Επίσημη γυναικεία φορεσιά, μετά το 1900
Γκιργκιφίσια
Στη Στενή λέγοντας κιργκιφίσια ή γκιργκιφίσια, κατά άλλους εννοούσαν τον οπλισμό της νύφης, δηλαδή τα στολίδια που είχε η επίσημη γυναικεία φορεσιά. Από ένα σημείο και μετά, στη Στενιώτικη ντοπιολαλιά λέγοντας κιργκιφίσα, εννοούν ολόκληρη την παραδοσιακή γυναικεία φορεσιά όπως σε άλλα μέρη της Ελλάδας καθιερώθηκε η λέξη τα σεγκούνια από ένα και μόνο ρούχο.
Η σεγκούνα αποτελείται από ένα μονοκόμματο φύλλο στην πλάτη τη μάνα, από ένα φύλλο μπροστά-δεξιά και αριστερά- τα μπροστάρια και από δύο πλαϊνά, που αποτελούνται από τρία κομμάτια το καθένα, που χαμηλά στο πίσω μέρος του επενδύτη συμπληρώνονται με δύο μικρά τριγωνικά κομμάτια τα λαγκιόλια. Είναι κατακόρυφα ανοιχτός μπροστά, ρελιασμένος με βαμβακερό γαϊτάνι. Με το ίδιο γαϊτάνι γίνεται και το ρέλιασμα στο άνοιγμα της μασχάλης. Φαρδιές διακοσμητικές ταινίες από βαμβακερό νήμα στριμμένο σαν κορδονάκι και ραμμένο το ένα δίπλα στο άλλο, διακοσμούν τα δύο μπροστινά φύλλα, την περιφέρεια και την πλάτη, που είναι σχεδόν ολόγιομη. Στα μπροστινά φύλλα, το κενό που δημιουργείται ανάμεσα στις διακοσμητικές ταινίες, καλύπτεται με δύο σχηματοποιημένα φυτικά μοτίβα, καμωμένα και αυτά από βαμβακερό νήμα. Στη μεσαία σεγκούνα, το κενό δεν καλύπτεται και διακρίνουμε το υπόλευκο χρώμα της σεγκούνας.
Μαύρη σεγκούνα
Οι μαύρες σεγκούνες είναι κατασκευασμένες από λευκό χοντρό μάλλινο ύφασμα με κεντημένα μαύρα βελούδινα σχέδια. Κύριο σχέδιο οι δυο μαργαρίτες στο στήθος, σε κάποιες περιπτώσεις κεντούσαν και τα τα αρχικά η το μονόγραμμα της ιδιοκτήτριας. Στο πίσω μέρος τα πολλά σειράδια κατέληγαν σε πολλά μαύρα κρόσσια.
Πουκάμισο
Μικρό πουκάμισο: Το φόραγαν πάνω από το μισοφόρι και μέσα από το κανονικό πουκάμισο. Κοντό με μακριά και στενά μανίκια. Το φόραγαν για να φαίνονται τα μανίκια όταν το εξωτερικό πουκάμισο ήταν αμάνικο.
Συγκεκριμένα το πουκάμισο, που στο Βυζάντιο λεγόταν “καμίσιον”, κατάγεται από το χιτώνα, για τούτο και στην αρχική του μορφή έλειπαν τα μανίκια. Ο τζάκος κατάγεται από το βυζαντινό “τζιτζάκιον”. Το καπιτσάλι (καμτσέλι), υποσιαγώνια λουρίδα, που συγκρατεί το σκούφο, αναφέρεται επίσης στα βυζαντινά κείμενα, το ίδιο και η σκέπη. Το συγκούνι είναι η εξέλιξη από το βυζαντινό “σαγίον”, ρούχο υφαντό από γιδόμαλλο, που χρησίμευε για προφύλαξη από το κρύο.
Έξω από το μεσοφόρι φόραγαν το πουκάμισο. Βαμβακερό ύφασμα κάτασπρο, μακρύ σαν ράσο, έφτανε έως τον αστράγαλο. Και αμάνικο και με μανίκια. Θεωρείται η εξέλιξη του αρχαίου χιτώνα, της ρωμαϊκής tunica και της βυζαντινής δαλματικής. Ήταν ανοιχτό στο στήθος μέσα από το οποίο έμπαινε η τραχλιά (τραχηλιά). Το κεντούσαν στο χέρι με μαύρη κλωστή. Τα συνήθη σχέδια ήταν το πεταλάκι και το μαυρομάτι (φαρδύ τετράγωνο κέντημα που κατέληγε σε τρίγωνο στην κορυφή του). Τα σχέδια που είχαν στα μανίκια τα ίδια είχαν και στον ποδόγυρο. Τα θέματα είναι γεωμετρικά. Στο μανίκι το κέντημα είναι από 3 έως 5 πόντους και κάτω στον ποδόγυρο το κέντημα είναι 5 πόντοι και έχει και άλλους 4 πόντους στην άκρη, μαύρο. Στα πουκάμισα με μανίκια κεντούν ολόγυρα στον καρπό τα σχέδια που έχει και ο ποδόγυρος.
Τραχηλιά
Κομμάτι ύφασμα που το πέρναγαν στο λαιμό και σκέπαζε μόνο το στήθος.
Κοντοτσίπουνο
Γιλέκο. Μαύρο βελούδο ύφασμα με πολύχρωμα κεντήματα. Δεν είχε κουμπιά και ήταν ανοιχτή στο μπροστινό μέρος.
Ποδιά
Τετράγωνη από κάτω, ολοκέντητη με μεγάλη τέχνη και γύρω-γύρω κίτρινα κρόσσια. Η ποδιά αποτελούσε μέσο εντυπωσιασμού και κοινωνικής προβολής και αντικατόπτριζε το γούστο, τη δεξιοτεχνία και τη φινέτσα της κοπέλας, οπότε δίνονταν ιδιαίτερη προσοχή στη διακόσμησή της. Είχε πάντα τα χρώματα και τα σχέδια που είχε το κοντοτσίπουνο. Τα χρώματα που προτιμούνταν για το κοντοτσίπουνο και την ποδιά ήταν το μαύρο, το βαθύ κόκκινο, βυσσινί ο φυτικός διάκοσμός και σχέδια με πουλιά. Η Στενιώτικη ποδιά είναι σε μαύρο καμβά.
Κάλυμμα κεφαλής
Μπόλια. Μακρύ και φαρδύ ύφασμα φτιαγμένο στον αργαλειό. Βαμβακερή υπόλευκη λόγω της πολυκαιρίας, με πολύχρωμη κροσσωτή απόληξη. Με αυτό τύλιγαν το κεφάλι και το υπόλοιπο έπεφτε στον ώμο. Στις άκρες είχε κεντήματα και κρόσσια. Το μήκος της μπόλιας της φωτογραφίας είναι περίπου 1,80 το πλάτος 0,45 και το κέντημα
Μπόλια. Μακρύ και φαρδύ ύφασμα με το οποίο τύλιγαν το κεφάλι και το υπόλοιπο έπεφτε στον ώμο. Στις άκρες είχε κεντήματα και κρόσσια.
Σάλπα. Μετάξινο σαν σημερινό κασκόλ. Ήταν πανάκριβο, γι' αυτό και το φόραγαν πολύ λίγες
Σαλβάρ (Σαλβάρι). Κόκκινο τσεμπέρι. Υφασμάτινη λουρίδα η οποία κάλυπτε τα μαλλιά, λίγο πάνω από την χωρίστρα και φοριόταν πρώτο στο κεφάλι.
Από το 1910 έως και τον μεσοπόλεμο η υφαντή μπόλια αντικαταστάθηκε από την αγοραστή μεταξωτή μπόλια που φτιαχνόταν στην Κύμη (Κύμη και Κούλουρη είχαν τον τρόπο κατασκευής τους). Ολόλευκη μεταξωτή, αραχνοΰφαντη, που καλύπτει ολόκληρο τον κεφαλόδεσμο. Έχει μήκος 3,25 μέτρα περίπου και στις άκρες αραχνοΰφαντες ταινίες.
Τα μαντήλια
Τα άσπρα μαντήλια ήταν για τις νέες και τις νιόπαντρες, τα κίτρινα για τις παντρεμένες και τα σκούρα για τις ηλικιωμένες.
Στη Χαλκίδα, τα σταμπωτά υφάσματα για τα τσεμπέρια τα έφτιαχναν οι Εβραίες που έμεναν δίπλα στην Αγία Παρασκευή
Τα γκιργκιφίσα. Ο οπλισμός της νύφης
Προπόδια. Άσπρες κεντητές κάλτσες χωρίς πατούσα, σκέπαζαν μόνο το πάνω μέρος του ποδιού, με γλώσσα και λουρίδα στην καμπύλη για να στεργιώνουν.
Ζγατσούδ' ή κόπτσα
Μια αγκράφα με πέντε αλυσίδες, που κουμπώνουν εμπρός στο κέντρο του στήθους. Οι αλυσίδες φτάνουν και κλειδώνουν στο πλάι ή πίσω.
Κούμπωναν και αυτά την σεγκούνα και έμπαιναν πάνω από τα τοκάρια.
Τοκάρια.
Έπιαναν τη σεγκούνα με τα τοκάρια στη μέση για να μην ανοίγει. Τα κάλυπταν τα ζγατζούδια. Μερικοί τα τοκάρια τα λέγανε και κλειδωτήρια. Δύο κομμάτια που κούμπωναν εκεί που υπήρχε μπλε πέτρα.
Ασημογιόρντανο (ασημογιόρντανο).
Ασημένιο γιορντάνι στο λαιμό.
Μασαλάς.
Κάτω από τον λαιμό έβαζαν το μασαλά. Μια κόκκινη κορδέλα, που πέρναγαν στο λαιμό και περνούσαν σε αυτή τρύπια νομίσματα Αργότερα ο μασαλάς έγινε ασημένιος.
Σταυραετός
Έξι αλυσίδες η μια άκρη γαντζώνεται μπροστά στο στήθος και η άλλη πίσω στην πλάτη. Ασημένιο. Μια κόκκινη χάντρα στον αετό.
Φλουριά
Αρκετά μεταγενέστερα.
Σκουλαρίκια
Ασημένια αρκετά μεγάλα.
Εσώρουχα
Μσοφόρ (μεσοφόρι). Από άσπρο λεπτό, βαμβακερό (μίλινο) ύφασμα, το οποίο φορούσαν κατάσαρκα. Ήταν μακρύ και έφτανε έως τον αστράγαλο. Είχε το ίδιο σχήμα με το πουκάμισο και ήταν αμάνικο.
Ο στηθόδεσμος: Σαν την τραχιλιά και την έδεναν πίσω
Και οι γυναίκες φορούσαν τα γουρουνοτσάρουχα. Αργότερα τα επίσημα γυναικεία ήταν από βιδέλο δηλαδή δέρμα βοδιού. Τα τελευταία χρόνια ένα μαύρο παπούτσι με λίγο τακούνι που κούμπωνε με λουράκι και κουμπί.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΗΤΑΚΗΣ
Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ