Μπομπότα
Την εποχή της αυτάρκειας, που η κάθε οικογένεια καλυπτόταν μόνο με αυτά που καλλιεργούσαν οι ίδιοι, οι νοικοκυραίοι, έπρεπε να φροντίσουν να υπάρχει ισορροπία στα είδη διατροφής που παρήγαγαν. Έτσι λοιπόν ένας νοικοκύρης της Στενής φρόντιζε να παράγει σιτηρά και δημητριακά σε σωστή αναλογία, για να μην στερηθεί η οικογένεια του κάτι από αυτά.
Έτσι λοιπόν παρήγαγαν από ένα μερτικό καλαμπόκι, κριθάρι, τα οποία χρησιμοποιούσαν και σαν ζωοτροφές, από ένα μερτικό φάβα και ρεβίθια και δυόμιση μερτικά σιτάρι.
Σε πολλές περιπτώσεις όμως, όταν τα πράγματα δεν πήγαιναν όπως τα περίμεναν ή σε δύσκολες περιόδους ή οι πιο φτωχοί, το σταρένιο ψωμί το αντικαθιστούσαν είτε με σμιγάδια είτε με κριθαρένιο ψωμί είτε με καλαμποκάλευρο φτιάχνοντας μπομπότα.
Τα ποτιστικά χωράφια με καλαμπόκι είχαν πολύ καλή απόδοση Τα ξερικά καλαμπόκια τα βάζουν ακόμα και σήμερα αλλά για ζωοτροφή. Από τον Ιούλιο άρχιζαν να τα μαζεύουν σταδιακά και να τα λιάζουν. Τον Αύγουστο είχε τελειώσει η συγκομιδή και τα πήγαιναν στα αλώνια. Τα χτύπαγαν με ξύλα, τα «λουμπούτια». Το καλαμπόκι αλωνισμένο πήγαινε στο μύλο για να αλεστεί. Οι μύλοι δεν άλεθαν ποτέ τη ίδια ημέρα σιτάρι με δημητριακά ή άλλα σιτηρά. Για αυτό όριζαν συνήθως μια ημέρα τον μήνα. Οι αλεστές πήγαιναν το καλαμπόκι στο μύλο και έπαιρναν αλεύρι. Το πήγαιναν στο σπίτι κι εκεί η νοικοκυρά το κοσκίνιζε. Το χοντρό αλεύρι που δεν πέρναγε από την σήτα γινόταν ζωοτροφή.
Στην πιο φτωχική της εκδοχή η μπομπότα έχει και την πιο απλή συνταγή. Ανακάτευαν το αλεύρι με ζεστό αλατισμένο νερό, το ζύμωναν στο σκαφίδι, το έβαζαν στο ταψί αλείφοντας λίγο λάδι στον πάτο του και το έβαζαν στο φούρνο η με γάστρα στο τζάκι. Το ψήσιμο κράταγε γύρω στη μισή ώρα. Για κάποιους ήταν το ψωμί τους για κάποιους άλλους που είχαν σιτάρι ήταν όπως και η προπύρα. Έβαζαν την μπομπότα και την έτρωγαν, ώσπου να βγει το σταρένιο ψωμί το οποίο αργούσε να ψηθεί. Η κάθε νοικοκυρά είχε και τις δικές της συνταγές. Καλαμποκάλευρο μαζί με αλεύρι από σιτάρι έκαναν την μπομπότα πιο γευστική και πιο μαλακή. Λίγη ζάχαρη και λίγο λάδι βελτίωναν τη γεύση της. Αργότερα την έκαναν και γλυκό βάζοντας αρκετή ζάχαρη, σταφίδες έως και σιρόπι. Βρασμένο το καλαμποκάλευρο γίνεται κουρκούτι και λεγόταν κατσαμάγκα. Επίσης πολλές φορές έκοβαν τη σκληρή μπομπότα σε κομμάτια και την έριχναν σε βραστό νερό.
Γιάννης Μητάκης