Το Νησί της Ουρανίτσας
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1902
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Είχε γεράσει πολύ η γριά Φωλιώ του Ματαρώνα, χήρα του Γιάννη Καρπέτη. Και όμως ήταν ακόμη στα καλά της, κατά κάποιον τρόπο ακμαία και όλες σχεδόν οι κουβέντες της φρόνιμες.
Αυτή μου διηγήθηκε πριν δέκα χρόνια - τώρα είναι πεθαμένη προ πέντε ετών - αυτό το οποίο θυμήθηκα τέλος να γράψω σήμερα, κατά Φεβρουάριο του 1902.
«Έτσι πλιο, παιδάκι μου, όταν εστεφανώθη η μάννα μου με τον πατέρα μου, ήτον χήρα από άλλον άνδρα κι εκείνος από άλλην γυναίκα απόχηρος. Ο αφέντης μου - έτσι τον εκράζαμε τότε τον πατέρα - από την πρώτη γυναίκα είχε δύο παιδιά μικρά, ένα γιο μεγαλύτερο, τον Κωνσταντή, που τον εσκότωσαν άδικα, οι Τούρκοι στην Πόλη κι είπαν πως αγίασε.
Σαν όνειρο το θυμούμαι. Όταν ήμουν εγώ ως πέντε χρόνων κορίτσι, παντρεύτηκε ο Κωνσταντής κι έκαμ' ένα παιδί κι επήγε στην Πόλη με το καράβι και πλέον δεν ξαναγύρισε.
Η μητέρα μου πάλι, από τον πρώτο άνδρα, είχε μία κόρη, την Ουρανίτσα, που ήμουν εγώ ως οκτώ χρόνων, όταν αρραβωνιάστηκε.
Αυτό το θυμούμαι καλύτερα.
***
Ήταν ως δεκαέξι χρόνων η Ουρανίτσα μας και την αρραβώνιασαν με το Σπύρο της Μπερνίτσας. Αυτό έγινε πέντε ή έξι χρόνια μπροστά απ' την Επανάσταση. Και σαν εδώσανε τις παντρειές κι άλλαξαν τα σημάδια, την άλλη μέρα εκάμαμε τα μπασίδια και τον εμπάσαμε τον γαμπρό στο σπίτι μας, για νάρχετ' ελεύθερα, όπως είναι συνήθεια και σε λίγες εβδομάδες ο Σπύρος, ο γαμπρός, ετοιμάστηκε να κάνει ταξίδι με τη βομβάρδα του αδερφού του, γι' απάνω, για τα Μπογάζια της Πόλης κι από κει για τη Μαύρη Θάλασσα.
Ταξίδευαν συχνά για κείνα τα μέρη, πότε με λάδια, πότε με κρασιά. Και σαν ετοιμάσθηκε να μισέψει ο Σπύρος, μια βραδιά, γυρίζει και λέγει της μητέρας μου.
- Να σου πω μάννα, εσύ έχεις, μη προς βάρος μες στο σπίτι, τριών λογιών παιδιά. Όσο και να την αγαπά την Ουρανίτσα ο μητρυιός της, δε θα την έχει σαν τα παιδιά του, τα γκαρδιακά. Είναι το σπίτι σας σαν μια φωλιά, από λογιών των λογιών πουλιά, όπου κάθε πουλί έχει και τη λαλιά του.
Δεν αφήνεις την Ουρανίτσα, να την πάρει η μητέρα μου στο σπίτι καλύτερα, να την έχει συντροφιά, που είναι μονάχη της, όσο θα λείπω εγώ, ώσπου νά ΄ρθω, καλό κατευόδιο, να στεφανωθώ».
Η μάννα μου, σαν τ' άκουσε, κούνησε τις πλάτες.
- Ξέρω κι εγώ πλιο, είπε μόνο. Να ιδούμε τι θα πει κι ο πεθερός σου.
- Ο πεθερός μου, είπε ο Σπύρος, τι θα πει;... φθάνει να θέλεις του λόγου σου.
Ο πεθερός ήταν ο αφέντης μου, ο μητριός της Ουρανίτσας.
Εκείνος δεν είπε όχι, επειδή πέφταμε πολλά παιδιά μες στο σπίτι κι η μάννα μου γεννούσε ακόμα.
- Ας πάει καλύτερα με τη συμπεθέρα, τη Μπερνίτσα, είπε.
- Ας πάει πλιο, είπε κι η μάννα μου.
Η Ουρανίτσα κι αυτή, σαν να της άρεσε να πάει να καθίσει με την πεθερά της. Η συμπεθέρα η Μπερνίτσα, χήρα, άλλο παιδί δεν είχε παρά μία κόρη πανδρεμένη, με δύο παιδιά και τον γιο της το Σπύρο.
Όποτε έλειπε ο Σπύρος, έμενε μονάχη της στο σπίτι. Ώστε φάνηκε πρόθυμη να δεχθεί τη νύφη της για συντροφιά.
***
Η Ουρανίτσα ετοίμασε όλα τα ρούχα της και την άλλη μέρα κουβαλήθηκε στο σπίτι της πεθεράς.
Ο Σπύρος ήταν έτοιμος να μπαρκάρει.
Το ταχιά μπαρκάρισε να φύγει, μα επειδή οι καιροί που φυσούσαν ήταν βοριάδες, πόδισε και ήλθε πίσω και κάθισε ακόμη πέντε - έξι μέρες, επειδή έκαμε μία όψιμη χιονιά κι οι βοριάδες θύμωσαν και δε μπορούσε η βομβάρδα να αρμενίσει καταπάν' τον αέρα. Ύστερα, σαν μαλάκωσαν οι καιροί κι επήραν νοτιές, μπαρκάρισε κι έφυγε.
Πέρασαν δύο - τρεις μήνες κι η Ουρανίτσα, η αδερφή μου, ζούσε πολύ αγαπημένα με την πεθερά της. Κι η συμπεθέρα με τη μάννα μου είχαν αγάπες κι όλοι ήταν χαρούμενοι. Και περίμεναν, μέρα με τη μέρα, να έρθει κανένα καΐκι από πάνω, να τους φέρει γράμμα απ' το Σπύρο.
Και λογάριαζαν ως το φθινόπωρο, που έρχονται τα καράβια και δένουν στην πατρίδα για να ξεχειμάσουν, νά ΄ρθει κι ο Σπύρος με το καλό και τότε να γίνει κι ο γάμος. Πέρασε η Λαμπρή, ήλθε κι ο Μάης με τα λουλούδια, ήλθε κι ο θεριστής με τα χρυσά στάχια, ήλθε και ο Αλωνάρης με τις θημωνιές.
Και σαν μπήκε ο Αύγουστος, έξαφνα ένα πρωί, η συμπεθέρα η Μπερνίτσα βλέπει τη νύφη της και της φάνηκε σαν ύποπτη και φοβισμένη. Ευθύς άρχισε να την εξετάζει.
- Τι έχεις, κορίτσι;
Η Ουρανίτσα άρχισε τα κλάματα. Έσκυψε το κεφάλι ως τον κόρφο της πεθεράς της, το χαμήλωσε παρακάτω ως τη μέση της, της φίλησε τα γόνατα και θέλησε να εξομολογηθεί. Μα η φωνή της έτρεμε.
Δεν μπορούσε να βγάλει λόγο.
- Θα μου πεις;
Της Ουρανίτσας ήταν κομμένη η φωνή της. Ωστόσο, να απάνω κάτω τι μπορούσε να πει...
- Σαν έφυγε... και πόδισε... κι ήρθε πίσω... έλειπες του λόγου σου... ήσουν στην ανδραδέλφη μου... ένα δειλινό...
Ήθελε να πει, ότι ο αρραβωνιαστικός της τη βρήκε μονάχη, τον καιρό που είχε μπαρκάρει την πρώτη φορά και πόδισε και την έπιασε και την καταχράστηκε.
Η Μπερνίτσα δε θέλησε να το πιστέψει.
- Και μου το κρύβεις τόσον καιρό;
- Κι εγώ δεν ήξερα... τώρα ένοιωσα, είπε με κλάματα η Ουρανίτσα.
- Ψέματα λες, είπε άγρια η Μπερνίτσα. Είσαι σε τέτοια θέση που δε μπορεί να είναι απ' τον καιρό που λείπει ο γιος μου...
Με κανέναν άλλονε!..
Ο λόγος αυτός της πεθεράς, ήταν μαχαίρι δίκοπο, ήταν αστροπελέκι, ήταν θάνατος. Η Ουρανίτσα άρχισε να τρέμει όλη, κοκκίνισε, κιτρίνισε, έπλεε στον ιδρώτα, πιάστηκε ο ανασασμός της.
- Εγώ! μπόρεσε μόνο να πει... θα πιω φαρμάκι!
- Να, εκειδά, πάνω στο ράφι τό ΄χω, είπε σκληρά η πεθερά της.
Πάρε το και πιε το!..
Αυτόν το λόγο είπε και της γύρισε τις πλάτες.
***
- Αυτό ήταν «ένα κι ένα», παιδάκι μου, εξακολούθησε η γριά Φωλιώ, αφού είχε διακόψει για λίγα λεπτά την αφήγηση.
Το πρωί ειπώθηκε αυτός ο λόγος και το απόγευμα, κοντά δειλινό, η Ουρανίτσα η αδερφή μου, βρέθηκε ξαπλωμένη στην πόρτα του σπιτιού απάνω στο κατώφλι, με τα ποδάρια κατά μέσα στο σπίτι και το κεφάλι κατά έξω στην αυλή, χλωμή, νεκρή, αποθαμένη.
Έβαλε η Μπερνίτσα τις φωνές, έτρεξαν οι γειτόνισσες.
Σε λίγο έφθασε και η μάννα μου ξεμαντήλωτη, τραβώντας τα μαλλιά της. Έτρεξα κι εγώ, πιασμένη απ' τη φουστάνα της μητέρας μου, οχτώ χρονών κορίτσι, κλαίοντας, χωρίς να αγρικώ και να νοιώθω το γιατί.
Τη σαβάνωσαν, την έκλαψαν σιγανά, χωρίς μοιρολόγια.
Η Μπερνίτσα «έπιασε τη χάσα». Δεν της εβάστα η καρδιά, δεν κοτούσε να πει την αλήθεια της μητέρας μου.
Ύστερα, έπρεπε να τη θάψουν, πριν βασιλέψει ο ήλιος.
Εκείνον τον καιρό δεν είχαμε δημάρχους, είχαμε δημογερόντους του χωριού, πρωτόγερους. Κι ο πρωτόγερος του χωριού, ο κυρ-Αναγνώστης, ένας άνθρωπος όλο με συννεφιασμένο μέτωπο και ζαρωμένα φρύδια, δεν ήθελε να δώσει άδεια να θάψουν τη φαρμακωμένη στον άγιο τον τόπο, στα Μνημούρια, εκεί που έθαφταν τους Χριστιανούς.
Κι ο παπάς της εκκλησιάς, σύμφωνος, δε θέλησε να διαβάσει της φτωχής, ούτε ένα τρισάγιο. Καθώς μου είπε ύστερα ο πνευματικός, είχαν δίκιο, για να μη δίνεται κακό παράδειγμα. Έπειτα, η αδελφή μου, ήταν η πρώτη ψυχή, ύστερα από αμνημόνευτα χρόνια, που σκοτώθηκε μονάχη της.
Άλλοτε δεν είχε ξαναγίνει αυτό στον τόπο μας.
Μερικοί άλλοι έλεγαν, ότι δεν έπρεπε να ταφεί επάνω στον τόπο, μη τυχόν βρικολακιάσει κι έρθει πίσω, επειδή ο βρικόλακας μόνο αρμυρά νερά δεν μπορεί να περάσει.
Βλέπεις εκείνα τα νησάκια, που είν' ένα καμάρι, ένα στολίδι εμπρός στο λιμάνι μας; Κοίταξ' εκείνο το νησί που το λένε Μαραγκό!
Έτσι το έλεγαν απ' αρχής, έτσι άρχισαν πάλι να το λένε και τώρα.
Μα έναν καιρό, το είχαν ονοματίσει απ' το όνομα της αδελφής μου!
- Ο γείτονάς μας ο Γιαλουγγής, με τη βάρκα του και με το σύντροφό του μαζί, το Φραγκούλη της Μπάλιανας, επήραν το λείψανο επάνω σε ένα πλατύ μαδέρι και το κουβάλησαν, το βράχο, τον κατήφορο ως τη βάρκα.
Η μάννα μου έτρεχε κατόπιν κι εγώ μαζί της. Κόσμος από περιέργεια ακολούθησαν, ως κάτω στο γιαλό. Μερικοί έλεγαν κι άσχημα λόγια.
- Σκύλα!... ψοφίμι!...
Τη μπαρκάρισαν στη φελούκα κι έπιασαν τα κουπιά οι δυο τους, επήγε μαζί κι ένας άνθρωπος μ' ένα σελάχι, με μια κουμπούρα στη μέση και μ' ένα χονδρό ραβδί στο χέρι. Άνθρωπος με μεγάλα μουστάκια και με μακριά μαλλιά και με μια μαύρη σκούφια.
Ήταν ο καβάσης της δημογεροντίας. Τον είχε στείλει ο πρωτόγερος για συνοδεία. Επήραν μαζί τους δύο τσάπες κι ένα φτυάρι.
Άλλον δεν άφησαν να πατήσει στη βάρκα.
Τη μάννα μου την έδιωξαν μακριά. Γύρισε πίσω με τα κλάματα.
Οι άλλες οι μανάδες, όταν γυρίζουν απ' το ξόδι, απ' την εκφορά του νεκρού, παύουν τα μοιρολόγια. Η μάννα μου τότες τ' άρχισε...
Έκλαιγε, αμέρωτα, απαρηγόρητα και μ' έκαμε κι εμένα να κλαίω.
Ανάμεσα την ερωτούσα.
- Πού την πάνε, μάννα, την Ουρανίτσα μας;
***
Ύστερα από ένα χρόνο, μερικοί ψαράδες είχαν ανεβεί στη ράχη του νησιού, του Μαραγκού, όπου αργά και που, τύχαινε να πατήσει άνθρωπος.
Ήθελαν να κατεβάσουν μερικά ξηρόκλαδα ή να κόψουν λίγα ξύλα, για να ανάψουν φωτιά κάτω στην άμμο, να ψήσουν ψαράκια για να κολατσίσουν. Εκεί ανάμεσα στα χαμόκλαδα, μια ασυνήθιστη μοσχοβολιά τους ήρθε.
Εκεί στη ρίζα ενός βράχου, σε ένα μέρος όπου το χώμα εξείχε λίγο, σε ένα μικρό όχθο, ως μιάμιση οργιά το μάκρος και τέσσερις πιθαμές το πλάτος, ανθούσε μια όμορφη ιτσιά, γεμάτη από ωραία ασπροκίτρινα λουλουδάκια ίτσια, τόσα πολλά και φουντωτά κι άφθονα, ώστε μπορούσαν να γεμίσουν ως δέκα καλάθια.
Εκεί ήταν ο τάφος της φτωχής αδελφής μου.
Από τότε το Μαραγκό, άρχισαν να το λένε «το νησί της Ουρανίτσας».
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης