης Βρετανίας και διοικείται δι’ αρμοστού εδρεύοντος εν Κερκύρα, όπου εδρεύει και η Ιόνιος Βουλή, υφίσταται δε και αξία λόγου Ακαδημία.
- Εύγε, πολύ ωραία! επεδοκίμασε ο διδάσκαλος.
Αποταθείς δε προς τον τρίτο μαθητή, απήγγειλε:
- Ειπέ μοι τα ονόματα των επτά νήσων, εξ ων η Επτάνησος αποτελείται.
Ο τρίτος μαθητής απάντησε απνευστί και με ομαλή φωνή, χωρίς να μεσολαβεί στίξη ή παρένθεση.
- Κέρκυρα, Κορφοί, Λευκάς, Αγία Μαύρα, Παξοί, Ιθάκη, Κεφαλληνία, Ζάκυνθος και Κύθηρα, Τσέριγον.
- Πολύ καλά, επένευσε και πάλι ο διδάσκαλος. Αύριον να μελετήσετε από δω ως εκεί. (Και χάραξε με τον νύχι του επί του βιβλίου).
Ιεράν Ιστορίαν να κάμετε επανάληψιν το ίδιο και τρεις αράδες παρακάτω, πρόσθεσε βλέποντας ότι λησμόνησε να αλλάξει το μάθημα στην Ιεράν Ιστορίαν. Πηγαίνετε τώρα!
Ένα απ΄τα παιδιά είχε υψώσει το δάκτυλο, σε σημείο ότι κάτι ήθελε να πει.
- Τι θέλεις εσύ; ρώτησε ανυπόμονα ο δάσκαλος.
- Δάσκαλε, είπε, φέροντας το χέρι στο αυτί το παιδί, γιατί, ενώ το χαρτί μας μέσα λέει ότι η Επτάνησος αποτελείται από επτά νήσους, ύστερα βγαίνουν δέκα στο μέτρημα;
- Τας εμέτρησες εσύ;
- Τες εμέτρησα, να!
Και άρχισε να μετρά με τα δάκτυλά του, « Κέρκυρα, Κορφοί, Λευκάς, Αγία Μαύρα» κτλ.
Οι άλλοι συμμαθητές του γελούσαν εν χορώ για την πολυπραγμοσύνη του.
Το βέβαιο είναι ότι ουδέποτε είχαν υποπτευθεί ότι είχαν οιανδήποτε έννοια οι λέξεις, όσες ήταν τυπωμένες μέσα στα βιβλία τους. Σαν για να «μην τους χαλάσει την καρδιάν», επειδή γελούσαν, ο διδάσκαλος έσπευσε να απαντήσει:
- Αυτά θα τα μάθετε όταν…
Ίσως ήθελε να πει «όταν θα πάτε στο ελληνικό Σχολείο».
Αλλά διακόπηκε.
Τη στιγμή εκείνη επέσυρε την προσοχή του ο θόρυβος, που είχε προκαλέσει ο Γιαννιός ο Βρυκολακάκης στο τελευταίο θρανίο.
Ο διδάσκαλος σηκώθηκε, σφύριξε δυνατά με τη σφυρίχτρα του, κτύπησε με τη βέργα στο πρώτο σπασμένο θρανίο και πέταξε το τσιγάρο του. Κοίταξε το ωρολόγιό του, είδε ότι είναι ένδεκα παρά τέταρτο και διέταξε τον πρωτόσχολο να σημάνει την κατά ενορίες κατάταξη, για να ψαλεί το σύνηθες άσμα της εξόδου και να παύσει το πρωϊνό μάθημα.
* * *
Αυτό που έκανε το δάσκαλο δυστυχισμένο, ήταν ο περιορισμός, τον οποίο είχε επιβάλει στον εαυτόν του, αφ’ ότου αρραβωνιάσθηκε, να φορεί κατά το καλοκαίρι το σακάκι του.
Στενοχωριόταν απίστευτα και υπέφερε φοβερά από τον καύσωνα.
Κατά τα προηγούμενα καλοκαίρια, όχι μόνο στο σπίτι, όπου κάπνιζε το μικρό του τσιμπούκι, αλλά και στο δρόμο, όπου εμφανιζόταν με το τσιγάρο στο στόμα και στο καφενείο, όπου κάπνιζε δύο ή τρείς ναργιλέδες την ημέρα, παντού, παρουσιαζόταν με τα μανίκια του υποκαμίσου λευκά, με μακριό γελέκο μισοκουμπωμένο, αναδεικνύοντας αμέσως τον πελώριο και εμπροσθοκλινή κορμό του.
Κάπνιζε ένα ναργιλέ το πρωί, έπειτα μόλις άφηνε από το χέρι το μαρκούτσι και αμέσως άναβε το τσιγάρο, κοιτάζοντας συγχρόνως το ρολόι του και σηκωνόταν για να φύγει. Έπειτα έλεγε: «Ας πιω κι ένα ρούμι». Έπινε και δύο ρούμια και έπειτα πήγαινε στο σχολείο, όπου έμενε πάντοτε «με τα μανίκια». Στις εξετάσεις, περί τα τέλη Ιουλίου ή περί τις αρχές Αυγούστου, παρουσιαζόταν ενώπιον της αξιοτίμου επιτροπής «με τα μανίκια».
Κατά τις περσινές εξετάσεις, ο δήμαρχος μόλις τον είχε πείσει, μετά πολλές νουθεσίες και επιπλήξεις, να φορέσει το σακάκι του, το φόρεσε, αλλά αφού πρώτα έβγαλε το γιλέκο.
Εφέτος οι μαθητές, μετά τον αρραβώνα του διδασκάλου, βρήκαν μεν περισσότερη άνεση και ακολασία στο σχολείο, αλλά υπέφεραν, γιατί στερήθηκαν άλλες προσφιλείς ψυχαγωγίες.
Καθ’ όλη την άνοιξη, ο διδάσκαλος ασχολούμενος με την αρραβωνιαστικιά του, δεν τους πήγε ούτε δύο φορές να παίξουν στα λιβάδια, ούτε τρεις φορές όλο το καλοκαίρι να κολυμπήσουν στην αμμουδιά.
Μεγάλη χαρά και αγαλλίαση ήταν άλλοτε ανά τις συντροφιές, όταν διαδιδόταν από τάξη σε τάξη, ως σύνθημα, η μαγική λέξη:
«Θα μας πάει ο δάσκαλος να παίξουμε! Θα μας πάει ο δάσκαλος να κολυμπήσουμε!».
Ο γλυκός αυτός ψίθυρος αντικαθιστούσε κάθε φορτική ανάγνωση και κάθε επίπονο συλλαβισμό.
Εξέρχονταν ανά δύο κρατούμενοι, με φαιδρό συνεχή βόμβο και μετέβαιναν στη χλοερή πεδιάδα, προς την άκρη της πολίχνης.
Εκεί χωρισμένοι σε δεκαπέντε ή είκοσι ομάδες, έπαιζαν επί μία ώρα, μέχρι τη δύση του ήλιου, το σκλαβάκι και άλλα παιχνίδια.
Εντωμεταξύ, ο δάσκαλος, με τα χέρια πίσω, με τη βέργα κρεμασμένη όπισθεν του σκέλους, με τη σφυρίχτρα αναρτημένη επί του στήθους, περνούσε από κήπο σε κήπο, από Συκεώνα σε άμπελο, καλησπερίζοντας τους ασχολούμενους στο πότισμα των φυτών ιδιοκτήτες, λαμβάνοντας πληροφορίες και δίνοντας συμβουλές.
Έπειτα επανερχόταν στο κοπάδι του, σφύριζε οξύ σφύριγμα και αμέσως έπαυαν τα παιχνίδια και οι μαθητές αποπέμπονταν κατά συνοικίες.
Τούτο συνέβαινε μέχρι το Μάιο μήνα.
Κατά δε τον Ιούνιο πήγαιναν στο κολύμπημα.
Τα παιδιά ξεγυμνώνονταν και έπεφταν στο κύμα. Η αμμουδιά ήταν ρηχή σε απόσταση είκοσι μέτρων από την παραλία. Οι μικροί μαθητές προχωρούσαν εκατόν πενήντα και πλέον βήματα πριν φθάσουν στη μέση. Άμα έφθαναν έως εκεί, στρέφονταν προς την παραλία και, επιστομιζόμενοι στο κύμα, μάθαιναν πρακτικά να κολυμπούν, ακουμπώντας με το αριστερό πόδι την άμμο, κατευθυνόμενοι προς την παραλία.
Ο διδάσκαλος, ξαπλωνόταν σε έναν όχθο κοντά στο δρόμο, ακουμπώντας τη ράχη επί βράχου, με τα λευκά του πλατιά μανίκια και κάπνιζε το μικρό τσιμπουκάκι του, το οποίο είχε στην τσέπη για τις εξοχικές εκδρομές. Φορολογούσε σε βερίκοκα, απίδια και πρώιμα μοσχάτα σταφύλια τις φιλότιμες νοικοκυρές, που επέστρεφαν, με τα κομψά και εύπλεκτα καλαθάκια τους, απ΄τον αγρό ή το αμπέλι.
Έπειτα σφύριζε και οι μικροί κολυμβητές, οι οποίοι έκαμναν θαυμάσιες προόδους, έβγαιναν αναγκαστικά στην ξηρά, με δυσφορία για την απότομη διακοπή του τόσο μαλακού και ξυπνητού ονείρου τους.
* * *
Αλίμονο! μετά ένα χρόνο ακόμη, ο δάσκαλος ήταν πάλι με τα μανίκια του υποκαμίσου, αλλά μανίκια που έδιναν την εντύπωση καμιζόλας ή ζακέτας, τόσο βαθύχρωμα βαμμένα, τόσο μαύρα ήταν.
Ο διδάσκαλος είχε απογοητευθεί διπλή απογοήτευση, την εκ του θαλάμου και την εκ του θανάτου.
Εισερχόταν κατηφής, αλλά και με εγκαρτέρηση στο σχολείο, αφού σήμαινε επί μακρόν με βραχνή φωνή το σπασμένο καμπανάκι, το αναρτημένο από δύο όρθια ξύλα έξω από τη θύρα, το οποίο, φαγωμένο ήδη από τη σκουριά, όταν αφαιρέθηκε από παλαιό ερημοκλήσι, οι μαθητές είχαν σπάσει με την υπερβολική και παράκαιρη χρήση ή με χαλίκια ριπτόμενα απ΄έξω εν ώρα σχόλης των μαθημάτων.
Άρχιζε την καθημερινή ασχολία του σοβαρός και αυστηρός.
Πρόσεχε συντόνως, όταν εξέταζε και έπειτα ανέπτυσσε αντί να σημειώνει απλώς το παρακάτω.
Ζητούσε στο έργο του βάλσαμο κατά της διπλής πληγής, της από του στεφανώματος και της από τη χηρεία.
Είχε υποβάλει επανειλημμένες αναφορές στο δήμαρχο, ο οποίος, αφού έπεισε και το συμβούλιο να ψηφίσει τα έξοδα, αποφάσισε τέλος να διατάξει την επισκευή της διαρρέουσας στέγης, των φαγωμένων παραθυρόφυλλων, της σάπιας δασκαλοκαθέδρας και του πατώματος.
Κάποια λίγα σπασμένα θρανία, τα κάρφωσε με τα χέρια του ο δάσκαλος, άλλα πέντε ή έξι αντικατέστησαν οι ξυλουργοί.
Είχε διατάξει να καθαρίσουν το κάτω από την δασκαλοκαθέδρα σωφρονιστήριο, εκεί όπου έβοσκαν με κάθε άνεση πολυάριθμες ψαλίδες, βλατούδες και ποντικοί.
Είχε κάμει νέα και πλούσια προμήθεια από δεσμίδες βεργών και είχε αρχίσει «να τες βρέχει» πάλι γερά, καθώς άλλοτε.
Είχε απαιτήσει από την Εφορευτική Επιτροπή, την αποβολή, ως «ανεπίδεκτου μαθήσεως», του Γιαννιού του Βρυκολακάκη, του Στρατή του Χατζηδημήτρη και δύο ή τριών άλλων, αλλά σε τούτο βρήκε την επιτροπή αντίθετη.
«Το σκολειό (κατά τη θεωρία, την οποία ανέπτυξε μεν ένα των μελών της επιτροπής, ασπάζονταν δε οι περισσότεροι των γονέων), το σκολειό, ας υποθέσουμε, δεν έγινε για να μαθαίνουν τα παιδιά γράμματα, δηλαδή. Έγινε για να μαζώνουνται οι κλήρες, τα παλιόπαιδα, τα διαβολόπουλα.
Πώς μπορεί, το λοιπόν, ένας γονιός να τα έχει μπελά απ’ το πρωί ως το βράδυ; Και που μπορεί ένας φτωχός να τα θρέψει; Μπορεί να τα χορταίνει κομμάτια; Μήπως χορταίνουν οι διαόλοι ποτέ; Και είναι ικανή μια χήρα γυναίκα, να τρέχει από γιαλό σε γιαλό, από βράχο σε βράχο, για να τα συμμαζώνει; Γιατί πληρώνεται ο δάσκαλος; Για να έχει το βάρος αυτό, να είναι οι γονιοί ήσυχοι. Όταν είναι συμμαζωμένα εκεί δα, μες στο σκολειό, γλυτώνει ο γονιός και καμπόσα κομμάτια παραδείγματος χάριν. Ας τρώνε τα θρανία, που είναι ξύλινα, ας τρώνε τους πίνακες και τα χαρτιά τους, τους τοίχους και το πάτωμα, για να είναι οι νοικοκυραίοι ησυχότεροι για τις αχλαδιές τους, τις βερικοκιές τους, τις συκιές και τ’ αμπέλια τους.
Η κάθε μια πανδρεμένη, το λοιπόν, πρέπει να έχει μέρος για να ξεφορτώνεται την κλήρα της, που οι πλιότεροι άνδρες λείπουν χρόνο-χρονικής, η καθεμιά χήρα πρέπει να έχει μέρος για να ρίχνει το στρίγλικό της, τ’ αρφανό της. Η καθεμιά αρχόντισσα να έχει μέρος για να βάζει τον πάπο της, το χήνο της κι η καθεμιά φτωχή, το θάρρος της και την απαντοχή της. Αυτά, δάσκαλε».
Ο διδάσκαλος δεν είχε όρεξη να αντιλογήσει σε αυτά, αλλά απλώς αφοσιώθηκε στο έργο του, σαν να ζητούσε παρηγοριά για το πένθος του.
Την τέταρτη μέρα μετά την κηδεία της άτυχης γυναίκας, όταν αυτή αρρώστησε αιφνιδίως και πέθανε σαράντα ημέρες μετά το γάμο, εισήλθε, πρώτη φορά από του δυστυχήματος, στο σχολείο, στυγνός και σιωπηλός.
Μετά τη συνήθη δέηση, ο πρωτόσχολος διέταξε εκ νέου σε προσοχή!
Τα παιδιά παρατάχθηκαν με τα νώτα προς τον τοίχο, κατά μήκος των τεσσάρων τοίχων του σχολείου.
Ο διδάσκαλος, με τα χέρια πίσω, κρατώντας τη βέργα του, άρχισε την επιθεώρηση.
Τα παιδιά, άνιπτα τα περισσότερα, όπως ήταν συνηθισμένα, έφτυναν στις παλάμες τους, ύγραιναν κι έτριβαν τα χέρια με το σάλιο, για να φαίνονται νιμμένα.
Αλλά ο χηρεμένος διδάσκαλος έσκυβε, έβλεπε προσεκτικά και όπου ανακάλυπτε την πρόχειρη διά σιέλου νίψη, ενέσκηπτε οργισμένος με τη βέργα του κι έσπαζε τα σαλιωμένα χέρια.
Κατά το τέλος της επιθεώρησης απηύθυνε σύντομη νουθεσία, προλέγοντας ότι, όποιον ανακαλύψει στο εξής άνιπτο, θα τον αφήσει νηστικό τρεις ημέρες και τρείς νύκτες στο σωφρονιστήριο, να τον φάγουν οι βλατούδες. Φυλασσόταν καλά, να μην εκφέρει ως απειλή την αποβολή, όπως θα έπραττε ξένος που δε γνώριζε τα ήθη του τόπου, διότι γνώριζε κάλλιστα, ότι οι μικροί διαβόλοι γελούσαν με την απειλή αυτή, την οποία νόμιζαν ως ευτυχία και ελευθερία.
Επίσης τους είπε, ότι «όσοι έχουν παπούτσια, να τα φορούν στο εξής, όταν θα πηγαίνουν στο σχολείο».
* * *
Μερικά τέτοια παιδαγωγικά και όχι καθ’ ολοκληρίαν αψυχολόγητα, δίδασκε ο πτωχός διδάσκαλος στους μικρούς μαθητές του.
Την ημέρα εκείνη, το πρωινό μάθημα παρατάθηκε έως τις δώδεκα ακριβώς.
Τα παιδιά αισθάνθηκαν το ζυγό και από της δέκα η ώρα πεινούσαν ήδη φοβερά, όσοι δεν είχαν προβλέψει το πρωί να κλέψουν ψωμί από την πατρική οικία.
Το πράγμα ήταν επικίνδυνο άλλωστε, διότι ο διδάσκαλος ήταν ικανός, όπως και άλλοτε, πριν συνάψει τον τόσο ατυχή αρραβώνα έπραττε, να ψάξει στις τσέπες των μαθητών και να ρίξει τα τεμάχια του άρτου στις όρνιθες, που βοσκούσαν κατ’ αγέλες στο προαύλιο.
Τέλος σήμανε μεσημέρι.
Ο πρωτόσχολος σφύριξε και οι μαθητές ανά δύο απ΄τα χέρια κρατούμενοι άρχισαν να ψάλλουν το:
«Παύει πλέον η μελέτη κι ο καιρός της προσευχής …»
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης