Το Άνθος του γιαλού
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1906
➖ ➖ ➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Επί πολλές νύκτες συνέχεια, έβλεπε ο Μάνος του Κορωνιού, εκεί που έδενε τη βάρκα του κάθε βράδυ, κοντά στα Κοτρόνια του ανατολικού γιαλού, ανάμεσα σε δυο ψηλούς βράχους και κάτω από ένα παλιό ερημόσπιτο κατερειπωμένο, - εκεί έστρωνε συνήθως την κάπα, πάνω στην πλώρη της βάρκας και κοιμότανε χορευτὸ και νανουριστικό ύπνο, τρεις σπιθαμές ψηλότερα από το κύμα, βλέποντας τα άστρα και μελετώντας την Πούλια και όλα τα μυστήρια του ουρανού - έβλεπε, λέγω, ανοικτά στο πέλαγος, έξω από τα δυο ανθισμένα νησάκια, που φύλαγαν σαν σκοποί το στόμιο του λιμανιού, ένα μελαγχολικό φως, καντήλι, φανό, λαμπάδα ή άστρο πεσμένο, να τρεμοφέγγει, εκεί μακριά, στο βάθος της μελανωμένης εικόνας, επιφανειακά στο κύμα και να στέκει επί ώρες και να φαίνεται ότι έπλεε, αλλά να μένει ακίνητο.
Ο Μάνος του Κορωνιού, ήταν λεμβούχος ψαράς, ήταν αδύνατος στα μυαλά όπως και κάθε θνητός.
Αρκετό ήταν ήδη που έδενε τη βάρκα του κάθε βράδυ εκεί, δίπλα στους δυο μαυρισμένους βράχους, κάτω από το ερημόσπιτο εκείνο, το ολόρθο άψυχο φάντασμα, το οποίο είχε τη φήμη, ότι ήταν στοιχειωμένο.
Το αποκαλούσαν «της Λουλούδως το Καλύβι».
Γιατί; Κανείς δεν ήξερε. Ή, αν υπήρχαν λίγες γριές «λαδικά» ή και δυο τρεις γέροι, που γνώριζαν τις παλιές ιστορίες του τόπου, ο Μάνος δε βρήκε ευκαιρία να τους ρωτήσει.
Έβλεπε, βραδιές τώρα, το παράδοξο εκείνο μακρινό φως, να τρέμει και να φέγγει εκεί στο πέλαγος, ενώ ήξερε, ότι δεν ήταν εκεί κανείς φάρος. Η Κυβέρνηση δεν είχε φροντίσει γι’ αυτά τα πράγματα στα μικρά μέρη, που δεν είχαν ισχυρούς βουλευτές. Τι λοιπόν ήταν το φως εκείνο; Αισθανόταν επιθυμία, επειδή σχεδόν καθημερινά περνούσε με τη βάρκα του από εκείνο το πέρασμα, ανάμεσα στα δυο χλοερά νησάκια και δεν έβλεπε κανένα ίχνος εκεί την ημέρα, το οποίο να εξηγεί την παρουσία του φωτός τη νύκτα, να πλεύσει τα μεσάνυχτα, διακόπτοντας το μακάριο ύπνο του και τους ρεμβασμούς του προς τ᾿ άστρα και την Πούλια, να φθάσει ως εκεί, να δει τι είναι και, εν ανάγκη, να το κυνηγήσει το μυστηριώδες εκείνο φως.
***
Οπότε ο Μάνος, επειδή ήταν ασθενής άνθρωπος, όπως είπαμε, νέος είκοσι ετών, κάλεσε για βοήθεια και το Γιαλή της Φαφάνας, δέκα χρόνια μεγαλύτερό του, αφού του διηγήθηκε το νυκτερινό όραμά του, για να του κάμει συντροφιά στην ασυνήθιστη αυτή εκδρομή.
Πήγαν μία νύκτα, όταν η σελήνη ήταν εννέα ημερών κι έμελλε να δύσει περί τη μία μετά τα μεσάνυχτα.
Το φως φαινόταν εκεί, ακίνητο, σαν καρφωμένο, ενώ ο πύρινος κολοβός δίσκος κατέβαινε ήρεμα προς δυσμάς κι έμελλε να κρυφτεί πίσω από το βουνό.
Όσο έπλεαν αυτοί με τη βάρκα, τόσο τους έφευγε, χωρίς να κινείται οφθαλμοφανώς, ο μυστηριώδης πυρσός. Έβαλαν δύναμη στα κουπιά, «ξεπλατίσθηκαν».
Το φως απομακρυνόταν, φαινόταν ολοένα και πιο μακριά. Ήταν άφθαστο.
Τέλος έγινε άφαντο από τα μάτια τους.
Ο Μάνος, μαζί με το Φαφάνα, έκαμαν πολλούς σταυρούς.
Αντάλλαξαν λίγες λέξεις:
- Δεν είναι φανάρι, δεν είναι καΐκι, όχι.
- Και τι είναι;
- Είναι...
Ο Γιαλής της Φαφάνας δεν ήξερε τι να πει.
Τη νύκτα της τρίτης ημέρας και πάλι δυο ή τρεις ημέρες μετά απ’ αυτήν, οι δυο ναυτίλοι επιχείρησαν εκ νέου την εκδρομή.
Πάντοτε έβλεπαν τη μυστηριώδη λάμψη να χορεύει στα κύματα.
Έπειτα, όσο πλησίαζαν αυτοί, τόσο το όραμα έφευγε.
Και τέλος γινόταν άφαντο. Τι άρα ήταν;
***
Ένας μόνο γείτονας, είχε παρατηρήσει τις επανειλημμένες νυκτερινές εκδρομές των δυο φίλων με τη βάρκα.
Ο Λίμπος ο Κόκοϊας, άνθρωπος πενηντάρης, είχε διαβάσει πολλά παλιά βιβλία με τα λίγα κολλυβογράμματα που ήξερε και είχε μιλήσει με πολλές γριές σοφές, οι οποίες ζούσαν παλιά.
Καθόταν όλη τη νύκτα, αγρυπνώντας, κοντά στο παράθυρό του, βλέποντας προς τη θάλασσα και πότε διάβαζε τα βιβλία του, πότε ρέμβαζε προς τα άστρα και προς τα κύματα.
Η καλύβα του, όπου έρημος και μόνος κατοικούσε, βρισκόταν λίγους βράχους παραπέρα από το σπίτι της Λουλούδως, που έδενε τη βάρκα του ο Μάνος, ανάμεσα στο σπίτι της Βάσως του Ραγιά και της Γκαβαλογίνας.
Μία νύκτα, ο Κορωνιὸς και ο εγγονὸς της Φαφάνας, ετοιμάζονταν να λύσουν τη βάρκα και να κωπηλατήσουν, τέταρτη φορά, για να κυνηγήσουν το ασύλληπτο θήραμά τους. Ο Λίμπος ο Κόκοϊας τους είδε, βγήκε από την καλύβα του, φορώντας άσπρο σκούφο και ράσο μακρύ, όπως συνήθιζε στο σπίτι, πήδησε δυο τρεις βράχους προς τα κει κι έφθασε παραπάνω από το μέρος, όπου βρίσκονταν οι δυο φίλοι. Για που, αν θέλει ο Θεός, παιδιά; τους φώναξε. Είναι βραδιές τώρα που τρέχετε έξω από το λιμάνι, χωρίς να γιαλεύετε, χωρίς να πυροφανίζετε και τα ψάρια σας δεν τα είδαμε.
Μήπως σας ονείρεψε και σκάφτετε πουθενά, για να βρείτε τίποτα θησαυρό;
Ο Μάνος παρακάλεσε τον Κόκοϊα να κατεβεί παρακάτω και να μιλάει σιγανότερα.
Έπειτα δεν δίστασε να του διηγηθεί το όραμά του.
Ο Λίμπος άκουσε με προσοχή. Έπειτα γέλασε:
- Αμ᾿ που να τα ξέρετε αυτά εσείς οι νέοι, είπε, κουνώντας το κεφάλι του.
Τον παλαιό καιρό τέτοια πράματα, σαν αυτό που είδες, Μάνο, τα έβλεπαν όσοι ήταν καθαροί, τώρα τα βλέπουν μόνο οι αλαφροΐσκιωτοι.
Εγώ δε βλέπω τίποτα!..
Το ίδιο κι ο Γιαλὴς, βλέπει αυτό που λες πως βλέπεις;
Ο Γιαλὴς αναγκάσθηκε με συστολή κατώτερη της ηλικίας του να ομολογήσει, ότι δεν έβλεπε το φως, περί ου ο λόγος, αλλά επείθετο στη διαβεβαίωση του Μάνου, ο οποίος έλεγε ότι το βλέπει.
Ο Κόκοϊας, άρχισε τότε να διηγείται:
***
«- Ακούστε να σας πω, παιδιά.
Εγώ που με βλέπετε, έφθασα τη γριά-Κοεράνω του Ραγιά, τη μαννοὺ αυτής της Βάσως της γειτόνισσας, καθώς και τη μάννα της Γκαβαλογίνας, ακόμα κι άλλες γριές.
Μου είχαν διηγηθεί πολλά πρωτινά, παλαιικά πράματα, καθώς κι αυτό που θα σας πω τώρα:
Βλέπετε αυτό το χάλασμα, το Καλύβι της Λουλούδως, που λένε πως είναι στοιχειωμένο;
Εδώ τον παλιό καιρό κατοικούσε μια κόρη, η Λουλούδω, οπού την είχαν ονοματίσει έτσι, για την εμορφιά της, έλαμπε ο ήλιος, έλαμπε κι αυτή - μαζί με τον πατέρα της το γέρο-Θεριά (ελληνικά τον έλεγαν Θηρέα), όπου κυνηγούσε όλους τους δράκους και τα στοιχειά, με την ασημένια σαΐτα και με φαρμακωμένα βέλη.
Ένα Βασιλόπουλο από τα ξένα, την αγάπησε την όμορφη Λουλούδω.
Της έδωκε το δαχτυλίδι του κι εκκίνησε να πάει στο σεφέρι και της έταξε με όρκο ότι, άμα νικήσει τους βαρβάρους, την ημέρα που θα γεννηθεί ο Χριστός, θα έρθει να την στεφανωθεί.
Επήγε το Βασιλόπουλο.
Έμεινε η Λουλούδω, ρίχνοντας τα δάκρυά της στο κύμα, στον αέρα, στέλνοντας τους αναστεναγμούς της και την προσευχή στα ουράνια, να βγει νικητής το Βασιλόπουλο, να έρθει η μέρα που θα γεννηθεί ο Χριστός, να γυρίσει ο αρραβωνιαστικός της, να την στεφανωθεί.
***
- Έφθασε η μέρα που ο Χριστός γεννάται.
Η Παναγία με αστραφτερό πρόσωπο, χωρίς πόνο, χωρίς βοήθεια, γέννησε το Βρέφος μες στη σπηλιά, το σήκωσε, το σπαργάνωσε με χαρά και τό ῾βαλε στο παχνί, για να το κοιμίσει.
Ένα βοϊδάκι κι ένα γαϊδουράκι σίμωσαν τα χνώτα τους στο παχνί και φυσούσαν μαλακά να ζεστάνουν το θείο Βρέφος.
- Να, τώρα θά῾ρθει το Βασιλόπουλο, να πάρει τη Λουλούδω!
- Ήρθαν οι βοσκοί, δυο γέροι με μακριά άσπρα μαλλιά, με τις μαγκούρες τους, ένα βοσκόπουλο με τη φλογέρα του, θαμπωμένοι, ξαφνιασμένοι κι έπεσαν και προσκύνησαν το θείο Βρέφος.
Είχαν δει τον Άγγελο αστραπόμορφο, με χρυσογάλανα λευκά φτερά, είχαν ακούσει τ᾿ αγγελούδια που έψαλλαν: Δόξα εν υφίστοις Θεώ!
Έμειναν γονατιστοί, μ᾿ εκστατικά μάτια, κάτω από το παχνί πολλή ώρα και λάτρευαν αχόρταγα το θάμα το ουράνιο.
- Να! τώρα θά῾ρθει το Βασιλόπουλο, να πάρει τη Λουλούδω!
- Έφτασαν κι οι τρεις μάγοι, καβάλα στις καμήλες τους.
Είχαν χρυσές μίτρες στο κεφάλι και φορούσαν μακριές γούνες με πορφύρα κατακόκκινη.
Και τ᾿ αστεράκι, ένα λαμπρό χρυσό αστέρι, χαμήλωσε και κάθισε στη σκεπή της Σπηλιάς κι έλαμπε με γλυκό ουράνιο φως, που παραμέριζε της νύχτας το σκοτάδι.
Οι τρεις βασιλικοί γέροι ξεπέζεψαν απ’ τις καμήλες τους, μπήκαν στο Σπήλαιο κι έπεσαν και προσκύνησαν το Παιδί.
Άνοιξαν τα πλούσια δισάκια τους και πρόσφεραν δώρα: χρυσό και λίβανο και σμύρνα.
- Να! τώρα θά῾ρθει το Βασιλόπουλο, να πάρει τη Λουλούδω!
- Πέρασαν τα Χριστούγεννα, τελειώθηκε το μυστήριο, έγινε η σωτηρία και το Βασιλόπουλο δεν ήρθε να πάρει τη Λουλούδω!
Οι βάρβαροι είχαν πάρει σκλάβο το Βασιλόπουλο.
Το φουσάτο του είχε νικήσει στην αρχή, τα φλάμπουρά του είχαν κυριέψει με αλαλαγμό τα κάστρα των βαρβάρων.
Το Βασιλόπουλο είχε χυμήξει με ακράτητη ορμή, απάνω στη ζάλη και στη μέθη της νίκης.
Οι βάρβαροι με δόλο τον είχαν αιχμαλωτίσει!
Τα δάκρυα της κόρης πίκραναν το κύμα τ᾿ αρμυρό, οι αναστεναγμοί της διαλύθηκαν στον αέρα κι η προσευχή της έπεσε πίσω στη γη, χωρίς να φθάσει στο θρόνο του Μεγαλοδύναμου.
Ένα λουλουδάκι αόρατο, μοσχομυρισμένο, φύτρωσε ανάμεσα στους δυο αυτούς βράχους, οπού το λεν Άνθος του Γιαλού, αλλά μάτι δεν το βλέπει.
Και το Βασιλόπουλο, που είχε πέσει στα χέρια των βαρβάρων, παρακάλεσε να γίνει σπίθα, φωτιά του πελάγους, για να φτάσει εγκαίρως, ως την ημέρα που γεννάται ο Χριστός, να φυλάξει τον όρκο του, που είχε δώσει στη Λουλούδω.
Μερικοί λένε, πως το Άνθος του Γιαλού έγινε ανθός, αφρός του κύματος.
Κι η Σπίθα εκείνη, η φωτιά του πελάγου που είδες, Μάνο, είναι η ψυχή του Βασιλόπουλου, που έλιωνε, σβήσθηκε στα σίδερα της σκλαβιάς και κανείς δεν τη βλέπει πια, παρά μόνον όσοι ήταν καθαροί τον παλιό καιρό και οι αλαφροΐσκιωτοι στα χρόνια μας».
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης