Η Αποσώστρα
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1905
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Ότι είχε βασιλέψει ο ήλιος.
Κατεβαίναμε το στενό καλντερίμι, τον κατήφορο. Ζερβά μεριά, στο κάτω σκαλοπάτι του παλιού σπιτιού του Γιάννου του Αγιώτη (μια φορά ήταν του Γιάννου του Αγιώτη, όταν ο μακαρίτης ζούσε και μεθούσε ακόμα, τώρα δεν ξέρω πλιά τίνος είναι, γιατί πέρασαν τόσα χρόνια!) καθόταν η Μορισώ το Γιαλινάκι, με τη ρόκα της, με τ᾿ αδράχτι της, μαζί με δυο άλλες κι άλεθε η γλώσσα της.
Τη στιγμή που περνούσα, άκουσα να πέσει μια παροιμία απ᾿ το στόμα της:
―Τρεις οπ᾿ σ᾿ έχω, άντρα και τρεις οπ᾿ μ᾿ έχεις, έξι και τρεις του παιδιού, εννιά…
Εκείνο το δειλινό, είχε σπαργανίσει, καθώς έμαθα, μία νιόνυφη, η γυναίκα του Κώστα του Μπουλτογιάννη.
Εξ εφτά μήνες είχαν περάσει απ᾿ το γάμο.
Η θεια-Μορισὼ σχολίαζε τώρα, κατά το δικό της τον τρόπο, το φταμηνίτικο ή το πρωιμάδι, που είχε έρθει στον κόσμο αυτόν.
Όλα τα συμβάντα του μικρού χωριού, τα όσα γίνονταν και τα όσα δεν είχαν γίνει ακόμα, έτσι τα σχολίαζε.
Δεν άφηνε καμία κουβέντα, κανένα μαντάτο, κανένα «λακριντί», που να μην το αποσώσει.
Μ᾿ αυτά και με τη ρόκα της, περνούσε την ώρα της κι έκανε να περνάνε και των άλλων γυναικών οι ώρες.
Αλλιώς, τι θα γινότανε, σ΄αυτόν τον παλιόκοσμο;
Παραπονεμένη, πολύπαθη γυναίκα!
Ο σχωρεμένος ο άντρας της, πέθανε, ο αδιαφόρετος και της άφησε τρία παιδιά.
Ο γιος της, ο μεγάλος, από τριάντα χρόνια τώρα, είχε πάρει μαύρα πέλαγα.
Άμορος είχε γίνει και δεν ακούστηκε πλιά.
Ο άλλος, ο μικρός, ακουγόταν ακόμα κάποτε, ήταν στην Αμέρικα χρόνια, της έγραφε πως θα ᾽ρθεί και δεν ερχότανε
Την κόρη της, την είχε καλοπαντρέψει, μα δεν είχε τύχη να ζήσει, πέθανε στη γέννα και το παιδί έζησε ως που να αποχτήσει το δικαίωμα ο πατεριασμένος του, να κληρονομήσει τα προικιά κι ύστερα, στους πέντε μήνες ξαναπαντρεύτηκε.
Αυτός ήταν ο μεγαλύτερος καημός της θεια-Μορισίνας!
Και τώρα, γέραζε και διψούσε για συντροφιά, μέσα στους τέσσερες τοίχους του σπιτιού της.
Αυτή τη φορά, την ορμήνεψαν να μην πάρει πατριωτάκι, μα ξένο, για να μη λάβει θάρρος μαζί της.
Επήρε ένα κορίτσι από ξένα μέρη, απ᾿ τη στεριά την αντικρινή, φτωχό, έρμο και σκοτεινό.
Το ανάστησε, το πόνεσε, το μεγάλωσε.
Αυτό, σαν έγινε δεκαπέντε χρόνων, αγάπησε έναν νέο στη γειτονιά και μια βραδιά, τη Σαρακοστή, όταν η ψυχομάνα της ήταν στην εκκλησιά (γιατί είχε ξαναρχίσει, φυσικά, να πηγαίνει, επειδή δεν υπόφερνε να τήνε λένε «ξεχωρισμένη» κι «αλιβάνιστη») έμπασε τον αγαπητικό στο σπίτι κι έκαμε αρρεβώνα μαζί του.
«Ή θα με πάρεις, ή θα χαθώ».
Η ψυχομάνα λύσσαξε, σκύλιασε απ᾿ το κακό της. Της ήρθε, αμέσως, να την πετάξει όξω, αφού τη γδύσει και να την αφήσει με το πουκάμισο.
Εδώ «τα βρήκε σκούρα».
Οι δικολάβοι, οπού δε λείπουν από κανένα μικρό χωριό, υπερασπίστηκαν τη νέα και τη συμβούλεψαν να μην κουνηθεί από το σπίτι.
Η θεια το Γιαλινάκι, επήγε σ᾿ ένα ξάδερφό της, που ήταν κάπως μεγάλος και τρανός, ανώτερος υπάλληλος του Κουβέρνου κι αυτός την ορμήνεψε να βάλει μαστόρους να ξεσκεπάσουν το σπίτι, για να την αφήσει να πεθάνει απ᾿ το κρύο κι απ᾿ το άλλο μέρος, να του κάμει το σπίτι απάνω του, οικονομικά, καθώς το ξανάλεγε ύστερα η θεια-Μορισίνα.
Αληθινά, χωρίς να το καλοσυλλογιστεί, με βία, επήγε και του έκαμε το έγγραφο το «οικονομικό» κι έβαλε δύο μαστροχαλαστήδες μισομεθυσμένους ένα κοντόγιορτο κι άρχισαν να κατεβάζουν τα κεραμίδια…
Τότε, έξαφνα, την επήρε το παράπονο, κόπηκε η καρδιά της κι άρχισε να χύνει τόσα δάκρυα απ᾿ τα μάτια της, σαν να είχε μέσα της ολάκερη στέρνα βουλωμένη, που δεν είχε δουλευτεί ποτέ και τώρα μόνο άρχισε να ξεχειλίζει. Λοιπόν, το μετανόησε, έτρεξε στον εξάδερφό της και τον παρακάλεσε να της χαλάσει το έγγραφο το «οικονομικό».
Ο ξάδερφος όμως, δε φαίνεται να είχε πολλά υγρά μέσα του, αρνήθηκε, σκληρύνθηκε κι είπε πως το σπίτι ήταν δικό του…
Αφού είδε κι αποείδε η γριά-Μορισίνα και καμιά δουλειά, κανένα έργο, ότι κι αν είχε καταπιαστεί, δεν της βγήκε σε καλό, τέλος, στα υστερνά της, βάλθηκε κι αυτή να αποσώνει τις κουβέντες, τα μαντάτα και τις δουλειές των αλλωνών. Και πέρναγε τον καιρό της να κρένει και να ξεστομίζει σχόλια για κάθε τι.
Η μεγαλύτερη δουλειά της ήταν να λέει τραγουδάκια και να βγάζει παραγκώμια για τον καθένα.
Άμα έβγαινε το πουρνό απ᾿ την Εκκλησιά, από τη στερνή φορά που είχε ξαναρχίσει να πηγαίνει, το έστρωνε εκεί στα σκαλοπατάκια, όχι μακριά απ᾿ το σπίτι της κι έπιανε λακριντί με τις γειτόνισσες. Τις καθημερινές έκανε και τη ρόκα της, δούλευε κι η γλώσσα της, σαν να έκαναν ζευγάρι τα δύο. Τις Κυριακές, που έβλεπε και πλειότερο κόσμο (γιατί το στενό κατηφορικό καλντερίμι ήταν πρώτο σοκάκι κατά το γιαλό, δίπλα στην πιάτσα) άλεθε το διπλό η γλώσσα της. Αν έβλεπε κανένα μαραγκό του ταρσανά, στολισμένο με γαλάζια γυαλιστερή βράκα, με το φέσι κατακόκκινο και μακριά φούντα, έλεγε: «Κόρδα και φούντα και τ᾿ άσπρα, που ᾽ν᾿ τα;» Αν περνούσε καμιά νιόνυφη, με ολόχρυσα κεντήματα και ποδογύρια, που η κορμοστασιά της δεν της φαινόταν τόσο νόστιμη: «Τι τέμπλα, τι ανέμη, θα πω; Κουρμαντέλα, να μην αβασκαθεί, το κορμί της!…»
Αν ήταν κοντή και χωρίς μέση: «Τι κουβάρι είν᾿ τούτο, μαθές;
Πώς δεν την εξεδίπλωσε η μάννα της;…»
Αν ήταν καμιά ψηλή κι άγαρμπη: «Δε σας φαίνεται σα μανάλι με τη λαμπάδα σπασμένη… που το πάει ο μπάρμπ᾿ Αναγνώστης μπροστά απ᾿ τον παπά, που θα πει το «Σοφία, ορθοί»;
Αν έβλεπε κανένα κορίτσι πολύ μαυριδερό: «Την επάτησε στην μπογιά ου Αρούμ᾿ς» (παραγκώμι ενός βαφιά του τόπου).
Αν περνούσε κανένα ψηλό υποκείμενο: «Νύχτωσε και δεν πρόφτασε να χτίση άλλο μισό. Χρειάζεται σκαλωσιά να βάλει ο Αριφός» (παρατσούκλι του πρωτομάστορη, που σκάρωνε τα καράβια).
Καμπόσων ανθρώπων τη ζωή και τα πάθια, τά ᾽παιρνε «κουτουριάρικα», και τά ᾽χε σχεδόν μονοπώλιο, η γριά-Μορισίνα.
Εκείνη η παροιμία που ακούσαμε απ᾿ το στόμα της, «Τρεις οπ᾿ σ᾿ έχω», κτλ., ήταν μόνο συνέχεια χωρίς τέλος.
Ένα χρόνο πριν, όταν είχε γίνει ο αρρεβώνας, του ίδιου του αντρόγυνου, είχε ᾽πει:
«Τα όρνια παντρεύουνται και τα στοιχειά βλογιούνται…»
Μια βραδιά, προ χρόνων, όταν είχε βγει περίπατο ένα ζευγάρι αρρεβωνιασμένων, οπού οι μανάδες και των δυο κάτι παλιά ψεγάδια είχαν φαίνεται, στην υπόληψή τους, η γριά έξαφνα είχε ξεφωνίσει:
― Τι ταιριασμένο αντρόγυνο, να σ᾿ πω!
― Σε τι είναι ταιριασμένο, θεια-Μορισώ; τη ρώτησαν.
― Να πλιά, π……ς γιος και π……ς δυχατέρα, απάντησε η γερόντισσα.
Μια χρονιά, είναι τώρα πολύς καιρός, ο καινούργιος δήμαρχος που είχε γίνει στο χωριό, θέλοντας να νεωτερίσει, ξόδεψε λίγες χιλιάδες του Δήμου του φτωχού, για να κάμει λέει «αρτεσιανά φρέατα». Ύστερα από λίγους μήνες, τα ψευτοπήγαδα χάλασαν κι έγιναν άχρηστα. Η θεια-Μορισίνα, πήγε ένα βράδυ να γεμίσει το κανατάκι της, σ᾿ ένα απ᾿ αυτά και δε βρήκε νερό στάλα.
― Παλαβώσανε και τα φτιάσανε, παλαβώσανε και τα χαλάσανε; είπε.
Θαρρώ πως αυτό ήταν το απόφθεγμά της το τελευταίο. Ύστερα από λίγο, σχωρέθηκε.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης