Τα σκαρκαντζούλια κι η μαμή
Ήταν μια καλικαντζαρού γκαστρωμένη κι ήταν έτοιμη να γεννήσει στο μύλο της Μαυροπλιάς.
Πήγανε τα σκαρκατζούλια στη μαμή Σοφίτσα. Αυτή βγήκε έξω με το δαυλί γιατί φοβόταν. «Αν βγαίν’ς με δαυλί τα σκαρκαντζούλια φοβούντι».
Μπροστά η μαμίτσα με το δαυλί με τσ’ καλικατζάρους από πίσω, φτάσανε στο μύλο. Η μαμίτσα τσ’ έβγαλ’ όξω και μπήκε να ξεγεννήσει την καλικαντζαρού.
Οι καλικάντζαροι φώναζαν απ’ όξω «Άμα κάν’ αγόρι, λίρες και φλουριά, άμα κάν’ κουρίτσι, κάρβουνο τα φλουριά».
Η καλικαντζαρού γέννησε κορίτσι.
Η μαμίτσα φοβήθηκε κι έβαλε στο νεογέννητο ένα τσουτσούνι κέρινο. Και το τύλιξε καλά το μωρό να μη φαίνεται.
Άνοιξε στα σκαρκαντζούλια και τους λέει «αγόρι είναι» και τους λέει να μην ανοίξουν τα φασκιά ως να πάει σπίτι.
Πήρε τα φλουριά κι έφυγε. Οι καλικάντζαροι δεν κρατηθήκαν από τη χαρά τους κι ανοίξαν τις πάνες.
Έλα που το κερί είχε παγώσει!
Ξεκόλλησε, το κερί και πάει το τσουτσούνι.
Οι καλικάντζαροι λυσσάξαν τώρα. Κάνουν κατά το σπίτι της
μαμίτσας και φωνάζαν: «Μαμίκο, μαμίκο, κερένια τα ψωλιά, κάρβουνο τα φλουριά.»
Η μαμίτσα βγαίνει όξω με ένα δαυλί και χαθήκαν τα σκαρκαντζούλια.
Διήγηση Μαρία Ντούρμα-Μητάκη
---
Τα Σκαρκαντζούλια κι η Μαμή
Το αθυρόστομο παραμύθι
Ο μύθος με την πραγματικότητα είναι γερά πλεγμένα σ’ αυτό το παραμύθι.
Η μαμή Σοφίτσα (Σοφία Παπαναστασίου), ήταν υπαρκτό πρόσωπο και ο μύλος της Μαυροπλιάς είναι η σημερινή καφετέρια «Μύλος».
Τα σκαρκαντζούλια είναι οι καλικάντζαροι που βγαίνουν τα Χριστούγεννα. Είναι πλάσματα που φοβούνται το φως και τη φωτιά. Περιγράφονται άσχημα, ζημιάρικα, κατεργάρικα και ανόητα, γι’ αυτό μπορεί κανείς εύκολα να τα ξεγελάσει. Εντούτοις, παιδεύουν όσο μπορούν τις νοικοκυρές, όταν δεν είναι απασχολημένα, κόβοντας το δέντρο που κρατάει τη γη. Οι νοικοκυρές πρέπει να σταματήσουν να πλέκουν την Πρωτοχρονιά, πριν έρθουν τα σκαρκαντζούλια, γιατί αν αυτά βρουν βελόνα τους τρυπάνε τον πισινό.
Για να αποφευχθούν τέτοια δεινά, οι συνετοί ρίχνουν στο τζάκι αλάτι και πιπέρι, ώστε όταν κατέβουν αυτά από την καμινάδα να καθυστερήσουν ξεχωρίζοντας τους κόκκους κι έτσι να τα προλάβει το ξημέρωμα και να εξαφανιστούν. Το ότι η μαμή κλήθηκε να παραβρεθεί στο μύλο είναι απολύτως συμβατό με τα παραδοσιακά δεδομένα, που θέλει τα δαιμόνια και τα τελώνια να εμφανίζονται κοντά σε νερό. Η αθυροστομία του συγκεκριμένου παραμυθιού αποτελεί παράδοση. Η διασκέδαση τη νύχτα μετά τον κάματο δεν νοείται να είναι ηθικά εμπεριστατωμένη. Συνεπώς τα προστυχόλογα που λέγονταν στην παρέα, σκόπευαν σε τρανταχτά γέλια και οι παραμυθάδες συναγωνίζονταν στην τέχνη της αθυροστομίας. Όσο πιο πρόστυχα είναι τα λόγια, τόσο πιο πολύ κέφι κάνει η παρέα. Πέρα απ’ αυτό όμως, υπάρχει και η έννοια του εξορκισμού όντων όπως τα σκαρκαντζούλια. Τα πλάσματα αυτά συμβολίζουν τα δαιμόνια του παλιού χρόνου, τα οποία θα εξαφανιστούν με την ευλογία του
καινούριου. Επομένως, οι πρόστυχοι στίχοι των σκαρκαντζουλίων που απαγγέλλονται από τον παραμυθά – εκτός του ότι διασκεδάζουν την παρέα – αποτελούν ένα είδος ξορκίσματος κι εξαγνισμού που αναμένεται να φέρει η καινούρια χρονιά. Παρόμοιες δοξασίες παρατηρούμε σε άλλες παραδόσεις που αφορούν προφορικά δρώμενα. Για παράδειγμα, υπάρχει η θεωρία ότι τα ψέματα της Πρωταπριλιάς είναι έθιμο που αποσκοπεί στην εξαπάτηση των δαιμονίων που έρχονται στη γη για να καταστρέψουν τα σπαρτά πριν δώσουν καρπό.
Γεωργία Καρδιόλακα