Βαρδιάνος στα σπόρκα
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1893.
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Πίσω, στις Πλάκες, πάνω σε ένα βράχο ριζωμένο στη θάλασσα, εκεί ήταν το σπιτάκι της θεια-Σκεύως της Γιαλινίτσας.
Ο βράχος έβλεπε προς Νότια και από το ένα μέρος πρόβαλλε το πρωί ο ήλιος, ανάμεσα από τρία νησάκια και από μία ψηλή λευκή κορυφή, που χρύσωνε με τις ακτίνες του όλα, το πράσινο της θαμνοσκέπαστης και σκινόφυτης ακτής, που έκλεινε ανατολικά το λιμάνι, τη θάλασσα ρυτιδωμένη να φωσφορίζει σε χίλιες μύριες υγρές πτυχές, κτυπώντας τους υφάλους που μόλις φαίνονταν από το κύμα, το Δασκαλειό, μικρό φαιοπράσινο νησάκι και το ογκώδες και άκομψο Μπούρτσι, χρυσώνοντας τα κατάρτια και τις κεραίες και τα ξάρτια των πλοίων, κατά τις ημέρες του χειμώνα, όταν λίγα απ΄αυτά παραχείμαζαν στο λιμάνι.
Από το άλλο μέρος, βασίλευε το βράδυ, σπεύδοντας να κρυφτεί πίσω από το βαθυπράσινο βουνό της Πευκόρραχης, αφήνοντας τα δένδρα να σείονται ελαφρά από την αύρα και τα αόρατα εκείνα μύρια έντομα να τρίζουν μελαγχολικά στο βαθύ σκοτάδι.
Σε μήκος πεντακοσίων βημάτων προς το πέλαγος, ξαπλώνονταν προβάλλοντας από την ακτή, οι Πλάκες, μακρός λαιμός εντός της θάλασσας, που καταλήγει από τη μία και από την άλλη μεριά στον μεγάλο Κάππαριν, στον μικρόν Κάππαριν, στο Μύτικα και στο μοναχικό και πελαγωμένο Κατεργάκι, τα μεν υψηλούς όρθιους βράχους, τα δε μάρμαρα χαμηλά, θαλασσοδαρμένα, πότε να λούζονται στο κύμα, πότε να θερμαίνονται στον ήλιο.
Τα μάρμαρα ή οι πλάκες αυτές, χρησίμευαν για τις φτωχές γυναίκες, να λευκαίνουν τα ακέραια υφαντά πανιά, να πλένουν τα σπάργανα, τα σεντόνια και τα ρούχα τους στο κύμα και να τα ξεγλυκαίνουν έπειτα στο γλυφό νερό, που έρρεε από κάποια ρωγμή ανάμεσα στον κρημνό, οι δε βράχοι, χρησίμευαν στα παιδιά της γειτονιάς να «δίνουν βουτιά» ή να «δίνουν παλούκια», να πηδούν δηλαδή με το κεφάλι ή με τα πόδια στο κύμα, όταν κολυμπούσαν το καλοκαίρι, τα μεν αρχοντόπουλα μία φορά την ημέρα, τα δε φτωχόπαιδα δεκάκις την ημέρα, από πρωί μέχρι βράδυ, με μικρά διαλείμματα.
Και δεν ήταν του τυχόντος πρωτόπειρου να δώσει «βουτιά» ή και «παλουκιά» από το Μύτικα και από τους δύο Καππάρεις. Υπήρχε βαθμολογία ακριβής, αυστηρή, που παραδιδόταν από γενεά σε γενεά και τηρούταν απαρέγκλιτα μεταξύ των διάφορων ομάδων των μαθητών του Ελληνικού σχολείου, ως και των παιδιών του δρόμου.
Ο αρχάριος, όφειλε κατ’ αρχήν «να δώσει» από τη Βεργούλα, ένα μικρό βράχο που μόλις ανερχόταν από τη θάλασσα, ακολούθως, άμα έπλεε καλά και μπορούσε να φθάνει στο Κατεργάκι, το οποίο απείχε τρεις οργιές από τις Πλάκες και βρισκόταν στα νερά δύο οργιών βάθους, του επιτρεπόταν να «δώσει» από το Κατεργάκι, το οποίο ήταν κάπως ψηλότερο από τον πρώτο βράχο.
Κατόπιν, αφού ασκούταν αρκετά, μπορούσε να «δώσει» από τον μικρόν Κάππαριν.
Εννοείται ότι η «βουτιά» ερχόταν κατά ένα βαθμό οψιμότερα από τα «παλούκια», όταν δηλαδή ο μαθητευόμενος άρχιζε να πηδά ορθός από τον μικρόν Κάππαριν, τότε άρχιζε συγχρόνως να πηδά κατακέφαλα από το Κατεργάκι και ούτω καθεξής.
Έπειτα, όταν μετέβαινε στο Μύτικα, τότε άρχιζε να «δίνει βουτιά» από τον μικρόν Κάππαριν.
Και τέλος, όταν προβιβαζόταν στον μέγαν Κάππαριν, τότε «έδιδε βουτιά» από το Μύτικα.
Άμα δε έφθανε κάποιος στον βαθμό να δίδει κατ’ αρχάς «παλουκιά», έπειτα «βουτιά» από τον μέγαν Κάππαριν, τότε πλέον ξεσκολούσε από τις Πλάκες, από το Μώλο, από το Κοχύλι και όλους αυτούς τους κολπίσκους και τους βράχους της ακρογιαλιάς και μπορούσε του λοιπού, να εκτελεί επιδρομές στα καράβια, ν’ αναρριχάται από τα πλευρά ή τις αλυσίδες στο κατάστρωμα, να ανέρχεται από τα ξάρτια στις κεραίες και να δίνει από το μπαστούνι στην αρχή, έπειτα από τον τρίγκο και τελευταία από τον παπαφίγκο.
Και αυτά, με όλες τις βραχνές κραυγές του πλοιάρχου, από την παραθαλάσσια αγορά, του μούτσου από την πρύμνη και του σκύλου από την πρώρα, οι οποίοι έκραζαν όλοι με μια φωνή:
«Στο γιαλό, κανάγια, στο γιαλό!».
Από το ένα μέρος των Πλακών βρισκόταν η Σπηλιά, εσοχή του βράχου προς την ξηρά, πάνω από τον οποίο κρέμονταν σαν εναέρια τα σπιτάκια της φτωχολογιάς, αραδιασμένα, εύρυθμα μέσα στην αταξία τους, πάλλευκα από τα άφθονα ασβεστώματα.
Από το άλλο μέρος εκτείνεται το Κοχύλι, άλλος πλατύς λαιμός που προέχει στο πέλαγος, επάνω στον οποίο φαινόταν μικρός ανεμόμυλος με ένα μισοφαγωμένο πανί, με δύο γερές πτέρυγες και με μία μισοσπασμένη, χτυπούμενες ραγδαία από τον άνεμο και από κει από το βράχο προς δυσμάς, βρίσκονταν τα Μνημούρια της πολίχνης, όπου κοιμόνταν τον χρόνιο ύπνο όσοι είχαν ζήσει κάποτε…
***
Ανάμεσα στις Πλάκες και στη Σπηλιά, προς ανατολάς, βρισκόταν ο αρσανάς των Μαθιναίων, παλιό κτίριο, τρίπατο, όμοιο με τους μοναστηριακούς αρσανάδες του Αγίου Όρους.
Για να κατεβεί κανείς από το βράχο και να φθάσει στην άμμο της ακρογιαλιάς, δεν είχε ανάγκη να τρεμουλιάσουν τα γόνατά του, το οποίο θα συνέβαινε αν κατέβαινε από το κρημνώδες και στενό μονοπάτι, αόρατο στο βλέμμα και πολύ στενό.
Τα τρία πατώματα του αρσανά, ενώνονταν το ένα με το άλλο, από τρεις καραβίσες σκάλες.
Η πρώτη άρχιζε από τη σκεπή, μέσω του φεγγίτη και κατέβαινε στο επάνω πάτωμα, η δεύτερη έφθανε στο μεσαίο πάτωμα και η τρίτη στο ισόγειο, το γυμνό έδαφος της γης.
Στο πάνω πάτωμα, ροκάνιζαν και πριόνιζαν ξύλα, στο δεύτερο πελεκούσαν στραβόξυλα και στο ισόγειο σκάρωναν βάρκες.
Έξω από τον αρσανά, στην άμμο, στενή όσο για να σύρει κάποιος ψαράδικη τράτα και να την διπλαρώσει κατά μήκος του βράχου, ήταν σκαρωμένα, πότε δύο βάρκες, πότε μικρό τρεχαντήρι, πότε κότερο.
Κάθε εμποροπλοίαρχος από το Τρίκερι και από τον Κισσό, από την Ζαγορά και από τον Λαύκο, κάποτε από το Λιτόχωρο και από τα χωριά της Κασσάνδρας, που κατέπλεε στο νησί το χειμώνα, έδινε παραγγελία στους Μαθιναίους να του ναυπηγήσουν βάρκα ή τσερνίκι, μαούνα ή κότερο, βρατσέρα ή τράτα, άφηνε πέντε λίρες για καπάρο, απέπλεε ήσυχος, επανερχόταν το καλοκαίρι και εύρισκε την παραγγελία του τελειωμένη.
Αλλά ο γέρο-Μαθινός, με τους γιους του, που είχαν από γενεών φήμη καλών ναυπηγών, είχαν να παλέψουν προς τη Νοτιά, η οποία έπιανε όχι μέτρια στην ακρογιαλιά εκείνη.
Μέσα το ισόγειο του αρσανά, δε χωρούσε προς ναυπήγηση μεγαλύτερο πλοίο, έξω, τα μολυβδόχρωμα, μονότονα και μελαγχολικά κύματα της Νοτιάς απειλούσαν να αρπάξουν πρόωρα τη βρατσέρα ή το τσέρκι, τη μαούνα ή το κότερο, τα οποία ο γέρο-Μαθινός είχε σκαρωμένα στην αμμουδιά.
Το σκαρωμένο σκάφος συνέδεε έτσι πρόωρη γνωριμία με το κύμα, γευόταν το δριμύ της άλμης, κυματοποτιζόταν και θαλασσοδερνόταν και ο γέρο-Μαθινός, που ήξερε καλά την τέχνη του, είχε τους πάλους μπηγμένους βαθιά κάτω στη γη, κάτω από το επίστρωμα της πυκνής και πατημένης λεπτής άμμου και η Νοτιά, με όλη την ύπουλη μανία και το φούσκωμά της, δεν ήταν ικανή να του αρπάξει το σκαρί του, το έργο των χειρών του, από τις αγκάλες του.
Ο αρσανάς ήταν κτισμένος σύρριζα στο βράχο από τρεις ή τέσσερις γενιές και κατ’ εκείνο το χρόνο, η λωρίδα της άμμου θα ήταν πολύ πλατύτερη, αλλά η θάλασσα είχε φάει εντωμεταξύ μέρος του βράχου και η λωρίδα είχε καταστεί πάρα πολύ στενή.
***
Σύρριζα στο βράχο, από πάνω από τον αρσανά του γέρο-Μαθινού, ήταν κτισμένο και το σπιτάκι της γριάς Σκεύως της Γιαλινίτσας.
Το πρωί εκείνο άμα ξύπνησε, στάθηκε κι έκαμε το σταυρό της εμπρός στην Παναγίτσα της, Παναγίτσα, ίση με το μέτωπο μικρής τριετούς κόρης, μικρή Παναγίτσα ασημωμένη - της την είχε φέρει ο μακαρίτης ο άνδρας της από τη Ρωσία, τον καιρό εκείνο, όταν οι ναύτες έκαναν ταξίδια στη Ρωσία και έφερναν καλούδια απ’ εκεί - και μπροστά στο μικρό εικόνισμα του Αγίου Νικολάου, με το στεφάνι, το Ευαγγέλιο και το επιγονάτιο ασημωμένα, εικόνισμα ίσο κατά το σχήμα με Τετραβάγγελο του κόρφου.
Όταν είχε ξεπέσει ο μακαρίτης ο άνδρας της και από σκούνα που είχε πριν, απέκτησε μία βάρκα, για να ψαρεύει και να κουβαλά ξύλα από το Καλαμάκι και από την Κεχρεά, δύο μακρινούς γιαλούς του τόπου, είχε το εικονισμάτιο τούτο πάντοτε μαζί του στη βάρκα και διατηρούσε το καντηλάκι αναμμένο εμπρός στο εικόνισμα, μέσα στο μικρό καμαρίνι, πίσω στην πρύμνη της βάρκας.
Τρεις βάρκες είχε αλλάξει σε οκτώ χρόνια, ο αδιαφόρετος, ο καπετάν Γιαλής.
Τρεις φορές, ο λιγοζώητος, –ν’ αγιάσουν τα κόκκαλά του –είχε βουλιάξει, τη μία φορά στο πέλαγος, τις άλλες δύο έπεσε έξω στη στεριά.
Τρεις φορές το εικόνισμα, ενώ ήταν πίσω στο καμαρίνι, με το καντηλάκι αναμμένο εμπρός, βρέθηκε, ενώ αυτός έπλεε κολυμπώντας να γλυτώσει, στον κόρφο του καπετάν Γιαλή, σαν να του έλεγε:
«Σε σώζω ως Άγιος, σώσε με ως κειμήλιον».
Και τότε ο μακαρίτης, αισθάνθηκε ασυνήθιστη ελαφρότητα στο κολύμπημα κι έπλευσε επάνω στα κύματα και νίκησε τη μανία τους και γλύτωσε.
Κατ’ άλλη δε εκδοχή, η παράδοση είχε ως εξής:
Τις δύο πρώτες φορές, ο καπετάν Γιαλής, πριν πέσει στο κύμα, συλλογίσθηκε κι έβαλε το εικόνισμα στον κόρφο του, το οποίο και τον συνιστά μεγάλως στην εκτίμηση των μελλουσών γενεών, την τρίτη φορά, ξέχασε ως άνθρωπος και κοίταξε να σωθεί, αφήνοντας το εικόνισμα στην τύχη του, αλλά τότε το εικόνισμα βρέθηκε μοναχό του ως εκ θαύματος, στον κόρφο του ναυαγού, σαν να του έλεγε:
«Πού με αφήνεις;»
Αυτές και άλλες αναμνήσεις ήλθαν τη στιγμή εκείνη στο μυαλό της γριά-Σκεύως, ενώ έκανε το σταυρό της εμπρός στα εικονίσματα.
Έπειτα γύρισε προς το μικρό παραθυράκι της, που έβλεπε στη θάλασσα κι έριξε βλέμμα στο πέλαγος και βλέπει - διότι αν και γριά είχε ευτυχώς ακμαία την όραση -αντίκρυ, ανάμεσα στα δύο νησιά τα καλούμενα Μικρός Τσουγκριάς και Μεγάλος Τσουγκριάς – ω, τι να δει; ένα καράβι αραγμένο.
Το πράγμα την εξέπληξε. Ήταν δε ασυνήθιστο. Συνήθεια δεν ήταν να αράζουν στο μέρος εκείνο, σε απόσταση δύο και τριών μιλίων από την πόλη, τα καράβια όσα κατέπλεαν στο λιμάνι. Ούτε ήταν καν λιμάνι εκεί. Ήταν σχετικώς υπήνεμο το μέρος, αλλά ήταν έξω σχεδόν από το στόμιο του λιμανιού και ανάμεσα σε δύο ερημονήσια.
Δεν ήταν μόνο έκπληξη το αίσθημα το οποίο δοκίμασε η γριά Σκεύω, αλλά και ταραχή καρδιάς.
Τη νύκτα εκείνη ακριβώς και την προηγούμενη ημέρα, καθώς και όλες τις νύκτες και τις ημέρες, συλλογιζόταν το γιο της, το μοναχογιό της, το Σταύρο της, ο οποίος της είχε μείνει, αυτός και μία πανδρεμένη κόρη άκληρη, στήριγμα των γηρατειών της.
Είκοσι ετών, άγαμος, ήταν λοστρόμος με ένα ντόπιο καράβι. Το καράβι είχε καταπλεύσει από τον Ποταμό και είχε κατεβεί στην Πόλη. Το είχε μάθει προ μηνός όταν έλαβε γράμμα.
Το καράβι ήταν να κατεβεί στην Άσπρη Θάλασσα, αλλά ο γιος της δεν ήξερε να της γράψει, αν ο πλοίαρχος είχε σκοπό να περάσουν από την πατρίδα ή όχι. Έλπιζε όμως ότι θα περνούσαν. Κατόπιν αφού έλαβε το γράμμα και πέρασαν δύο εβδομάδες, άρχισε έξαφνα να ακούεται χολέρα στα μέρη της Αραπιάς και στο Μισίρι, χολέρα και στην Ανατολή και στη Σμύρνη και αλλού…
Είπαν πως πήγε η χολέρα και στην Πόλη.
Ο Θεός να φυλάξει όλους τους χριστιανούς και δεύτερον το παιδάκι της εκεί που είναι, καλή του ώρα…
Δυστυχισμένη χρονιά εκείνη… Σ΄ αυτά τα τελευταία χρόνια είχε αρχίσει να εφαρμόζεται το «Κάθε πέρσι καλύτερα». Η φτώχεια ήταν μεγάλη, η γρίνια ακόμη μεγαλύτερη. Το δε χειρότερο ήταν η ασθένεια…
- Ο Θεός να φυλάγει και πάλι όλον τον κόσμο και δεύτερον εμάς, τους αμαρτωλούς. – Μεγάλα δεινά, αφορία, πείνα, αρρώστια, όλα μαζί ακούονταν. Και ο φόβος τα έκανε μεγαλύτερα.
Η δε αμαρτία έκανε μεγαλύτερο το φόβο.
Καλή μετάνοια! χριστιανοί. Καλή φώτιση και καλά υστερνά.
Έτσι κήρυττε και έτσι λάβαινε το θάρρος να συμβουλεύει τις νεότερες η γριά Σκεύω.
Αλλά εκείνες, οι περισσότερες απ΄αυτές, οι ανοητότερες, την περιγελούσαν.
Και τα παιδιά ακόμη, οι κ λ ή ρ ε ς αυτού του καιρού, η νέα πλάση, την μυκτήριζαν και της φώναζαν:
«Σκεύω Σαβουρόκοφα! Σκεύω Σαβουρόκοφα!»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Σ α β ο υ ρ ό κ ο φ α, ήταν το παρατσούκλι, με το οποίο την είχε προικίσει η αδυσώπητη κακολογία της γειτονιάς. Επειδή ήταν κάπως κοντή και στρογγυλή στο σώμα, την παρομοίασαν με τα χονδρά κοφίνια, με τα οποία μεταφέρεται η σαβούρα στα αμπάρια των μόλις εκφορτωθέντων πλοίων.
Αλλά αυτή, όπως η καρίνα φέρει τα στραβόξυλα στον αρσανά του γέρο-Μαθινού, έφερε με υπομονή τις ιδιοτροπίες, τους χλευασμούς και τις κακολογίες όλων. Και δεν κουραζόταν να νουθετεί και να συμβουλεύει για το καλό. Πίστευε ότι ήταν καιρός πλέον να έλθει μετάνοια. Αρκετά δεινά είχαν έλθει στον κόσμο και περισσότερα ακόμη απειλούσαν να ενσκήψουν.
Η αρρώστια δεν ήταν το ελάχιστο απ΄ αυτά. Και η αρρώστια απειλεί ήδη από παντού να εισβάλει.
Η γειτόνισσα, η Λενιώ η Γαρμπίνα, μία γριά η οποία συνήθιζε συχνά να βλέπει οπτασίες, είχε δει εφέτος πάλι μία φοβερή, ολοφάνερα, με τα μάτια της.
Τρεις γυναίκες με τα μαύρα είχαν παρουσιαστεί, μέρα μεσημέρι, στο σταυροδρόμι, κοντά στο σπίτι της.
Η πρώτη απ΄αυτές ήταν μαύρη, κατάμαυρη στο πρόσωπο, η δεύτερη ήταν κίτρινη φλωρί, η τρίτη ήταν κόκκινη κρεμέζι.
Κανείς δεν τις γνώριζε, αν και λίγοι τις είδαν και ήταν προφανές ότι ήταν οπτασία, όραμα υπερφυσικό.
Τις είχε δει αυτή η Λενιώ η Γαρμπίνα, η γειτόνισσά της, η Ζαχαρού η φουρνάρισσα και μία επτά ετών κορασίδα, η Δεσποινιώ, η θυγατέρα της Πεπερούς.
Ήταν φανερό ότι η πρώτη των τριών εξωτικών γυναικών, η μαύρη, ήταν η Πανούκλα, η δεύτερη, η κίτρινη, ήταν βεβαίως η Χολέρα, και η άλλη, η κόκκινη, ήταν χωρίς άλλο η οστρακιά.
Είχαν έλθει στο χωριό μυστηριωδώς, ίσως για να δώσουν είδηση ότι δεν είναι μακριά.
Ίσως να ήταν και για καλό, σχολίαζε η γριά Σκεύω, για να πάρουν είδηση οι χριστιανοί και να σπεύσουν να μετανοήσουν.
Αλλά και η Ολυμπιάς, η καλόγρια, η εκκλησιάρχισσα του ναού της Παναγίας, έβλεπε διάφορες οπτασίες στον ύπνο της και συμβούλευε όλες τις γυναίκες να μετανοήσουν.
***
Γεμάτη από τις σκέψεις αυτές, έβλεπε η γριά Σκεύω το καράβι το αραγμένο μακριά εκεί, ανάμεσα στα δύο νησιά και απορούσε που βρέθηκε εκεί.
Της φαινόταν σαν συνέχεια της οπτασίας, την οποία είχε δει η Λενιώ η Γαρμπίνα.
«Ίσως από το καράβι αυτό, συλλογίστηκε σαν σε όνειρο η γριά-Σκεύω, να ξεμπαρκάρισαν οι τρεις γυναίκες που είδε προχτές η γειτόνισσα, το Λενιώ».
Ύστερα, σαν να ξύπνησε απότομα, αμέσως πάλι συλλογίστηκε ότι, οι τρεις εκείνες γυναίκες, αφού ήσαν έξω απ’ εδώ, δεν είχαν ανάγκη κανενός καραβιού, από το οποίο να ξεμπαρκάρουν.
Και επειδή άκουσε εκείνη τη στιγμή τον εύθυμο κρότο της σκεπάρνης του ναυπηγού, κάτω στο γιαλό, συλλογίστηκε να ρωτήσει το γέρο-Μαθινό να μάθει και σκύβοντας έξω από το παράθυρο φώναξε:
- Γείτονα, μάστρο-Δημήτρη!
Απότομη διακοπή του κρότου της σκεπάρνης, της έδωκε είδηση, ότι ο ναυπηγός άκουσε τη φωνή της.
Πράγματι, ο γέρο-Μαθινός, ο οποίος φαινόταν αντίκρυ στα πρόθυρα του αρσανά, σκυφτός επί της άμμου και πελεκώντας, είχε σηκωθεί και βάζοντας το χέρι γύρω στα φρύδια, έβλεπε πάνω στο βράχο.
- Γείτονα, μαστρο-Δημήτρη, επανέλαβε η Σκεύω, ποιο είν’ εκείνο το καράβι;
Ο γέρο-Μαθινός, ο οποίος δεν είχε δει το καράβι, ίσως γιατί δεν έβλεπε αρκετά μακριά και τη στιγμή εκείνη τον θάμπωνε ο ανατέλλων ήλιος, ίσως και γιατί η άκρη του λαιμού των Πλακών, λοξεύοντας λίγο προς τα νοτιανατολικά, έκρυβε από τα μάτια του το πλοίο, απάντησε σαν ηχώ.
- Καράβι!...
Η γριά Σκεύω επανέλαβε.
-Το καράβι, που είναι αντίκρυ, ανάμεσα στα δυο νησιά.
- Δεν ξέρω κανένα καράβι, απάντησε με μουρμουρισμό ο γέρο-Μαθινός.
Η θεια-Σκεύω δεν άκουσε τι είχε πει κι εξακολούθησε να φωνάζει.
- Το καράβι, μαστρο-Δημήτρη, εκεί αντίκρυ είν’ αραμένο.
Πότε ήρθε; Και γιατί ν’ αράξει εκεί;
Ο γέρο-Μαθινός επανέλαβε.
-Εδώ δεν έχει καράβια, έχει βάρκες. Εννοώντας βεβαίως εκείνες τις οποίες ναυπηγούσε αυτός.
Η Σκεύω κατάλαβε ότι ο γέρο-ναυπηγός δεν είχε δει το προσορμισμένο ανοικτά προς το πέλαγος πλοίο, αλλά παρολαυτά έκαμε τελευταία απόπειρα.
-Δεν είναι κανένα απ’ τα παιδιά μέσα στον ταρσανά, να ρωτήσω για το καράβι;
Αλλά ο γέρο-Μαθινός είχε σκύψει εκ νέου στο έργο του και άρχισε να πελεκά το στραβόξυλο.
Η Σκεύω έμεινε στο παράθυρο, εξακολουθώντας να κοιτάζει άπληστα προς το πέλαγος. Ετοιμαζόταν δε να αποσυρθεί και ωρίμαζε νοερά το σχέδιο της, με τι τρόπο να λάβει πληροφορίες.
Την ίδια στιγμή, ένας απ΄ τους γιους του γέρο-Μαθινού, που βρισκόταν μέσα στο κτίριο, βγήκε απ΄τον αρσανά και κοίταξε προς το σπιτάκι της γριάς Σκεύως.
- Γιώργο, παιδί μου, του φώναξε η γριά, είδες εκείνο το καράβι;
Ο νέος ανέβηκε σε ένα ύψωμα, έβαλε το χέρι του στο μέτωπο πάνω απ΄τα μάτια του και κοίταξε.
- Πρέπει να ήρθε απόψε κι άραξε, απάντησε, εψές το βράδυ δεν ήταν φτασμένο.
- Και γιατί ν’ αράξει εκεί; ρώτησε η Σκεύω.
- Είπαν πως θελά κάμουν τον Τσουγγριά λαζαρέτο, απάντησε ο Γιώργος.
- Τότε το καράβι είναι σπόρκο;
- Χωρίς άλλο είναι σπόρκο.
- Και το γνωρίζεις ποιο είναι;
- Δεν είναι δικό μας, απάντησε ο Γιώργος.
Και αφού είπε τούτο, κατέβηκε από το ύψωμα και επανήλθε στο ναυπηγείο του.
***
Στη γριά Σκεύω δεν αρκούσαν οι πληροφορίες αυτές και αποφάσισε αμέσως να κατεβεί στον Κάτω Μαχαλά, για να ρωτήσει και να μάθει τα τρέχοντα.
Είχε υποπτευθεί κατ’ αρχάς, ότι το πλοίο εκείνο ήταν αυτό το εντόπιο βρίκιο, μέσα στο οποίο βρισκόταν ως λοστρόμος ο γιος της.
Αλλά εάν ήταν πράγματι εκείνο, το οξύ βλέμμα του νεαρού ναυπηγού θα το ανεγνώριζε και ο γιος του γέρο-Μαθινού, δεν είχε προφανώς κανένα συμφέρον για να κρύψει την αλήθεια από τη γηραιά γειτόνισσά του.
Παρόλα αυτά η Σκεύω ήταν ανήσυχη και κάτι της έλεγε ότι θα λάβει γρήγορα ειδήσεις.
Η γριά ασχολήθηκε επί δύο ώρες σε οικιακά έργα, έπειτα σηκώθηκε, βγήκε, κλείδωσε την πόρτα της και κίνησε να πάει στην κάτω συνοικία της πόλης. Αλλά δεν είχε προχωρήσει λίγα βήματα και σχεδόν δεν είχε πλέον ανάγκη να πάει μακρύτερα.
Στη μέση του δρόμου, διακόσια βήματα από το μικρό σπιτάκι της, ήταν το σταυροδρόμι και σιμά στο σταυροδρόμι ήταν ο φούρνος της Ζαχαρούς.
Και στο φούρνο, ο οποίος άναβε δύο και τρεις φορές την ημέρα, συγκεντρώνονταν όλες οι γυναίκες της γειτονιάς, νιόπαντρες, χήρες και γριές και ανακοίνωναν μεταξύ τους τα νέα της ημέρας και ρωτούσαν και μάθαιναν και διηγούνταν και αυγάτιζαν και απόσωναν.
Οι «αυγατίστρες» διέπρεπαν στην τέχνη του να αυγατίζουν και να μπολιάζουν το στημόνι στον αργαλειό, όταν το νήμα δεν έσωνε.
Οι «αποσώστρες» εξείχαν στο επάγγελμα του να αποσώνουν με συντονισμένη ραπτική και ποικιλτική, τα προικιά της νύφης, όταν επρόκειτο να γίνει ο γάμος και ο γαμβρός, αφού έκαμε τον κακιωμένο επί εβδομάδες, είχε δηλώσει αποτόμως ότι την απάνω Κυριακή ήθελε να στεφανωθεί.
Και τα δύο επαγγέλματα τούτα τα μεταφέρουν εύκολα στο φούρνο, ο οποίος ήταν περίπου, ότι το καφενείο για τους αργόσχολους άνδρες κι εκεί αβγάτιζαν όλες τις μικρές διαδόσεις και απόσωναν όλες τις ατελείς διηγήσεις.
Η δείνα μάλωσε με τον άνδρα της. Η δείνα πρόκειται να αρραβωνιασθεί με τον δείνα, αλλά τι ζήλεψε κι αυτός να πάρει από κείνη δα κ.λπ. Η δείνα, απασπάλωτη, δεν ξέρει να βολέψει το νοικοκυριό της. Αφήνει τα παιδιά της άνιφτα, κακομοιριασμένα, κ.λπ. Η άλλη ακόμη δεν χρόνισε ο άνδρας της κι ετοιμάζεται να ξαναπαντρευτεί.
Τέτοιες ιστορίες και άλλες πολύ σκανδαλωδέστερες μπορούσε να ακούσει κανείς καθημερινά, αν τύχαινε να περάσει από το σταυροδρόμι.
***
Η προπαρασκευή του φούρνου είχε πολλά στάδια.
Μετά το κόλλημα ή το με κλαδιά άναμμα, γινόταν το πάνισμα, έπειτα αργά-αργά ακολουθούσε το φούρνισμα, το φράξιμο, το ψήσιμο και τέλος το ξεφούρνισμα.
Η προετοιμασία των ψωμιών είχε, εκτός του ζυμώματος, το οποίο γινόταν στο σπίτι, άλλους τόσους σταθμούς εκτελουμένους από το φούρνο.
Ήταν το κουβάλημα από το σπίτι, κάποτε το ξεροζύμωμα, ακολούθως το πλάσιμο και κατόπιν το φούρνισμα.
Από το κόλλημα έως το πάνισμα του φούρνου και από το πλάσιμο έως το φούρνισμα των ψωμιών, τα εντωμεταξύ κενά διαστήματα με τι άλλο θα συμπληρώνονταν παρά με την κακολογία;
Την ημέρα εκείνη η ομήγυρη, καίτοι ως συνήθως ήταν πλήθουσα και θορυβώδης, ήταν κάπως σοβαρότερη.
Είχαν διαδοθεί προ δύο ή τριών ημερών τα περί οπτασιών θαυμάσια θρυλήματα. Έπειτα είχε ακουσθεί η χολέρα και οι γυναίκες είχαν μάθει και τα διηγούνταν, μόνο ότι τα χρωμάτιζαν επί το μυθολογικότερο, τα μέτρα τα οποία είχαν διατάξει οι κεντρικές αρχές και είχαν αρχίσει να εφαρμόζουν οι τοπικές, προς καταπολέμηση του απειλούντος φοβερού δεινού.
Το δημοτικό συμβούλιο – η δωδεκάδα, όπως έλεγαν οι γυναίκες – είχε ψηφίσει συνδρομή από το δημοτικό ταμείο για υγιεινά μέτρα και είχε συστήσει περισσότερη καθαριότητα στους κατοίκους.
Ο δήμαρχος την προηγούμενη μέρα, είχε κηρύξει «επιχόλερον» τη νήσο Μεγάλον Τσουγγριάν, στην οποία είχαν καταπλεύσει χθες δύο ή τρία τρεχαντήρια και βρατσέρες από επιχολέρια μέρη.
Τα πλοία αυτά, ήταν αραγμένα μέσα στο όρμο του Αγίου Φλώρου και για τούτο δεν φαινόντουσαν από την πολίχνη.
Σήμερα δε το πρωί –την νύκτα, προς τα ξημερώματα - είχε φθάσει μεγάλο πλοίο, καράβι, από την Κωνσταντινούπολη, όπου, ως φαίνεται, έκανε μεγάλη φθορά η χολέρα και είχε αράξει δίπλα στον Μεγάλο Τσουγγριά, προς το δυτικό μέρος, ανάμεσα στα δύο αδελφά νησάκια.
Το πλοίο τούτο, ήταν γεμάτο επιβάτες από Κωνσταντινούπολη, εκ των οποίων πολλοί ήταν χολεριώντες.
Κατά τον διάπλου είχαν πεθάνει δύο τρεις και το πλήρωμα αναγκάστηκε να ρίξει τους νεκρούς στη θάλασσα.
Αλλά ένας από τους πεθαμένους, πρόσθεταν επί το θαυμασιότερο οι γυναίκες, τη στιγμή που τον είχαν ρίξει στη θάλασσα, ζωντάνεψε και καταταράσθηκε τους ναύτες «από τη χολέρα να μη γλυτώσουν».
Τούτο δε, γιατί τους κακοφαίνεται τους νεκρούς να τους ρίχνουν στο κύμα.
Ο καλός Χριστιανός πρέπει να ταφεί στο χώμα και το χώμα να αγιασθεί με λάδι και με νερό.
Ο ιερέας πρέπει να του ειπεί: «Γη ει και εις γην απελεύσει» και να θέσει επί του προσκεφαλαίου κεραμίδι, επάνω στο οποίο έχει χαράξει το Σταυρό με το ΙΣ- ΧΣ, ΝΙ-ΚΑ, για να λιώσει το κορμί του και τα κόκκαλά του να περιμένουν την κοινή ανάσταση.
Τη στιγμή που είχαν απολύσει τον χολεριασμένο από τα χέρια τους, οι σύντροφοι του καραβιού, κατάλαβαν κάπως ότι ο νεκρός είχε ζωντανέψει, αλλά δεν ήταν πλέον καιρός να τον κρατήσουν. Καθώς ήταν με σιδερένιο βάρος κρεμασμένο από το λαιμό, μόλις άγγισε το κύμα και αμέσως πήγε στον πάτο. Άκουσαν την απαίσια κραυγή του και συγχρόνως έγινε άφαντος.
Ο άτυχος, είχε πεθάνει δύο θανάτους, τον ένα από την χολέρα, τον άλλον από την άθεσμο ταφή.
Αλλά να, ότι τώρα υπέκειντο και αυτοί στην κατάρα να γευθούν δύο φορές το θάνατο, κινδυνεύοντες να πεθάνουν πρόωρα από το φόβο, πριν πεθάνουν οριστικά από τη χολέρα.
Από όλα τούτα, η θεια-Σκεύω η Γιαλινίτσα έμαθε αρκετά, ώστε να πιστέψει, ότι το πλοίο το οποίο είχε δει αντίκρυ, ήταν ξενικό, ότι επομένως δεν ήταν εκείνο το οποίο αυτή περίμενε, ότι η χολέρα θέριζε πράγματι στην Πόλη και ότι ο γιος της, αν ήταν υγιής, ήταν πολύ πιθανό να φθάσει σήμερα ή αύριο με το καράβι το εντόπιο και ότι εξ ανάγκης θα έμενε επί ημέρες σε καραντίνα.
Αλλά όμως, επειδή δεν έτρεφε απόλυτη εμπιστοσύνη στις μέχρι τώρα πληροφορίες, αποφάσισε να πάει παρακάτω, για να μάθει περισσότερα.
Ενώ ετοιμαζόταν να φύγει, έξαφνα ακούεται οξεία και διαπεραστική γυναικεία φωνή, θόρυβος, κλάματα και λυγμοί, ερχόμενοι από ένα σπίτι, λίγο πιο πέρα απ΄το φούρνο.
Η Ζαχαρού η φουρνάρισσα, που είχε πιάσει τη στιγμή εκείνη το φουρνόξυλο για να πανίσει το φούρνο, το άφησε απότομα και έτρεξε να δει τι συνέβαινε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Η Λενιώ η Γαρμπίνα, η οποία έπλαθε τη στιγμή εκείνη πάνω στο σανίδι την πίττα της την αλειψή, την άφησε μισοπλασμένη και βγήκε έξω από το υπόστεγο προαύλιο του φούρνου, για να μάθει τα τρέχοντα.
Η Μαρία η Πεπερού, η οποία είχε μπει μόλις τώρα φέρνοντας τα ψωμιά της, ακολουθούμενη από την επταετή κόρη της, το Δεσποινιώ, που βαστούσε επίσης πιατέλα με ψωμί ανεβατό, απέθεσε απρόσεκτα τις πήλινες λεκάνες σε μια γωνία, με κίνδυνο να σπάσει τις λεκάνες, να σκορπίσει στο χώμα τα ψωμιά και το παράδειγμα τούτο έσπευσε να μιμηθεί η κόρη της, ρίχνοντας κάτω με γδούπο τη γαβάθα και όλες έτρεξαν έξω στο δρόμο, πρώτη η μάννα, κατόπιν η κόρη, αφήνοντας πίσω τη Ζαχαρού τη φουρνάρισσα, η οποία δεν απομακρύνθηκε από την πόρτα του προαυλίου και τη Λενιώ τη Γαρμπίνα, η οποία προχώρησε μόνο είκοσι βήματα από το φούρνο και όλες έβλεπαν άπληστα προς το μέρος που έρχονταν οι φωνές.
Η Βγενιώ η Αλαφίνα, η οποία ξεροζύμωνε την πίττα της πάνω στο σανίδι, την άφησε αξεροζύμωτη κι έφυγε τρέχοντας, υψηλή, αμαζονοειδής, λυσίκομος, προσπέρασε γρήγορα τη Μαρία την Πεπερού, ως και τη Δεσποινιώ, όπου εντωμεταξύ είχε προσπεράσει τη μητέρα της.
Οι τρεις έτρεχαν, προηγούμενες του στρατεύματος των γυναικών, που όλες απομακρύνθηκαν περισσότερο ή λιγότερο από το φούρνο, για να ανακαλύψουν το μέρος, που ακούσθηκε ο θόρυβος και να μάθουν τάχιστα τι συνέβαινε.
Ο Γιάννης ο Πούπουλας, που είχε ανοίξει προ μηνών στη γωνία, αντίκρυ από το φούρνο μικρό καπηλειό με μερικά είδη μπακαλικής και ετοιμαζόταν να το κλείσει λόγω έλλειψης πελατών, βγήκε απ΄το καπηλειό, με την ποδιά του άπλυτη εμπρός, με τα χέρια πίσω και σουλατσάριζε στο λιθόστρωτο.
Δεν του έκανε καρδιά να απομακρυνθεί περισσότερο από το μαγαζί του, αλλά τα μάτια του και τα αυτιά του ήταν προς το μέρος που έρχονταν οι κραυγές.
Εντωμεταξύ δύο μοσχομάγκες του δρόμου, ο Μιχάλης, ο γιος της Πεπερούς, δώδεκα ετών και ο Αλέξης, ο κληρονόμος της Βγενιώς της Αλαφίνας, δέκα ετών, μπήκαν σιγά-σιγά, ξυπόλυτοι στο καπηλειό και ο μεν Αλέξης φύλαγε καραούλι στην πόρτα, ο δε Μιχάλης πήρε τη μποτίλια της μαστίχας από το τεζάκι και άρχισε να πίνει ηδονικά σε μεγάλες δόσεις. Έπειτα έδωκε τη μποτίλια στον Αλέξη και αυτός, αντί να φυλάξει στην πόρτα καραούλι, με την αράδα, κατά τη συμφωνία, για το ασφαλέστερο, ετράπη σε φυγή, κτυπώντας μάλιστα τα πόδια θορυβωδώς στο λιθόστρωτο.
Αλλά ο θόρυβος αυτός, αρκούσε να ξυπνήσει το Γιάννη τον Πούπουλα και δεν θα ανακάλυπτε ποτέ την κλοπή, αν ο Αλέξης φοβηθείς απ΄τη φυγή του Μιχάλη και απ΄τον κρότο τον οποίο έκαμε αυτός, σαστισμένος, δεν έκανε νέο θόρυβο, βάζοντας με τρεμάμενα χέρια την μποτίλια πάνω στο τεζάκι, ώστε λίγο έλειψε να τη σπάσει.
Τότε ο Γιάννης ο Πούπουλας, έσπευσε να συλλάβει τον Αλέξη, τον λιγότερο ένοχο, όπως πολλές φορές συμβαίνει και αφού του τράβηξε τα αυτιά και του έδωκε δύο χαστούκια, τον έσπρωξε βίαια έξω από το καπηλειό.
Στο απέναντι του καπηλειού παράθυρο, είχε εμφανιστεί ωχρή μορφή γυναίκας. Ήταν η κυρά-Σωτήραινα, η ημίπληκτη, παθούσα προ μηνών από μερική παραλυσία και διατελούσε κλινήρης.
Είχε ακούσει και αυτή τις κραυγές και το θόρυβο και αφού ανασηκώθηκε με κόπο από το κρεβάτι της, σύρθηκε μέχρι το παράθυρο και ήθελε να μάθει τι συνέβαινε.
Απευθυνόταν στον κάπηλο και στις γυναίκες που βγήκαν από το φούρνο:
- Τι είναι; Τι τρέχει;
Αλλά οι γυναίκες δεν ήξεραν και αυτές να την πληροφορήσουν τίποτε.
- Τι είναι; επανέλαβε πάλι.
- Δεν ξέρω κι εγώ, είπε ο κάπηλος, ο οποίος συλλογιζόταν, ότι τα δύο παιδιά –διότι ο Αλέκος είχε μαρτυρήσει το Μιχάλη– θα του ήπιαν ως δεκαπέντε λεπτών μαστίχα.
Εντούτοις, ο θόρυβος αφού κόπασε προς στιγμήν, επανελήφθη πάλι και ακούγονταν λυγμοί και θρηνώδεις κραυγές εν μέσω των οποίων διεκρίνοντο οι λέξεις:
Ωχ! Αλλοίμονο, τι να γένω;
- Τι είναι; Τι τρέχει, δε μου λέτε; επανέλαβε ανυπομονούσα από το παράθυρο η ημίπληκτη.
Κανείς δεν μπορούσε να την πληροφορήσει.
- Δεν είναι κανένας χριστιανός να μου πει τι τρέχει; επανέλαβε σε νευρική έξαψη η κυρά-Σωτήραινα.
Εντούτοις η Βγενιώ, η σημαιοφόρος της γυναικείας εξόδου, προχώρησε και μπήκε στο σπίτι, από το οποίο ακούγονταν οι φωνές. Κατόπιν αυτής διολίσθησε από την μισάνοιχτη θύρα η μικρή Δεσποινιώ και τρίτη ανέβηκε η Πεπερού μέχρι την είσοδο της πόρτας.
Οι γυναίκες, που έμειναν πίσω, όχι μακριά από το φούρνο, περίμεναν ανυπόμονα, πότε θα βγει η Βγενιώ, για να μάθουν. Αλλά επειδή η Βγενιώ αργοπόρησε λίγα λεπτά της ώρας, ο παροξυσμός της περιέργειάς τους εξήφθη στο έπακρο.
Μία απ΄αυτές φώναζε την Πεπερού, το φουστάνι της οποίας φαινόταν έξω από την πόρτα του σπιτιού, ενώ η κεφαλή της είχε σκύψει εντός διά του ανοίγματος.
Αλλά η Πεπερού, όλη προσέχοντας, φαίνεται, στα συμβαίνοντα μέσα στο σπίτι, δεν είχε αυτιά για τις όπισθέν της ριπτόμενες ερωτήσεις.
Άλλη των γυναικών έτρεξε και ανέβηκε τέταρτη στην οικία, που ήταν ορατή από το πλάγι του προαυλίου του φούρνου, απέχουσα τετρακόσια περίπου βήματα. Αλλά η Πεπερού, ζώντας φραγμός εγειρόμενος στο άνοιγμα της θύρας, δεν επέτρεπε σ΄αυτή να προχωρήσει.
- Τι είναι; ρωτούσε η γυναίκα.
Η Πεπερού έκαμε σ΄ αυτή νεύμα: «Σώπα».
Η γυναίκα έκανε υπομονή και περίμενε επί λίγα λεπτά.
Οι κραυγές είχαν πάψει εντωμεταξύ. Χαμηλές φωνές και ψιθυρισμοί ακούγονταν. Η Βγενιώ νουθετούσε, ως φαίνεται, τους ενοίκους του σπιτιού.
Εντωμεταξύ, πέμπτη γυναίκα είχε φθάσει κάτω από τη σκάλα. Αυτή ήταν η γριά Σκεύω, η γνώριμός μας, η οποία αν και δεν κυριευόταν τόσο από το δαιμόνιο της περιέργειας, όσο οι νεώτερες εκ του φύλου της, σκέφθηκε ίσως ότι στο σπίτι εκείνο θα είχαν ανάγκη παρηγοριάς και συμβουλής και έτρεξε με τα γηρατειά της να φθάσει.
Η τέταρτη γυναίκα, που ανέβηκε κατόπιν της Μαρίας της Πεπερούς, έμεινε υπομονητική, ελπίζοντας ότι εκείνη θα αποφάσιζε τέλος, αφού θα απέκαμνε ακροαζόμενη, να λύσει τη σιωπή, για να πληροφορήσει και σ΄αυτήν τα τρέχοντα. Αλλά αίφνης η Πεπερού, έσπρωξε με τον αγκώνα αυτή που στεκόταν πίσω της και κατέβηκε γρήγορα τη σκάλα, κινδυνεύοντας να ανατρέψει στο δρόμο της και τη γριά Σκεύω, η οποία πατούσε το ένα πόδι στο κάτω σκαλοπάτι.
Η Σκεύω παραμέρισε φοβισμένη και η άλλη γυναίκα κατέβηκε τρέχοντας πίσω από την Πεπερού.
Και οι δύο είχαν υποπτευτεί ότι κάποιος απειλητικός κίνδυνος είχε αποδιώξει την Πεπερού από την πόρτα του σπιτιού.
Αλλά τίποτε τέτοιο δεν υπήρχε. Η Πεπερού, κάνοντας οικονομία στα λόγια της, αντί να διηγηθεί το πράγμα σε μία των γυναικών, έτρεχε απλώς για να διηγηθεί την ιστορία σε όλες συνάμα.
Δεν ήταν τίποτε σοβαρό το πράγμα, αν και φαινόταν κάπως έκτακτο.
Η Γαρουφαλιά, η σύζυγος του Γιάννη του Μπρίκου, πορθμέως, που αλίευε με την βαρκούλα του στα πέριξ του λιμανιού, έκλαιε και δεν ήθελε να παρηγορηθεί.
Της είχαν πει ότι ο άνδρας της, ο οποίος έλειπε από δύο ημέρες με τη βάρκα, είχε «σπορκαρισθεί».
Ο δήμαρχος είχε κηρύξει χθες επιχόλερον τη νήσο Τσουγγριά.
Ο Γιάννης ο Μπρίκος, που έλειπε από προχθές, δεν το ήξερε και είχε προσεγγίσει στην Τσουγκριά, είχε αποβιβασθεί μάλιστα επάνω στο μικρό νησί.
Βλέποντας τα τρεχαντήρια, τα οποία είχαν φθάσει την προηγούμενη και μη γνωρίζοντας ότι ήταν υπό κάθαρση ή ίσως ελπίζοντας να μην τον δουν, πλησίασε για να τους πουλήσει ακριβά τους ροφούς, τις συναγρίδες και τους αστακούς, όσους είχε ψαρέψει.
Άλλοι όμως τον είδαν και τον κατήγγειλαν στον υγειονόμο και ο υγειονόμος τον έβαλε καραντίνα άλλες τόσες ημέρες, όσες θα τελούσαν και τα πλοία, τα οποία είχαν φθάσει από επιχολέρια μέρη.
Και για τούτο η Γαρουφαλιά, η γυναίκα του, έκλαιε και παρηγοριά δεν είχε. Και το πράγμα έκαμε τις γυναίκες να γελάσουν.
Η Βγενιώ η Αλαφίνα, έφτασε ακολουθούμενη από τη Δεσποινιώ, που προσπαθούσε να φθάσει με πηδήματα τα μεγάλα βήματα της εύσωμης αμαζόνας. Η Βγενιώ επικύρωσε με λίγες λέξεις τα λεχθέντα από την Πεπερού, προσθέτοντας ότι η γριά-Σκεύω η Σαβουρόκοφα, ανέβηκε πρόσφατα στης Γαρουφαλιάς και άρχισε να την παρηγορεί, λέγοντάς της ότι και ο γιος αυτής περιμένεται να φθάσει και θα μείνει επί ημέρες στην καραντίνα και ότι θα είναι μαζί στην καραντίνα ο Γιάννης, ο άνδρας της Γαρουφαλιάς και ο Σταύρος ο γιος αυτής, της Σαβουρόκοφας!
Νέοι καγχασμοί των γυναικών υποδέχτηκαν τη διήγηση της Βγενιώς.
Ακολούθως η Ζαχαρού επανήλθε στην πάνα της, γιατί ήταν φόβος να ξινίσουν τα ψωμιά και άρχισε να πανίζει το φούρνο.
***
Κάτω στην παραθαλάσσια αγορά, στο γιαλό, βρισκόταν το σπίτι της γριάς Γερακίνας, χήρας και χαροκαμένης. Ήταν οικία και ήταν μαγαζί. Κτίριο μακρό, στενό, ισόγειο, με πόρτα από πάνω προς τον παράλληλο της αγοράς λιθόστρωτο δρόμο, πόρτα από κάτω προς την παραθαλάσσια λωρίδα, που χρησίμευε ως κέντρο της πολίχνης και ως αγορά.
Η πόρτα είχε κιοπένι, κατά τον παλαιό τρόπο, με το ένα θυρόφυλλο κομμένο σε δύο μέρη.
Το άνω θυρόφυλλο έκλεινε με μάνδαλο προς το ανώφλι, το κάτω θυρόφυλλο έκλεινε με σύρτη προσαρμοζόμενου από το άλλο θυρόφυλλο, το ακέραιο και παντοτινά κλειστό με τους σκουριασμένους στροφείς του.
Δίπλα στην πόρτα, ήταν μικρό στενό παράθυρο και δίπλα στο παράθυρο ανερχόταν το κλήμα προς την οροφή, σχηματίζοντας μεγάλη κρεβατιά από την οποία κρέμονταν το φθινόπωρο μαύρα αετονύχια, μεγάλα όψιμα σταφύλια, που ωρίμαζαν τον Οκτώβριο, οσάκις οι νυκτερινοί διαβάτες και οι μοσχομάγκες του δρόμου τους έδιναν καιρό να ωριμάσουν.
Έπειτα ο ήλιος, κιτρίνιζε βαθμηδόν τα φυλλώματα της κληματαριάς, η υγρασία τα σάπιζε και ο άνεμος τα αποσπούσε από το κλήμα και τα έστρωνε στη γη ή τα σκόρπιζε στην άμμο προς τη θάλασσα. Έπειτα οι κλάδοι έμεναν έρημοι, απλωμένοι μαύροι πάνω στις βέργες και τα καλάμια της κρεβατιάς και ο χειμώνας τους στόλιζε με αγνά κοσμήματα του άσπιλου χιονιού και ο ξηρός βοριάς σκλήρυνε και στίλβωνε το χιόνι σε δακτυλιοειδείς κρυστάλλους, κρεμασμένους κάτω, σαν δώρα ουράνιας δρόσου συμπυκνωμένης, δείχνοντας τη γη, από την ποιότητα της οποίας θα προέλθει ευφορία και βλάστηση και κάθε αγαθοσύνη.
Έξω στην υπήνεμη μεσημβρινή αγορά, καθ’ όλο το χειμώνα, στα καφενεία και τα καπηλειά, καθ’ όλο το θέρος, κάτω από αυτοσχέδιες τέντες μπροστά στα μαγαζιά, οι άνδρες καθήμενοι χαρτόπαιζαν ή συζητούσαν ή κακολογούσαν, συνήθως μεν τον εκάστοτε δήμαρχο, κατά προτίμηση δε τους διδασκάλους και τους ιερείς.
Μέσα στο ισόγειο, επί του εδάφους της γης, η θεια-Γερακίνα ύφαινε στον αργαλειό της ή έγνεθε με τη ρόκα της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Κάτω στην ακρογιαλιά, τα κύματα κτυπούσαν τους βράχους και έπαιζαν στην άμμο, ερχόμενα, φεύγοντα, ροφώμενα, αέναα και ακούραστα.
Επάνω στο ισόγειο πτωχικό οίκημα, ηρεμία και ευάρεστη θερμότητα βασίλευε στο πρόσωπο της σεβάσμιας οικοδέσποινας, με την αργυρή κόμη και με τη μαύρη μαντήλα που καλύπτει την κεφαλή, τον τράχηλο και τους ώμους της και στα πρόσωπα των συγγενών της γυναικών, όσες διασκορπισμένες στα άκρα της πολίχνης, έρχονταν καθημερινά να την επισκέπτονται, εκτοπισμένη πλησίον της αγοράς, εν μέσω των μαγαζιών και των δημοσίων γραφείων.
Εμπρός στην πρόσοψη του σπιτιού, δίπλα στην κληματαριά, από το ένα μέρος ήταν το υποτελωνείο, από το άλλο μέρος το υγειονομείο.
Πίσω, προς τον επάνω δρόμο, από την άλλη πόρτα, ερχόταν ο εσμός των γυναικών με τη φαιδρή λαλιά τους, περιβομβώντας σαν κυψέλη το σπίτι της γριάς Γερακίνας, το ισόγειο, το μακριό και στενό, την με δύο εισόδους και εξόδους.
Όσο σεβάσμια γυναίκα και αν ήταν η γριά Γερακίνα, με την διαρκή προσέγγιση προς τα αρχεία και προς τα μαγαζιά, μετέλαβε λίγο του ανδρικού ήθους, ήταν γνωστή σε όλους τους ανθρώπους της αγοράς, στους υγειονομοφύλακες και στους τελωνοφύλακες και ήταν η μόνη γυναίκα, που μπορούσε να εμφανίζεται ατιμωρητί εκεί που σύχναζαν οι άνδρες, διασχίζοντας κατά πλάτος την αγορά και κατεβαίνοντας στην άμμο του γιαλού για πρόχειρο πλύσιμο ή άλλη οικιακή υπηρεσία.
Και στο σπίτι της, έρχονταν όλες οι συγγενείς της και οι μη συγγενείς της, που ήθελαν να πληροφορηθούν κάτι που τις αφορούσε αυτές ή το δημόσιο, ενδιαφέρον ή απλώς περιέργεια ή να μάθουν περί των απόντων συζύγων και των γιων τους, όσοι δεν θυμούνταν συχνά να στείλουν γράμματα.
Και η Σκεύω, που ήταν και αυτή μακρινή συγγενής της θεια-Γερακίνας –διότι οι γενιές της δεν είχαν μετρημό, τόσες πολλές ήταν –αφού παρηγόρησε τη Γαρουφαλιά, την ανήσυχη για την τύχη του ανδρός της, που είχε τεθεί απροσδόκητα υπό κάθαρση, διέτρεξε το μήκος της πολίχνης και από λιθόστρωτο σε λιθόστρωτο, από κατήφορο σε κατήφορο, από στενούρα σε στενούρα, έφθασε στο σπίτι της Γερακίνας.
Κάτω στην αγορά, μεγάλη και έκτακτη κίνηση επικρατούσε από το πρωί την ημέρα εκείνη.
Στην αποβάθρα του τελωνείου, πολλά πλοιάρια δεμένα, με ένα ναύτη πάνω σ΄αυτά, με τα πηδάλια στη θέση τους, φαίνονταν έτοιμα προς απόπλουν.
Επί της αποβάθρας φαίνονταν σωροί ξυλείας, δοκών και σανίδων, οι οποίες δεν μετακινήθηκαν από το πρωί από κει, όπως θα συνέβαινε αν ήταν προορισμένες προς μεταφορά εντός της πόλεως, αλλά φαινόταν σαν να ήταν για μπαρκάρισμα και τούτο, ενώ δεν είχαν κουβαληθεί από την ξηρά, το δε νησί καίτοι δασώδες, δεν παρήγε βεβαίως οικοδομήσιμη ξυλεία.
Τέσσερις ή πέντε ηλιοκαείς άνδρες κάθονταν στο κεφαλόσκαλο, απέναντι των αρχείων, περιμένοντας πότε να ευαρεστηθεί να έλθει ο υγειονόμος και ο υποτελώνης.
Ήταν στιβαροί, λάσιοι, με γυμνά τα στήθη, με μαύρες τις κνήμες και ανασηκωμένα πανταλόνια.
Ήταν πορθμείς. Συνομιλούσαν ζωηρά, περισσότερο με τις χειρονομίες παρά με τις λέξεις, ρίχνοντας διάφορους υπαινιγμούς και δεν φαίνονταν να τρέφουν μεγάλη μεταξύ τους εμπιστοσύνη.
Δύο ή τρεις άλλοι, βραχύσωμοι, κυρτοί, με ογκώδη κορμό, δεν έπαυαν να φέρουν γύρο περί τους σωρούς της ξυλείας.
Απέναντί τους καθισμένος άλλος ομότεχνός τους, τους έριχνε περιπαικτικούς αστεϊσμούς και χαμογελούσε πονηρά, ξαπλωμένος σε μια μπαγκέτα, έξω από το καφενείο.
Μέσα στο καφενείο, κατά ομάδες ανά δύο ή τρεις καθισμένοι γύρω από τα τραπέζια, οι πελάτες συνομιλούν ήσυχα.
Έσκυβαν προς τα αυτιά ο ένας του άλλου και δεν εμπιστεύονταν στους παραπλεύρως καθήμενους.
Ο καφετζής, γηραιός πρώην ναυτικός, με την ποδιά λευκή, καθαρή, με το βρακί κοντό επί του γόνατος, μάταια περιερχόταν από παρέα σε παρέα.
Δεν μπορούσε να κλέψει λέξη.
-Το ελάχιστο να πίνανε και καφέδες, έλεγε, θα βρισκόμουνα σε δουλειά, μα αυτοί τίποτε δεν πίνουνε, κρυφά μιλούνε κι εμένα τίποτε δε μου λένε.
***
Δίπλα στο καφενείο, στο υποδηματοποιείο του Γερασίμου Δ. Γερασίμου, εκεί ήταν η μεγάλη συζήτηση.
Το μικρό εκείνο μαγαζί, υπήρξε από εικοσαετίας το κυριότερο πολιτικό κέντρο του τόπου, το κέντρο της βαρύτητας.
Κάθε υποψήφιος δήμαρχος, καθήκον του νόμιζε να έχει μαζί του τον Γεράσιμο Δ. Γερασίμου.
Θέση δημοτικού συμβούλου –και ιδιαιτέρου συμβούλου – ήταν το μικρότερο αξίωμα το οποίο μπορούσε να του υποσχεθεί.
Ο Γεράσιμος δεχόταν το δώρο, υπεστήριζε το νέο υποψήφιο, περιμένοντος εντωμεταξύ να έλθει κατάλληλη ευκαιρία για να τον υποσκελίσει στις επόμενες εκλογές, έπειτα ευθύς μετά την εγκαθίδρυσή του, τον εγκατέλειπε, έχριε νέο υποψήφιο, καθιστούσε το μαγαζί του το κέντρο της αντιπολιτεύσεως και της ραδιουργίας κατά του νέου δημάρχου και ο νέος υποψήφιος τον έπαιρνε μαζί του πάλι με διπλάσια από τον παλαιό θερμότητα.
Εντωμεταξύ, εμπορικώς δεν έβγαινε ζημιωμένος από τις επιχειρήσεις αυτές και από το υποδηματοποιείο, μετά από βαθμιαίες εξελίξεις και μεταμορφώσεις, το εργαστήριό του μετεβλήθη σε καπηλειό, έπειτα σε εμπορικό, τελευταία σε λέσχη.
Την ημέρα εκείνη, ο Γεράσιμος Δ. Γερασίμου είχε σπουδαία συζήτηση με τον Ανθέμιο Δουκαΐδη, πρώην εμποροράφτη και νυν δικολάβο.
Αμφότεροι ήσαν απύλωτα στόματα.
Εδύναντο να φωνάζουν συγχρόνως και οι δύο επί ώρες, χωρίς να απαντούν στα επιχειρήματα του άλλου, ακολουθούντες μόνο τη σειρά των δικών τους συλλογισμών. Ήταν μονόλογος εν διπλώ μάλλον, παρά διάλογος. Αποτείνονταν με χειρονομίες και επαφές των βραχιόνων και των ώμων, προς τους ακροατές μάλλον παρά μεταξύ τους.
Και οι ακροατές δύσκολα μπορούσαν να καταλάβουν, γιατί δεν ήξεραν απ’ αρχής τίποτε.
Επρόκειτο περί εργολαβίας, περί ξυλείας, περί κατασκευής παραπηγμάτων και περί καθάρσεως για τους επιβάτες των πλοίων που κατέπλεαν.
Τόσο μόνο εννόησαν αμυδρά.
Ο καθένας είχε τον υποψήφιο του ξυλέμπορο και τον υποψήφιό του αρχιτέκτονα. Και ο κάθε ένας τον υπεστήριζε με φωνές μέχρι διαρρήξεως του λάρυγγός του, μέχρι διασπαραγμού των αυτιών των ακροατών.
***
Τέλος ευαρεστήθηκε να φθάσει ο κύριος υγειονόμος.
Κατόπιν του έφτασε ο κύριος δήμαρχος, ο κύριος ειρηνοδίκης και ο επιστάτης του λοιμοκαθαρτηρίου.
Οι θεατές είδαν τότε και κατάλαβαν, ότι επρόκειτο περί μειοδοτικής δημοπρασίας.
Αλλά μόλις πρόφθασαν να το καταλάβουν και ακούσθηκε η φωνή του κήρυκα «Κατεκυρώθη» κτλ.
Φαινόταν ότι ήταν «κατακυρωμένα» εκ των προτέρων και ότι όλα γίνονταν απλώς διά τον τύπον.
Οι αρμόδιοι υπέγραψαν το πρωτόκολλο, ο ειρηνοδίκης, ως αντιπρόσωπος της διοικητικής αρχής, ενέκρινε οριστικώς το αποτέλεσμα επί τόπου, διά το κατεπείγον, οι τέσσερις ηλιοκαμένοι και γυμνόστηθοι λεμβούχοι, σηκώθηκαν από το κεφαλόσκαλο κι έτρεξαν στην ξυλική, οι τρεις κυρτοί μικρόσωμοι, απογοητεύθηκαν και έπαψαν να φέρουν γύρους και ζητούσαν μάταια να βοηθήσουν στην επιβίβαση των δοκών και σανίδων.
Οι λεμβούχοι τους απώθησαν, λέγοντες ότι δεν είχαν ανάγκη των εκδουλεύσεών τους και ο αντίκρυ ξαπλωμένος μεγαλόσωμος γενειοφόρος, ο αρχηγός της συντεχνίας, τους έστειλε τελευταίο πείραγμα, λέγοντας:
«Δε σας τό ’λεγα εγώ;»
Αυτοί ήταν αχθοφόροι, που επέμεναν να πιστεύουν, ότι η ξυλεία, αφού είχε εκφορτωθεί στην αποβάθρα, ήταν προορισμένη να μεταφερθεί εντός της πολίχνης.
Αλλά ο αρχηγός της συντεχνίας, που ήταν πολύ σοφότερος, τους είχε προειπεί ότι μάταια περίμεναν και ότι η ξυλεία, καθώς ξέρει αυτός (και τούτο το έλεγε μυστηριωδώς) θα μεταφερθεί πίσω πάλι διά θαλάσσης.
Για δεύτερη φορά ακούστηκε το σφυρί του κήρυκα και ακούσθηκε πάλι το «κατεκυρώθη».
Αυτή ήταν δεύτερη δημοπρασία.
Την πρώτη φορά επρόκειτο περί προμήθειας ξυλείας και εκ των δύο εμποροπλοιάρχων, που είχαν φέρει ξυλική με τα πλοία τους, προτιμήθηκε ως έχων «τας καλυτέρας συστάσεις» ο ένας.
Τη δεύτερη φορά επρόκειτο περί εργολαβίας προς κατασκευή παραπηγμάτων και μεταξύ τριών ή τεσσάρων ανταγωνιστών, προτιμήθηκε πάλι ένας, ως «παρέχων όλας τας ευκολίας».
Στη μία περίπτωση και αν ο δεύτερος πρόσφερε φθηνότερο το πράγμα, δεν θα ήταν δεκτός, διότι είναι «κατεπείγον» και διότι «κατεκυρώθη».
Στην άλλη περίπτωση ήταν γνωστό, ότι κανείς αρχιτέκτων θα κατέβαινε τόσο χαμηλά, διότι ίσως να είχε κάποια ίχνη ευσυνειδησίας στην εργασία του.
Τα πράγματα ήλθαν τόσο ραγδαία και απροσδόκητα, ώστε κανείς σχεδόν από τους παρευρισκόμενους στην αγορά δεν εννόησε τίποτε. Ακόμη λιγότερο εννόησαν οι γυναίκες που είχαν συγκεντρωθεί στο σπίτι της γριάς Γερακίνας, εκ των οποίων δύο κοίταζαν από το παράθυρο και άλλες τρεις κοίταζαν από την πόρτα.
Αλλά οι εκ του ασθενούς φύλου έχουν τούτο το πλεονέκτημα, ότι όχι μόνο χρωματίζουν, αλλά και μεταπλάθουν με τη φαντασία τους κάθε τι το πραγματικό, αναπληρώνοντας αυτό που λείπει και οι πελάτισσες της γριάς Γερακίνας, βλέποντας μόνο, ήταν ικανές να φαντάζονται και να προσθέτουν και να βεβαιώνουν πράγματα, τα οποία ουδέποτε είχαν συμβεί.
Ότι είναι παράδοση στην ιστορία, ότι έχει τη χροιά του θρύλου και της φήμης, από γυναικεία φαντασία βεβαίως εξήλθε.
Η γριά όμως Σκεύω, επειδή είχε σπουδαίο ενδιαφέρον και όχι απλή πολυπραγμοσύνη και περιέργεια, δεν αρκείτο στις εικασίες των άλλων γυναικών, τις οποίες μπορούσε να σχηματίσει και αυτή εάν ήθελε και πολύ πιθανότερες. Αλλά συλλογιζόταν το γιο της, το γιόκα της, το μονάκριβό της, τον σταυραετό της, που αναμενόταν να φθάσει, ο οποίος θα έμενε επί ημέρες στην καραντίνα και για τούτο αυτή επιθυμούσε να μάθει, να γνωρίσει ότι πραγματικά συνέβαινε.
Με το συγγενικό θάρρος, παρεκάλεσε και έπεισε τη γριά-Γερακίνα να βγει στην πόρτα και να κοιτάξει μήπως βρει κάποιον, στον οποίο να έχει θάρρος για να τον ρωτήσει.
Εκατό βήματα μακριά ήταν η τράπεζα της δημοπρασίας, στην οποία βρίσκονταν ο δήμαρχος, ο ειρηνοδίκης, ο υγειονόμος, ο επιστάτης του λοιμοκαθαρτηρίου, ο γραμματεύς και οι μειοδότες, ασχολούμενοι με την υπογραφή των πρωτοκόλλων.
Ολόγυρα στέκονταν οι περίεργοι, πολλοί τον αριθμό, άνδρες και παιδιά. Παρέκει κάθονταν καπνίζοντας τους ναργιλέδες τους σοβαροί γέροντες ναυτικοί απόμαχοι. Μπροστά υπήρχε πλατιά και λίθινη αποβάθρα, από το έδαφος της οποίας οι λεμβούχοι εξακολουθούσαν να μεταφέρουν τις διπλοσανίδες και τα πέταυρα στις φελούκες τους, ερίζοντες θορυβωδώς με τους αχθοφόρους, που επέμεναν ότι «έδωσαν χέρι» στο «μπαρκάρισμα του κερεστέ» και είχαν περικυκλώσει ήδη τον εργολάβο αρχιτέκτονα, ζητώντας να πληρωθούν.
Αντίκρυ ο μεγαλόσωμος βαστάζος εξακολουθούσε να τους κατακρίνει ειρωνικά, λέγοντας ότι δεν είχαν τύχη σήμερα.
Μέσα στο καφενείο, ο μπάρμπ’ Αναγνώστης ο καφετζής, ολομόναχος, κοίταζε μελαγχολικός από το παράθυρο, αναλογιζόμενος ότι δεν είχε πουλήσει από το πρωί ούτε τρεις καφέδες. Και λυπόταν για τα μέτρα των καθάρσεων, τα οποία φέρουν στάση στο εμπόριο.
Δίπλα, στο υποδηματοποιείο, ο Γεράσιμος Δ. Γερασίμου και ο Ανθέμιος Δουκαΐδης, εξακολουθούσαν ακόμη και μετά το τέλος της δημοπρασίας να λογομαχούν, λέγοντας ο καθένας ότι ο καλύτερος εργολάβος ήταν ο δικός του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Η Γερακίνα προχώρησε αποφασιστικά προς το μέρος που γινόταν η δημοπρασία και η Σκεύω βγαίνοντας στάθηκε στο μικρό σκαλοπάτι, έξω απ΄το κατώφλι.
Η πρώτη κοίταξε να δει κανένα γνωστό να τον φωνάξει. Αλλά όλοι οι παρόντες εκεί ήταν προσηλωμένοι γύρω απ΄ το τραπέζι της μειοδοσίας.
Για λίγα λεπτά της ώρας η γριά στάθηκε διστάζοντας, βλέποντας και αυτή προς το μέρος της δημοπρασίας, ανατολικά.
Έπειτα στρέφοντας τυχαία το κεφάλι της προς τα δεξιά, παρατήρησε τον μπάρμπ’ Αναγνώστη τον καφετζή, που ήταν ένας απ΄τους μακρινούς συγγενείς της.
«Να ποιον πρέπει να ρωτήσω, αγκαλά… δε θα ξέρει πολλά πράγματα». Είπε και πλησίασε στο παράθυρο του καφενείου, μέσα στο οποίο ήταν ο αγαθός γέροντας.
- Δε μου λες, Αναγνώστη, του λέγει, τι τρέχει σήμερα και γιατί γίνεται όλο αυτό το νταβαντούρι;
- Δημοπρασία θαρρώ πως κάνουνε, απάντησε με ετοιμότητα ο μπάρμπ’ Αναγνώστης.
- Πως κάνουνε δημοπρασία το βλέπω, μα σε τι απάνου;
- Δε βλέπεις; Απάνου στο τραπέζι εκεί, απάντησε ο καφετζής.
Η θεια-Γερακίνα υπέθεσε ότι κάτι είχαν επάνω στο τραπέζι και έστρεψε απότομα το κεφάλι. Αλλά το πλήθος έκρυβε από τα μάτια της το τραπέζι, όπως και τους υπαλλήλους. Ευτυχώς τη στιγμή εκείνη, ο κορυφαίος των βαστάζων, ο οποίος ήταν ξαπλωμένος πάνω στην μπαγκέτα, έξω απ΄το καφενείο, αποφάσισε να ανασηκωθεί λίγο από τη θέση του και ακούγοντας τη συνομιλία του καφετζή και της γριάς, έσπευσε να λάβει μέρος. Βγάζουνε στη δημοπρασία την ξυλική για τα παραπήγματα, είπε. Ποια παραπήγματα; είπε η θεια-Γερακίνα. Να, παράγκες θα φτιάσουνε μέσα στον Τσουγκριά. Και επειδή από το πρωί επιθυμούσε να βρει άνθρωπο για να διηγηθεί ότι ήξερε και δεν είχε βρει κανένα, διότι οι «δικοί του ήταν όλοι ντουβάρια», έλεγε, εννοώντας τους συναδέλφους του αχθοφόρους, άρχισε αμέσως να διηγείται, χαρτί και καλαμάρι, στη θεια-Γερακίνα, όσα γνώριζε, όσο μπορούσε πιο αναλυτικά.
Επειδή η χολέρα θέριζε κόσμο στα μέρη της Τουρκιάς, η ελληνική Κυβέρνηση είχε διατάξει να γίνεται αυστηρότατη η καραντίνα.
Εκτός του υπάρχοντος λαζαρέτου στο νησί, διατάχθηκε να γίνει προσωρινό έκτακτο λαζαρέτο η ερημόνησος Τσουγκριάς, που βρισκόταν νοτιοανατολικά, παρά το στόμιο του λιμανιού.
Το έκτακτο τούτο λαζαρέτο ονόμαζαν κάποιοι λοιμοκομείο, ενώ το άλλο, το σύνηθες, ήταν το λοιμοκαθαρτήριο.
Στο λοιμοκομείο θα έμεναν τα πλοία και οι επιβάτες είκοσι μία ημέρες, στο λοιμοκαθαρτήριο άλλες ένδεκα.
Το όλον τριάντα δύο ημέρες καραντίνα.
Έως τώρα είχαν φθάσει δύο τρία μεγάλα πλοία και πέντε ή έξι μικρά στον Τσουγκριά. Αναμένονταν όμως και άλλα και άλλα…
Επειδή στην ερημόνησο Τσουγκριά υπήρχαν λίγα καταλύματα, δύο ή τρία κελιά προς χρήση των καλογήρων –διότι η νήσος ήταν αφιέρωμα στην Παναγία (ήταν κτήμα της ιεράς μονής του Ευαγγελισμού) –και επειδή θα χρειάζονταν υπόστεγα για το πλήθος των επιβατών, όσοι ήταν πιθανόν να έλθουν και επειδή μέσαζε ήδη ο Αύγουστος και πλησίαζαν τα πρωτοβρόχια, για τούτο η Κυβέρνηση διέταξε κατεπειγόντως, να κατασκευασθούν παραπήγματα στη μικρή νήσο, για να βρουν στέγη όσοι θα έρχονταν δυστυχείς από τα χολεριασμένα μέρη, αποφεύγοντες την φοβερή νόσο.
Οι αρχές έβγαλαν σήμερα στη δημοπρασία την προμήθεια του υλικού για τα παραπήγματα και την κατασκευή των παραπηγμάτων αυτών.
Στην προμήθεια του υλικού, προτιμήθηκε διά τόσες χιλιάδες κομμάτια, προς τόσα τα κομμάτι, ο καπετάν Κωσταντής ο Καβαρδίνας, από το Λιτόχωρο. Την κατασκευή των παραπηγμάτων την επήρε, διά 7.812 δραχμές, ο μαστρο-Στάθης ο Χερχέρης, ο αρχιτέκτων. Αυτά συνέβησαν σήμερα.
- Α! για τούτο, μαθές… έκαμεν ο μπάρμπ’ Αναγνώστης ο καφετζής.
Ο κορυφαίος των βαστάζων επέστρεψε στην μπαγκέτα του και η θεια-Γερακίνα στο σπίτι της.
***
Αληθινά, δεν της καλοφάνηκε της γριάς Σκεύως, όταν έμαθε τη νέα είδηση, ότι ο γιος της επρόκειτο λοιπόν, όταν έλθει - γιατί θα ερχόταν σίγουρα, αυτό η γριά-Σκεύω το πίστευε ακράδαντα - να διαμείνει είκοσι μία ημέρες στον Τσουγκριά και άλλες ένδεκα στα λαζαρέτα, σωστές τριάντα δύο μέρες καραντίνα.
Τον παλιό καιρό τουλάχιστον, όταν ερχόταν από το ταξίδι ο καπετάν Γιαλής, ν’ αγιάσουν τα κόκκαλά του, έκαμνε ένδεκα ημέρες ή δεκατέσσερις ημέρες ή και τρεις εβδομάδες στα λαζαρέτα, όχι σε αυτό το νεότερο κοινό λαζαρέτο, αλλά στα παλαιά λαζαρέτα, σιμά στον Άγιο Γεώργιο και τότε η Σκεύω, μαζί με άλλες γυναίκες, καπετάνισσες ή άλλες οπού είχαν τους άνδρες τους ή τους συζύγους τους στην καραντίνα, έτρεχε κάθε βράδυ στην καραντίνα και όλες είχαν τα κοφινάκια τους γεμάτα.
Και ήταν η μόνη φορά όπου έρχονταν τα καλάθια γεμάτα από την πόλη, αντί να γυρίζουν γεμάτα από την εξοχή.
Η Σκεύω είχε ένα καλαθάκι λεπτό, μικρό, ψιλολογιά καμωμένο, με λεπτότατες βέργες αγιοκλήματος και με στιλπνότατες σχίζες λείου καλαμιού, αριστούργημα καλαθοποιίας, τα οποία μόνο στο νησί εκείνο κατασκευάζονται. Το έφερε κάθε βράδυ γεμάτο από τυρόπιττες, από αυγά και από μοσχάτα σταφύλια, γιατί ήταν Αύγουστος καθώς τώρα.
Τα σταφύλια μεταφέρονταν στα λαζαρέτα, σε πείσμα της απαγόρευσης του γιατρού, ο οποίος δεν ήξερε τι έλεγε.
Να είναι κλεισμένοι οι άνθρωποι, φυλακωμένοι μέσα στα πλοία, επί εβδομάδες, Αύγουστο μήνα και να μην έχουν σταφυλάκι να βρέξουν το στόμα τους!
Και πού το ηύρε γραμμένο;
Λέει πουθενά το γιατροσόφι μέσα, ότι πρέπει να πεθαίνουν οι άνθρωποι από το ένα κακό για να γλυτώσουν από το άλλο;
Και έφθαναν κάθε βράδυ, βασίλευμα ηλίου, οι γυναίκες, πέρα στα λαζαρέτα, αντίκρυ του χωριού, από κει από τη λίμνη και το ναυπηγείο, σιμά στον Άγιο Γεώργιο. Και άδειαζαν τα καλαθάκια τους επάνω σε ένα χαμηλό βράχο, στην ακρογιαλιά και έβγαιναν οι βάρκες από τα καΐκια που ήταν στην καραντίνα και έπαιρναν τις τυρόπιττες, τα αυγά, τα μπουκάλια με το βαθύ ξανθό μοσχάτο, τα φλωροκίτρινα μοσχάτα σταφύλια, τα γλυκά μεγάλα καλαμόσυκα και τα χνοώδη σαν μάγουλα παρθένου εύχυμα ροδάκινα.
Και οι ναύτες, αποχαιρέτιζαν τις γυναίκες φωνάζοντας «Καλή νύχτα!»
Και οι γυναίκες απαντούσαν από μακριά «Καλή νύχτα! καλή νύχτα σας! καλό πράτιγο!»
Και η κάθε μία στον άνδρα της έλεγε: «Καλή νύκτα καλέ μου! νοικοκύρη μου! σταυραϊτέ μου!»
Και στον γιο της η κάθε μία έλεγε: «Καλή νύκτα, καναρίνι μου! πουλί μου! ξεπεταρούδι μου!»
Και πολλές φορές πρόσθεταν κάποια παρανομασία, κατά το όνομα του καθενός.
Αν ο εκτελών την κάθαρση ονομαζόταν Γιαλής, όπως ο σύζυγος της θεια-Σκεύως, τότε το θωπευτικό όνομα ήταν «Γιαλεϊνέ μου». Εάν εκκαλείτο Γεώργιος, «Γιωργάκη μου». Εάν εκκαλείτο Ευστάθιος «Σταθένιε μου», ή «Αρέθα μου», από το όνομα κάποιου άρχοντα, προεστού της κώμης Προμυρίου, του Πηλίου όρους. Αν εκκαλείτο Αλέξανδρος, η προσηγορία ήταν «Αλεξανδριανέ μ’ αέρα» Αν ο προσφωνούμενος ήταν πλοίαρχος, τότε στο όνομά του προστίθετο το τουρκικό όνομα ρεΐζ (καπετάνιος), ως εξής: «Κωνσταντή-ρεΐζη μου, Γιαννάκη ρεΐζη-μου» κτλ.
Ήσαν ποθεινοί οι καιροί εκείνοι, όταν υπήρχαν ακόμη τα παλαιά λαζαρέτα. Απλό άκομψο κτίριο, του οποίου τα ερείπια φαίνονται αραιά σήμερα σε όσους γέρασαν αρκετά, ώστε να προτιμούν τις παλαιές αναμνήσεις από τη σύγχρονη πραγματικότητα.
***
Βορειανατολικά, πέρα από το κτίριο, εκτείνεται ο κάμπος του Αγίου Γεωργίου, όπου έβοσκαν τα λίγα πρόβατά τους δύο πτωχοί ποιμένες, κατεβαίνοντες τρεις φορές την ημέρα από το αντικρινό βουνό, για να ποτίσουν τα μικρά κοπάδια τους στην κοπάνα, εκεί από το πηγάδι με το δροσερό νερό, πλησίον στη λίμνη, όπου ο γέρο-Ξυλοπόδαρος, ισόβιος ενοικιαστής, παιδευόταν όλη την ημέρα με το χωρίς καρίνα σκάφος του, για να συλλάβει τα κεφαλόπουλα που γλιστρούσαν στους βάλτους και τα χέλια, τα οποία χώνονταν άπιαστα μέσα στο βούρκο.
Από κει από τη λίμνη, στην πλατειά λωρίδα της άμμου, οι κρότοι, οι γδούποι και οι θόρυβοι των ναυπηγών, των πριονιστών και των καλαφατών, αντηχούσαν, από το πρωί μέχρι το βράδυ, κρότοι ευχάριστοι σε αυτιά υγιών ανθρώπων, παρατεινόμενοι και χρωματιζόμενοι από την ηχώ, που τους δεχόταν σαν ποθεινή συντροφιά στα μονήρη σπήλαιά της, γύρω στα βουνά.
Ολόγυρα οι ευωδιές του θυμαριού, του σκίνου, της φασκομηλιάς, της μέντας, ανέρχονταν, από άκαπνο θυμιατήρι, θυμίαμα στον ουράνιο θόλο.
Η χλόη της κοιλάδας, τάπητας ατίμητος της φύσης, ξαπλώνετε φθάνοντας μέχρι τα άκρα όριά της στους θάμνους, οι θάμνοι ανέρχονταν μέχρι τη λόχμη στη μέση του βουνού και η λόχμη αναπτυσσόταν σε δάσος από τη μέση έως την κορυφή.
Δύο φορές την ημέρα διερχόταν την κοιλάδα ένας φιλάγαθος άνδρας, πενήντα ετών, γερασμένος πρόωρα, σαν να μην αντείχε στο κοινωνικό δηλητήριο, το οποίο νωρίς άρχισε να αναπτύσσεται στις τάξεις της ελληνικής κοινωνίας.
Κυρτός, σιωπηλός και μελαγχολικός, ο Γιαννιός της Μαργαρίτας, ανερχόταν το πρωί στο μονάκριβο κτήμα του, στο προσφιλές του τιμάριο, το οποίο είχε πάνω στο ζύγωμα του βουνού, ανάμεσα σε δύο κορυφές.
Το μικρό κτήμα ήταν αγρός συγχρόνως και αμπέλι, ελαιώνας και κήπος.
Ξαπλωνόταν από το ύψωμα του ζυγού, μέχρι την ακρογιαλιά, προς το πέλαγος του βουνού, καρποφορούσε από πάνω ικανά από τα προϊόντα της γης και μετείχε κάτω από τα προϊόντα της θάλασσας.
Πάνω στις αιμασιές του κείτονταν ωριμάζοντας στον ήλιο μακρουλά καρπούζια, τα κλήματα κάμπτονταν γεμάτα από τα μεγάλα ωριμάζοντα και μαυροβολούντα σταφύλια.
Ανά τις πεζούλες, μικρές συκιές τεσσάρων ή πέντε ετών φυτείας, έφεραν ήδη το γαλακτερό και ψωμωμένο καρπό τους, πάρα πολύ ερεθιστικό για να απλώσει παρθένος την αβρή κυανόφλεβη χείρα σε ένα των κλώνων.
Ένθεν και ένθεν, στα σύνορα του κτήματος και του δάσους, βάτοι έδειχναν τους μαύρους λοβώδεις καρπούς τους, παρά την αποσκαφή της αμπέλου και κούμαρα το φθινόπωρο έμελλαν να ωριμάσουν υπομονητικά τους δικούς τους στις θερμότερες ακτίνες του χλιαινόμενου ήλιου.
Κάτω στους βράχους, μαύρους από το κύμα, αποπνέοντας άλμη, μυστηριώδη από το πέλαγος, η θάλασσα, αφού έσκαβε καρτερικά λάκκους επί της κορυφής των βράχων, τους γέμιζε έπειτα απότομα απ΄την ίδια ουσία της και ο σεβάσμιος ο κυρ Γιαννιός, του οποίου το κτήμα είχε ανατολικό σύνορο τη θάλασσα, εύρισκε χούφτες αλάτι για να αλατίζει προς πρόχειρο πρόγευμα τις πιπεριές, τα αγγουράκια και τις ντομάτες, τις οποίες ο ίδιος, καλλιεργούσε. Ανάμεσα στους βράχους, στις σπηλαιώδεις υπονόμους του κύματος και στις τραχιές υφάλους, μεγάλα παγούρια και καβούρια, βόσκοντας στον υποβρύχιο λειμώνα, ήταν αρκετά εύκολο στις προσπάθειες του μπαρμπα-Γιαννιού και πέραν των βράχων, ανάμεσα στην λευκάζουσα εκεί προς το πέλαγος νήσο, που ήταν προσφιλής κατοικία γλάρων και άγριων περιστεριών και σε τρεις μεγάλους σκόπελους, κλίνοντας την κορυφή προς την ακτή, επί της οποίας προ πολλών αιώνων αποσπάσθηκαν, τα δελφίνια έπαιζαν στο κύμα και αμιλλώνται στο δρόμο με την ελαφρά βαρκούλα, που έπλεε με το λευκό πανί της προς το αντικρινό νησί.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Μπροστά από το κτίριο προς τα δυτικά, βλέποντας προς την πόλη, στεκόταν ένα μετρίου μεγέθους μοναχικό δένδρο, μία δρυς, που εκτοπίσθηκε εκεί μακριά από τους κραταιούς συντρόφους της του δρυμώνα, για να δροσίζει με τη σκιά της, αυτούς που βρίσκονταν σε στενοχώρια και αποκλεισμό ταξιδιώτες, που τελούσαν την κάθαρση στο λαζαρέτο.
Εκεί κάτω από τη σκιά εκείνη, πολλοί ρεμβασμοί ανελίχθησαν αόρατα ανερχόμενοι ανάμεσα από τους χλωρούς κλώνους και την ανήλιο φυλλωσιά του μοναχικού δένδρου και πολλοί πόθοι στάλθηκαν υπερπόντιοι πέρα στην χαρίεσσα πολίχνη, με τους λευκούς τοίχους και με τα κυανά παράθυρα και τους κομψούς εξώστες, όπου όμορφες βαθύμαλλες κεφαλές πρόβαλλαν συχνά και όπου γαλανά ή μαύρα μάτια έστελναν κρυφούς έρωτες και γλυκούς πόθους πάνω από τα κύματα πέρα από το λιμάνι.
***
Η γριά Σκεύω διατηρούσε - μία απ΄τις λίγες πράγματι ευαίσθητες γυναίκες, τις αναμνήσεις αυτές - τις οποίες με τρόπο γενικό αναφέραμε στο προηγούμενο κεφάλαιο και δεν της καλοφάνηκε, είπαμε, όταν έμαθε ότι ο γιος της θα διέμενε είκοσι μία ημέρες μέσα στον Τσουγκριά και άλλες ένδεκα στα νέα λαζαρέτα.
Δεν θα μπορεί πλέον, να γεμίζει το εύπλεκτο κομψό καλαθάκι της με οικιακά δώρα για το γιο της, όπως το γέμιζε παλιά για το σύζυγό της.
Δεν θα μπορεί το βράδυ-βράδυ, όταν θα χαμήλωνε ο ήλιος έως την κορυφή του βουνού, να σηκωθεί να πάρει γεμάτο το καλαθάκι της και να πάει το γιαλό-γιαλό, την άμμο-άμμο, πέρα στον μεγάλο αρσανά της πόλης, σιμά στη λίμνη, αντίκρυ στο παρεκκλήσιο του Αγίου Γεωργίου, για να φέρει το καλαθάκι της στο γιο της.
Τώρα θα χρειαζόταν να κάμει φτερά, για να πάει στον Τσουγκριά, στο νησί της Ευαγγελίστριας, προς το πέλαγος, για να φέρει το καλαθάκι της στο γιο της.
Θα χρειαζόταν να κάμει θαύμα η Παναγίτσα της, η μικρή της ασημωμένη και μαλαμοκαπνισμένη Παναγίτσα, για να της δώσει τη δύναμη να περπατήσει απάνω στο κύμα, βαστώντας το μικρό εύπλεκτο καλαθάκι της για να το φέρει στο γιο της, προς ανακούφιση της στενοχώριας του στην καραντίνα.
Γιατί οι πορθμείς και οι λεμβούχοι, οι άνθρωποι αυτού του καιρού, θα την ειρωνεύονταν σκληρά και θα την περιγελούσαν, εάν τους παρακαλούσε να την πάρουν στην φελούκα τους, για να τη φέρουν στον Τσουγκριά, να δει από μακριά το γιο της.
Και δεν της έμενε πλέον, παρά να στέλνει το μικρό εύπλεκτο καλαθάκι, γεμάτο από δώρα του σπιτιού και της αμπέλου, σκεπασμένο με πετσέτα λεπτοϋφασμένη μεταξωτή, να στέλνει το καλαθάκι στον γιο της, χωρίς να μπορεί να πάει μόνη της.
Δεν της καλοφάνηκε βέβαια… αλλά πόσο περισσότερο της κακοφάνηκε, όταν το βράδυ, επιστρέφοντας από της εξαδέλφης της, της Γερακίνας, γεμάτη από σκέψεις και υποψίες, ενώ ανέβαινε το λιθόστρωτο που έφερνε στην επάνω γειτονιά, πατώντας σιγά-σιγά, ελαφρά-ελαφρά, με όλα τα εξήντα πέντε χρόνια της, από λιθάρι σε λιθάρι, από στενό σε στενό, από γωνία σε γωνία, μέσω του παραθαλάσσιου δρόμου, πέραν της αγοράς, πόσο της κακοφάνηκε όταν μία βαρκούλα, η οποία είχε κατεβάσει το πανάκι της και ερχόταν με τα κουπιά προς την άμμο, πλησίασε μέχρι βολής ντουφεκιού στον παραθαλάσσιο ανηφορικό δρόμο, απ΄τον οποίο ανέβαινε αυτή, πλησίασε φέροντας τρεις επιβάτες, ένα ηλικιωμένο και δύο παιδιά και όταν ένα από τα παιδιά, μία κλήρα, η πλάση αυτού του καιρού, της φώναξε σκληρά:
- Θεια-Σαβουρόκοφα! ο γιος σου είναι άρρωστος στον Τσουγκριά, από χολέρα!
***
Τώρα, το παλιό λαζαρέτο έμεινε ερείπιο, να διηγείται σ΄αυτόν που καταλάβαινε την μυστηριώδη γλώσσα του επισκέπτη, τους φόβους, τις αγωνίες, τα βάσανα, τις επιθυμίες, την υπομονή, την εγκαρτέρηση, τις θυσίες, τους πόνους, τις αρρώστιες, τους θανάτους, τους λυγμούς, τα δάκρυα, την απελπισία, όλα όσα είδε και άκουσε κατά καιρούς, από την ανεξαρτησία και έπειτα.
Το δένδρο στέκεται ακόμη ορθό, αλλά σε παρακμή και με ωχρά φύλλα.
Ποιος ξέρει αν θυμάται τους ρεμβασμούς όσους εσκίασε κάτω από τους γαμψούς και ούλους, τους σε σχήμα διαδήματος ανερχόμενους κλώνους του και τους καημούς τους οποίους δρόσισε κάτω από το φύλλωμά του.
Αλλά ο ένας τοίχος του κτιρίου, γυμνός από τον άνεμο, μαυρισμένος από την καταιγίδα, στέκεται κυρτός και δείχνει το μέρος όπου υψωνόταν το κτίριο και ο βράχος της παραλίας, με πόθο αναπολεί τις χαρούμενες λαλιές των γυναικείων χαιρετισμών, όσοι αντήχησαν ποτέ πάνω από το κύμα τούτο.
Πριν σαράντα πέντε σχεδόν χρόνια, η Κυβέρνηση απεφάσισε να εγκαταλείψει το παλαιό λαζαρέτο, το οποίο ήταν στο βάθος του ανατολικού λιμένα και διέταξε να κτίσουν νέα λαζαρέτα νοτιότερα στην ίδια παραλία, ένα περίπου μίλι μακρύτερα, προς το ανατολικό στόμιο του λιμανιού.
«Από Θεό κι απ’ αφεντιά» τα νέα λαζαρέτα κτίστηκαν, κατά το σχέδιο του μηχανικού της Κυβέρνησης.
Τρία κτίρια, τα δύο υψηλότερα πάνω στο βουνό, το τρίτο χαμηλότερα προς την παραλία.
Εν μέσω των τριών αυτών κτιρίων, υπήρχε μεγάλη στέρνα, αιωνίως στερευμένη από νερό.
Κάτω από το τρίτο λαζαρέτο, ψηλή, πλατειά μαρμάρινη σκάλα και κάτω από τη σκάλα πλατειά καλοκτισμένη αποβάθρα επί της θάλασσας.
Τα τρία νεόδμητα κτίρια, διατηρήθηκαν επί ένα χρόνο σε καλή κατάσταση, ύστερα, επειδή άργησε ευτυχώς να ακουσθεί μεγάλη επιδημία, έμειναν ακατοίκητα και ουδέποτε επισκευάστηκαν πλέον.
Τώρα, όπως είναι μακρά, λευκά και χαμηλά, φαίνονται από μακριά σαν τρία λευκόμαλλα αρνιά, αποπλανηθέντα από το κοπάδι του γέρο-Κοντζιδάκη, πλαγιασμένα εκεί με το λυκόφως της εσπέρας, κατά μήκος της ακτής, να μηρυκάζουν στο απλωμένο σκότος.
Τέλος, ήλθε το 1865 και η χολέρα μεταφέρθηκε το θέρος στην ανατολική Ευρώπη, πιθανώς, όπως πάντοτε, από τους μουσουλμάνους προσκυνητές της Μέκκας.
Οι δύο «μεγάλες μουσουλμανικές δυνάμεις», η μία με το χρυσοφόρο ινδικό κράτος της, η άλλη με τις προσοδοφόρους της κτήσεις στην Αλγερία, δεν αποφάσισαν ποτέ να θέσουν κάποιους περιορισμούς στα ταξίδια των μωαμεθανών υπηκόων τους και δεν βρήκαν ποτέ συμφέρον να πιέσουν την Πύλη όπως εφαρμόσει τελεσφόρα υγειονομικά μέτρα στην κοιτίδα του μωαμεθανισμού στην Αραβία.
Η ταλαίπωρη Ανατολή υπήρξε και τότε, όπως τώρα και πάντοτε, από γεωγραφική και κοινωνική, από πολιτική και θρησκευτική άποψη, άφρακτο αμπέλι.
Αλλά ο Χριστός ομιλεί περί κάποιας μελλούσης ημέρας, όταν θα έλθει ο κύριος του αμπελώνος.
Εναντίον της χολέρας του 1865 διετάχθησαν στην Ελλάδα μακρές και αυστηρές καθάρσεις.
Τότε τα νεόκτιστα λοιμοκαθαρτήρια του τόπου, δεν αρκούσαν πλέον και δεν κρίθηκαν κατάλληλα για το σκοπό των καθάρσεων και διατάχθηκε να συσταθεί έκτακτο λοιμοκαθαρτήριο στην ερημόνησο Τσουγκριά.
Τις πρώτες μέρες του Αυγούστου, είχαν καταπλεύσει λίγα πλοία. Μετά δύο ή τρεις μέρες ο αριθμός τους διπλασιάστηκε.
***
Την επόμενη εβδομάδα, είχαν έλθει περισσότερα από 30 μεγάλα ιστιοφόρα και πάμπολλα μικρά καΐκια.
Περί τα μέσα του Αυγούστου, ο αριθμός των βρικίων και μεγάλων σκουνών, των καθαριζόμενων στη νήσο Τσουγκριά, ανήλθε σε πενήντα, τα μικρά καΐκια υπερέβησαν τα εκατό.
Τα εκατόν πενήντα τούτα πλοία, είχαν φέρει περισσότερους από τρεις χιλιάδες επιβάτες, εκτός από τον αριθμό των πληρωμάτων.
Έξω, στον Τσουγκριά, μεγάλη δραστηριότητα επικρατούσε.
Ο μαστρο-Στάθης ο Χερχέρης, που είχε αναλάβει την κατασκευή των παραπηγμάτων, είχε αρχίσει με ζήλο την εργασία του. Είχε συναινέσει χάριν της εργασίας, να «σπορκαρισθεί» εκούσια, δηλαδή να διαμείνει μαζί με τους υπό κάθαρση αναγκαστικά και να μετάσχει και αυτός της κάθαρσης.
Στην απόφασή του αυτή, τον ακολούθησαν φιλότιμα τέσσερις από τους συναδέλφους του τεχνίτες, εργαζόμενοι υπό τις διαταγές του.
Ο μαστρο-Στάθης ο Χερχέρης, κάρφωνε μικρή δοκό εδώ, μία σανίδα εκεί και έπειτα έτρεχε παρέκει. Άρχιζε ένα παράπηγμα, κάρφωνε τρεις σανίδες για τοίχο, δύο πέταυρα για στέγη, έπειτα το άφηνε ατελές και άρχιζε άλλο παράπηγμα.
Αφού είχε μπήξει ένα πάσαλο στη γη, αρκετά στερεά ώστε να μη ανατρέπεται από τον ελαφρό άνεμο και αρκετά ρηχά, ώστε να σειέται όλος σε κάθε επαφή, κάρφωνε οριζόντια μία δοκό, έμπηγε δεύτερο πάσαλο στο αμμώδες έδαφος, κάρφωνε μία σανίδα από το ένα μέρος, την άφηνε ακάρφωτη από το άλλο μέρος και έπειτα πήγαινε σε άλλο παράπηγμα.
Άφηνε ένα από τους τεχνίτες του, το νεώτερο, να αποτελειώσει το παράπηγμα και αυτός έτρεχε να θεμελιώνει άλλο.
Έπειτα ξανακαλούσε τον μαθητευόμενό του στον οποίο είχε δώσει εντολή να αποτελειώσει το ημιτελές παράπηγμα και τον διέτασσε να εργασθεί στο δεύτερο, αφήνοντας με δύο σανίδες και με τρεις αστήρικτους δοκούς κλονούμενο το παλαιό.
Μέσα σε μια εβδομάδα είχε κατασκευάσει έτσι περισσότερα από είκοσι παραπήγματα, μεγάλα και μικρά, αλλά λίγα απ΄αυτά είχαν φατνωμένες με σανίδες τις πλευρές, κανένα δεν είχε σκεπασμένη με στέγη την κορυφή, για να στεγάσει ανθρώπους.
Εντωμεταξύ τα πρωτοβρόχια άρχισαν πρώιμα και η συρροή των ταξιδιωτών ήταν μεγάλη.
Πολλοί από τους ταξιδιώτες προτιμούσαν να μένουν στα πλοία, στα οποία άλλωστε θα στεναχωρούνταν να μένουν περισσότερο. Γυναίκες, παιδιά και κορίτσια υπέφεραν πάνω στα πλοία, αν και ήταν αγκυροβολημένα αυτά.
Πάμπολλες ελληνικές οικογένειες είχαν έλθει εσπευσμένα, με το πρώτο ελληνικό ιστιοφόρο το οποίο μπόρεσαν να βρουν, λίγες οικογένειες δυτικών και λεβαντίνων και μερικές εβραϊκές.
Πολλοί από τους πλοιάρχους εξασκούσαν τη φιλανθρωπία με το αζημίωτο, επιβιβάζοντας στα σκάφη τους όσο το δυνατόν περισσότερους επιβάτες.
Όπως συμβαίνει πάντοτε σε καιρό πανικού και φόβου, μεγάλος συνωστισμός και σπουδή αλόγιστη και τυφλή φυγή είχαν επέλθει.
Το πρώτο σάστισμα της φυγής είχε συναντήσει δεύτερο σάστισμα, το σάστισμα των επειγόντων μέτρων στα ελληνικά παράλια.
Έξω στην πολίχνη, οι τοπικές αρχές είχαν εκτελέσει την προμήθεια του υλικού και τη συμφωνία της κατασκευής των προσωρινών καταλυμάτων.
Μέσα στο ερημονήσι, ο μαστρο-Στάθης ο Χερχέρης, φιλοτιμούταν να κατασκευάσει πολλά παραπήγματα σε μία ημέρα και κατασκεύασε σε δύο εβδομάδες πολλά ημιτελή.
Πέταυρο μισοκαρφωμένο, αποσπώμενο τη νύκτα, από το φύσημα της αύρας, έπεφτε στο κεφάλι της μισοκοιμισμένης γυναίκας και του πιπιλίζοντος τη θηλή της βρέφους στο πλευρό της.
Στύλος μισομπηγμένος στο αμμώδες έδαφος, σπρωχθείς από το τεντωμένο πόδι του ροχαλίζοντα ξαπλωμένου άνδρα, έπεφτε μαζί με όλο το παράπηγμα και πλάκωνε την κοιμώμενη οικογένεια, πλησίον του βάλτου, στην παραλία.
Γογγυσμοί και θρήνοι άρχισαν ν’ ακούονται εδώ κι εκεί.
Η τερπνή, η πρασινίζουσα πευκόφυτη και ελαιόφυτη νήσος, φαινόταν σαν μικρή γωνία πρώην ερημικού παραδείσου, στην οποία επέδραμαν αίφνης δαίμονες, που οδηγούσαν κολασμένες ψυχές τις οποίες ευχαριστούνταν να βασανίζουν σε αυτή την Εδέμ, όπως καταστήσουν σκληρότερη την κόλαση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
Δεν λέμε ότι οι άνθρωποι του τόπου ήταν τόσο κακοί. Αλλού ίσως είναι χειρότεροι.
Αλλά το μεγάλο κακό οφείλεται αναντίρρητα, στην ανικανότητα της ελληνικής διοίκησης.
Θα έλεγε κανείς, ότι η χώρα αυτή ελευθερώθηκε επίτηδες, για να αποδειχθεί ότι δεν ήταν ικανή προς αυτοδιοίκηση.
Αλλά τούτα δεν είναι του παρόντος. Όπως και αν έχει, αληθεύει ότι, στην ερημόνησο, που χρησίμευε σαν αυτοσχέδιο λοιμοκαθαρτήριο, το κρέας πουλιόταν από την ελαστική συνείδηση κερδοσκόπων αντί τριών δραχμών την οκά, ο άρτος αντί ογδόντα λεπτών και ο οίνος αντί μίας δραχμής.
Όσο για το νερό, επειδή το μόνο πηγάδι που υπάρχει στην ερημόνησο γρήγορα στέρευσε, κατάντησε να πουληθεί προς δύο δραχμές η στάμνα.
Φυσικά, το μεγάλο πλήθος των υπό κάθαρση ταξιδιωτών, ήταν άνθρωποι φτωχοί. Λίγοι μεταξύ αυτών ήταν εύποροι.
Οι κερδοσκόποι απέθεταν τα εμπορεύματά τους στην άκρη της πιο απόμακρης ακτής της ερημονήσου, έπαιρναν τα λεπτά τους και έφευγαν.
Η χολέρα είναι δυνατόν να κολλά σε κάθε πράγμα, αλλά στα χρήματα όχι.
Ελέχθη ότι οι περισσότεροι των ανθρώπων, των παρασταθέντων τότε ως θυμάτων της χολέρας, πέθαναν πραγματικά από πείνα.
Ίσως να μην υπήρξε εντελώς χολέρα.
Αλλά υπήρξε τύφλωση και αθλιότητα και συμφορά ανήκουστη.
Οι άνθρωποι, όλοι πάσχοντες, σκληρύνονταν κατά αλλήλων στο έπακρο και καθιστούσαν τη δεινοπάθεια απείρως μεγαλύτερη.
Οι εύποροι απ΄τους καθαριζόμενους σκληρύνονταν κατά των πτωχών και κατηγορούσαν αυτούς ως αίτιους της δυστυχίας δι’ αυτής της παρουσίας τους.
Οι πτωχοί σκληρύνονταν κατά των εύπορων και τους θεωρούσαν αίτιους ότι προκαλούν την ακρίβεια των τροφίμων με την ευπορία τους.
Όλοι μαζί οι υπό κάθαρση ταξιδιώτες σκληρύνονταν κατά των κατοίκων της πολίχνης και τους κατηγορούσαν για ασυνείδητη αισχροκέρδεια και σκληρότητα, ενώ η αλήθεια ήταν, ότι δέκα μόνο άνθρωποι από την εμπορική και τυχοδιωκτική τάξη, που από πουθενά δε λείπει, ήταν οι αισχροκερδείς και οι σκληροί εκμεταλλευτές της δυστυχίας.
Οι κάτοικοι της πολίχνης σκληρύνονταν κατά των ταξιδιωτών και μισούσαν αυτούς, γιατί είχαν έλθει να τους φέρουν τη χολέρα.
Κακή υποψία, δυσπιστία και ιδιοτέλεια φτάνοντας μέχρις απανθρωπιάς, βασίλευε παντού.
Όλα τούτα ήταν στο βάθος και ο φόβος της χολέρας ήταν στην επιφάνεια.
Θα έλεγε κανείς, ότι η χολέρα ήταν μόνο πρόφαση και ότι η εκμετάλλευση των ανθρώπων ήταν η αλήθεια.
Το δαιμόνιο του φόβου είχε βρει επτά άλλα δαιμόνια πονηρότερα απ΄αυτό και είχε κάνει κατοχή στο νου των ανθρώπων.
***
Πρωί και βράδυ καθημερινά, κατέπλεον πλοιάρια στην ερημόνησο, εκεί στην άκρη της κρημνώδους ακτής, παρά τον Άγιο Φλώρο.
Ναΐσκος επ’ ονόματι των Αγίων Φλώρου και Λαύρου, των οποίων η μνήμη τελείται στις 18 του Αυγούστου, υπήρχε παλαιά πέραν της ακτής εκείνης, μέσα στον όρμο.
Σήμερα ο παλαιός ναΐσκος ήταν ερείπιο.
Ο πάτερ Νικόδημος ο Μανασσής, ο επίτροπος της Μονής του Ευαγγελισμού επί της μικρής νήσου, θυμήθηκε την ημέρα και παρεκάλεσε εκθύμως τους δύο Αγίους, να ελευθερώσουν αυτόν από τους χολεριασμένους, ελευθερώνοντας τον κόσμο από τη χολέρα.
Δέκα μέρες πριν καταπλεύσουν τα επιχόλερα πλοία και τεθεί υπό κάθαρση το νησί, ο πάτερ Μανασσής είχε το από γίδες κοπάδι του, τα ερίφιά του, το γάλα του, τις μυζήθρες του, τα τυριά του, τον κήπο του με τα οπωροφόρα δένδρα, τον σικυώνα του με τις κολοκύθες, τις τομάτες και τα λαχανικά, το αμπέλι του με τα σταφύλια, όλα σε ακμή και αφθονία.
Δέκα μέρες ύστερα, οι τράγοι είχαν σφαγεί και τα ερίφια είχαν θυσιασθεί, οι μυζήθρες είχαν καταφαγωθεί και οι γίδες, αφού καταπατήθηκε το χόρτο, είχαν στερεύσει, ο κήπος είχε καταστραφεί και ο σικυών σχεδόν είχε εκριζωθεί και το αμπέλι είχε μείνει έρημο από σταφύλια.
Ο πάτερ Νικόδημος έτριβε τις λίγες τρίχες, όσες είχε περί τους κροτάφους, τραβούσε το σφηνοειδές γένειο του, και έλεγε.
-«Τι λόγο θα δώσω τώρα στον ηγούμενο, εγώ;
Τι θα πω τώρα στον οικονόμο;»
***
Το πρωί εκείνο της 18 Αυγούστου, είχαν καταπλεύσει, ως συνήθως, οι λέμβοι στην άκρη της ακτής και είχαν μεταφέρει τρόφιμα.
Μεταξύ των συνήθων πορθμέων, ήσαν ο Γιάννης ο Νυδραίος, ο Δημήτρης ο Τσούνος, ο Γιαννιός ο Ντεληβάρκας, ο Αλέξης το Παποράκι και άλλοι.
Ο Αλέξης το Παποράκι, έκανε πέντε και έξι ταξίδια κάθε μέρα, μεταξύ της πολίχνης και του Τσουγκριά. Ήταν ακούραστος. Έλεγε «τώρα θα βάλω ατμό». Και έβγαινε πράγματι αχνός από τα ιδρωμένα στήθη και τον τράχηλό του.
Με τον ένα ηράκλειο βραχίονα έλαυνε το κουπί, με τον άλλο διεύθυνε το πηδάλιο, με τα δόντια κρατούσε τη σκότα του πανιού. Είχε ένα σύντροφο παιδί δεκατεσσάρων ετών, το γιο του το Γεώργιο.
Στην πρώρα της βάρκας φόρτωνε ψωμιά και κάνιστρα με οπωρικά και ζεύγη ορνίθων δεμένων στα πόδια και μποτίλιες με ρούμι στο αμπάρι, φόρτωνε σάκους αλευριού και ρυζιού και ζάχαρης, στην πρύμνη φόρτωνε φλάσκες γεμάτες κρασί και στάμνες με νερό.
Αυτός στεκόταν ανάμεσα σε δύο φλάσκες, τις οποίες «εχαιρετούσε» κάποτε, για να δροσίζεται στο ταξίδι και έπειτα τις απογέμιζε με νερό.
Ο γιος του ο Γεώργης, πατούσε ανάμεσα σε ένα ζευγάρι όρνιθες δεμένες και σε μποτίλια με ρούμι. Κοίταζε, πότε έβλεπε αλλού ο πατέρας του, έσκυβε για να διευθετήσει τις κότες, που ήταν ζαλισμένες και σχεδόν δεν έβγαζαν φωνή, άρπαζε τη μποτίλια με το ρούμι κι έπινε μικρή δόση.
Όλοι οι γιατροί το εσύσταιναν ως γιατρικό. Ήταν αγγλικό ρούμι και με λίγες δόσεις γινόταν κανείς «ζούνα».
Το βράδυ της μέρας εκείνης, ο Αλέξης το Παποράκι, στο τελευταίο ταξίδι του, είχε φέρει με τη λέμβο του κι έναν καινούριο διορισθέντα «βαρδιάνον».
Κάθε πλοίο που είχε τεθεί υπό κάθαρση ήταν υποχρεωμένο να προσλάβει ένα βαρδιάνο, δηλαδή φύλακα.
Εάν το πλοίο ήταν μεγαλύτερο, έπαιρνε και δύο τέτοιους φύλακες.
Οι βαρδιάνοι τούτοι, ήταν γηραιοί ναύτες ή άλλοι άνθρωποι του τόπου πτωχοί, οι οποίοι, χάριν μικρού μισθού, δέχονταν να «σπορκαρισθούν», δηλαδή να τεθούν υπό κάθαρση, για να επιβλέπουν την ακριβή τήρηση της κάθαρσης των πλοίων.
Ο πλοίαρχος του καθαριζόμενου πλοίου, ήταν υποχρεωμένος να δίνει σ΄αυτούς μισθό και τροφή.
Περισσότερους από πενήντα τέτοιους βαρδιάνους είχε κουβαλήσει ήδη ο Αλέξης το παποράκι και οι άλλοι βαρκάρηδες.
Εκείνος τον οποίον είχε φέρει σήμερα ο Αλέξης, ήταν μικρόσωμος και στρογγυλός τον κορμό και σπανός. Φορούσε πλατειά βράκα και επί της βράκας μεγάλο ταμπάρο, το οποίο είχε πάρει, όπως έλεγε, για να μην κρυώνει τη νύκτα στην κουβέρτα του καραβιού όπου θα κοιμόταν και ήταν ζαρωμένος στο πρόσωπο. Εκκαλείτο, όπως γράφτηκε στα βιβλία του υγειονομείου, μπαρμπα-Σταμάτης Γυρατσίνης.
Ο Γιάννης ο Μπρίκος, περίμενε την τελευταία βαρκαδιά του Αλέξη, στην άκρη της ακτής του Αγίου Φλώρου.
Ο Γιάννης ο Μπρίκος, ο λεμβούχος, που είχε σπορκαρισθεί ακούσια, όπως είπαμε στην αρχή του παρόντος διηγήματος, είχε βρει δουλειά κι εκτελούσε χρέη βαρκάρη εντός της νήσου, μεταξύ των εμπορευμάτων, των μεταφερόμενων ημερησίως από την ακτή του Αγίου Φλώρου και τα μετέφερε στον άλλον κάβο, παρά τον Λαλαριά, όπου ήταν τα παραπήγματα.
Είχε νυχτώσει ήδη και ο Γιάννης ο Μπρίκος, μετέφερνε με σπουδή τα πράγματα από το μέρος όπου τα απέθετε ταχέως το Παποράκι, στη λέμβο τη δική του. Βλέποντας δε αιφνιδίως στο λυκόφως τον βραχύσωμο γέροντα, ο οποίος είχε έλθει με τη φελούκα του Αλέξη:
- Μπα! αυτός πάλι ποιος είναι; είπε.
Ο Αλέξης το Παποράκι, απάντησε από μακριά, ενώ έφευγε με κωμική και πλαστή φωνή.
- Αυτός είναι ο μπαρμπα-Σταμάτης ο Γυρατσίνης.
Ο Μπρίκος ανασκίρτησε, το μεν από φόβου, το δε από δυσπιστία και απορία.
- Ο μπαρμπα-Σταμάτης ο Γυρατσίνης, είναι πεθαμένος τώρα από δω και δυο χρόνια, είπε.
Εκείνος περί του οποίου γινόταν η φιλονικία αυτή, έφερε το δάκτυλο στο στόμα και επέβαλε σιωπή στον Μπρίκο το βαρκάρη.
- Χαιρετίσματα από τη γυναίκα σου, τη Γαρουφαλιά, Γιάννη, του είπε.
- Μπα!… τίνος φωνή είναι αυτή; είπε ο Μπρίκος.
Και κτυπούσε το μέτωπό του για να θυμηθεί.
- Ησύχασε τώρα παιδί μου και θα σου πω τι τρέχει, είπε εκείνος τον οποίον αποκαλούσαν μπαρμπα-Σταμάτη Γυρατσίνη… Αλλά πρώτα, ήθελα να σε ρωτήσω και κρατήθηκα ως τώρα, μη ξέρεις τι γίνεται ο Σταύρος του Γιαλή, ο γιος της Σκεύως;
Ο Γιάννης ο Μπρίκος αμέσως ανεγνώρισε το πρόσωπο που μιλούσε.
- Α! συ είσαι, είπε… και πώς αυτό;
- Σώπα τώρα… και θα σου πω… Πες μου τι γίνεται ο Σταύρος…
- Ο Σταύρος… είπαν πως… ήταν άρρωστος… ποιος ξέρει… τραύλισε ο Γιάννης, εδώ, όπως καταντήσαμε, ποιος ρωτά για τον άλλον, αν ζει ή αν πέθανε;
Το πρόσωπο που παρουσιαζόταν ως βαρδιάνος, έριξε σπαρακτική κραυγή απελπισίας και ένωσε με αγωνία τα χέρια.
- Ο Σταύρος πέθανε! είπε.
Ο Γιάννης ανένευσε.
- Όχι, δεν είπα τέτοιο πράμα, είπε, σου λέω την αλήθεια…
Τι, θέλεις να σε περιγελώ; Δεν ξέρω που είναι και τι γίνεται.
Ο μπαρμπα-Σταμάτης ο Γυρατσίνης ησύχασε εν μέρει.
Έπειτα αυτός και ο Γιάννης, αφού είχαν μεταφερθεί τα πράγματα στη βάρκα, επιβιβάστηκαν στη φελούκα του Μπρίκου και αποχαιρέτισαν από μακριά τον Αλέξη το Παποράκι.
Ο Γιάννης πήρε τα κουπιά, και ξεκίνησαν.
***
Από το βράδυ εκείνο, κατά το οποίο η θεια-Σκεύω, επιστρέφοντας από το σπίτι της Γερακίνας, άκουσε το δυσοίωνο άγγελμα, το οποίο της έστειλε με την άγουρη και ασυνείδητη σκληρότητά του ένα παιδί από μία βάρκα: «Θεια-Σκεύω Σαβουρόκοφα! ο γιος σου είναι άρρωστος στον Τσουγκριά από χολέρα…», η Σκεύω δεν άκουσε πλέον άλλη φωνή παρά αυτή και μόνη, που αντηχούσε στα ενδόμυχά της και είχε χαραχθεί με πύρινους χαρακτήρες στη μητρική καρδιά της και δεν έζησε πλέον άλλη ζωή, παρά την συνεχόμενη με τη ζωή και με το θάνατο του γιου της και αντανακλώμενη από την κινδυνεύουσα ύπαρξη εκείνου.
Επανήλθε η έρημη στο σπιτάκι της.
Πώς βρήκε το δρόμο; Πού πάτησε; Από πού πέρασε; Ποιος θυμόταν;
Άνοιξε την πόρτα της.
Πώς μπόρεσε να γυρίσει το κλειδί στην κλειδαρότρυπα;
Μπήκε. Πώς δεν έπεσε στην μέση του δρόμου;
Γονάτισε εμπρός στην Παναγίτσα της, τη μικρή ασημωμένη Παναγίτσα, την ίση με το τρυφερό και λευκό μέτωπο τριετίζουσας αθώας κόρης.
Γονάτισε εμπρός στον Αι-Νικόλα της, εκείνον που υπήρξε συνταξιδιώτης του άνδρα της στα ταξίδια, συγκολυμβητής και σωτήρας στα ναυάγια. Κράτησε το μέτωπο της με τα δύο χέρια για να μην εκραγεί, τους κροτάφους της για να μη ραγισθούν, την καρδιά της για να μη σταματήσει. Δοκίμασε να κάμει το σημείο του Σταυρού και το χέρι της το δεξιό ήταν μολύβδινο. Δοκίμασε να πει το «Κύριε Ιησού Χριστέ» και η γλώσσα της δεν γύριζε και τα χείλη της δεν κινούνταν, μόνο η έννοια της προσευχής σχηματιζόταν ευτυχώς στο νου της. Έπειτα άφησε αίφνης μία κραυγή και άρχισαν να τρέχουν ποταμός τα δάκρυά της. Τότε αισθάνθηκε ανακούφιση και συνέλαβε μικρή ελπίδα. Προσευχήθηκε αρκετή ώρα για το παιδί της –διότι αλίμονο! - δεν αμφέβαλλε ότι η κλήρα της είχε πει την αλήθεια και ούτε αισθανόταν την ανάγκη να ζητήσει επιβεβαίωση της είδησης. Έμεινε επί ώρες γονατιστή και όταν επήλθε η κούραση και ξαπλώθηκε αυθόρμητα στο μικρό στρωμένο χαμηλό σοφά της, τότε πήρε μία απόφαση και είπε μεγαλοφώνως:
«Βαρδιάνος στα σπόρκα θα πάω. Βαρδιάνος στα σπόρκα!»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ
Ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα. Η θεια-Σκεύω πήγε να ανταμώσει τη θυγατέρα της την άκληρη, που είχε το σπίτι της στο άλλο άκρο του χωριού.
Η γυναίκα αυτή, είχε ένα ανδράδελφο, που ήταν φύλακας του λοιμοκαθαρτηρίου.
Τώρα, όπως ήταν επόμενο, ήταν γνωστός μόνο κατ΄όνομα, πράγματι δε διέμενε στην πόλη και ήταν υπηρέτης του επιστάτη του λοιμοκαθαρτηρίου.
Διότι εκτάκτως, για την περίσταση, είχε διορισθεί επιστάτης του λοιμοκαθαρτηρίου ο κ. Ρώνυμος, άνθρωπος από ιστορική οικογένεια, όπως λεγόταν.
Η θεια-Σκεύω δεν είπε τίποτε στην θυγατέρα της, παρά μόνο ότι έμαθε ότι είχε έλθει ο Σταύρος και ότι ήταν στην καραντίνα. Της είπαν μάλιστα, ότι ήταν λίγο άρρωστος, αλλά δεν είχε φόβο.
Η κόρη της η άκληρη, δεν έδειξε μεγάλη συγκίνηση άμα άκουσε το άγγελμα τούτο.
Αυτή είχε καταδαπανηθεί σωματικά και χρηματικά όλη, στα λουτρά της Αιδηψού, σε ιατρικά και βότανα, προσπαθώντας να αποκτήσει κληρονόμο. Όλα τα άλλα πράγματα μετρίως την ενδιέφεραν.
Άρχισε να διηγείται στη μητέρα της, ότι το τελευταίο βότανο, το οποίο της είχε δώσει ο εμπειρικός της γειτονιάς, της έφερε κακά συμπτώματα.
Η Σκεύω τη συμβούλευσε για εκατοστή φορά να είναι προσεκτική, να φυλάγεται από φάρμακα και να έχει πεποίθηση ότι, μόνο αν είναι θέλημα Θεού, θα αποκτήσει κληρονόμο.
Έπειτα η γριά, ζήτησε να ανταμώσει τον ανδράδελφο της κόρης της, με πρόφαση, ότι ήθελε να πάρει πληροφορίες για το Σταύρο και να του ζητήσει να την ευκολύνει, αν ήθελε να του στείλει κάτι τι στην καραντίνα.
Η νεαρή γυναίκα έστειλε μια φτωχή, η οποία ζούσε εκτελώντας διάφορες υπηρεσίες στα σπίτια της γειτονιάς, στην κατοικία του επιστάτη του λοιμοκαθαρτηρίου, για να βρει τον ανδράδελφό της.
***
Ο φύλακας της επιστασίας, που περνούσε αρκετές ώρες κάθε μέρα μαγειρεύοντας στο σπίτι του επιστάτη και το υπόλοιπο της ημέρας δαπανούσε στο απέναντι καπηλειό, όπου πήγαινε για να ψωνίσει, δεν ήταν άνθρωπος δυσεύρετος.
Ακριβώς στις οκτώ η ώρα το πρωί, όταν έφτασε η απεσταλμένη της νύφης του, ο μπαρμπα-Νίκας βρισκόταν στην τρίτη επίσκεψη του στο καπηλειό.
Είχε πάει πολύ πρωί, για να αγοράσει κάρβουνα.
Ο μικρός παντοπώλης, του ζύγισε μία οκά κάρβουνα.
Ο μπαρμπα-Νίκας, διέταξε εντωμεταξύ να του βάλει το σύνηθες πρωινό του ρούμι. Ο κάπηλος του έβαλε το ρούμι. Ο μπαρμπα-Νίκας το ήπιε και συγχρόνως άναψε το τσιγάρο του. Έπειτα τον διέταξε να του βάλει ένα δεύτερο ρούμι, «το ταχτικό του». Ο κάπηλος του έβαλε.
Ο φύλακας της επιστασίας το ήπιε, πήρε το δοχείο με τα κάρβουνα, ανέβηκε στο σπίτι του προϊσταμένου του, άναψε φωτιά για να του ψήσει τον πρωινό καφέ του. Έπειτα κατέβηκε στο μικρό παντοπωλείο για να αγοράσει ζάχαρη. Ο μικροκάπηλος του έβαλε τη ζάχαρη. Έπειτα ο μπαρμπα-Νίκας είπε:
«Για, βάλε μου ακόμη ένα ρούμι». Ο κάπηλος του έβαλε το ρούμι.
Ο μπαρμπα-Νίκας το ήπιε, έπειτα έστριψε το τσιγάρο του και διέταξε ακόμη ένα ρούμι.
«Αυτό θα τραβήξω ακόμη, είπε, είναι γιατρικό».
Το ήπιε και είπε στον κάπηλο να περάσει τα τέσσαρα ρούμια στα ψώνια του προϊσταμένου του.
Μετά μία ώρα, ο προϊστάμενος νίφτηκε, ντύθηκε, κάπνισε τέσσερα τσιγάρα, του πέρασε το μαχμουρλίκι και πήγε στο καφενείο για να πιει το δεύτερο καφέ.
Μόλις ο προϊστάμενος έστριψε την πρώτη γωνία του παραθαλάσσιου δρόμου και ο μπαρμπα-Νίκας έδειξε την κόκκινη μούρη του, με τα μεγάλα μουστάκια και τον μεγάλο κούκο τον οποίο φορούσε, πάνω από το πτερύγιο του εξώστη.
Κατέβηκε στο μικρό καπηλειό για να ψωνίσει για το μεσημβρινό γεύμα του προϊσταμένου του.
Είπε στον κάπηλο να του βάλει λάδι και βούτυρο και ρύζι. Ο κάπηλος του τα ετοίμασε. Ο μπαρμπα-Νίκας διέταξε να του βάλει ένα ρούμι, «το δυναμωτικό του» και ο κάπηλος του το έβαλε.
Έπειτα στρώθηκε στο καπηλειό, κάπνισε αργά το τσιγάρο του και διέταξε να του βάλει «το ούλτιμο».
Ο κάπηλος του το έβαλε.
Ο μπαρμπα-Νίκας το ρούφηξε.
Την ίδια στιγμή έφθασε η γυναίκα την οποία είχε στείλει η νύφη του, η θυγατέρα της Σκεύως.
Η γυναίκα τον κάλεσε έξω απ΄την πόρτα και του μίλησε:
- Εγώ δεν αδειάζω ούτε ίσα με το καπηλειό να κατεβώ, απήντησε ο μπαρμπα-Νίκας, πες της συμπεθέρας πολλά χαιρετίσματα, αν αγαπά, ας κοπιάσει εκείνη να μου πει τι θέλει, γιατί εγώ μαγειρεύω του αφεντικού και δεν αδειάζω ούτε στο καπηλειό να κατεβώ, να πιω κι εγώ ένα ρούμι.
Η γυναίκα έφυγε.
Ο μπαρμπα-Νίκας επέστρεψε στο καπηλειό και διέταξε τον κάπηλο να του βάλει «το κόντρα ούλτιμο».
Το ήπιε, είπε στον κάπηλο να περάσει τα τρία ρούμια στα ψώνια του αφεντικού και παίρνοντας τα ψώνια ανέβηκε στο σπίτι.
***
Αποτέλεσμα της συζήτησης της Σκεύως και του Νίκα, η οποία έγινε στον εξώστη του σπιτιού του επιστάτη, ήταν ότι ο μπαρμπα-Νίκας συγκινήθηκε μέχρι δακρύων στην απίστευτη ανακοίνωση, την οποία του έκαμε η γριά συμπεθέρα του.
Ο μπαρμπα-Νίκας ήταν αγαθός κατά τα άλλα άνθρωπος και ένα μόνο ελάττωμα είχε, ότι, ενώ ο προϊστάμενος του είχε άδεια να περνά μόνο τρία ή τέσσαρα το πολύ ρούμια την ημέρα στον λογαριασμό των ψώνιων του επιστάτη, αυτός περνούσε συνήθως το διπλάσιο, ενίοτε και παραπάνω.
Ο μπαρμπα-Νίκας διαμαρτυρήθηκε ασθενώς, κατά του παράδοξου σχεδίου της Σκεύως, έπειτα ενέδωσε, υποσχέθηκε την εγκάρδια συνδρομή του και την απέπεμψε.
Μετά την αναχώρηση της Σκεύως, ο μπαρμπα-Νίκας, στενοχωρημένος, κατέβηκε στο καπηλειό, σφουγγίζοντας τους υγρούς οφθαλμούς του, άναψε ένα τσιγάρο και διέταξε τον κάπηλο να του βάλει «το πρίμο σεγκόντο».
Το μεσημέρι, όταν έφθασε ο επιστάτης από το καφενείο, όπου είχε παίξει τρεις ρωσικές πρέφες και δύο πικέτα και είχε συζητήσει επί δύο ώρες πολιτικά, ο μπαρμπα-Νίκας, που εξακολουθούσε να είναι συγκινημένος ακόμη από την με τη Σκεύω συζήτηση και που δεν είχε κατεβεί πλέον στο καπηλειό, αφότου ήπιε το «πρίμο σεγκόντο», έστρωσε το τραπέζι στον προϊστάμενό του, τον υπηρέτησε με έκτακτη προθυμία και περιποίηση, τον άφησε να φάει και στα επιδόρπια, αφού ο κ. Ρώνυμος έφαγε τρία τεμάχια εκλεκτού ροδάκινου και ήπιε δύο ποτήρια ευώδους μοσχάτου, ο μπαρμπα-Νίκας έφερε τρεις γύρους γύρω από το τραπέζι και έπειτα άρχιζε να προοιμιάζει τον προϊστάμενο του διά μία μικρή υπόθεση.
Αυτός απαιτήσεις πολλές δεν είχε. Δεν ήταν σαν μερικούς άλλους, οπού δεν αφήνουν ήσυχους τους προστάτες τους, με τις ατελείωτες απαιτήσεις τις οποίες παρουσιάζουν.
Περιπλέον, ήξερε να γνωρίζει χάρη στον ευεργέτη του. Δεν έμοιαζε με άλλους, οπού γίνονται γη να τους πατήσεις, ενόσω έχουν την ανάγκη σου κι ύστερα, όταν τους παρακαλέσεις για ασπρού πράμα, «πού σ’ είδα, πού σε ξέρω».
Αυτός ήξερε να διατηρεί την ευγνωμοσύνη προς τον καλοθελητή του εφ’ όρου ζωής του.
Ένας πτωχός συγγενής του, του είχε φορτωθεί –μα είναι αλήθεια και αξιολύπητος –ο μπαρμπα-Σταμούλης ο Καρδαράκης, έτσι τον λένε.
Μπορεί να μην είναι και δύσκολο αυτό που ζητεί, μα σ’ αυτόν, αλήθεια, φαίνεται μεγάλο πράμα.
Γνωρίζει πολύ καλά, ότι τον κύριο επιστάτη τον παραφορτώνονται πολλοί, με πολλές και μεγάλες απαιτήσεις.
Ας είναι. Λαβαίνει κι αυτός το θάρρος, να τον παρακαλέσει να του κάμει τη χάρη, να τον βάλει αυτόν τον συγγενή του, τον Σταμούλη Καρδαράκη, βαρδιάνο σε ένα από τα καράβια που είναι στην καραντίνα και που έρχονται καθημερινά. Θα το γνωρίζει μεγάλη χάρη του κυρ επιστάτη. Ημπορεί μάλιστα, αν δεν υπάρχει κατά το παρόν άλλη θέση, να τον συστήσει να μπει βαρδιάνος, να τον βάλει βαρδιάνο, σε αυτό το μεγάλο καράβι που ήρθε χθες, που είναι και ντόπιοι άρρωστοι από χολέρα, καθώς λέγουν, ένας Σταύρος του Γιαλή, γιος της Σκεύως, ο λοστρόμος του καραβιού και άλλοι, απάνω στο καράβι.
Μπορεί ο κύριος επιστάτης, σε συμφωνία με τον λιμενάρχη και με τον υγειονόμο, να υποχρεώσουν τον πλοίαρχο αυτού του καραβιού να πάρει και δεύτερο βαρδιάνο, σιμά στον πρώτο που πήρε, ως μεγάλο παρτίδα που είναι.
Και άλλα καράβια επήραν βαρδιάνους διπλούς.
Και αν δεν γίνεται πάλι στο ίδιο καράβι, να πάει δεύτερος, ας πάει σ’ ένα άλλο καράβι, απ’ αυτά που ήρθαν και έρχονται καθημερινά. Αυτό ήθελε να παρακαλέσει τον κύριον επιστάτη.
Αυτός δεν θα είχε το θάρρος ποτέ. Μα αυτός ο συγγενής του, εκείνος του παραφορτώθηκε.
Το σωστό είναι, ότι είναι πτωχός άνθρωπος και είναι αξιολύπητος. Σταμούλη Καρδαράκη, έτσι τον λένε.
Ο κ. Ρώνυμος, ανακεκλιμένος επί του καναπέ, κατά το ήμισυ άκουε τον υπάλληλό του και κατά το ήμισυ ρέμβαζε ή κοιμόταν.
Τέλος του απήντησε·
- Πώς μπόρεσες να πεις τόσα πολλά λόγια διά τόσον μικράν υπόθεση, μπαρμπα-Νίκα;…
Εσύ άλλοτε δεν συνηθίζεις να λες τόσα πολλά λόγια…
- Αλήθεια, απάντησε ο μπαρμπα-Νίκας… μα κι εγώ δεν το είχα σκοπό… Αυτός ο συμπέθερός μου, ο Σταμούλης ο Καρδαράκης…
-Ας είναι, είπε ο επιστάτης. Φέρε τον το βράδυ στο λιμεναρχείο και θα ιδούμε…
Ο μπαρμπα-Νίκας ευχαρίστησε και έφυγε.
***
Το βράδυ της ίδιας μέρας, που ήταν η 17 Αυγούστου, μικρόσωμο γεροντάκι, παρουσιάσθηκε ενώπιον του κυρ υγειονόμου, του επιστάτη του λοιμοκαθαρτηρίου και του λιμενάρχου, που είχαν συνέλθει σε συμβούλιο στο λιμεναρχείο.
Στον προθάλαμο βρίσκονταν πέντε ή έξι άλλοι γηραιοί, πρώην ναύτες, που περίμεναν να μάθουν αν έγινε δεκτή η προσφορά τους.
Ήταν όλοι υποψήφιοι φύλακες των υπό κάθαρση πλοίων, βαρδιάνοι.
Δεν άργησαν δε να μάθουν ότι ήσαν δεκτοί.
Το γεροντάκι, περί ου ο λόγος, φαινόταν προστατευόμενο από το φύλακα του λοιμοκαθαρτηρίου, τον μπαρμπα-Νίκα, ο οποίος, χωρίς να παρίσταται συνεχώς, χωρίς να φαίνεται ότι τον συνοδεύει, έμπαινε, έβγαινε, πλησίαζε στην πόρτα του θαλάμου όπου συνεδρίαζαν οι τρεις δημόσιοι λειτουργοί, πήγαινε κοντά στο γεροντάκι, έσκυβε στο αυτί του, έλεγε δύο λέξεις και έφευγε.
Τέλος, δόθηκε διαταγή να εισέλθουν αυτοί που περίμεναν.
Οι έξι γέροντες πρώην ναυτικοί, πλησίασαν ο ένας μετά τον άλλον στην πόρτα του ιδιαίτερου γραφείου, έβγαλαν τους κούκους τους, τα κασκέτα ή τα χονδρά σκιάδιά τους, είπε ο καθένας το όνομά του, γράφτηκε στο βιβλίο των υπό κάθαρση πλοίων καθώς και στο ιδιαίτερο βιβλίο των φυλάκων της καθάρσεως, πήρε μικρή προκαταβολή απέναντι του μισθού που θα λάβαινε ως βαρδιάνος και αποσύρθηκε.
Τελευταίος δόθηκε διαταγή να εισαχθεί ο μικρός γέροντας, τον οποίον φαίνετε ότι προστάτευε ο μπαρμπα-Νίκας.
Το γερόντιο, είχε ρυτίδες στο πρόσωπο και ήταν σπανό.
Φορούσε πλατειά βράκα, γελέκο και τσάκα από ξεθωριασμένο βελούδο. Φαινόταν σαν ζωντανός αναχρονισμός μεταξύ των άλλων ναυτικών, που φορούσαν συνήθως τα καθημερινά στενά αμπαδίτικα.
Σηκώθηκε με διστακτικό βήμα και πλησίασε στην πόρτα του εσωτερικού γραφείου.
Ο μπαρμπα-Νίκας τον συνόδευε κοντά από πίσω.
- Ποιος είν’ αυτός πάλι; είπε ο λιμενάρχης με δύσπιστο βλέμμα.
Πρώτη φορά τον βλέπω. Δεν μου φαίνεται για θαλασσινός.
- Α! εσύ είσαι, μπαρμπα-Σταμάτη Γυρατσίνη! φώναξε ο υγειονόμος, άμα είδε το γερόντιο.
- Εγώ είμαι, κυρ- υγειονόμε, απάντησε αποφασιστικά το γερόντιο.
- Δεν μου τον είπες Σταμάτη Γυρατσίνη, μπαρμπα-Νίκα, είπε αποτεινόμενος προς τον υπάλληλο ο επιστάτης του λοιμοκαθαρτηρίου.
Κάπως αλλιώς μου τον είπες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
- Ναι…ναι… Σταμάτης Γυρατσίνης ήθελα να πω, κύριε επιστάτη, είπε τραυλίζοντας ο μπάρμπα-Νίκας, δε θυμόμουν καλά το όνομα.
Ο επιστάτης παραξενεύθηκε.
-Τι συγγενής σου είναι αυτός, οπού δε θυμάσαι το όνομά του; είπε γελώντας ειρωνικά.
Ο μπαρμπα-Νίκας, άρχισε να ξύνει με αμηχανία το κεφάλι του.
Είχε κοιμηθεί δύο ώρες μετά το δειλινό και όταν σηκώθηκε, είχε πιει μόνο ένα ρούμι.
Ήταν σχετικώς νηφάλιος.
Αίφνης, το βλέμμα του έλαμψε, κάτι είχε σκεφτεί.
Έσκυψε προς τον επιστάτη και του είπε.
-Τον λένε και Καρδαράκη… μα είναι το παρατσούκλι και δεν το δέχεται ο ίδιος… το καθ’ αυτό του είναι Σταμάτης Γυρατσίνης.
-Α! έκαμε ο επιστάτης, που πείσθηκε εντελώς.
Εντωμεταξύ, ο υγειονόμος απεύθυνε εκ νέου τον λόγο προς τον μικρόσωμο γέροντα.
- Και τι γίνεσαι, Γυρατσίνη;… γεράσαμε, μπάρμπα-Σταμάτη, γεράσαμε…
- Γεράσαμε, κύριε υγειονόμε, τραύλισε το γερόντιο.
Ο υγειονόμος ήταν αγαθός γέρος, πάνω από εβδομήντα ετών, πρώην συνταξιούχος και τώρα είχε επανέλθει εκτάκτως στην υπηρεσία, ένεκα της περιστάσεως.
Τα χωριστά υγειονομεία είχαν καταργηθεί χάριν οικονομίας, σχεδόν παντού στο Κράτος, συγχωνευθέντα αλλού με τις λιμενικές και αλλού με τις τελωνειακές αρχές.
Ένεκα της χολέρας, όχι μόνο διορίστηκε επιστάτης του λοιμοκαθαρτηρίου, αλλά ανασυστήθηκε και το υγειονομείο του τόπου και διορίστηκε έκτακτος υγειονόμος, άλλος παρά τον υγειονομικό ιατρό, ο τέως συνταξιούχος, λαμβάνοντας τη σύνταξή του και μικρό επιμίσθιο.
Επί Όθωνος και πριν ακόμη, από της εποχής του Κυβερνήτη, είχε διατελέσει ο ίδιος υγειονόμος στο ίδιο μέρος, εντελώς αμετάθετος σχεδόν, επί τριακονταετία.
Γνώριζε όλους τους κατοίκους της πολίχνης και μάλιστα τους συνομήλικους με αυτόν, μόνο ότι δεν θυμόταν πλέον ποιοι ζούσαν ακόμη και ποιοι είχαν πεθάνει.
Στα χάσματα αυτά της μνήμης, συνετέλεσαν και οι μικρές διαμονές τις οποίες είχε κάμει τελευταία στην Αθήνα, χάριν της συντάξεώς του και του βαθμού του. Διότι συν τοις άλλοις ήταν υπολοχαγός της φάλαγγας των Αγωνιστών. Αλλά επειδή ήταν γέρος και έπασχε στην όραση, εξέλαβε τον Σταμούλη Καρδαράκη ως Σταμάτη Γυρατσίνη.
Ο τελευταίος ήταν πεθαμένος προ πολλού, αλλά ο γέρος υγειονόμος τον νόμιζε ζωντανό.
Ο δε Σταμούλης Καρδαράκης είχε, ως φαίνεται, συμφέρον να μη βγάλει τον υγειονόμο απ΄ την απάτη.
Πράγματι, εκείνος τον οποίον ο μπαρμπα-Νίκας είχε συστήσει στον προϊστάμενό του ως Σταμούλη Καρδαράκη, δέχθηκε το χηρεύον όνομα που δόθηκε σ΄αυτόν από τον υγειονόμο ως αίσιο και από Θεού σταλμένο και δεν θα το άλλαζε με όλα τα ονόματα του κόσμου, ούτε με το δικό του.
Τα υπόλοιπά διεξήχθησαν με σχετική ευκολία.
Μόνο ο λιμενάρχης, γηραιός πλωτάρχης του Βασιλικού Ναυτικού, φαινόταν να έχει υποψίες.
Κοίταζε δύσπιστα το γερόντιο κι έλεγε: Αυτός μοιάζει σαν γριά ζαρωμένη.
Μετά μερικές άλλες διατυπώσεις, δόθηκε το χαρτί του διορισμού στο Σταμάτη Γυρατσίνη, δόθηκε σ΄αυτόν προκαταβολή από δύο τάλιρα και ο νέος διορισθείς βαρδιάνος διατάχθηκε να είναι στη θέση του, εντός της επομένης ημέρας.
***
Πράγματι, ο Σταμάτης Γυρατσίνης ή Καρδαράκης, επιθυμούσε να φθάσει στην καραντίνα «σύνταχα το πρωί», νύκτα ακόμη, ει δυνατόν περί τα χαράματα.
Αλλά επειδή τούτο δεν ήταν εύκολο, καθόσον οι λεμβούχοι δεν εδύναντο να έχουν πράγματα, τα οποία θα μετέφεραν έτοιμα, πριν την ανατολή του ήλιου, για τούτο το μυστηριώδες υποκείμενο κρύφτηκε όλη την ημέρα στην φωλιά του ή στο σπίτι του - διότι δεν αγαπούσε, φαίνεται, το φως - και μόνο την εσπέρα, περί τη δύση του ήλιου, επιβιβάσθηκε στη βάρκα του Αλέξη.
Τον Αλέξη το Παποράκι, τον είχε συμφωνήσει για τη μεταφορά του νέου διορισμένου βαρδιάνου στην ερημόνησο, ο πρόθυμος μπαρμπα-Νίκας, αφού είχε πιει μαζί του δύο «δυναμωτικά», ένα «ταχτικό», το «ούλτιμο» και το «πρίμο σεγκόντο».
Με τη διπλωματία δε των φρόνιμων ανθρώπων, οι οποίοι σπεύδουν να εκμυστηρευθούν και να πουλήσουν εμπιστοσύνη εκεί όπου προβλέπουν ότι δεν θα περάσει η ψευτιά, αποφάσισε να διηγηθεί τα πράγματα στον πορθμέα.
Ο Αλέξης το Παποράκι βεβαίως, δεν θα εξελάμβανε τον Καρδαράκη ως Γυρατσίνη, ακόμη λιγότερο εδύνατο να εκλάβει την Σκεύω την Σαβουρόκοφα ως μπαρμπα-Σταμούλη Καρδαράκη και για τούτο ο μπαρμπα-Νίκας, προτίμησε να διηγηθεί όλη την αλήθεια στον Αλέξη.
Ο Αλέξης το Παποράκι, έκαμε το σταυρό του ανάποδα, τον έκαμε με το ζερβί το χέρι και τέλος το χώνεψε. Επιτέλους τι τον έμελε αυτόν;
Ήθελε η θεια-Σκεύω να πάει βαρδιάνος στα καράβια τα σπόρκα, ας πήγαινε.
Αυτός θα τη μετέφερε στην ερημόνησο, θα την ξεμπαρκάριζε στον κάβο και ας έκανε καλά.
Τρέλα γυναικεία ήταν και αυτό, καθώς τόσες άλλες. Της είχε καρφωθεί στο νου και δεν μπορούσε να ησυχάσει, πριν φθάσει στην καραντίνα και βρει το γιο της.
Είδηση περί αυτού, τι γινόταν, δεν μπόρεσε να λάβει ούτε από τον Αλέξη, ούτε από άλλον βαρκάρη, ούτε από αυτήν την υγειονομική υπηρεσία διά μέσου του Νίκα.
Αυτή θα πήγαινε στην καραντίνα, στα καράβια τα σπόρκα. Αν ζούσε ο γιος της, θα τον εύρισκε. Αν ήταν για ζωή, αυτή θα τον υπηρετούσε, αυτή και όχι άλλος θα τον νοσήλευε. Θα βοηθούσε το έργο της θείας Πρόνοιας, αν ήταν από Θεού να ζήσει. Τη χολέρα αυτή δεν τη φοβόταν. Είχε υποφέρει ήδη μία φορά όχι πολύ βαριά από χολέρα και είχε γλυτώσει, νέα ακόμη, το 1848, όταν η φοβερή νόσος ενέσκηψε στη μικρή παραθαλάσσια πολίχνη.
Επιτέλους, ας κολλούσε τη χολέρα, δεν την έμελε. Ας ζούσε το παιδάκι της και ας πέθαινε αυτή. Αν ήταν πάλι για θάνατο, Θεός να το φυλάει το παιδί της, τότε θα το έβλεπε, θα πέθαινε στα χέρια της, δεν θα είχε παράπονο. Φθάνει μόνο να τον πρόφθανε ζωντανό και δεν θα το είχε παράπονο.
Τέλος αποφάσισε να κάμει το παράτολμο τούτο διάβημα και τα πράγματα έρχονταν ευνοϊκά ως τώρα.
Η καρδιά της ήταν ζεστή. Μόνο κρύωσε κάπως, όταν έφτασε στην ερημόνησο και βρήκε το Γιάννη το Μπρίκο, το γείτονά της.
Κατ’ αρχάς χάρηκε όταν τον είδε. Μόνο πόσο άτυχα της φάνηκε, όταν εκείνος δεν ήξερε, όπως έλεγε, τι γίνεται ο γιος της, ο Σταύρος της.
Αυτό δεν ήταν καλό σημείο. Ή έλεγε την αλήθεια και αυτό δεν ήταν παρήγορο, ούτε καθησυχαστικό ή είχε αποθάνει ο Σταύρος και δεν ήθελε να το μαρτυρήσει.
Στο πέραμα το μεταξύ των τριών κάβων, από τον έξω κάβο έως το μέσα κάβο του Αγίου Φλώρου και από το μέσα κάβο, ως τον Λαλαριά, ο Γιάννης ο Μπρίκος, τραβούσε τα κουπιά, καθισμένος στα κάργα και λιανοτραγουδούσε μέσα του παλιά ναυτικά τραγούδια.
Δεν ρώτησε ούτε μία λέξη για τη γυναίκα του τη Γαρουφαλιά, μετά τα τυπικά χαιρετίσματα, τα οποία του είχε πει η θεια-Σκεύω. Δεν τον έμελε αν ο κόσμος υπέφερε γύρω του ή πέθαινε, αν έπασχε από χολέρα ή από πείνα ή από άλλα δεινά. Αυτός τραγουδούσε τους παλαιούς σκοπούς του.
Η θεια-Σκεύω, για να τον ευχαριστήσει, άρχισε να του διηγείται πως η γυναίκα του είχε τρομάξει άμα έμαθε ότι αυτός είχε σπορκαρισθεί, πως υποπτευόταν και φοβόταν μη πάθει κακό και πως αυτή, η Σκεύω, πήγε στο σπίτι της για να της δώσει θάρρος, λέγοντας μάλιστα σ΄αυτή ότι ο άνδρας της, ο Γιάννης και ο Σταύρος, ο γιος αυτής, της Σκεύως, θα ήσαν μαζί στην καραντίνα…
- Βέβαια, θα έβαλε τις φωνές και μάζωξε τον κόσμο πάλι!… ανέκραξε ο Γιάννης ο Μπρίκος, που θυμόταν ίσως και άλλη παραπλήσια περίσταση.
Ήταν ανάγκη, κατάλαβες, να φωνάξει, για να την ακούσουν πως ο άνδρας της εσπορκαρίστηκε κι έμεινε στην καραντίνα. Δεν πάει να κουρεύεται;
Η θεια-Σκεύω δάγκασε τη γλώσσα της και κοίταξε φοβισμένη τον πορθμέα. Δεν είχε υπολογίσει ότι η διήγησή της ήταν πιθανό να εξοργίσει το Γιάννη.
-Εσείς οι γυναίκες, κατάλαβες, με συμπαθάς να σου πω, θεια-Σκεύω, δεν έχετε κουκούτσι μυαλό!
Πώς δεν μπαρκάρισε κι αυτή να ’ρθεί να με βρει, καθώς μπαρκάρισες του λόγου σου κι ήρθες να βρεις το γιο σου!
Πώς δε φόρεσε κι αυτή αντρίκεια, καθώς του λόγου σου!
Τότε πια θα είχαμε δυο χαρές… και τρεις τρομάρες.
Τώρα τα έχουμε μεριά, τότε θα τα κάναμε σωστό φόρτωμα.
- Φόρτωμα σας είναι οι γυναίκες σας! είπε με τόνο επίπληξης η θεια-Σκεύω.
- Φόρτωμα! σωστό φόρτωμα! απήντησε ο Γιάννης ο Μπρίκος.
Δεν είναι άλλο χειρότερο φόρτωμα, χειρότερο πανωσάμαρο απ’ τις γυναίκες.
Του λόγου σου πάλι, τι σου ήρθε, να ’χουμε καλό ρώτημα, θεια-Σκεύω, να φορέσεις τις βράκες του σχωρεμένου του μπαρμπα-Γιαλή και να κοπιάσεις στην καραντίνα, να περάσεις για βαρδιάνος στα σπόρκα;
Η θεια-Σκεύω, απάντησε με τόνο που έδειχνε ότι η συζήτηση ήταν ενοχλητική γι αυτήν.
-Κάθε μια χριστιανή, αυτή μοναχή ξέρει τον πόνο της…
-Και τι θα κάμεις του λόγου σου τώρα με την καραντίνα;
Εδώ καράβια χάνονται, θεια-Σκεύω.
- Θυμήθηκες συ γείτονας να πεις, θυμηθήκατε κανένας από σας τους πατριώτες, να μου στείλετε ένα μαντάτο, να μάθω τι γένεται ο Σταύρος;
- Και ποιος ξέρει εδώ τι γίνεται ο άλλος, θεια-Σκεύω;
Εδώ είναι, ποιος ξέρει πόσες χιλιάδες κόσμος… Κοίταξε πόσα καράβια!
Ο Γιάννης έδειχνε τη σειρά των έξι επτά μεγάλων πλοίων τα οποία είχαν φτάσει από δύο ημερών και ήταν αγκυροβολημένα σε απόσταση πολλών οργιών από την ακτή, δεξιά της φελούκας που έπλεε νότια.
***
Η Σκεύω τα είδε όλα τα καράβια τα οποία της έδειχνε ο Γιάννης και της φάνηκαν πολλά, πάμπολλα, παραπάνω από εκατό.
Αριστερά, κατά μήκος της ακτής, ήταν αραδιασμένα εικοσιπέντε ή τριάντα μικροκάικα διαφόρου σκαριού και αρματωσιάς, γολετιά, βρατσέρες, τρεχαντήρια, κότερα, τσερνίκια, τράτες, σκαμπαβίες και βάρκες.
Η Σκεύω τα είδε και της φάνηκαν πολλά, αμέτρητα, παραπάνω από πεντακόσια.
Η σελήνη που μόλις είχε ανατείλει, μοίραζε το φως της μεταξύ της ψηλότερης σύδενδρης κορυφής της ερημονήσου και του φωσφορίζοντος και φλοισβίζοντας από την ελαφρά αύρα κύματος, έριχνε άφθονες τις ακτίνες της στα στίλβοντα ξάρτια των μεγάλων πλοίων και άφηνε στη σκιά, υπό την σκοτεινή ακτή, τη μακρά σειρά των μικρών πλοίων.
Μερικά φώτα έλαμπαν δεξιά κι αριστερά πάνω στα πλοία.
Ηρεμία και σιωπή, εκτός από κάποιες αραιές φωνές, επικρατούσε στα πλοία, συγκεχυμένη δε βοή σηκωνόταν από το έδαφος της μικρής νήσου.
Η φελούκα είχε φθάσει ήδη αντίκρυ στο Λαλαριά, μεγάλη ίσαλο πεδιάδα γεμάτη χονδρά και στιλπνά χαλίκια, πάνω στα οποία το φέγγος της σελήνης πέφτοντας, προσέδιδε γλυκιά μελαγχολική όψη. Κοντά εκεί στην ίδια πεδιάδα, εκεί που άρχιζε το χόρτο να φύεται και θάμνοι να έρπουν, από τον Λαλαριά και πάνω, φαίνονταν πέντε ή έξι πρόχειρες σκηνές, με παλιά καραβόπανα, με κουπιά και με κοντάριακατασκευασμένες.
Φώτα έλαμπαν στο ίδιο μέρος.
Εκεί είχαν βρει προσωρινή στέγη στην ξηρά οκτώ ή δέκα οικογένειες, οι πρώτες που ήλθαν πριν από δύο ή τρεις μέρες.
Διότι δεν είχε γίνει ακόμη η μεγάλη συρροή, η οποία άρχισε μετά τρεις ή τέσσερις ημέρες.
Και ο Γιάννης ο Μπρίκος μιλούσε για χιλιάδες κόσμο, σαν να προέλεγε το μετ’ ολίγον μέλλον, διότι πράγματι περιμένονταν πάμπολλα πλοία να καταπλεύσουν σε λίγο καιρό και μεγάλο θα ήταν το πλήθος των ταξιδιωτών που θα έφερναν αυτά.
Όχι μακριά από το Λαλαριά αγκυροβόλησε η φελούκα του Γιάννη του Μπρίκου.
Ο βαρκάρης θαλάσσωσε ο ίδιος, έσυρε τη φελούκα λίγες σπιθαμές προς την άμμο.
Η γριά Σκεύω, σαν να θυμήθηκε τα νιάτα της, σηκώθηκε, πήδησε ελαφρά στην άμμο, έβρεξε λίγο τα πασουμάκια της στο κύμα, έκαμε το σημείο του σταυρού και είπε: «Πάντα κατευόδιο!»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ
Το πρωί της μέρας εκείνης, που ήταν η 18η Αυγούστου, ημέρα Τετάρτη της εβδομάδας, μνήμη των Αγίων μαρτύρων Φλώρου και Λαύρου, περί το χάραμα, όταν ο πάτερ Νικόδημος ο Μανασσής ξύπνησε και κατέβηκε στον ευκτήριο οίκο για να ψάλει τον όρθρο (δεν υπήρχε ναΐσκος στο μικρό μετόχιο, αλλά μόνο ευκτήριος οίκος, χωρίς θυσιαστήριο και καταπέτασμα), θυμήθηκε την ημέρα και παρεκάλεσε, όπως είπαμε, τους δύο Αγίους να ελευθερώσουν τον κόσμο από τη χολέρα, ελευθερώνοντας αυτόν από τους χολεριασμένους, όπως τον παλαιό καιρό είχαν ελευθερώσει τον κόσμο από τη νοητή χολέρα, την ειδωλολατρία, που ήταν άριστοι τεχνίτες λιθοξόοι και λαβαίνοντας παραγγελία από τον ηγεμόνα να κτίσουν ναό ειδωλολατρικό, γκρεμίζοντας δε κάτω τα είδωλα, και αναστηλώνοντας τη λατρεία του Χριστού, ψάλλοντες συγχρόνως:
«Δόξα σοι Χριστέ ο Θεός, αποστόλων καύχημα, μαρτύρων αγαλλίαμα…»
Ο πάτερ Νικόδημος, διάβασε τον όρθρο κατά τον ιδιάζοντα σ΄ αυτόν τρόπο, με το κομποσκοίνι και της επ’ άπειρον επαναλήψεως του «Κύριε Ιησού Χριστέ».
Για τούτο δεν άνοιξε καν το Ωρολόγιο για να δει τίνος Αγίου μνήμη ήταν.
Ωρολόγιο είχε το νου του και τούτο αρκούσε. Ωροσκόπιο είχε τον έναστρο ουρανό, με την Πούλια, τον Πήχη, το άστρο του Βορρά και τους τόσους αστερισμούς του. Παρακλητική και Μηναίο είχε το κομποσκοίνι του.
Οι γονείς του δεν τον είχαν στείλει στο διδάσκαλο, όταν ήταν παιδί.
Είχε ανατραφεί στο βουνό. Είχε ζήσει στις βραχώδεις βουνοκορφές που οδηγούσε τις αίγες του και τελείωνε τις μέρες του στην ερημόνησο.
Την προηγούμενη της μέρας εκείνης (διότι η διήγησή μας κινδυνεύει ίσως να γίνει πρωθύστερος και υποπέσουμε σε κάποιες ανακρίβειες και χρονολογικές αντιφάσεις, γι αυτό επικαλούμαστε την επιείκεια των αναγνωστών) είχε φθάσει από την πολίχνη και ο μαστρο-Στάθης ο Χερχέρης, με όλους τους μαστόρους του.
Η ξυλική είχε μεταφερθεί την προηγούμενη εσπέρα, έξι ή επτά βαρκαδιές, με τις συνήθεις φελούκες.
Ο αρχιτέκτων έφθασε το πρωί και άρχισε μετά ζέσεως την εργασία του. Ήταν δε ανυπόμονος να τελειώσει τα παραπήγματα, αν ήταν δυνατόν, εντός της ημέρας.
Είχε υποχρεωθεί διά του συμβολαίου, που συντάχθηκε ευθύς μετά την δημοπρασία και διά των όρων αυτών της προκηρύξεως, να κατασκευάσει τριάντα μεγάλα παραπήγματα και πενήντα μικρότερα προς στέγαση των υπό κάθαρση ταξιδιωτών.
Το βράδυ της 18ης Αυγούστου περί της εννέα η ώρα, είχε φθάσει και η Σκεύω στην καραντίνα.
Η ταλαίπωρη γριά, πριν αποφασίσει να βάλει σε πράξη το παράτολμο σχέδιό της, είχε προσπαθήσει μέσω του μπαρμπα-Νίκα (και τούτο ήταν το πρώτο αίτημά της το οποίο υπέβαλε στη συζήτηση μαζί του) να κατορθώσει αν ήταν δυνατόν, να την παραλάβουν οι λεμβούχοι που εκτελούσαν τα καθημερινά ταξίδια στην ερημόνησο, για να τη ρίξουν απλώς επάνω στον κάβο του Αγίου Φλώρου και αυτή ευχαρίστως, θα δεχόταν να σπορκαρισθεί μαζί με τόσους άλλους χριστιανούς.
Αλλά είχε μάθει, ότι το πράγμα ήταν αδύνατον.
Αυστηρή απαγόρευση ήταν να μη πλησιάζει κανείς, εκτός των λεμβούχων και αυτών που είχαν ειδική άδεια, στο επιχολέριο νησί.
***
Στο ύψος του κάβου του Αγίου Φλώρου, είχε ιδρυθεί το πρωί της Τρίτης, 17 Αυγούστου, στρατιωτικός σταθμός, ενισχυμένος με απόσπασμα που είχε σταλεί πρόσφατα από τη Χαλκίδα.
Το απόσπασμα αποτελούταν από ένα ενωμοτάρχη, τρεις χωροφύλακες, ένα δεκανέα και εννέα οπλίτες του πεζικού. Μέρος του αποσπάσματος, στάθμευε διαρκώς πάνω στο λόφο, του υπερκείμενου της απώτερης ακτής, επί της οποίας αποβίβαζαν τα εμπορεύματα οι λεμβούχοι και όταν προσέγγιζε πλοίο που δεν είχε ειδική άδεια, ή άτομο περί του οποίου δεν είχε γνώση ο σταθμάρχης, αμέσως μία φωνή «Στοπ», ακουγόταν αποκάτω από τα πεύκα, όπου είχαν ιδρύσει το στρατόπεδο τους οι άνδρες του στρατού, ακουγόταν, παγώνοντας το αίμα του πλέον τολμηρού. Το βράδυ εκείνο, ο σταθμάρχης είχε μετρήσει από το πρωί ψηλά από τη σκοπιά του, έξι αποβιβασθέντες στην ερημόνησο και είχαν οδηγηθεί στο εσωτερικό του προσωρινού λοιμοκαθαρτηρίου.
Το έγγραφο το οποίο είχε λάβει το πρωί από το υγειονομείο, ανέφερε για επτά νέους βαρδιάνους που στρατολογήθηκαν χθες και επρόκειτο να φθάσουν εντός της σήμερον στην επιχόλερη νήσο, ο ενωμοτάρχης είχε μετρήσει από το πρωί έξι και απορούσε πως βράδυνε ο άλλος.
Τέλος έφθασε περί το απόγευμα, στο τελευταίο ταξίδι του, ο Αλέξης το Παποράκι.
Ο Αλέξης, τα είχε καλά με τους στρατιώτες, διότι δεν παρέλειπε ποτέ να τους φέρνει καπνό και ρούμι.
Όπως ήταν φυσικό, άμα πλησίασε στην ξηρά, δεν λησμόνησε για καλό και για κακό να φωνάξει με μεγάλη φωνή:
- Αυτός που φέρνω είναι ο έβδομος βαρδιάνος για σήμερα, κύριε σταθμάρχη!
- Καλά! απάντησε από κάτω από το πεύκο μία νυσταλέα φωνή.
Ο σταθμάρχης δεν σκοτίζετε να δει και εξετάσει ο ίδιος τον βαρδιάνο.
Αυτό δεν ήταν δική του δουλειά, ήταν του γιατρού.
Τι ανάγκη είχε αυτός να εξετάζει γέρους και πτωχούς ανθρώπους;
Ο γιατρός ήταν πράγματι η ανωτέρα αρχή, μέσα στο νησί.
Συνεννοείταν απ’ ευθείας με όλες τις αρχές έξω και συχνά έγραφε και στο υπουργείο των Εσωτερικών, διεκτραγωδώντας την κατάσταση.
Ο σταθμάρχης γέλασε τη στιγμή εκείνη, διότι του ήλθε η επόμενη σκέψη, για τα συμβαίνοντα, τα οποία του φαίνονταν ως το άκρον άωτον της ιατρικής επιθεωρήσεως:
«Να σε επιθεωρεί ο γιατρός, όχι για να πάρεις πράτιγο, αλλά για να μπεις καραντίνα… είναι σαν να σε δοκιμάζει, αν είσαι καλός για να χολεριασθείς!»
Πράγματι, ο γιατρός ενεργούσε ως ανώτερη αρχή μέσα στο προσωρινό λοιμοκαθαρτήριο και προς αυτόν οδηγείτο κάθε καινούργιος που ερχόταν, είτε ταξιδιώτης ήταν από τα μακρινά χολεριασμένα μέρη, είτε εργολάβος και έμπορος, ερχόμενος από το νησί για να πουλήσει την τέχνη του, είτε «βαρδιάνος για τα σπόρκα», φύλακας για τα επιχόλερα πλοία, στρατολογημένος από την υγειονομική αρχή.
Ο γιατρός, ηλικιωμένος, έχοντας υπερβεί το πεντηκοστό έτος είχε σπορκαρισθεί ακούσια, ερχόμενος τις πρώτες μέρες για να επιθεωρήσει τους επιβάτες και μη προφταίνοντας να φύγει εγκαίρως από την ερημόνησο, η οποία κηρύχθηκε επιχόλερος εντωμεταξύ.
Από τη Γερμανία καταγόμενος, είχε κατέλθει στην Ελλάδα κατά τα πρώτα έτη της βασιλείας του Όθωνος.
Από του 1845 είχε αποκατασταθεί στο νησί, είχε προσφέρει τις εκδουλεύσεις του στην χολέρα του 1848 και δεν είχε πάψει έκτοτε να αναφαίνεται παντού όπου ήταν χολέρα και καραντίνα.
Οι κατά καιρούς υπουργοί των Εσωτερικών, γνωρίζοντες την ικανότητά του, τον αποσπούσαν πολλές φορές από το νησί και τον έστελλαν με αδρό μισθό στα μεγάλα κέντρα των καθάρσεων στην Ελλάδα.
***
Ο αγαθός γιατρός, είχε ανάψει το μακριό τσιμπούκι του, με το κεχριμπαρένιο επιστόμιο, το οποίο είχε αχώριστο σε κάθε ταξίδι του και το οποίο ευτυχώς δυνήθηκε να μετάσχει του σπορκακισμού του κυρίου του.
Είχε μπήξει μικρή σκηνή πλησίον ενός πεύκου, προς τη ρίζα του λόφου, λίγο ποιο πέρα από το μέρος που ήταν οι άλλες πρόχειρες σκηνές.
Έξω από τη θύρα καθισμένος, πάνω σε ένα ξηρό ξύλινο στέλεχος (κούτσουρο), υπό το φως της σελήνης, ρέμβαζε βλέποντας τα κύματα της θάλασσας, αλλεπάλληλα να έρχονται, χορεύοντας και φεύγοντας, πάνω στα οποία αντανακλώνταν τόσες τρέμουσες σελήνες και τόσα μηκυνόμενα οφιοειδή φώτα κρέμονταν κάτω από τις τρόπιδες των αραγμένων πλοίων. Πίσω του το δάσος των πεύκων, αργυρούμενο στην κορυφή από το ωχρό μελαγχολικό φέγγος, αδιαπέραστο στο βάθος από τις ασθενείς ακτίνες του, θροούσε και μουρμούριζε από μύριες μυστηριώδεις δονήσεις από το ελαφρό φύσημα της αύρας της νυκτερινής.
Μεγάλη ήταν η θερμότητα, ο νότος είχε αρχίσει ήδη να πνέει και μόλις προς το βράδυ είχε κόψει ο άνεμος.
Πάνω στον ουρανό φαίνονταν προς δυσμάς και προς νότον κάποια νέφη μελαγχολικά και η ατμόσφαιρα, ημίγυμνη ακόμη με τα απομείναντα ράκη της άνοιξης, με τα πρώτα κιτρινίζοντα φύλλα του φθινοπώρου, φαινόταν να απαιτεί βροχή.
Ο κ. Βίλελμ Βουνδ, κάπνιζε γρήγορα και θορυβωδώς το τσιμπούκι του και έβγαζε μεγάλες τουλίπες καπνού από το στόμα, με πλαταγισμό των χειλιών, που κολλούσαν προς στιγμή γύρω από το μεγάλο παχύ καστανό μουστάκι του και ανερχόμενες ελικοειδώς στο προέχοντα προς το μέρος της σκηνής κοντινό κλωνάρι του πεύκου.
Φαινόταν κάπως πεισμωμένος και δεν απαντούσε στα πολλά σχέδια τα οποία του εξέθετε λεπτομερώς, καθισμένος αντίκρυ του, ο αρχιτέκτων Ευστάθιος Χερχέρης, που έφτασε την προηγούμενη ημέρα, ο οποίος περιέγραφε στο γιατρό την προσεχή εργασία του και εκθείαζε τα παραπήγματα τα οποία έμελλε να κατασκευάσει, ως τέλεια στο είδος τους.
Ο κ. Βίλελμ Βουνδ λικνιζόταν τερπόμενος από τη φωνή του αρχιτέκτονα, αλλά δεν πρόσεχε τις λέξεις και ενίοτε σφύριζε και μασούσε μισές βλασφημίες, τις οποίες ανακάτευε με τον καπνό του τσιμπουκιού του και τις έστελλε νοερώς εναντίον του υγειονόμου και των άλλων αρχών της νήσου.
Για εικοστή φορά, έβγαλε από την τσέπη του ένα έγγραφο το οποίο είχε λάβει το πρωί της ημέρας εκείνης από το υγειονομείο και ανάβοντας ένα κερί το διάβαζε.
Το έγγραφο έλεγε ότι αποστέλλονται αυθημερόν φύλακες για τα επιχόλερα πλοία, επτά τον αριθμόν, ο δείνα και ο δείνα, στον τόπον της καθάρσεως. Ο γιατρός δεν μπορούσε να καταλάβει πώς είχαν έλθει έξι, ενώ αναφέρονταν επτά και γιατί δεν είχε έλθει ο έβδομος.
Έπειτα δεν μπορούσε να καταλάβει ακόμη και αυτό τον φούρκιζε περισσότερο, τι συνέβαινε ως προς το όνομα του έβδομου.
Ο Βουνδ δεν είχε προσέξει κατ’ αρχάς στα ονόματα, ούτε τον ενδιέφεραν αυτά. Αλλά ήταν, εκτός της ιδιοτροπίας και του οργίλου χαρακτήρα, αγαθός ανθρωπος και χωρίς να το θέλει είχε ενδιαφέρον για τους πτωχούς ανθρώπους.
Χωρίς να το θέλει, γνώριζε, από εικοσαετίας διαμένοντας στον τόπο, όλα σχεδόν τα ονόματα της πολίχνης.
Του φαινόταν λοιπόν, ήταν βέβαιος μάλιστα, ότι ο ως έβδομος αναφερόμενος στο έγγραφο του φίλου του, του υγειονόμου, ήταν πεθαμένος προ πολλού. Συνήθεια δεν είχε βέβαια ο γιατρός να προπέμπει τους νεκρούς στις κηδείες. Αλλά είχε συνήθεια να εκδίδει πιστοποιητικά νεκροσκοπίας «ενταφιαστήρια» και για εκείνους τους νεκρούς τους οποίους είχε επισκεφθεί μέχρι των τελευταίων στιγμών τους και για εκείνους τους οποίους ουδόλως είχε επισκεφθεί.
Αυτόν δε, τον Σταμάτιον Γυρατσίνην, θυμόταν πολύ καλά ότι τον είχε επισκεφθεί πολλές φορές, ότι είχε πεθάνει στα χέρια του και ότι είχε εκδώσει πιστοποιητικό για την ταφή του.
Τι συνέβαινε λοιπόν;
Ή πρέπει να υπήρχε δεύτερος Σταμάτης Γυρατσίνης, εγγονός του πρώτου, αλλά τότε έπρεπε να έχει ηλικία είκοσι ετών και όχι εξήντα, η οποία αναγραφόταν στο έγγραφο ή ο δεύτερος Σταμάτης Γυρατσίνης θα ήταν ανιψιός ή πρωτεξάλφος του αποθανόντος και είχε το ίδιο όνομα.
Τον δεύτερον τούτον Σταμάτην Γυρατσίνην ουδέποτε εγνώρισε και ήταν περίεργος να τον γνωρίσει.
Το πράγμα του είχε κάμει δυσανάλογη εντύπωση, ίσως λόγω της μοναξιάς και του αποκλεισμού στον οποίο διατελούσε.
Αλλά μόλις είχε ανάψει το κερί, βήματα ακούστηκαν και ιδού παρουσιάζεται ο Γιάννης ο Μπρίκος, ο βαρκάρης, οδηγώντας τον καλούμενον Σταμάτιον Γυρατσίνην, που ακολουθούσε με δειλό βήμα.
Ο Γιάννης ο Μπρίκος, κρατούσε με το ένα χέρι φανάρι και με το άλλο κρατούσε το έγγραφο του διορισμού του βαρδιάνου, το οποίο είχε ζητήσει από τον καλούμενον Σταμάτην Γυρατσίνην να του παραδώσει, για να το δώσει στο γιατρό.
Πλησίασε, ενώ ο σύντροφός του έμεινε λίγα βήματα πίσω, χαιρέτισε και άπλωσε το φάκελο προς το γιατρό:
-Τι ντιάολο τέλεις πάλι; ανέκραξε άμα αναγνώρισε τον λεμβούχο ο γιατρός.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ
Ο Σταμάτης Γυρατσίνης, πολύ θα επιθυμούσε να απαλλασόταν αν ήταν δυνατόν απ΄την ανάγκη της επίσκεψης αυτής, αλλά δεν ήταν κατορθωτό το πράγμα.
Ο Γιάννης ο Μπρίκος του είχε δώσει να καταλάβει, ότι κάθε νέος ερχόμενος στον τόπο των καθάρσεων, όφειλε να παρουσιασθεί στο γιατρό και αν μάλιστα ήταν βαρδιάνος για τα καράβια τα σπόρκα, ο γιατρός θα τον δεχόταν, θα τον αναγνώριζε και θα τον τοποθετούσε οριστικά σε ένα από τα πλοία ή και έξω στην ξηρά, διότι δεν ήταν υποχρεωμένος να λαβαίνει υπόψη του τις διαταγές του κυρίου υγειονόμου ως προς τούτο.
Αυτός δε, ο Γιάννης ο Μπρίκος, ως εκτελών τα έργα του πορθμέως εντός του τόπου των καθάρσεων, είχε ατομική ευθύνη για την εκτέλεση της διατυπώσεως αυτής και αν παρέβαινε το καθήκον του, υπόκειτο σε φυλάκιση από δύο έως πέντε ετών, καθώς τον είχαν πληροφορήσει.
Το καλό μόνο ήταν, για τον Γυρατσίνη, ότι η παρουσίαση γινόταν νύκτα.
Το ακόμα καλύτερο ήταν, ότι θα δινόταν στο μυστηριώδες υποκείμενο, η ευκαιρία να μάθει αμέσως από τον γιατρό που ήταν και τι γινόταν ο Σταύρος.
***
Γι΄ αυτό λοιπόν, η Σκεύω ακολούθησε με ελπίδα και φόβο το Γιάννη και τα γόνατά της έτρεμαν.
Αφού διέσχισαν το πλάτος της αμμουδιάς, όπου τα πόδια βούλιαζαν ένα δάκτυλο μέσα στην άμμο και τα παπούτσια της γέμισαν από κόκκους άμμου, μπήκαν στο μονοπάτι που διαχαρασσόταν παρά την όχθη του αποξηραμένου βάλτου, ανάμεσα στις βουρλιές, κάτω από το φως της σελήνης, όπου το έδαφος σκούρο και λευκό γυάλιζε από την αναλαμπή.
Εκεί κοντά στο βάλτο, ανάμεσα σε τρεις βουρλιές και σε δύο συστήματα αγκαθωτών θάμνων, το χώμα φαινόταν πρόσφατα σκαμμένο και υπήρχαν δύο εξογκώματα γης, το ένα μακρότερο του άλλου, κοντινά μεταξύ τους, που αποτελούσαν μάλλον ένα εξόγκωμα σε δύο.
Η Σκεύω άρχισε να τρέμει, η μητρική καρδιά της ταράχθηκε και άρχισε να πάλλει ταχέως και ασθενώς και λιποψυχία κυρίευσε όλο το είναι της, τα μάτια της σκοτίσθηκαν και τα αυτιά της άρχισαν να βομβούν και στο ωχρό φως της σελήνης, δεν ήταν ορατή η ωχρότητα που έβαψε το πρόσωπό της.
Τα δίδυμα εκείνα εξογκώματα της γης, πολύ έμοιαζαν με δύο τάφους, με δύο τάφους νωπούς, πρόσφατα και ίσως αυθημερόν σκαφέντες.
Η Σκεύω έσκυψε και είδε καλύτερα και της φάνηκε ότι στην άκρη του ενός των δύο λάκκων προς δυσμάς, υπήρχε μικρός πρόχειρος σταυρός από καλάμι, με κλωστή δεμένος στο κέντρο.
Διότι ήταν αλήθεια και δεν επιδεχόταν άρνηση, ότι ο άγγελος που κρατά το μεγάλο δρέπανο είχε επισκεφθεί αυθημερόν την αποκλεισμένη νήσο.
Τα μεσάνυκτα προς το ξημέρωμα της Τρίτης είχε τανύσει αιφνιδίως τα φτερά του από τους απώτερους αόρατους κόσμους και είχε κατεβεί από τις πύλες του ουρανού και μετά από μόρια στιγμών χρόνου, ασύλληπτα στη διάνοια των θνητών, είχε φθάσει στην αφανή μικρή γωνία, την ταπεινή και άγνωστη και είχε ασκήσει το αστόμωτο δρεπάνι του στην κοπή της ζωής δύο αβρών πλασμάτων, των οποίων το βάρος δεν αισθανόταν χθες ακόμη η γη περισσότερο παρ’ όσον αυτά αισθάνονταν σήμερα επάνω τους το βάρος της γης.
Η μητέρα μόλις είχε εξέλθει προχθές ακόμη στον λειμώνα του κόσμου. Άνθος είχε κοπεί από τον κήπο τον παρθενικό και είχε εξαχθεί διά της πύλης του γάμου.
Το βρέφος μόλις είχε ανοίξει τους οφθαλμούς στο φως της ζωής.
Μητέρα ανεύθυνη και βρέφος άκακο, η μητέρα μετά τις τρικυμιώδεις συγκινήσεις του έρωτα, μετά τις γαλήνιες απολαύσεις του γάμου, μετά τις δεινοπάθειες της κυοφορίας, μετά τις ωδίνες του τοκετού, το βρέφος μετά την πρώτη αίσθηση του πόνου και την πρώτη φωνή του κλαυθμυρισμού, ανηρπάγησαν σε επουράνιες φωλιές, το τέκνο στις αγκάλες της μητέρας και αμφότεροι στο άγνωστο.
Ο γάμος είχε τελεσθεί στη Σμύρνη προ δέκα μηνών, το ζεύγος φεύγοντας τη χολέρα είχε επιβιβασθεί από τη Σμύρνη.
Κατά τον διάπλουν είχε επέλθει, άωρος ίσως ο τοκετός.
Το πλοίο, όταν έφτασε στον τόπο της καθάρσεως, έφερε δύο τρυφερά πλάσματα μόλις ζώντα, τη μητέρα χθες και πρώην κόρη, το βρέφος σχεδόν ασώματο.
Τα σώματα ημιθανή αποβιβάστηκαν στην ξηρά, αλλά η πραεία αύρα του δάσους δεν ήταν ικανή να ανακαλέσει τη φεύγουσα ζωή για να την αποδώσει στα δύο νεαρά όντα.
Η πνοή του αγγέλου, θωπευτικότερη και από την αύρα τη νυκτερινή, αποκοίμισε τα δύο αβρά πλάσματα και ο κραταιός βραχίονάς του απεκόμισε μακράν στους άγνωστους κόσμους τα δύο πνεύματα, το ενα καθ’ εαυτό μακάριο, το άλλο κατά μέθεξη ευδαίμον.
Ελαφρά η γη κάλυψε τα δύο νεαρά σώματα, θερμά ακόμη από την τελευταία επαφή της ζωής, θερμά από τους ασπασμούς του χηρεύσαντος νυμφίου, θερμότερα από τους ασπασμούς της απορφανισθείσας μητέρας, η οποία είχε συνοδεύσει στο ταξίδι την τέως ευτυχή κόρη. Και τα πνεύματα απέπτησαν και ίπταντο ακόμη μακριά, μακριά και ο άγγελος τα ανέβασε σε άγνωστους κόσμους και το κύμα της θάλασσας φλοίσβιζε από μακριά λικνίζοντας το αγνό βρέφος στην παγωμένη αγκάλη της μητέρας και η αύρα που έσειε τους θάμνους τόνιζε βαυκαλιστικό άσμα στον ύπνον της μητέρας και του τέκνου.
- Τίνος είν’ αυτός ο τάφος; Ποιος πέθανε; μπόρεσε να ρωτήσει με τρεμάμενη φωνή η Σκεύω.
Της δυστυχισμένης είχε κακοβάλει ο νους της για τον γιο της και γι αυτό ο φόβος και η μεγάλη ταραχή άμα είδε τους δίδυμους τάφους.
Ο Γιάννης ο Μπρίκος έστρεψε αδιάφορο βλέμμα προς τους τάφους, σιώπησε προς στιγμή, έβηξε και έπειτα είπε:
-Μια γυναίκα είχε πεθάνει σήμερα εδώ, με το παιδί της.
Σου είπα, θεια-Σκεύω, ποιος ερωτά εδώ ποιος θα ζήσει και ποιος είναι για πεθαμό;
- Και τι γυναίκα ήταν; ρώτησε καθησυχασμένη εν μέρει η Σκεύω.
- Σμυρνιά, θαρρώ, ήταν… ή Πολίτισσα… ποιος ξέρει… χθες είχε έρθει με το καράβι εκείνο εκεί.
Κι έδειχνε αντίκρυ ένα από τα πλοία.
-Πώς δε μου είπες, Γιάννη, εξακολούθησε η Σκεύω, πού είναι το καράβι που ’ν’ ο γιος μου μαζί;
Την ερώτηση αυτή ήθελε να υποβάλει προ πολλού, όταν έπλεαν μαζί επάνω στη φελούκα, αλλά την είχε προπάρει τόσο ο Γιάννης με τον βάναυσο τρόπο του, ώστε η φτωχή γυναίκα αποθαρρύνθηκε και ανέβαλε την ερώτηση.
- Και που ξέρω εγώ, θεια-Σκεύω;
Είπαν πως ήρθε και πως ήταν άρρωστος…
Αν ήρθε, θα είναι με κανένα απ’ αυτά τα ξένα καράβια, γιατί το ντόπιο, του καπετάν Γρατσιώτη, που ήταν λοστρόμος μαζί, δεν έχει έρθει…
Αν ο γιος σου ήρθε θα πει ότι είχε ξεμβαρκάρει στην Πόλη και μπαρκάρισε με κανένα ξένο, που ήταν για δω.
- Και πώς δε μπόρεσες να μάθεις, Γιάννη; είπε με παράπονο η Σκεύω.
- Μου κακοφαίνεται κι εμένα, θεια-Σκεύω που δε μπόρεσα να το μάθω… Μα πού να ξέρω πως ήσουν νά ’ρθεις για δω του λόγου σου και πως θα σε βλέπαμε βαρδιάνο στα σπόρκα;
***
Παίρνοντας ο γιατρός το φάκελο, τον οποίο του έδωσε ο Γιάννης ο Μπρίκος, τον άνοιξε και διάβασε το έγγραφο που είχε μέσα.
Το έγγραφο ήταν φυσικά, διορισμός και πιστοποιητικό ταυτότητος του αποστελλόμενου για ένα απ΄τα επιχόλερα πλοία φύλακα, τον οποίον ο υγειονόμος επέμενε να ονομάζει Σταμάτη Γυρατσίνη.
Ο γιατρός έκαμε ζωηρό κίνημα δυσφορίας και το έγγραφο του ξέφυγε απ΄τα χέρια.
-Να πάρει ο ντιάολος! είπε και ποιος είν’ αυτός ο Σταμάτης Γκυρατσίνης;…
Φέρε τον εντώ.
Ο Γιάννης στράφηκε προς τον πίσω του στεκόμενο σύντροφό του και τον έδειξε:
- Να τος! είπε
Ο γιατρός μειδίασε, κάγχασε, κάπνισε θορυβωδώς το τσιμπούκι του, πλατάγισε τα χείλη, απέπνευσε μεγάλη έλικα καπνού από το στόμα, και είπε:
-Έλα ντω! ποιος είσαι;
Η θεια-Σκεύω πλησίασε τρέμουσα.
- Εγώ είμαι, γιατρέ, είπε.
- Και είσαι του λόγκου σου, ο Σταμάτης Γκυρατσίνης;
Η θεια-Σκεύω έκαμε διφορούμενο νεύμα, κάτι τι το οποίο μπορούσε να εκληφθεί ως ναι και ως όχι.
Ο γιατρός ύψωσε το κερί το οποίο κρατούσε, έβαλε τα γυαλιά του, τα οποία κρέμονταν με ιμάντα από το λαιμό του και κοίταξε το μυστηριώδες άτομο.
- Έλα σιμότερα, είπε.
Με αποφασιστικότητα που τιμούσε αυτήν πολύ, η θεια-Σκεύω δεν έδωκε καιρό στο γιατρό να τελειώσει την επιθεώρησή του, αλλά σκύβοντας προς το αυτί του, του είπε:
- Εγώ είμαι η Σκεύω, η Γιαλινίτσα… που με λένε κάποτε και Σαβουρόκοφα.
Ο γιατρός ανατινάχθηκε ολόκληρος από την καρέκλα που καθόταν και κάγχασε θορυβωδώς:
- Χα, χα χα!… χα χα χα!
Να πάρει ο ντιάολος!… εκείνο το υγκειονόμο το στραβούλιακα… που είναι και φίλος μου!…
χα χα χα! Και ντεν ηύρε άλλο όνομα να σου ντώσει, ενός ζωντανού, μόνο σου έντωσε του όνομα του πεταμένου… χα χα χα!
Έπειτα ξαναείπε:
- Αγκαλά τι λέω εγγώ;… το όνομα του ζωντανού είναι κάποιου… το όνομα του πεταμένου ντεν έχει ιντιοκτήτη, είναι έρμο…
Έξυπνος φάνηκε ο στραβούλιακας που σου έντωκε το όνομα του πεταμένου.
Έπειτα αμέσως ρώτησε:
-Και τι σου ήρτε, Σκεύω να το κάμεις αυτό;
Η Σκεύω την ερώτηση αυτή περίμενε.
-Για το Θεό, γιατρέ, νά ’χεις πολλή ζωίτσα… και να σου δώσει ο Θεός ότι επιθυμείς… να ’χεις και καλή ψυχή… δεν μου λες, τι γίνεται ο γιος μου, ο Σταύρος; Είναι καλά; πέθανε; ζει; τον είδες του λόγου σου;
Ο γιατρός, που εξακολουθούσε την θορυβώδη ευθυμία του, διεκόπη, ανακάλεσε τις πρόσφατες εκ των επισκέψεων της ημέρας εντυπώσεις του και είπε:
- Α! Ο Σταύρος… του Γιαλή… Ο λοστρόμος… είναι γιος σου. Α! ναι… είναι άρρωστος… υπέφερε πολύ… μα ντεν έχει ανάγκη… τα ζήσει.
Η Σκεύω ανέπνευσε.
- Ν’ αγιάσει το στόμα σου, γιατρέ και τα χείλη σου, που μου είπαν τον καλό το λόγο, να γίνουν μαλαματένια, σαν τ’ Αι-Γιαννιού του Χρυσοστόμου.
Ο γιατρός κολακεύθηκε απ΄την ευχή, χαμογέλασε και έπειτα πάλι επανήλθε στον φίλο του, όπως τον ονόμαζε, τον υγειονόμο.
- Μα να πάρει ο ντιάολος, τι του ήρτε του φίλου μου, του υγειονόμου, του στραβούλιακα και σε αγκαζάρισε για βαρντιάνο;… Ή ήτελες του λόγγου σου;
- Εγώ το ήθελα… δεν μπόρεσα να μάθω για το γιο μου κι ήρθα να τον ιδώ.
- Α! κι εγκέλασες τον υγειονόμο, το στραβούλιακα;
- Δεν τον εγέλασα, τόσον εγώ, είπε με αμηχανία η Σκεύω, όσο γελάστηκε μοναχός του.
- Πώς;
Και ο γιατρός εξακολουθούσε να ρουφά μεγάλες εισπνοές καπνού, να εκπέμπει πυκνά νέφη γύρω από τα παχιά καστανά μουστάκια του, να ακτινοβολεί από ευθυμία και να ακούει.
- Εγώ ήμουν σαν παλαβή, σαν το έμαθα, που μου το εφώναξε μια κλήρα προχτές το βράδυ, από μια βάρκα μέσα, πως ο γιος μου είναι άρρωστος από χολέρα.
- Α!… λοιπόν;
- Εγώ γονάτισα μπροστά στα κονίσματα κι επαρακάλεσα την Παναγίτσα μου, μια μικρή Παναγίτσα ασημωμένη που έχω, να με λυπηθεί και να μου στείλει καλά μαντάτα από το Σταύρο ή να με φωτίσει τι να κάμω…
- Ύστερα;
- Εμένα η Μεγαλόχαρη καλά μαντάτα δεν ευδόκησε να μου στείλει, γιατί ήμουν αμαρτωλή, έξω απ’ αυτά που σε φώτισε να μου δώσεις, γιατρέ μου… μονάχα με φώτισε, σαν ήταν πολύ δύσκολο να με πάρουν οι βαρκάρηδες να με φέρουν, όπως ήμουν με τη γυναίκεια φορεσιά μου, στο νησί μέσα για να βρω το γιο μου, με φώτισε να φορέσω αντρίκεια και να πάω βαρδιάνος στα σπόρκα.
Ο γιατρός ανεκάγχασε θορυβωδώς.
- Α! χα χα χα! ντιάολο! παράξενο! βαρντιάνος στα σπόρκα!
Α! ντιάολο! Και το στραβούλιακα το υγκειονόμο;…
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ
Η Σκεύω εξακολούθησε:
- Σαν έβαλα τα φορέματα του μακαρίτη τ’ ανδρός μου και κοίταξα στον καθρέφτη, μου φάνηκε πως μου πήγαιναν καλά και μου φάνηκε πως έμοιαζα, κοντούλα όπως είμαι, με το γέρο-Σταμούλη τον Καρδαράκη, τον παλιό γείτονά μου, που ήμαστε έναν καιρό γειτόνοι στον ελιώνα, απάνω στην Κορακοφωλιά, που τον έδωκε τώρα προικιό της κόρης του.
Σαν είδα πως έμοιαζα με το Σταμούλη τον Καρδαράκη και στο μπόι και στο μουστάκι και σ’ όλα, άρχισα κι εγώ να καμαρώνω, να σιάζομαι στον καθρέφτη και γύρευα να μοιάσω ακόμα πλιότερο με τον παλιό το γείτονά μου. Έβαλα το φέσι καθώς το φορούσε ο Σταμούλης, ζώστηκα το κίτρινο ζουνάρι τρεις πιθαμές πλατύ, όπως το ζωνόταν ο Σταμούλης, έκαμα και τη σέλλα του βρακιού όπως την έκανε ο Σταμούλης, ύστερα, σαν τα έβγαλα τα ρούχα, έλεγα πότε να τα ξαναφορέσω κι αποφάσισα με κάθε τρόπο νά ’ρθω μέσα στο νησί, να περάσω για βαρδιάνος.
Ο κ. Βίλελμ Βουντ, εύρισκε μεγάλη τέρψη στην ακρόαση της διηγήσεως αυτής.
Αραίωσε τα ροφήματα του τσιμπουκιού του, έπαψε τους πλαταγισμούς των χειλιών, γελούσε και άκουε.
- Λοιπόν;
- Εγώ πήγα και ηύρα το Νίκα, το φύλακα, που ήταν πρώτα στα πέρα λαζαρέτα, το συμπέθερό μου και τον παρακάλεσα να κάμει νόμο-τρόπο να καταφέρει ένα βαρκάρη φίλο του να με πάρει, έτσι όπως ήμουν, γυναίκα, στη βαρκούλα του μέσα, να με φέρει στο νησί.
Ο Νίκας μου είπε πως το βλέπει πολύ δύσκολο.
Δεν άφηναν κανέναν άλλον, έξω από κείνους που έχουν άδεια, να ζυγώσει στην καραντίνα…
- Ύστερα;
- Τότες έκαμα απόφαση και του λέω του συμπέθερου, του Νίκα:
«Για να σου πω, ξέρεις τι μ’ εφώτισε ο Θεός; Θα φορέσω αντρίκεια και θα περάσω για βαρδιάνος. Εσύ, που έχεις τα μέσα, να πεις του αφεντικού σου να με γράψει στα χαρτιά, για να με βάλουν βαρδιάνο.
Εδοκίμασα τα ρούχα του μακαρίτη του ανδρός μου και μου έρχονται καλά και μοιάζω με το Σταμούλη τον Καρδαράκη όταν τα φορέσω.
Πες του κυρ επιστάτη πως με λένε Σταμούλη Καρδαράκη».
Ο γιατρός εκάγχασε θορυβωδώς.
- Ω! ντιάολο! και ύστερα;… πήες στον επιστάτη… και στο υγγειονόμο, το στραβούλιακα, το φίλο μου;
Και πώς από Καρνταράκης έγινες Γκυρατσίνης;
- Ο Νίκας, ο συμπέθερός μου, σαν τ’ άκουσε, του φάνηκε παράξενο και άρχισε να κλαίει από το ένα μάτι, τόσο παραπονέθηκε, που με είδε να επιμένω νά ’ρθω να ’βρώ το παιδί μου… και με το ένα μάγουλο άρχισε να γελά… και σφούγγιζε τα δάκρυά του και δεν μάζωνε τα χείλη του…
Και ύστερα το είπε στον επιστάτη…
Κι ο επιστάτης, σαν να τον είχα ορμηνεμένο, του είπε να πάω να παρουσιασθώ στο λιμεναρχείο το βράδυ-βράδυ, που δε θα μ’ έβλεπαν καλά…
-Ω! ντιάολο! και ηύρες εκεί και το υγγειονόμο, το στραβούλιακα;
-Το βράδυ-βράδυ πήγα κι ήταν εκεί ο υγειονόμος κι ο επιστάτης κι ο λιμενάρχης, οι τρεις τους, κλεισμένοι μες στη μέσα κάμαρη…
Κι εμάς μας έβαλαν να καρτερούμε στην όξου κάμαρη, για να νυχτώσει ακόμα, σαν να τους είχα ορμηνεμένους…
Κι άλλοι πέντ’ έξι γέροι που καρτερούσαν εκεί, νά ’ρθ’ η αράδα τους, να παρουσιαστούν στ’ αφεντικά, για να μπουν βαρδιάνοι, μ’ επήραν για ξένο και με ρώτησαν κι εγώ τους είπα πως ήμουν απ’ τα Εικοσιτέσσερα Χωριά. Ύστερα ένας-ένας παρουσιάστηκαν και πήραν το χαρτί τους και μπήκαν βαρδιάνοι.
Στα υστερνά ήρθε η αράδα μου να παρουσιαστώ κι εγώ.
- Ε! και τότε;
- Εγώ μπήκα μέσα τρέμοντας και λίγο έλειψε να μου φανεί ο ουρανός σφοντύλι. Και πιάστηκα απ’ την πόρτα για να μην πέσω. Κι όσο να μπω μέσα απ’ την πόρτα, παρακάλεσα την Παναγιά και μού΄ δωσε Θάρρος…
Κι ο υγειονόμος, άμα με είδε…
- Α!… μου λέει, σαν να τον είχα ορμηνεμένο: «Εσύ είσαι ο Σταμάτης ο Γυρατσίνης;… Τι γίνεσαι Σταμάτη;… Γηράσαμε, Σταμάτη, γηράσαμε…».
Κι εγώ τότε, χωρίς να το συλλογισθώ, «Μάλιστα, λέω, εγώ είμαι ο Σταμάτης ο Γυρατσίνης… Τι κάνεις, κυρ υγειονόμε; Είσαι καλά;…»
Ο γιατρός αναπήδησε από την καρέκλα που καθόταν, διότι σφοδρό γέλιο ανατίναξε όλο το σώμα του και αισθανόταν την ανάγκη να καγχάσει με την άνεσή του.
- Ω! ντιάολε! ω! ντιάολε!…τώρα καταλαβαίνω… σ’ επήρε για τον πεταμένο…
Κι εσύ σαν σου ντωσε, σα μπούφος, έτοιμο όνομα, το εντέχτεις και επαρατήτηκες από το άλλο;
- Ναι.
- Ω ντιάολο!… το στραβούλιακα… Κι εσύ είπες μέσα σου, τι τέλω να γγυρεύω άλλο όνομα, αφού μου ντίνει αυτό ο υγγειονόμος. Έτσι;
- Ναι.
Ο γιατρός εξακολουθούσε να καγχάζει για πολύ ώρα και επί πέντε λεπτά της ώρας δεν πήρε καιρό να πλησιάσει στο στόμα το μακρό τσιμπούκι του.
- Ω! ντιάολε! το στραβούλιακα!…
Είναι παρατηρημένο, πρόσθεσε, σαν να μιλούσε στον εαυτό του, ότι κανένας, περισσότερο από ένα μισόστραβο δεν μπορεί να πει με τι μοιάζει ένα πράγμα που ντεν είναι εκείνο που φαίνεται… Κατώς κι ένας στραβομούρης μπορεί να κάμει καλύτερα από κάτε άλλον μορφασμούς και παντομίμες… κι ένας που ντεν είναι πολύ
καταρόγγλωσσος μπορεί να μιμητεί καλύτερα έναν τραυλόν και ψευντόν… κι ένας μισοαγγράμματος ημπορεί να ντιαβάσει καλύτερα ένα κοκογγραμμένο γγράμμα.
Ο γιατρός ανέπνευσε προς στιγμήν, τράβηξε μαζωμένα πέντε ή έξι ροφήματα καπνού, έπειτα ετίναξε το τσιμπούκι του κι ενώ το γέμιζε εκ νέου, επανέλαβε.
- Ε! Και ύστερα;… ντεν ηύρες καμιά ντυσκολία και οι άλλοι, έχοντας κολαούζο τον υγγειονόμον, σ’ επαραντέχτηκαν για Σταμάτη Γκυρατσίνη και σε ντιόρισαν βαρντιάνο…
- Ο επιστάτης κάτι υποπτεύτηκε, απήντησε η Σκεύω.
- Α!
- Γύρισε και είπε του Νίκα: «Μα εσύ αυτόν που μου σύστισες τον έλεγες Καρδαράκη, τώρα πως βρίσκεται Γυρατσίνης;»
- Α! κι ο Νίκας τι του είπε;
- Ο Νίκας τα χρειάστηκε… λίγο έλειψε να τα χάσει.
- Κι ύστερα, πως μπόρεσε και τα μπάλωσε;
- Τον φώτισε ο Θεός και του είπε, του επιστάτη: «Τον λένε και Καρδαράκη, μα αυτό είναι παρατσούκλι και του κακοφαίνεται… το καθ’ αυτό όνομά του είναι Γυρατσίνης».
Ο κ. Βουντ κάγχασε θορυβοδέστερα παρά ποτέ.
- Μπράφο! Μπράφο! Χοχ ! πραίχτιγ ! φερμάχτ !
Άναψε το τσιμπούκι του, εισέπνευσε πέντε ή έξι φορές, πλαταγίζοντας τα χείλη και επανέλαβε:
- Κι ο επιστάτης εγγελάστη μ’ αυτό;
- Γελάστηκε.
- Ύστερα, σου ’ντώκαν το καρτί σου, κι ήρτες…
- Μου τό ’δωκαν… Μονάχα ο λιμενάρχης είχε ακόμα κάποια υποψία, κι έλεε:
«Αυτός φαίνεται σα γριά ζαρωμένη!»
Ο γιατρός κάγχασε για τελευταία φορά, έπειτα το γέλιο και η εκπνοή του καπνού εξήλθε σαν στεναγμός από το στόμα του.
Είχε αποκάμει να γελά.
Σκεπτόταν ότι, αν του παρασκεύαζε καθημερινά ανά ένα τέτοιο επεισόδιο ο φίλος του ο υγειονόμος, τότε η μοναξιά και ο αποκλεισμός στην ερημόνησο θα περνούσε ανεπαίσθητος γι΄ αυτόν.
Αλλά και μόνο το συμβάν της βραδιάς αυτής, αρκούσε να αντισταθμίσει πολλών ημερών ανία στην εύθυμη και ζωηρή φαντασία του.
***
Προς τα ξημερώματα, ο πάτερ Νικόδημος ο Μανασσής, κατέβηκε ως συνήθως από το κελί του, για να ψάλει τον όρθρο, διά του κομβοσχοινίου και του «Κύριε Ιησού Χριστέ», στο μικρό ισόγειο χώρισμα, που χρησίμευε ως ευκτήριος οίκος.
Όλη τη νύκτα, ο γέρων μοναχός δεν είχε κλείσει τα μάτια.
Αφότου έχασε την ησυχία του και την προσφιλή μοναξιά του, δεν είχε πλέον ύπνο στους οφθαλμούς ούτε στα βλέφαρά του νυσταγμό.
Ότι για τους άλλους ήταν αποκλεισμός και ανία αφόρητη, γι΄ αυτόν ήταν πολυθόρυβος συναγελασμός ανθρώπων και τύρβη κόσμου.
Κλεινόταν από νωρίς στο μικρό θαλαμίσκο του, το μόνο από τα πέντε κελιά το οποίο του είχαν αφήσει και αφού έλεγε το απόδειπνο, μάταια καλούσε τον ύπνο να κατέβει στους οφθαλμούς του.
Δίπλα, στα συνεχόμενα κελιά, ένθεν και ένθεν, νοσηλεύονταν ασθενείς τους οποίους είχαν φέρει την προτεραία από τα καταπλεύσαντα πλοία.
Στεναγμοί πόνων, ενίοτε ρόγχοι αγωνίας, ακούονταν.
Έπειτα επήρχετο σιωπή και ησυχία, βαριά σαν κουφόβραση, σαν συννεφόκαμα και βαριά ατμόσφαιρα, που προμήνυε βροχή.
Μόνο προς όρθρο βαθύ, στο δεύτερο λάλημα του πετεινού, ο ύπνος ήλθε στο καταπονημένο σώμα του μοναχού και μπόρεσε να αποκοιμηθεί επί μία ώρα. Έπειτα ξύπνησε από φωνές και εναγώνιες ομιλίες που ακούστηκαν απ΄ το παρακείμενο κελί. Έπειτα φόρεσε το ράσο του και βγήκε.
Κάτω στην υπόστεγο αυλή, την παράλληλα εκτεινόμενη σε όλη την σειρά των κελιών, δύο μεγάλες αναδεντράδες ανέρχονταν στέφουσες την κορυφή της στοάς και τα πόδια πατούσαν πάνω σε ψηλή πεζούλα, εν είδει αιμασιάς, που πλαισίωνε το αμπέλι και τον κήπο τα οποία ήσαν προορισμένα να λεηλατηθούν από την ανήκουστη επιδρομή που επισυνέβη κατ’ εκείνο το έτος. Δεξιά στον κοιτάζοντας προς νότο ήταν ο κήπος, αριστερά το αμπέλι. Ανάμεσα στον κήπο και το αμπέλι ήταν δρομίσκος, που οδηγούσε στο πηγάδι.
Στο δρομίσκο κατέβαινε κανείς από σκάλα με τρία ή τέσσαρα σκαλοπάτια, πατώντας πάνω σε χόρτα και βρύα, τα οποία άρχισαν ήδη να ξεραίνονται, πατηθέντα από άγνωστα πόδια.
Διά του δρομίσκου έφθανε κανείς στο πηγάδι το οποίο είχε λίγο νερό ακόμη και ο πάτερ Νικόδημος κατέβηκε τα τρία σκαλοπάτια, διήλθε το δρομίσκο και έφθασε στη σκιάδα που κάλυπτε το πηγάδι.
Διπλή αλλόκοτη φλόγα έλαμψε αντίκρυ του στο σκοτάδι.
Μόλις πάτησε το πόδι υπό την σκιάδα και δυνατός θόρυβος αγριμιού που έφευγε ακούστηκε.
Ο πάτερ Νικόδημος φώναξε δύο και τρεις φορές:
«Ψι! ψι! Μπαμπή! Μπαμπή! Μπαμπή!» αλλά μάταια.
Το αγρίμι είχε γίνει άφαντο.
Ο πάτερ Νικόδημος έσεισε μελαγχολικά την κεφαλή και είπε.
-Αυτή μου δείχνει το δρόμο μου! Κι εγώ τι κάθομαι ανάμεσα σε τόσο κόσμο; Τι δουλειά έχω;
Ήταν η γάτα του, η προσφιλής του γάτα Μπαμπή, μαύρη σαν έβενος, με δύο λαμπρά μάτια φαιά, κυανά και αορίστου χρώματος, που έλαμπαν στο σκοτάδι.
Τον είχε δει, τον είχε αναγνωρίσει και τράπηκε σε φυγή.
Άλλοτε, όταν έρχονταν αραιά ξένοι επάνω στο νησί, αγρίευε προς αυτούς, δεν ήταν προσηνής σε κανένα, αλλά δεν θύμωνε για τούτο με τον προσφιλή της κύριο. Εξακολουθούσε να είναι φίλη ευσταθής και τιθασή προς αυτόν.
Από εβδομάδος, άμα άρχισαν να έρχονται πλοία και να αποβιβάζεται ασυνήθιστο πλήθος στο νησί, αγρίεψε, θύμωσε, έπαψε να είναι προσηνής στον κύριό της και την άλλη μέρα έφυγε ψηλά, στους λόφους και χώθηκε στο δάσος.
Έκτοτε δεν παρουσιάστηκε πλέον στον κύριό της. Φαινόταν διαμαρτυρόμενη εναντίον του, γιατί να δεχθεί τόσο κόσμο επάνω στο βασίλειό τους, στην περιοχή τους, στο κτήμα τους.
Τη νύκτα, αφού είχε ξεφαντώσει από τους αρουραίους μέσα στους θάμνους, είχε διψάσει φαίνεται και κατέβηκε να πιει νερό σε μια γούρνα, σιμά στο πηγάδι. Αλλά άμα είδε τον κύριό της, τράπηκε σε πείσμονα φυγή.
Ο πάτερ Νικόδημος στέναξε, πλησίασε στο πηγάδι και άντλησε νερό για να νιφτεί.
Ενώ νιβόταν, παρέκει λίγο, κάτω από μία καλαμωτή, που αποτελούσε δεύτερη σκιάδα κοντά στην πρώτη, ακούστηκε ο κλωγμός μιας όρνιθας.
-Α! Πιτσινή μου! Πιτσινή μου! στέναξε ο πάτερ Νικόδημος, εσύ είσαι;
Νέος κλωγμός απάντησε στην επιφώνηση του γηραιού μοναχού.
- Συλλογίζομαι νύκτα και μέρα, άρχισε να μονολογεί ο πάτερ Νικόδημος, πώς να κάμω για να την γλυτώσω, μην πάθει κι αυτή ότι έπαθε η άτυχη η Κοτσινή. Αχ! Κοτσινή, Κοτσινή!...
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ
Η Κοτσινή ήταν η άλλη αγαπημένη του όρνιθα, την οποία του είχαν «φαρμακώσει» προ δύο ημερών οι ξένοι που είχαν έρθει.
Και τις δύο, την Πιτσινή και την Κοτσινή, του τις είχε εμπιστευθεί ως πολύτιμη παρακαταθήκη ο πάτερ Σισώης, ο δάσκαλος, από το ιερό κοινόβιο του Ευαγγελισμού.
Σύρριζα στο βουνό είναι κτισμένο το μοναστήρι, κάτω στο ρέμα, ανάμεσα στις καρυδιές και τους πλατάνους, όπου πελώρια κλήματα έρπουν στους βράχους και τους κρημνούς, ξαπλωμένα στις αιμασιές και τις χαράδρες και οι καρποί τους κρέμονται στους ψηλούς κλώνους των πλατάνων, βορά των ορνέων του ουρανού ή σαπίζουν από τη γενναιοδωρία της υγρότητας στα άβατα φυλλώματα των ιερών θάμνων.
Σταλαγμός του ουρανού και μαργαρίτης, σαν δροσιά που μεταβαίνει στα όρη, καλύπτει και στολίζει για όλο το έτος τη σκιερή και δροσερή κοιλάδα.
Κάτω από τη ρίζα του βράχου, αντηχεί ο ρόχθος του νερού, απ΄όπου το αναβλύζον ρέμα μουρμουρίζει εν μέσω βρύων και χόρτων κατερχόμενο στη στέρνα, που έχει δύο διεξόδους, τη μία σιγανή και έντεχνη προς τους κήπους και τις αιμασιές ολόγυρα, τις οποίες καλλιεργούσε με μεγάλη επιμέλεια ο πάτερ Μεθόδιος ο μυλωνάς, την άλλη, ραγδαία και ορμητική, με την πελώρια κοπάνα προς το νερόμυλο από κάτω, όπου οι μυλόπετρες γύριζαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα αλέθοντας το σιτάρι και η φτερωτή κάτω στην εκβολή του νερού εστρέφετο γοργά τέμνουσα σε μύριες ιριδωτές αργυρόχρωμες διαθλάσεις το νερό, πέφτοντας πάλι άφθονο στην κοίτη του, στο βάθος της σκιερής κοιλάδας.
Επάνω από τα θεμέλια του μοναστηριού, στην πλαγιά του ψηλού βουνού, ψηλά ανάμεσα στους θάμνους και τους απάτητους βράχους, ο πάτερ Σισώης, πρώην διδάσκαλος, ζητώντας τη γαλήνη του γήρατός του στο μοναστήρι, έτρεφε ή μάλλον άφηνε να τρέφεται αγέλη ορνίθων πάνω από τριακόσια κεφάλια, στην οποία άγνωστη αρρώστια έπεσε, σπέρνοντας το θάνατο στο πλήθος των ορνίθων.
Ελέχθη ότι άγνωστοι εχθροί του, που τον φθόνησαν, είχαν ρίξει δηλητήριο, με την πρόφαση ότι δεν έπρεπε, μοναχός ων, να τρέφεται με ορνίθια.
Όπως και αν έχει, από το μεγάλο θανατικό σώθηκαν μόνο δύο όρνιθες, η Πιτσινή και η Κοτσινή, τις οποίες ο πάτερ Σισώης παρέδωσε για ασφάλεια στον πάτερ Νικόδημο, τον επίτροπο της Μονής στο μετόχιο της νήσου Τσουγκριά. Ο πάτερ Νικόδημος τις είχε φυλάξει μέχρι τώρα ως κόρη οφθαλμού, αλλά οι ξένοι που ήρθαν κατ’ αυτή τη δυστυχισμένη χρονιά στο νησί, είχαν αρπάξει τη μία και, αφού την έσφαξαν, την έβαλαν σε ξύλινη σούβλα, την έψησαν και την έφαγαν.
Περί του είδους της παρασκευής της όρνιθας, δεν αμφέβαλλε ο πάτερ Νικόδημος, διότι ξένοι διαβατικοί, δεν θα είχαν την υπομονή και τα μέσα να την μαγειρέψουν κατ’ άλλον τρόπο.
Είχε γίνει μάλιστα περίεργος από ανεπαρκές ίχνος, από λίγα φτερά, τα οποία είχε παρατηρήσει το πρωί της προηγούμενης μέρας κυλιόμενα στο έδαφος, να εξετάσει και να ανακαλύψει τα ίχνη των ποδιών των ορνιθοκλόπων πάνω στην άμμο και οδηγούμενος απ΄αυτά, να βρει το μέρος όπου είχαν ανάψει φωτιά για να ψήσουν την όρνιθα, κάτω στην ακρογιαλιά, τη σφόνδυλο από την οποία έκοψαν το ξύλο, το οποίο μεταχειρίστηκαν ως σούβλα και κατά πάσα πιθανότητα, το μικροκάικο στο οποίο ανήκαν οι κλέφτες.
Αλλά δεν τους μίλησε τίποτε.
Είπε μέσα του, «ο Θεός να τους συγχωρήσει.»
Λυπήθηκε μόνο την άτυχη την Κοτσινή και στενοχωριόταν τι λόγο να δώσει στον «δάσκαλο», αν αυτός, μετά τόση συρροή απροσδόκητα ξένων στο νησί, θα είχε ακόμη την ιδιοτροπία να τον ρωτήσει τι είχε γίνει η Κοτσινή.
Ο πάτερ Νικόδημος, αφού νίφτηκε, πλησίασε στον ορνιθώνα και άπλωσε το χέρι για να πάρει από κει την Πιτσινή.
Είχε συλλογισθεί μέσα του:
«Τι ανόητος που είμαι! Αφού χθες μου έκλεψαν την άλλη και την αφήνω αυτή μοναχή της τη νύκτα στην καλαμωτή, σιμά στο πηγάδι, όπου θα έλθουν να πάρουν νερό και όπου είναι σχεδόν σίγουρα ότι θα μου την κλέψουν. Δεν φρόντισα να την εξασφαλίσω αποβραδίς, μόνο την άφησα ολονυχτίς στην τύχη της και σκεπτόμουν τι να την κάμω την άλλην ημέρα, για να την γλυτώσω, αφού όλη τη νύκτα κινδύνευε εκτεθειμένη εδώ!
Χαμένα τα έχω! Έλα δω, Κοτσινή, Κοτσινή!»
Έπειτα, καταλαβαίνοντας το λάθος:
- Πώς να πω… Πιτσινή!
Και στενάζοντας πρόσθεσε
- Την καημένη την Κοτσινή, στο στόμα μου κόλλησε!…
Τώρα δε θα βρίσκονται ούτε τα κοκαλάκια!
Πήρε στα χέρια την όρνιθα, ανέβηκε στο κελί του, την έβαλε μέσα, της έριξε τροφή και κλείδωσε την πόρτα.
Έπειτα κατέβηκε στον ευκτήριο οίκο.
Τέσσερις τοίχοι παλαιοί, υγροί και γυμνοί. Τέσσερις εικόνες στον ανατολικό τοίχο, του Χριστού, της Θεοτόκου, του Προδρόμου και των Αγίων Φλώρου και Λαύρου.
Δύο κανδήλες με μεγάλα μετάλλινα καλύμματα, καταλαδωμένα.
Ένα αναλόγιο προσαρμοσμένο στον δεξιό τοίχο, προς το μόνο παράθυρο. Τέσσερα βιβλία, το Ωρολόγιο, η Οκτώηχος, το Ψαλτήριο και η Πανδέκτη, τρίτη ευτελής κανδήλα με μεγάλο από λευκοσίδηρο σκούφωμα, ανερχόμενο και κατερχόμενο μέσω του μηχανισμού της ισορροπίας, για να συγκεντρώνει το φως επί του βιβλίου και επί της γενειάδας του αναγινώσκοντος, κανένα στασίδι, μία χονδρή ράβδος σε σχήμα κεφαλαίου (Τ) προορισμένη να χρησιμεύει αντί στασιδιού στον ασκητή και στον νυκτερινό ευχέτη, που εκτελούσε τον μοναστικό κανόνα του με ορθοστασία και ανακύκλωση του κομβοσχοινίου με τα δάκτυλα της δεξιάς, τέτοιος ήταν ο ευκτήριος οίκος του μετοχίου.
***
- Οι κανδήλες έλαμπαν με ασυνήθιστο φως, όχι καλογερικό και ως σωστά πυροφάνια, από το γυαλί του παραθύρου.
Τούτο εξέπληξε κατ’ αρχάς το Νικόδημο, αλλά αυτός συλλογίσθηκε αμέσως, ότι μία γυναίκα εκ των από χθες και προχθές γειτονισσών του, που νοσήλευαν οικείους πάσχοντες, αποβιβασθέντες από προχθές από τα πλοία και εγκατασταθέντες στα τρία εκ των κελιών, θα άναψε από ευλάβεια τα κανδήλια, αφού ξεφυτίλισε και σήκωσε ψηλά τις θρυαλλίδες και για τούτο έλαμπαν σαν πυροφάνια αλιευτικά.
Άνοιξε τη θύρα και μπήκε.
Μία γυναίκα καθόταν στο χαμηλό ανάβαθρο, που βρισκόταν κοντά στη βάση του αναλογίου.
Ο πάτερ Νικόδημος δεν εξεπλάγη. Είχε πολλές γυναίκες στην γειτονιά του προ δύο ή τριών ημερών και του φάνηκε ότι αναγνώρισε εκείνη την οποία έβλεπε.
Ήταν η γεροντότερη από τις τέσσερις ή πέντε κοντινότερες γειτόνισές του.
- Ε! καλημέρα, κυρά, πώς είναι ο γιος σου; έκραξε ο Νικόδημος.
Η γυναίκα κοιμόταν και ξύπνησε απότομα από τη φωνή.
Κοίταξε έκπληκτη το μοναχό.
- Πώς είν’ ο γιος σου; επανέλαβε ο Νικόδημος.
- Δεν ξέρω, παιδάκι μου… απάντησε τρίβοντας τα μάτια της η Σκεύω, διότι εκείνη ήταν…
Ξέρεις να μου πεις τι γίνεται; Γι’ αυτό κι εγώ ήρθα.
Τη φορά αυτή αυτός που εξεπλάγει ήταν ο γέρων μοναχός.
Στάθηκε κοιτάζοντας τη γυναίκα και είδε ότι δεν ήταν εκείνη, την οποία είχε νομίσει κατ’ αρχάς ότι έβλεπε.
Η Σκεύω επανέλαβε·
- Μου είπε αποβραδίς ο γιατρός, ας είναι καλά, πως δεν έχει φόβο και πως θα γίνει καλά…
Σήμερα, θα πάω μες στο καράβι να τον βρω.
Ο Νικόδημος, αν και από εικοσαετίας δεν είχε βγει από τη μικρή νήσο, την ανεγνώρισε ως συντοπίτισσα.
- Του λόγου σου είσαι από δω, ξέρω… Για πες μου το όνομά σου…
- Σκεύω.
- Ναι, Σκεύω… Με γνωρίζεις εμένα;
- Πως! ο Νικολάκης της Μανασσίνας δεν είσαι;
- Ναι.
- Πώς σε λένε στο καλογερικό σου;
- Νικόδημο.
- Καλά είσαι, γιε μ’, τι κάνεις;… Να, κι εγώ ήρθα για να βρω το παιδί μου, που είναι άρρωστο.
Και διηγήθηκε εν ολίγοις τα πράγματα πως είχαν, παραλείποντας να πει ότι είχε φορέσει αντρίκεια και ότι είχε περάσει ως βαρδιάνος. Ο Νικόδημος την παρηγόρησε, λέγοντας ότι έπρεπε να έχει τις ελπίδες της στο Θεό και ότι αν δεν είναι θέλημα του Θεού, δεν έχει να πάθει τίποτε ο γιός της. Έπειτα άρχισε να λέει τα δικά του παθήματα. Να, κι εγώ πόσα υποφέρω… Έφθασαν πολλά παρτίδα, που δεν είχαν έρθει άλλη φορά. Δεν με πειράζουν τόσο τα καράβια, όσο τα μικροκάικα… Άρχισαν να μου κλέφτουν τα σταφύλια, μου ρήμαξαν τις κολοκυθιές και τις μπάμιες… Δεν μου άφησαν γάλα για να πήξω τυράκι… Μου έκλεψαν την Κοτσινή, την κότα του πάτερ Σισώη και την έβαλαν στη σούβλα και την έφαγαν… Μου αγρίεψαν τη γάτα, την καημένη τη Μπαμπή και την έκαμαν να πάρει τα βουνά.
Η θεια-Σκεύω του σύστησε υπομονή και ως συμπέρασμα είπε, ότι «Αμαρτίες είχαμε όλοι, εδώ που φτάσαμε».
***
Το βράδυ, μετά τη συζήτησή της με το γιατρό, η Σκεύω ακολούθησε το βαρκάρη, το Γιάννη Μπρίκο, μέχρι την ακρογιαλιά.
Ο κ. Βουντ της είχε πει ότι, αν ήθελε, μπορούσε να διανυκτερεύσει στην σκηνή του ή παραπλεύρως αυτής, στο πρώτο ημιτελές παράπηγμα, το οποίο είχε αρχίσει ο μαστρο-Στάθης ο Χερχέρης.
Της υποσχέθηκε δε, ότι το πρωί θα πήγαιναν μαζί στο καράβι, όπου βρισκόταν ο γιος της.
Παίρνοντας την υπόσχεση αυτή η Σκεύω, επέμεινε να γυρίσει πίσω στη βάρκα, για να φορέσει τα γυναικεία φορέματά της, διότι της ερχόταν πλέον ντροπή να φορεί τα αντρίκεια, αφού φανερώθηκε ο δόλος της.
Επειδή δε, δεν επρόκειτο πλέον να εκτελέσει έργα βαρδιάνου, προσφέρθηκε να δώσει στο γιατρό τα δύο τάλιρα, τα οποία είχε πάρει ως προκαταβολή στο λιμεναρχείο. Αλλά ο γιατρός της είπε να τα κρατήσει προς το παρόν και δήλωσε ότι αυτός γίνεται εγγυητής για το μικρό τούτο ποσόν ενώπιον του φίλου του, του στραβούλιακα του υγειονόμου.
Μέσα στο μεγάλο ταμπάρο, το οποίο είχε φέρει μαζί της η Σκεύω από το σπίτι της, είχε μία αβασταγή και μέσα στην αβασταγή είχε πλήρη τη γυναικεία φορεσιά της. Την είχε πάρει μαζί της, σαν να είχε προβλέψει ότι γρήγορα θα την χρειαζόταν.
Ο Γιάννης ο Μπρίκος, ανέβηκε στη λέμβο και της έριξε την αβασταγή, καθώς και ένα μικρό καλαθάκι, μέσα στο οποίο είχε ένα λαδικό γεμάτο και λίγα κεριά και ψωμί, διότι όλα τα είχε προβλέψει.
Η Σκεύω πήρε την αβασταγή και αποχωρώντας πίσω από τις λυγαριές και τα βούρλα, σιμά στο βάλτο, άλλαξε τα ενδύματά της, έπειτα σχημάτισε εκ νέου την αβασταγή με τα αντρίκεια ρούχα τα οποία είχε βγάλει, την έδεσε και επιστρέφοντας την έριξε μέσα στην βαρκούλα, στα χέρια του Γιάννη.
Έπειτα πήρε το καλαθάκι της και καληνύχτισε τον πορθμέα, λέγοντας ότι θα πάει να κάμει ένα σταυρό και να ανάψει τα κανδήλια της εκκλησίτσας, στο μετόχι και, «όπως ιδεί, ή έρχεται ή δεν έρχεται». Ίσως μάλιστα να αποφάσιζε να κοιμηθεί στη μισοτελειωμένη παράγκα, όπου της είπε ο γιατρός.
Ο Γιάννης δεν επέμεινε, διότι νύσταζε αρκετά ο ίδιος, ώστε να μην τον μέλει που θα κοιμόταν ο άλλος.
Ήδη είχε μισοκοιμηθεί πριν ακούσει το τέλος του λόγου της Σκεύως.
Σιγά-σιγά πατώντας, από βουρλιά σε βουρλιά και από αρμυρήθρα σε αρμυρήθρα, η Σκεύω, που δεν φοβόταν ποτέ να περπατεί τη νύκτα (άλλωστε το μέρος ήταν ανοικτό, φώτα έλαμπαν από παντού, η σελήνη ανέβαινε προς το μεσουράνημα και τα κελιά του μετοχίου και οι πρόχειρες σκηνές εκατοντάδες μόνο βήματα απείχαν από την ακρογιαλιά), πέρασε για τρίτη φορά από το μέρος όπου φαίνονταν οι δίδυμοι εκσκαφείς τάφοι, στάθηκε, έκαμε το σταυρό της, γονάτισε κι έκαμε τρεις ολόψυχες μετάνοιες «κλίνουσα όχι μόνον τα γόνατα, αλλά και την καρδιά ενώπιον του Κυρίου» και δεήθηκε υπέρ της ατυχούς αθώας ψυχής, της αποθανούσης μακράν της πατρίδος της στα ξένα, της κοιμωμένης μετά του άκακου βρέφους της, τον χρόνιο ύπνο εκεί υπό το χώμα.
Έπειτα έβγαλε απ΄το καλάθι της δύο κεριά, και αφού τα διαμόρφωσε σε σχήμα Σταυρού, τα κόλλησε επί του καλάμινου Σταυρού, που σημείωνε το μέρος της κεφαλής επί της άκρης του τάφου.
Έπειτα σηκώθηκε, πήρε το καλάθι της και διευθύνθηκε προς τα κελιά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Το κελί, στο οποίο κατοικούσε έως τώρα ο Νικόδημος, είχε μικρό ευτελή εξώστη άφρακτο.
Η Σκεύω καθόταν στο κατώφλι της πόρτας και μέσα, στο βάθος του μικρού θαλάμου, υπήρχε κρεβάτι ασθενούς.
Ο ασθενής είχε ανακαθίσει, ακουμπώντας το κεφάλι στο προσκέφαλο κι έβλεπε αόριστα στο κενό απ΄την ανοικτή πόρτα.
Ο ήλιος έκλινε προς τη δύση και η ημέρα ήταν θερμή.
Ο ασθενής, με ξανθό μουστάκι και μικρό γένι φαιόξανθο, ήταν ωχρός και το πρόσωπο του «έφεγγε» από την ισχνότητα.
Η Σκεύω έβλεπε προς τη θάλασσα, στη σειρά των μεγάλων πλοίων, των οποίων είχε αυξηθεί ο αριθμός.
Από τρεις ή τέσσερις μέρες, είχαν έλθει περισσότερα από δώδεκα κομμάτια καράβια και όχι λίγα μικροκάικα.
Η γριά έβλεπε με τρόμο το πλήθος τούτο των πλοίων και των επιβατών.
Θυμόταν τον δημώδη λόγο περί των μελλόντων να συμβούν στη Συντέλεια του κόσμου, όταν οι ζώντες θα κράξουν προς τους νεκρούς: «Εβγάτε σεις οι πεθαμένοι, να μπούμε εμείς οι ζωντανοί!» Και φοβόταν μη η προφητεία επαληθεύσει πρόχειρα και παραδειγματικά στην παρούσα περίσταση, η οποία ήταν βεβαίως μία απ΄τις προεικονίσεις της Συντέλειας.
Τρόμαζε, μήπως από τα τόσα κομμάτια καράβια, βγουν έξαφνα οι τόσοι άρρωστοι, όσοι λεγόταν ότι υπήρχαν πάνω σ΄αυτά και φωνάξουν προς τους κατέχοντες τις πρόχειρες σκηνές, τα ημιτελή παραπήγματα και τα λίγα ευτελή κελιά, ασθενείς ή νοσοκόμους, υγιείς ή πάσχοντες, ζώντες ή νεκρούς:
«Καιρός να φύγετε σεις, για να έλθουμε εμείς».
Και εν μέσω τέτοιου κυκεώνα δεινής συμφοράς και τύφλωσης και πόνου και άγριας πάλης, που ελάμβάνετο υπ’ όψιν το δικαίωμα και η θυσία που υπέστη χάριν αυτής ο Νικόδημος ο Μανασσής, ο οποίος της παρεχώρησε οικειοθελώς το μικρό κελί του, για να νοσηλεύσει το γιο της.
Αυτό το πρωί της Πέμπτης, πριν η Σκεύω πάει με το γιατρό στο πλοίο για να δει το γιο της, ο Νικόδημος της είχε πει ότι, καθ’ όσον χρόνον αυτή θα πήγαινε στο πλοίο, αυτός θα έφευγε σε εκδρομή επάνω στο μικρό βουνό, πέραν του δάσους, για να δει τι γίνεται το κοπάδι των αιγών, με τους λίγους τράγους και τα ερίφια τα οποία είχε εμπιστευθεί στη φροντίδα του παραγιού του, του αιγοβοσκού Αγκόρτζα, διότι από ημερών δεν είχε επισκεφθεί τη μάνδρα. Μόνο ο Αγκόρτζας του έφερνε καθημερινώς το γάλα, το οποίο δεν πρόφταινε να πήξει, όπως έλεγε.
Ο Νικόδημος ανήσυχος είχε πει.
-Λες να μου φάνε τα κατσίκια, τάχα, καθώς μου φάγανε την Κοτσινή;
Η Σκεύω μη μπορώντας να κρατήσει τα γέλια, του είχε απαντήσει.
- Λες να σου τ’ αφήσουν, γέρο-Νικόδημε;
***
Ο αγαθός μοναχός πήρε τη μακριά μαγκούρα του και ξεκίνησε για το βουνό.
Πριν φύγει, είχε υποσχεθεί στη Σκεύω, κάθε συνδρομή που εξαρτιόταν απ’ αυτόν και η Σκεύω έβαλε με το νου της, ότι η καλύτερη εκδούλευση την οποία θα της έκανε, ήταν να της παραχωρήσει το κελί, για να μεταφέρει το γιο της από το καράβι.
Κατόπιν, όταν η Σκεύω είχε αξιωθεί να ανταμώσει το γιο της και ο κύριος Βουντ γνωμοδότησε ότι ήταν καλά να μετατοπισθεί ο ασθενής έξω από το πλοίο, για να έχει τη μητρική περιποίηση ως και τις επισκέψεις τις δικές του προχειρότερες, η Σκεύω, επιστρέφοντας από το πλοίο πήγε κατ’ ευθείαν στο μετόχιο.
Ο πάτερ Νικόδημος είχε επανέλθει προ ολίγου από την εκδρομή και ασχολούταν ετοιμάζοντας την αποσκευή του. Η δε αποσκευή του αποτελούταν από δύο ράσα τα οποία έδενε σε αβασταγή, από μεγάλο τορβά και απ΄την υψηλή και με καμπύλη λαβή μαγκούρα του.
- Θα πάω… θα πάω… είπε άμα είδε τη Σκεύω… Τα καημένα τα κατσικάκια, αρχίσανε να μου τα κλέφτουνε…
Καλά το έλεγα εγώ, πως η καημένη η Μπαμπή μου έδειξε το δρόμο κι έπρεπε να την ακολουθήσω…
- Και θ’ αργήσεις, γέρο-Νικόδημε; ρώτησε σκεφτική η Σκεύω.
Συλλογιζόταν πως θα έμενε έρημο το κελί του μοναχού και γιατί να μη της το εμπιστευθεί, για να φέρει το γιο της να τον νοσηλεύσει.
- Θα καθίσω εκεί απάνου όλον τον καιρό, έως να περάσει η οργή του Κυρίου, απάντησε ο Νικόδημος. Μάρτυς μου ο Θεός, δεν φεύγω τόσο διότι λυπούμαι τα κατσίκια και τα τραγιά… Ας τα φάνε όλα, όπως φάγανε και την καημένη την Κοτσινή… Μόνο θέλω την ησυχία μου…
Τι να τα κάμω εγώ τα κατσίκια και τα τραγιά; Ας είναι καλά το μοναστήρι. Μα τι να τους κάμω; Είμαι άμαθος από κόσμο, θεια-Σκεύω… Ας είναι καλά ο κόσμος, δεν με πειράζουν τίποτε… Μόνο θέλω την ησυχία μου… Ας τα φάνε όλα, ας τα φάνε.
Έκαμε κίνηση και έβγαλε από την τσέπη του ένα κλειδί.
- Να, πάρε το κλειδί της αποθήκης… Εκείνο το κελί το ξεχωριστό, που βλέπεις παραπάνω… έχει μέσα λίγες μυζήθρες και τυριά… είναι και λίγο κριθάρι της χρονιάς και λίγο καλαμπόκι περυσινό… ρόιεψέ τα, δώσε στον κόσμο να φάνε, άμα δεις ότι πεινούνε… Εκεί μέσα έκλεισα και την καημένη την Πιτσινή, την κότα του πάτερ Σισώη… ρίχνε της να τρώει κι άμα δεις πως είναι ανάγκη για να δυναμώσει ο γιος σου, σφάξε την και δως του να πιει ζουμί κι αυτή και δύο πετεινάρια που θα σου στείλω με τον παραγιό μου τον Αγκόρτζα.
Θα σου στέλνω κάθε μέρα και γάλα και νωπό τυρί… Τι να τα κάμω; Ας είναι καλά ο κόσμος… καλά το έλεγα εγώ πως η καημένη η γάτα μου η Μπαμπή μου έδειχνε το δρόμο…
Η θεια-Σκεύω κάτι ήθελε να πει, αλλά ο πάτερ Νικόδημος, που βρισκόταν σε ασυνήθη έξαψη, δεν της έδωκε καιρό.
- Οι παλιοί οι ασκητάδες, ξέρεις, θεια-Σκεύω;… Πού να ξέρεις του λόγου σου… Δεν άκουσες ποτέ να διαβάζουν τα Συναξάρια… Άκουσες ποτέ σου Λαυσαϊκό;… Πού να ακούσεις το δάσκαλο, τον πάτερ Σισώη, να το διαβάζει όμορφα-όμορφα, σιγά-σιγά και κατανυχτικά, με το λύχνο που έχει κατεβασμένο το φως, τα μεσάνυχτα στην Ακολουθία, απάνω στο μοναστήρι… Ξέχασα που δεν μπαίνουν γυναίκες μέσα… που πέφτει όλο το φως στο βιβλίο απάνω και στο μισό το πρόσωπο και στη γενειάδα και στο Πολυσταύρι και στο Σχήμα του διαβαστή… και σαν έφτανε η μνήμη του Αγίου Αντωνίου, οι παλιοί ασκητάδες φεύγανε στη μέσα έρημο κι οι μοναστηριακοί έβγαιναν απ’ το μοναστήρι και πήγαιναν να ασκητέψουν δύο μήνες στην έρημο, έως την εορτή των Βαΐων.
Και τότε πάλι γύριζαν στο μοναστήρι…
Εγώ ο ανάξιος δεν είμαι ικανός ούτε τα πόδια τους να φιλήσω, μα ως τόσο κι εγώ, τώρα το χινόπωρο, που δεν έρχεται μεγάλη σαρακοστή, αποφάσισα να φύγω στην έρημο.
Πάρε το κλειδί και δώσε στον κόσμο ότι έχει μέσα το κελί, να φάνε… Ας είναι καλά ο κόσμος. Ο Άγιος Φλώρος να τους λυπηθεί, να διώξει την αρρώστια… Εγώ θέλω την ησυχία μου… όχι πως με μέλει για τα βοσκήματα… Ας τα φάνε όλα, καθώς έφαγαν και την καημένη την Κοτσινή…
- Και το κελί σου πού θα τ’ αφήσεις, γέρο-Νικόδημε; πρόφθασε και είπε η Σκεύω.
- Το κελί;… Αλήθεια, πώς είναι ο γιος σου; Δεν τον έβγαλες όξου;
- Είπε ο γιατρός να τον βγάλω.
- Και πού θα κάμετε κονάκι;
- Δεν ξέρω… Στις μπαράκες, που φτιάνει ο μαστρο-Στάθης.
- Αλήθεια, ξέχασα να πω… Εμένα το κελί δε μου χρειάζεται. Και ούτε το εξουσιάζω κιόλα… Έχουν το δικαίωμα να μου το πάρουν… Εγώ δεν πρέπει να έχω φωλιά σαν καλόγηρος που είμαι… Καλύτερα σεις παρά άλλοι… Φέρε το γιο σου έξω κι ελάτε να καθίσετε στο κελί… Α! την ευχή του Χριστού να ’χεις… καλή ψυχή… και καλό παράδεισο, αδερφέ μου… Εγώ είμαι ανάξιος… Φέρε το γιο σου έξω. Να, στην πόρτα είναι το κλειδί. Εδώ έχει και μερικές παλιοβελέντζες… Κλείδωσε, σύρε να φέρεις το γιο σου κι έλα να κάμετε κονάκι. Εγώ φεύγω. Έχε γεια… Καλά το έλεγα εγώ πως η καημένη η Μπαμπή μου έδειχνε το δρόμο. Πήρε τη δέσμη των ράσων του, την έβαλε στον τορβά, κρέμασε τον τορβά περί τη μασχάλη, πήρε την ψηλή κυρτή ράβδο του, έκαμε τρεις φορές το σημείο του Σταυρού και αναχώρησε. Μόλις είχε προχωρήσει τρία βήματα και συναντά το Γερμανό γιατρό. Για πού, αν τέλη ο Τεός, πάτερ Νικόντημε; Α! του λόγου σου είσαι, ξεχώτατε;… Απάνω στο κελί είναι η θεια-Σκεύω…
Της έδωκα το κλειδί της αποθήκης. Να βάλεις τα δυνατά σου, σαν καλός πατριώτης, να γλυτώσεις το παιδί της…
- Και κάτι ζωσμένον σε βλέπω, για ντρόμο… Για πού πας;
- Έχει μέσα στην αποθήκη κάτι μυζήθρες, κάτι ολίγα τυριά…
Ας δώσει στον κόσμο να φάνε… Εγώ δεν τα λυπούμαι…
Η Μπαμπή μου έδειξε το δρόμο.
- Ποια είν’ αυτή η Μπαμπή;
- Έχει κι ολίγο καλαμπόκι κι ολίγο κριθάρι…
- Τι ντιάολο! σαν αλλιώτικος μου φαίνεσαι! είπε αρχίζοντας να γελά ο κύριος Βίλελμ Βουντ.
- Θα της στείλω και δύο πετεινάρια… Για να ξαρρωστήσει το παιδί της…
Του λόγου σου, θα σου στείλω ένα κατσίκι, γιατρέ, να ξεφαντώσεις…
Είναι κι η κότα, η Πιτσινή, του πάτερ Σισώη… Της είπα να την σφάξει, για να δυναμώσει ο άρρωστος… Ας είναι καλά ο κόσμος… Ας τα φαν όλα, καθώς έφαγαν και την καημένη την Κοτσινή…
- Ποια Κοτσινή;
- Να, την Κοτσινή μου την έκαμαν κότσι κότσι…
Μα καλά το είπα εγώ, πως η Μπαμπή μου έδειξε το δρόμο!…
- Τώρα, για πού πας; ρώτησε ανυπόμονα ο γιατρός.
Μήπως άφησες το κελί σου…
- Ναι, το κελί μου, είπε σαν να συνήλθε διά μιας ο Νικόδημος, το κελί μου, ας φέρουν τον άρρωστο να καθίσει μέσα, μαζί με τη μάννα του… Εγώ είμαι καλόγερος και δεν μπορώ σκοτούρες του κόσμου… Πάω να βρω τον καθαρό αέρα, απάνω στο βουνό… Από δω κι εμπρός θα κοιμάμαι στο κλαρί… Θα στέλνω και τον Αγκόρτζα να σας φέρνει γάλα… Έχε, γεια, γιατρέ… Καλά μου έδειξε το δρόμο η Μπαμπή.
Είπε και τρέχοντας με τα ελαφρά τσαρουχάκια του, έγινε άφαντος πίσω από τα δένδρα.
***
Ο γιατρός έμεινε και διατεθειμένος προς ευθυμία κάγχασε θορυβωδώς, όταν η Σκεύω του εξήγησε τα κατά την Μπαμπή και την Κοτσινή.
Μετά δύο ώρες, η Σκεύω μετέφερε από το πλοίο το γιο της και τον εγκατέστησε στο κελί του αγαθού μοναχού.
Ο ασθενής ήταν πολύ καλύτερα και ο κ. Βουντ είχε συγκεντρώσει μεγάλο μέρος της επιμέλειάς του στο γιο της Σκεύως.
Όσο πλησίαζε η νύχτα, τόσο αύξανε η ανησυχία της Σκεύως σχετικά με το πλήθος των πλοίων και τη συρροή των ταξιδιωτών.
Τόσα κομμάτια καράβια, τόσο πλήθος κόσμου και σχεδόν κανείς φίλος και όλοι πρόσωπα άγνωστα.
Δύο ή τρεις ντόπιες γολέτες είχαν έλθει, ένα ή δύο καράβια και μερικά καΐκια, αλλά όλα σχεδόν τούτα δεν έφεραν επιβάτες και τα πληρώματα έμεναν πάνω στα πλοία.
Αντίκρυ στο μικρό εξώστη του κελιού, δεν έλλειπαν όλη την ημέρα να έρχονται να παίρνουν νερό ναύτες από τα ξένα πλοία, όλοι πρόσωπα άγνωστα.
Τα ντόπια πλοία είχαν φαίνεται τον τρόπο να λαβαίνουν το νερό απ΄έξω, από την πόλη.
Άλλωστε το μικρό πηγάδι πλησίαζε ήδη να στερέψει.
Ο Αγκόρτζας, ο παραγιός του Νικόδημου, ερχόταν κάθε πρωί και γέμιζε ένα μικρό βαρελάκι νερό και έφερνε μία βεδούρα γάλα στη Σκεύω, η οποία το μοίραζε στις τότε κατά περίσταση γνωρίμους και γείτονες, όσες νοσήλευαν γιους ή συζύγους στα άλλα κελιά και στα πρώτα κοντινότερα παραπήγματα.
Ο Αγκόρτζας δεν έλεγε ποτέ «καλημέρα», αλλά φώναζε με τραχιά και αλλόκοτη φωνή «Γεια σας!», πρωί πρωί την αυγή, άφηνε τη βεδούρα κάτω στο πρώτο σκαλοπάτι της σκάλας, έκρυβε το πρόσωπό του πίσω από το στύλο, έβλεπε λοξά και στεκόταν πλαγίως, για να μη τον δει η Σκεύω και έπειτα φώναζε:
«Χιριτίσματα απ’ τον πάτερ Νικόδημον. Είπι, λέει, τι κάνει ου γιος σ’, λέει, καημέν’ Σκεύου;
Κι τι σ’ χρειάζειτι, λέει, να μ’ του πεις!
Κι τ’ γκότα, λέει, να τ’νε σφάξεις, να πιει του ζ’μι, να γιάνει».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ
Βρισκόμαστε ήδη στις αρχές Σεπτεμβρίου.
Όταν νύκτωνε, ασυνήθιστη βοή και θόρυβος άρχισε να ακούγεται τριγύρω, σιμά στα παραπήγματα και στην άμμο και κάτω στον όρμο.
Ήταν σαν να κόχλαζε ο αέρας από τη λάβα και το κουφόβρασμα των ανθρώπινων στηθών, όσα προσπαθούσε να δροσίσει και δεν μπορούσε να ζωογονήσει.
Ο κύριος όρμος του μικρού νησιού, που ήταν αραγμένα πολλά καράβια, αντίκρυ στη μικρή πορτούλα της Σκεύως, είχε γεμίσει από πλοιάρια, από βάρκες, από σκαμπαβίες και από φελούκια.
Εναγώνιες φωνές ακούονταν από βαρκούλα σε βαρκούλα, από φελούκα σε φελούκα.
Η αύρα η νυκτερινή έγινε βαριά και θρηνώδης, μεστωμένη από τα ανθρώπινα παράπονα και τους γογγυσμούς και η θάλασσα κινιόταν με ασυνήθιστη βία και ιαχή από τους πλαταγισμούς των κουπιών στο κύμα.
Δίπλα στα καράβια προστρίβονταν με κρότο τα φελούκια και άλλα πλοιάρια είχαν αποσπασθεί από τις πλευρές τους και έπλεαν φύρδην μίγδην προς την άμμο. Σύντομες φωνές σαν συνθήματα ανταλλάσσονταν μεταξύ των πληρωμάτων, όσα είχαν μείνει επάνω στα καράβια και των συντρόφων τους, όσοι έπλεαν με τα φελούκια.
Άκρα γαλήνη ήταν στη θάλασσα και δεν υπήρχε άλλη τρικυμία από εκείνη την οποία αποτελούσε ο συνωθισμός των λέμβων, το πλατάγισμα των κουπιών στο κύμα και οι εναγώνιες φωνές των ναυτών.
Έξω στην άμμο, όμιλοι ανθρώπων στέκονταν περιμένοντας.
Πιο πέρα, ολόγυρα στις σκηνές και τα παραπήγματα, φωνές ακούονταν και φώτα κινούνταν επάνω και κάτω, κρυπτόμενα και εμφανιζόμενα, όπως τα άστρα, που σβήνουν στο θόλο του ουρανού.
Ήταν νύχτα αστροφεγγής, στη χάση του φεγγαριού και το θέαμα ήταν συγκεχυμένο και το άκουσμα δεινό και ταραχώδες.
Η Σκεύω, που είχε κλείσει προ ολίγου την πορτούλα της, για να μη βλάψει τον ασθενή η νυκτερινή αύρα, βλέποντας ότι ο γιος της κοιμήθηκε, την άνοιξε πάλι και βγαίνοντας στον εξώστη την έκλεισε εκ νέου σιγά-σιγά και κάθισε αυτή κάτω στις σανίδες, όπου ήταν σχεδόν αόρατη σταυροπόδι τη νύκτα, συγχεόμενη με τα μαύρα και σαρακοφαγωμένα θυρόφυλλα.
***
Τι συνέβαινε, Θεέ μου; Έμελλε να δει πολλά ακόμη;
Είχε δει αρκετά από ημερών, αλλά δεν τα έλεγε στο γιό της.
Ο άγγελος με τη φλόγινη ρομφαία, που έχει επτά κόψεις, που τον λένε Χάρο, σαν να έφερε χαρά σε άλλους παρά στους κληρονόμους των φιλάργυρων γερόντων, είχε επισκεφθεί πάλι και πάλι το μικρό νησί.
Είχε ακούσει κλαυθμούς και θρήνους μέσα σε λίγες μέρες, όσους δεν άκουσε πριν σε όλη της τη ζωή.
Είχε δει σπαραγμούς και βάσανα και είχε παρευρεθεί σε αγωνίες και μαρτύρια, τόσο, που το στήθος της στόμωσε πλέον, σαν να φράχθηκε ολόγυρα από χάλυβα και δεν αισθανόταν ειμή κατά το ήμισυ και σαν σε όνειρο και δεν επηρεαζόταν εύκολα από τις συμφορές.
Αντίκρυ, πάνω απ΄τη μεγάλη άμμο που γειτονεύει με το αλίπεδο των χονδρών και στιλπνών χαλικιών, πέρα από τις σκηνές και τα παραπήγματα, είχε δει πρωί-πρωί, με την ανατολή του ήλιου, όταν ο Αγκόρτζας της είχε φέρει το γάλα και το άφησε κάτω στο πρώτο σκαλοπάτι και αυτή κατέβηκε για να το πάρει, είχε δει ανθρώπους να σκάβουν λάκκους, μέσα στους οποίους έριξαν τα σώματα τα οποία είχε θερίσει ο Χάρος, αληθινά δράγματα και θημωνιές ανθρώπινου θερισμού.
Και η καρδιά της είχε κοπεί μέσα στο στήθος της, να βλέπει με τα μάτια της τη ματαιότητα και έλεγε ότι μάταιοι ήσαν και οι κόποι της και η φιλοστοργία της μάταια.
Τι θα ήταν η ζωή του γιου της μπροστά στο άπειρο, μπροστά στο παντοτινό;
Και τι θα ήταν η ζωή η δική της;
Αλλά αυτή πρόσφερε τη ζωή της υπέρ της ζωής του γιου της και αν περίσσευε, θα την πρόσφερε επίσης και υπέρ της ζωής άλλων ανθρώπινων πλασμάτων.
***
Χτες ακόμη, πόσο είχε λαχταρίσει η καρδιά της!
Στην πλησιέστερη σκηνή είχε κατοικήσει μία οικογένεια από μητέρα και τέσσερα τέκνα, της οποίας ο πατέρας είχε πεθάνει στον Γαλατά προ λίγων εβδομάδων, θύμα της νόσου.
Η δυστυχής μητέρα είχε φύγει με συντροφιά άλλης οικογένειας γνωρίμου της, σπεύδοντας να γλυτώσει αυτή και τα παιδιά της μετά τη στέρηση του πατέρα.
Αλλά επειδή το πλοίο στο οποίο θα επιβιβάζονταν επρόκειτο να συμπλεύσει με άλλο πλοίο «κοσέρβα» και οι δύο πλοίαρχοι είχαν, κατόπιν συμφωνίας μεταξύ τους, κοινά τα συμφέροντα, συνέβη στο μπαρκάρισμα, με όλες τις διαμαρτυρίες τους, να χωρίσουν οι ναύτες, τυχαία και χάριν της ευκολίας τους, τις δύο σχετικές οικογένειες, λέγοντες ότι το ίδιο ήταν και ότι ευθύς κατόπιν θα φρόντιζαν, άμα απέπλεαν, να ενώσουν τις δύο οικογένειες.
Τώρα δεν ήταν καιρός, γιατί ο απόπλους ήταν εσπευσμένος.
Η χήρα με τα παιδιά της καθησύχασε και ήλπισε να βρει σε λίγο τη φιλική της οικογένεια.
Αλλά στο πέλαγος, το να συμπλέουν δύο ιστιοφόρα είναι δύσκολο πράγμα, διότι ενώ το ένα πλοίο βρίσκει τον άνεμο «δευτερόπρυμα» ή πηδαλιουχεί «γεμάτα» ή κάνει βόλτες, το άλλο πέφτει σε «καραντί».
Έτσι συνέβη μετά από λίγο το δεύτερο πλοίο να μείνει πίσω και να χωρισθούν τα δύο κατά τον πλουν και ενώ εκείνο στο οποίο βρίσκονταν η χήρα με τα τέκνα της έφθασε για να καθαρισθεί στο μέρος τούτο, το άλλο ίσως κατέβηκε νοτιότερα και υπέστη αλλού την κάθαρση.
Η δυστυχής χήρα έφθασε και περίμενε από μέρα σε μέρα να έλθει η φίλη της. Αλλά μάταια. Το δεύτερο πλοίο δε φάνηκε.
Η χήρα περιμένοντας αρρώστησε και αρρωσταίνοντας μαράζωσε.
Και αγάπησε μάλλον το σύζυγό της παρά τα τέκνα της.
Και έφυγε να τον συναντήσει εκεί όπου αυτοί που είχαν πάει περιμένουν τους υστερήσαντες συμπλωτήρες. Και τώρα κοιμήθηκε τον άλυπο ύπνο, έρημος και άφιλος σε ξένη όχθη, αφήνοντας ξένα ανάμεσα σε ξένους τα τέκνα της.
Και τώρα η μικρή κόρη, η οκταετής Ολυμπία, προσπαθεί να γίνει σαν μητέρα στα τρία μικρότερα αδελφάκια της, στον πενταετή Γιώργο, την τετραετή Άννα και τον διετή Κωστή.
Χελιδών που ασκείται για να μάθει να εκτελεί έργα πελαργού.
Ασθενές νεόφυτο το οποίο είναι ανάγκη να φουντώσει γρήγορα, για να σκιάσει κόσμο κάτω από τους κλώνους του.
Νεοσσίδα που διά μιας βρέθηκε κλώσα, χωρίς να κλωσήσει, χωρίς να επωάσει και χωρίς να εκκολάψει και οφείλει να σκεπάζει τους νεοσσούς κάτω από τα πτερά της.
Παιδί αυτή, να οδηγεί με το χέρι δύο άλλα παιδιά και να κρατεί τρίτο παιδί στην αγκαλιά της.
Κλαίουσα παιδίσκη, να οδηγεί τρία κλαίοντα παιδιά στον τραχύ και δύστροπο δρόμο, στον κοπιώδη ανήφορο του κόσμου.
Αυτό ήταν το τελευταίο, το οποίο είχε δει την προηγούμενη μέρα η Σκεύω.
***
Έξω από τη μικρή πορτούλα, καθισμένη στον μικρό εξώστη με τις σάπιες σανίδες, η Σκεύω εξακολουθούσε να βλέπει και να μην εννοεί το γινόμενο έκτακτο θόρυβο.
Διέστελλε υπέρμετρα τους οφθαλμούς της, έτεινε τα αυτιά, αλλά μάταια. Το σκοτάδι, αίνιγμα καθ’ εαυτό, δεν μπορούσε να της δώσει τη λύση του όλου αινίγματος.
Ο αέρας αντηχούσε τους θορύβους και μετέφερε τις φωνές, αλλά δεν έφερε τις λέξεις στα αυτιά της.
Κάτι τι έκτακτο και φοβερό της φάνηκε ότι συνέβαινε.
Για μία στιγμή, η πτωχή γυναίκα αισθάνθηκε την επιθυμία να κατέβει από τον οικίσκο, να τρέξει προς τη σκηνή του γιατρού, να βρει τον ίδιο και να τον ρωτήσω τι συνέβαινε.
Αλλά κρατήθηκε, πρώτον διότι δεν ήθελε να αφήσει μοναχό το γιο της και δεύτερον γιατί δεν ήλπιζε να βρει στη σκηνή τον κ. Βουντ, που χωρίς άλλο θα ήταν στο μέρος όπου ακουγόταν ο θόρυβος και αυτή δεν επιθυμούσε να προχωρήσει μέχρι τον τόπο εκείνο.
Έπειτα, πέρασαν λίγα λεπτά της ώρας και ο θόρυβος, άρχισε να κοπάζει.
Μερικές από τις λέμβους πλησίασαν στην ξηρά.
Της φάνηκε ότι έτρεχαν προς την άμμο.
Έπειτα οι λέμβοι άρχισαν να κωπηλατούν εκ νέου και σιγά σιγά ο κρότος των κουπιών εξασθενούσε στην ακοή της.
Πράγμα δε παράδοξο, η διεύθυνση των λέμβων δεν ήταν προς τα μεγάλα πλοία, από τα οποία είχαν αποσπασθεί προ ολίγου, αλλά αυτές έπλεαν λίγο δυτικότερα προς το άλλο μικρό ερημονήσι, το βορειότερο, προς τον κάβο του Αγίου Φλώρου.
Έπειτα από λίγη ώρα, οι λέμβοι έγιναν άφαντοι και κάθε θόρυβος έπαψε.
Δεν ακούσθηκε πλέον τίποτε, σαν να συνέβη μαγεία.
Ήταν σχεδόν όνειρο.
Η Σκεύω έμεινε επί πολλή ώρα ακόμη κοιτάζοντας έξω στον εξώστη. Έπειτα σηκώθηκε, άνοιξε σιγά την πορτούλα, έτριξαν τα θυρόφυλλα, στέναξε το πάτωμα και η μητέρα μπήκε κοντά στον κοιμώμενο γιο της.
Έμεινε άυπνη έως το λάλημα του πετεινού, περιμένοντας να ξημερώσει για να μάθει. Έπειτα αποκοιμήθηκε ως τη χαραυγή και ξύπνησε.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και ήλθε ως συνήθως ο γιατρός, για να πιει τον πρωινό καφέ του από τα χέρια της επιτήδειας πτωχής οικοκυράς και να καπνίσει ηδονικά το πρώτο γεμάτο τσιμπούκι του.
Ο γιατρός φαινόταν λίγο νευρικός και ανήσυχος.
Τελικά η παροδική αυτή δυσθυμία, ήταν μόνο σαν ανοιξιάτικο σύννεφο για την εύθυμη διάθεσή του.
Από δύο εβδομάδων, πολλά πράγματα είχαν συμβεί.
Ο κ. Βίλελμ Βουντ δεν είχε πάψει να επισκέπτεται δύο και τρεις φορές την ημέρα τον γιο της Σκεύως.
Ο Σταύρος ήταν ήδη σε ανάρρωση.
Ο γιατρός έκρυβε όσο μπορούσε από τη Σκεύω όσα θλιβερά είχαν συμβεί στην επιχόλερη νήσο. Αλλά η γριά τα μάθαινε όλα. Μόνο ότι δεν είχε καμία γειτόνισσα, που να μην τα ξέρει, να είναι δε και συντοπίτισσά της, για να λάβει την παρηγοριά να τα διηγηθεί.
Στο γιο της δεν έλεγε τίποτε. Αλλά ο Σταύρος, αν και μάντευε πολλά, δε φοβόταν και η ζωή επανερχόταν σ΄ αυτόν με δύναμη που έδιωχνε το σκοτεινό φόβο.
Το μικρότερο το οποίο είχε συμβεί, ήταν ότι είχε λιγοστέψει πολύ το γάλα, το οποίο έφερε κάθε μέρα με τη βεδούρα του ο Αγκόρτζας.
Τούτο δε διότι, αφού οι επιδρομείς έφαγαν όλα τα ερίφια του πατρός Νικοδήμου, αφού έφαγαν και όλους τους τράγους, είχαν βάλει χέρι και στις γίδες.
Ο αέρας ήταν καλός, είχε βρέξει και το μόλυσμα της νόσου έφευγε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ
Ο γιατρός ανακοίνωσε, ότι το κρέας των αιγών θα έβλαπτε τους ανθρώπους και με τον τρόπο τούτο, κατορθώθηκε η διάσωση ελάχιστου μέρους της αγέλης.
Από τα ερίφια και τους τράγους, λίγα μεν είχε δώσει ο Νικόδημος οικειοθελώς, τα δε περισσότερα, όπως ήταν επόμενο, του τα πήραν.
Ο Νικόδημος δεν είχε σε ποιον να παραπονεθεί, διότι άλλαξε μεν η σκηνογραφία, πάνω στο βουνό, στους ευώδεις θάμνους, όπου κοιμόταν τυλιγμένος σε μία κάπα, άλλαξε όμως και η θέση των προσώπων.
Από μεμψίμοιρος έγινε τώρα παρηγορητής.
Όφειλε να παρηγορεί τον Αγκόρτζα, που λυπόταν τόσο τους τράγους, σαν να ήταν αδέλφια του και έκλαιε τα ερίφια σαν να ήταν παιδιά του.
Το καλό ήταν, ότι είχε και υλικό μέσον παρηγοριάς, μία φλάσκα, την οποία φρόντιζε να του στέλνει κάθε βράδυ γεμάτη ο γιατρός Βουντ, ενίοτε και άλλοι διακριτικοί φίλοι, σε αντάλλαγμα των εριφίων όσα είχαν φάει.
Ο πάτερ Νικόδημος έπινε αυτός λίγο, έδινε στον παραγιό του το πολύ και ο Αγκόρτζας, ερχόμενος σε ευθυμία, λησμονούσε τα παράπονά του, έπαιρνε τη γκάιδα και ξάπλωνε στο έδαφος, ακουμπώντας σε κάποιο σκίνο, έχοντας δίπλα τη φλάσκα και τη μαγκούρα του από το ένα μέρος, από το άλλο την κάπα και τον τορβά του, ενώ παρέκει στη μάνδρα πλαγιασμένες οι αίγες αναχάραζαν με θόρυβο όλη τη νύκτα, σαν να κρατούσαν το χρόνο στον παραφέντη τους, άρχιζε να φυσά και να εκβάλλει τόσο τραχείς φθόγγους από τη γκάιδα, ώστε η ηχώ μετά φόβου και σπαραγμού δεχόταν τους ήχους εκείνους στα βαθιά άντρα της κι ετέρπετο το αυτί του πάτερ Νικόδημου, που μισοζαλισμένος από το λίγο κρασί το οποίο είχε πιει, δεν βράδυνε να αποκοιμηθεί κάτω από τον πεύκο, ανάμεσα σε δύο σκίνους και μία κουμαριά.
***
Αντίκρυ ακριβώς από την κορυφή του λόφου, κάτω από το μικρό πευκώνα και πέρα από τους θάμνους της πεδιάδας, ήταν ο μεγάλος πεύκος κοντά στη ρίζα του οποίου βρισκόταν η σκηνή του κ. Βίλελμ Βουντ.
Ο Γερμανός γιατρός καθισμένος, άμα νύχτωσε, έξω από τη σκηνή του, άκουγε με ενδιαφέρον εξασθενημένους κάπως από την απόσταση, χρωματισμένους από την ηχώ, τους σπαρακτικούς φθόγγους της γκάιδας, οι οποίοι δεν του φαίνονταν πολύ δυσάρεστοι.
Κάπνιζε με μορφασμούς και συχνά με πλαταγισμό των χειλιών το μακρό τσιμπούκι του με το κεχριμπαρένιο επιστόμιο, απέπνεε πυκνά νέφη καπνού που κολλούσαν στο παχύ καστανό μουστάκι του και ανερχόμενα στο φύλλωμα του πεύκου, που σύριζε μελωδικά από το φύσημα της αύρας της νυκτερινής, έτεινε το αυτί, άκουε τους τραχείς μεμακρυσμένους ήχους, γελούσε μοναχός του και έλεγε:
- Κείνο το Αγκόρτζα είναι πάλι… ντιάολο!… Πώς το παίζει το γκάιντα… Πίνει, πίνει κρασί και κάνει κέφι το ντιάολο!… Κάτε βράντυ, κάτε βράντυ… όρεξη που την έχει.
Εκάγχαζε, ρουφούσε δύο ή τρεις ραγδαίες εισπνοές καπνού και έπειτα ξανάλεγε
- Καλά, αυτό είναι ζωή!… Να, αυτή ζωή μ’ αρέσει εμένα… φυσική ζωή… ντι Νατούρ,… ντας Λέμισεν, ντας ιστ, ντας Λέμισεν!
***
Εάν βρισκόταν ακόμη η Σκεύω στο σπιτάκι της, σύρριζα στο βράχο, σιμά στις Πλάκες, πάνω από τον παλαιό και όμοιο με μοναστηριακό, τον τρίπατο αρσανά του γέρο-Μαθινού και ανέπνεε την αύρα την εσπερινή την οποία θα της έφερνε ο μπάτης, καθαρή από μολύσματα και από αναθυμιάσεις ανθρωπίνων δεινών και αθλιοτήτων, θα ήταν σε θέση να γνωρίζει περισσότερα, σχετικά με τους ανεξήγητους θορύβους τους οποίους άκουσε και με τις ύποπτες κινήσεις τις οποίες είδε την προηγούμενη νύκτα και δεν θα είχε ανάγκη να ρωτήσει άλλον για να βρει τη λύση του αινίγματος.
Θυμόταν ακόμη το πρωί της μέρας εκείνης, που είχε ξυπνήσει και είχε δει το καράβι εκείνο, το αραγμένο παραδόξως ανάμεσα στα δύο νησιά, το οποίο την εξέπληξε τόσο και της άφησε τέτοια εντύπωση, σαν να ήταν κάτι το οποίο ιδιαιτέρως την ενδιέφερε.
Και αφού μετά πολλούς δρόμους, μπόρεσε να μάθει κάτι λίγα περί των διαταχθέντων μέτρων, για αποκλεισμό της φοβερής επιδημίας, θυμόταν την εσπέρα, όταν επέστρεφε από την παραθαλάσσια οικία της συγγενούς της, της Γερακίνας και όταν μία κλήρα από μέσα από μία βάρκα της φώναξε:
«Θεια-Σκεύω Σαβουρόκοφα! Ο γιος σου είναι άρρωστος από χολέρα!»… πως λαχτάρισε τότε η ψυχή της και πως έλιωσε η καρδούλα της και τι μαρτύριο υπέφερε έως να βρει ησυχία, η οποία ησυχία συνίστατο γι αυτήν, στο να «πέσει στη φωτιά μέσα» και στο να τρέξει τολμηρά προς τον κίνδυνο ή του ύψους ή του βάθους.
Και το παραδοξότερο της σύμπτωσης ήταν, όπως γνωρίσαμε τώρα, ότι στο ξενικό εκείνο καράβι, το οποίο ήταν απ΄τα πρώτα που ήλθαν, βρισκόταν πράγματι ο Σταύρος, που είχε απομείνει από το πατριωτικό, ευθύς μόλις έγραψε την τελευταία επιστολή στη μητέρα του και είχε μπαρκάρει με το ξένο, επάνω στο οποίο αρρώστησε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.
Και η επίμονη προσήλωση της Σκεύως στο πλοίο εκείνο ήταν σαν μυστηριώδες προαίσθημα της παρουσίας του εκεί.
Στο σπιτάκι εκείνο, το οποίο ήταν σαν φωλιά γλάρου, κτισμένο επάνω σε θαλασσόπληκτο βράχο, εάν βρισκόταν ακόμη η Σκεύω, θα έβλεπε επίσης πολλή κίνηση και θα άκουε μεγάλο θόρυβο εκείνη τη νύκτα, αλλά αμέσως θα μάθαινε από τις γειτόνισσες το τι συνέβαινε.
Ευτυχείς υπήρξαν την ίδια νύκτα η Βγενιώ η Αλαφίνα, η Μαρία η Πεπερού και η Ζαχαρού η φουρνάρισσα, οι οποίες όχι μόνο είδαν και άκουσαν, αλλά έλαβαν μέρος στις νυκτερινές σκηνές.
Διότι αμέσως πήραν είδηση αυτές, καθώς και οι άνδρες της αγοράς και όλο το χωριό για τις οκτώ ή δέκα λέμβους, όσες πλησίασαν νύκτα στις Πλάκες με ύποπτους σκοπούς.
***
Την πρώτη είδηση την έδωκε ο Λάζαρος ο Γκέγκες, ο κλητήρας της δημαρχίας, ισόβιος αρχηγός της νυκτερινής πολιτοφυλακής, παίρνοντας τους περισσότερους ύπνους του για όλο το έτος στη μπαγκέτα, μπροστά στο καφενείο του μπάρμπ’ Αναγνώστη, επί της πεζούλας, κάτω από τη μεγάλη συκαμινιά, μπροστά στο μαγαζί του Δημητριάδη και ενίοτε κάτω από τις κολώνες του άφρακτου νάρθηκα των Τριών Ιεραρχών.
Το βράδυ εκείνο, αφού σήμανε την ώρα της βάρδιας και όλοι οι άνθρωποι είχαν αποσυρθεί στα σπίτια τους να αναπαυθούν, έφερε μία βόλτα με τους τρεις συντρόφους του, των οποίων ήταν η σειρά να φυλάξουν το βράδυ εκείνο, προς το ανατολικό μέρος του νησιού.
Εκεί, ο Λάζαρος ο Γκέγκες, είδε με το εξασκημένο μάτι του ένα ή δύο μαυράδια να αποσπώνται στο σκοτάδι ανάμεσα στα δύο νησιά, ανοικτά από τον Άγιο Φλώρο και να κινούνται βορειοδυτικά προς τη διεύθυνση της πόλης, προς το μεγάλο νοτιοδυτικό λιμάνι.
Ακολούθως τα δύο μαυράδια έγιναν τρία, τα τρία τέσσαρα και τα τέσσαρα οκτώ ή εννέα.
Και όσο κινούνταν βορειοδυτικά, τόσο μαύριζαν και τόσο διακρίνονταν στην ανταύγεια της πυκνής αστροφεγγιάς, πάνω στη στρωτή οθόνη του φωσφορίζοντος κύματος.
Ο μπαρμπα-Λάζαρος έγινε αμέσως σύννους, έσκυψε προς τη γη, έστριψε προς τα κάτω το μουστάκι του, κατέβασε προς τα φρύδια το ημιστρόγγυλο φέσι του με την «γαλίπα», τη φούντα την κοντή και στριμμένη και δεν είπε λέξη στους συντρόφους του.
Έριξε ακόμη ένα παρατεταμένο βλέμμα στο ύποπτο φαινόμενο και είδε τα μαύρα σημεία, ότι όσο προχωρούσαν, μεγεθύνονταν στην όραση και τα είδε ότι είχαν βάλει πλώρη στην δυτική εσχατιά της πόλεως, κατά τις Πλάκες.
Τότε δε δίστασε πλέον και ύψωσε το φέσι του προς τα επάνω, έστριψε προς τα πάνω το μακριό και παχύ μουστάκι του και αφού έστειλε έναν απ΄τους ανθρώπους του μυστηριωδώς να ξυπνήσει το δήμαρχο, αυτός διευθύνθηκε προς το ναό των Τριών Ιεραρχών και κρεμάστηκε στο σχοινί του κωδωνοστασίου και άρχισε να σημαίνει θορυβωδώς και παρατεταμένα τη μεγάλη καμπάνα.
Ο ευσυνείδητος, αλλά και διπλωματικός κλητήρας είχε σκεφθεί ως εξής.
-Δεν μπορεί να πει ο δήμαρχος ότι δεν τον ειδοποίησα.
Όσο να ξυπνήσει ο δήμαρχος και να του περάσει το μαχμουρλίκι, μπορεί να γίνει ότι γίνει, αν είναι γραφτό να γίνει. Εντωμεταξύ σημαίνω εγώ τη μεγάλη καμπάνα, για να πάρει χαμπάρι ο κόσμος να ξέρει τι τρέχει, να πάρει την απόφασή του και ο κύριος δήμαρχος ας πάει να κάμει τα παράπονά του… στο δήμαρχο…
Ήταν ένδεκα η ώρα.
Αφού κτύπησε επί λίγα λεπτά η καμπάνα και διακόπηκε για λίγα δευτερόλεπτα, για να αρχίσει θορυβοδέστερη η κλαγγή του μετά λίγες στιγμές, άρχισαν να ακούονται από εδώ κι από κει με τριγμούς και κρότους, παράθυρα να ανοίγονται και μερικά κεφάλια με λευκοχίτωνα στήθη και ώμους να εμφανίζονται από τα ανοίγματα.
Έπειτα πόρτες άρχισαν να τρίζουν περί τους στροφείς, γδούπος βημάτων ακούσθηκε στα λίθινα σκαλοπάτια και άνθρωποι μισοντυμένοι κατέβηκαν στην αγορά.
-Τι είναι; Τι είναι;
Στους πρώτους που ήλθαν, ο μπαρμπα-Λάζαρος πρόφθασε να δείξει με άφωνο νεύμα τα μαύρα σημεία τα οποία είχε παρατηρήσει προ ολίγου μεγεθυνόμενα και τα οποία, όλο ένα κινούμενα προς το δυτικό μέρος του λιμανιού, πλησίαζαν ήδη να κρυφθούν πίσω από την γωνία της πόλεως, την οποία σχηματίζει η προεξοχή της συνοικίας της Σπηλιάς και του Μώλου. Κραυγές φόβου, απειλής και αγανακτήσεως άρχισαν να ακούονται μεταξύ του πλήθους, καθόσον τούτο μεγάλωνε, προσερχόμενων και άλλων από τα σπίτια τους. Μερικοί, χωρίς να ξέρουν τι τρέχει, είχαν φέρει από τα σπίτια τους τα κυνηγετικά τους όπλα, τις μονόκαννες ή δίκαννες φιλίντες τους, άλλοι τις παλιές τους πιστόλες και μερικοί μεγάλα πλατύστομα τρομπόνια. Ο μπαρμπα-Λάζαρος, δεν τους επέπληξε διότι είχαν οπλισθεί. Επειδή όμως οι περισσότεροι δεν είχαν όπλα, σε μερικούς έδωκε μερικά σκουροτούφεκα, τα οποία υπήρχαν από παλιά στη δημαρχία και τα οποία χρησίμευαν κυρίως προς οπλισμό της πολιτοφυλακής ή νυκτερινής περιπόλου.
Αμέσως οι άνθρωποι άρχισαν να τρέχουν προς την επάνω ενορία, ασθμαίνοντες για να ανεβούν το στενό ανηφορικό δρόμο, με το στιλπνό και ολισθηρό λιθόστρωτο.
Τα υποδήματα κροτούσαν πάνω στο λιθόστρωτο, εωσότου έφθασαν έξω από το σπίτι του Παπαργυρού, κολοσσιαίου όγκου ιστάμενου στην κορυφή του βράχου, στο πλάγι του οποίου τα άλλα σπιτάκια ολόγυρα φαίνονταν σαν φελούκια πλάι σε μεγάλο επιβλητικό μπάρκο.
Δίπλα στου Παπαργυρού το σπίτι, ήταν το ψηλό κωδωνοστάσιο της επάνω εκκλησίας, της Παναγίας της Λιμνιάς, στεκόταν σαν σκοπός σιμά στη σκοπιά του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ
Δίπλα στο θεόρατο κτίριο, το οποίο στεκόταν εκεί από σαράντα χρόνια ατελείωτο και ακατοίκητο για όλο σχεδόν το χρόνο, χρησιμεύοντας μόνο το θέρος για να καταλύει, όταν επισκεπτόταν τον τόπο, εκτελώντας την περιοδεία του ο άγιος Δεσπότης, ήταν η οικία του δημάρχου, ο οποίος είχε ξυπνήσει μόλις και άκουε το θόρυβο του πλήθους που περνούσε, ετοιμαζόμενος να εξέλθει.
Τον είχε ξυπνήσει, προ ολίγου, ο απεσταλμένος του Γκέγκε, του κλήτορα της δημαρχίας.
Ο δήμαρχος φόρεσε το πανωβράκι του, πήρε τη μακριά χονδρή μπαστούνα του και άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια της εσωτερικής ξύλινης σκάλας, ενώ η κυρά δημαρχίνα, αφού ξύπνησε μόλις κι αυτή, φώναζε από το άλλο δωμάτιο:
-Για πού, ώρα σ’ καλή, καπετάνιο μ’; Πού θα πας τέτοια ώρα;
-Κοιμήσου, Φλωρού! έγρυξε με βραχνή φωνή ο δήμαρχος, που ήταν όλος δυσθυμία, γιατί του έκοψαν απότομα τον πρώτο ύπνο.
Έπειτα πρόσθεσε φιλοσοφικώς, απευθυνόμενος στον εαυτό του:
- Όποιος θέλει να σάσει το χωριό, χαλνάει το κεφάλι του.
Και κατέβηκε στην αυλή του, τη στρωτή με στιλπνά χαλίκια και φυτευτή με λεμονιές, με ροδιές και στολισμένη από γλάστρες ανθέων, ενθυμούμενος τους χρόνους εκείνους, που αναχωρούσε για να κάνει τα πλουτοφόρα ταξίδια στη Μαύρη θάλασσα κι απάνω στον ποταμό και όταν κουβαλούσε, κατά τον κοινό λόγο, με τις κόφες τα τάλιρα από τα ταξίδια της Ρωσίας. Εάν δεν επιχειρούσε το τελευταίο του τολμηρό ταξίδι στον Ωκεανό, όπου χρειαζόταν να δεθεί κανείς με χονδρούς κάλους στο κατάρτι του πλοίου για να μη τον σαρώσει η τρικυμία και αν δεν τιναζόταν από τα κύματα που εισπηδούσαν επάνω στην κουβέρτα, ώστε να κτυπήσει άσχημα στο κεφάλι και το κορμί κατά της χονδρής μπούμας προς την πρύμνη, δεν θα δεχόταν ποτέ το αξίωμα το οποίο του είχαν προσφέρει αυθορμήτως – πράγμα σπάνιο, αλήθεια - οι συμπολίτες του.
- Το πλήθος, αφού έφθασε στη γωνία του σπιτιού του Παπαργυρού, διχαζόταν και άλλοι εξακολουθούσαν να ανεβαίνουν προς τα πάνω, για να φθάσουν στον ανοικτό κάμπο ψηλά, στην Αγία Τριάδα, για να κατοπτεύσουν από κει τις λέμβους που έρχονταν, άλλοι στρέφονταν προς τα αριστερά, για να φθάσουν ταχύτερα στις Πλάκες και τούτων τα βήματα είχε ακούσει ο δήμαρχος.
Δεν είχε απομείνει, κατά τα φαινόμενα, άνθρωπος από όσους είχαν πλαγιάσει, που να μην ξύπνησε και δεν είχε απομείνει από όσους δεν είχαν πλαγιάσει ακόμη, κανείς που να μην έτρεξε και να μην πετάχτηκε έξω απ΄το σπίτι του.
Από τις μακρινότερες και πτωχότερες συνοικίες είχαν φθάσει, ο Δημήτρης ο Ντούσκος, ποιμένας που βοσκούσε λίγες αμνάδες, ο οποίος ποτέ εν καιρώ ημέρας δεν είχε κατέβει στην αγορά, έφθασε φέροντας τη μαγκούρα του την ποιμενική και την κάπα του, έτοιμος να λάβει μέρος στη μάχη υπέρ της σωτηρίας της πόλεως και ο Σταμάτης ο Μπλατσίνης και ο Δημήτρης ο Στόγιος και άλλοι αγροδίαιτοι, πρόθυμοι να λάβουν μέρος σε κάθε ενέργεια, αν και δεν ήξεραν περί τίνος επρόκειτο και ο Γιάννης ο Μανίκας προσήλθε επίσης με πολεμική διάθεση, μένεα πνέων κατά των υποτιθέμενων εχθρών.
***
Και τον Αργυράκη της Τριανταφυλλιάς, τον είχε ξυπνήσει με πολλή δυσκολία η γυναίκα του, η Τριανταφυλλιά, η φουρνάρισσα και τον παρακίνησε επιτακτικά να τρέξει κάτω στην αγορά, να μάθει τι γίνεται και να έλθει πάλι πίσω, για να την πληροφορήσει και αυτήν περί των συμβαινόντων.
Ο Αργυράκης έφθασε τρίβοντας τα μάτια του και μισοκοιμώμενος στο δρόμο, αλλά με όλες τας προσπάθειες του, δεν κατόρθωσε να μάθει σχεδόν τίποτε, διότι σε κάθε όμιλο που συνάντησε στην αγορά, μιλούσαν οι άνθρωποι μεταξύ τους και δεν απαντούσαν στις ερωτήσεις του.
Λοιπόν από όλες τις ομιλίες, όσες γίνονταν, μόνο άκρες-μέσες μπόρεσε να ακούσει.
Ο Αργυράκης της Τριανταφυλλιάς, αφού απελπίστηκε να μάθει περισσότερα, έτρεξε ασθμαίνοντας, πίσω προς τη γυναίκα του.
-Ε! τι έμαθες, Αργύρη;
-Είναι κόσμος, κόσμος… κάτω στη πιάτσα… στον Αι-Γιάννη απ’ όξου… στην κολώνα μπροστά…
- Και τι λέγανε;
- Να, ο κλήτορας της δημαρχίας σήμανε την καμπάνα.
-Την ακούσαμε. Ύστερα;
- Να, μαζώχτηκε κόσμος…
- Μου το είπες αυτό… ύστερα;
- Ο κλήτορας έστειλε το Γιάννη το Μαστοράκη, για να ξυπνήσει το δήμαρχο.
- Αλήθεια; ύστερα;
- Και είναι κόσμος μαζωμένος… και κουβεντιάζουν αναμεταξύ τους.
- Μου το είπες τρεις φορές αυτό. Και τι γίνεται;
- Ο κόσμος αρχίσανε να τρέχουνε στον Επάνω Μαχαλά, κατά την Αγία Τριάδα…
- Και δεν πήες και συ!
- Δε μου ’πες να πάω, Τριανταφυλλιά.
- Και δεν μπόρεσες να μάθεις τι τρέχει;
- Να, λέγανε πως θα τρέξουνε πίσω κατά τις Πλάκες να τους προφτάσουνε, να φύγει το κακό.
- Ποιο κακό;
- Δεν κατάλαβα… μα πρέπει να είναι κλέφτες.
- Να μην έρχονται οι χολεριασμένοι απ’ τον Τσουγκριά, για να πάρουν πράτιγο με το στανιό;
-Καλά λες, αυτό θα είναι, είπε συλλογισμένος ο Αργυράκης κι εγώ δεν το κατάλαβα.
- Γλήορα, να τρέξεις πίσω, σκυλί, είπε η Τριανταφυλλιά… πάρε και το ραβδί σου μαζί… να πας να μάθεις κι ύστερα νά ’ρθεις να μου πεις.
***
Την ιδία στιγμή που μιλούσε η σύζυγος του Αργυράκη, ακούσθηκε και στην ακριανή εκείνη συνοικία η κραυγή, που είχε αρχίσει να επαναλαμβάνεται προ ολίγου και σε άλλα μέρη της πόλεως:
- Μας φέρνουν τη χολέρα! ξυπνάτε παιδιά!
Οι κραυγές αυτές ξύπνησαν και όσους δεν είχαν ξυπνήσει ακόμη από τον ήχο της καμπάνας.
Πρώτη σε όλη τη γειτονιά, απάνω στις Πλάκες, είχε ξυπνήσει η Βγενιώ η Αλαφίνα, η οποία άνοιξε με κρότο πέρα-πέρα το μεγάλο και πλατύ, το κυανό χρωματισμένο παράθυρο και απλώνοντας τους ογκώδεις ανδροπρεπείς βραχίονές της, με τα μανίκια της άσπρης βαμβακερής φανέλας λίγο κάτω απ΄τον αγκώνα φθάνοντα, με το κόκκινο πουκάμισο συμμαζεμένο περί την μασχάλη, στήριξε τα πλατειά χέρια της επί του θριγκού, φωνάζοντας, για να ξυπνήσει τη Μαρία την Πεπερού.
Από τις φωνές της Βγενιώς, ξύπνησε πρώτη η Ζαχαρού η φουρνάρισσα, διότι χρειαζόταν κανόνι για να ταράξει τον ύπνο της Μαρίας της Πεπερούς και το κανόνι το οποίο βρισκόταν από παλαιό καιρό μέσα στο Μπούρτσι ήταν σκουριασμένο και άχρηστο δυστυχώς από πολύ καιρό.
-Τι τρέχει, γειτόνισσα;
-Μας φέρνουν τη χολέρα!
Η Βγενιώ η Αλαφίνα, είχε καταλάβει αμέσως τι τρέχει.
Το παράθυρό της έβλεπε προς τη θάλασσα και είχε δει τις λέμβους που έπλεαν προς τα εδώ.
-Ποιος θα μας τη φέρει;
-Ποιος! Οι χολεριασμένοι απ’ τον Τσουγκριά.
-Πούν’ τοι;
-Για κοίταξε! Έρχονται πενήντα βάρκες.
Έπειτα, επειδή της φάνηκαν λίγες όσες είπε, πρόσθεσε.
- Πενήντα! Θα είναι ως εκατόν είκοσι!
Ακολούθως μεταμελήθηκε διότι είπε βάρκες και δεν είπε καράβια, ζήτησε μέσον τινά όρο όπως διορθώσει το πράγμα.
- Βάρκες! Είναι σωστές σκαμπαβίες… μεγάλες σα σκούνες!
Η Ζαχαρού η φουρνάρισσα κοίταξε και άμα είδε τα μαύρα σημεία να μεγαλώνουν, φαινόμενα κολλητά το ένα με το άλλο πάνω στη θάλασσα, πρόσθεσε.
- Παναγία μου! είναι μακριές σαν τράτες…
- Τράτες! Τι λες; διόρθωσε με οργή η Βγενιώ, είναι ψηλές σαν καβαρδίνες!
Τη στιγμή εκείνη ξύπνησε τέλος και η Μαρία η Πεπερού, που βγήκε από το ισόγειο σπιτάκι της τρίβοντας τα μάτια της. Πίσω της βγήκε, με κοντό φουστανάκι και με γυμνές κνήμες και πόδια γυμνά, το Δεσποινιώ, η μικρή κόρη της.
-Τι είναι; Τι τρέχει;
Η Βγενιώ η Αλαφίνα δεν δίστασε πλέον και έκρινε ότι ήταν καιρός να προβιβάσει τις βάρκες σε καράβια.
-Τα καράβια τα χολεριασμένα έρχονται απ’ τον Τσουγκριά…
Πενήντα κομμάτια καράβια!
Η Πεπερού κοίταξε και δεν μπορούσε να δει τίποτε, γιατί μισοκοιμόταν ακόμη. Το Δεσποινιώ η κόρη της, κρατώντας αυτήν από τη φουστάνα, έβλεπε τις βάρκες και έλεγε:
- Να τα, να τα! Κοίτα, μάννα!
Οι τρεις γυναίκες κινήθηκαν να φθάσουν προς τις Πλάκες, ακολουθώντας το πλήθος, το οποίο περνούσε.
Ο Αλέξης και ο Μιχάλης, ο γιος της Πεπερούς και ο γιος της Αλαφίνας, είχαν ξυπνήσει και έτρεξαν ακολουθώντας τους άνδρες να δουν.
Η Πεπερού έλεγε στην κόρη της:
- Σύρε να κοιμηθείς εσύ… Κάτσε στο σπίτι.
Η Δεσποινιώ την κρατούσε καλά από το φουστάνι και έτρεχε πίσω της λέγοντας.
-Φοβάμαι… φοβάμαι μοναχή μου, μάννα!
Το πλήθος είχε φθάσει στο ύψος του βράχου, πέρα απ΄τον οποίο σχηματίζεται η στενή προεκβολή του λαιμού των Πλακών εντός της θάλασσας.
Πάνω τα άστρα του ουρανού έλαμπαν στο ύψος του στερεώματος ή έτρεμαν σβήνοντα εδώ κι εκεί και ο γαλαξίας έλουε με αβρό αργυρόχρωμο φως τα ουράνια δώματα και έζωνε τη μέση του ουρανού, σαν να έστρωνε με αμόλυντα άνθη το δρόμο του απείρου στα αόρατα πνεύματα των μακάρων. Και ο τριάστερος Πήχης στεκόταν μυστηριώδης επάνω στο στερέωμα, ακατανόητο όργανο το οποίο ετέθη εκεί ως διά να εξακολουθεί να μετρά εσαεί το άπειρον διά του αιωνίου
Και οι Άρκτοι η μία και η άλλη, έλαμπαν με γλυκό φως χαμογελώντας στα προσφιλή πελάγη και το άστρο του Βορρά, έδειχνε τον Πόλο στους αγαπημένους του θαλασσινούς, που έχουν αυτό μόνη συντροφιά και μόνο αιθέριο φάρο, παρηγορώντας αυτούς στο δρόμο τους και αν όλα τα λαμπρά άστρα χαθούν προς καιρόν στους οφθαλμούς τους και αν όλοι οι μυστηριώδεις λύχνοι συγκαλυφθούν από τα νέφη, η Πούλια είχε υψωθεί τρία κοντάρια ψηλά ανερχόμενη εξ ανατολών προς το μεσουράνημα, χρυσή κλώσα με τα πουλιά της, καταστερεωθείσα και αθανατισθείσα από θεία θέληση, για να διδάσκει την οικογενειακή συνοχή και αρμονία στους δυστυχείς θνητούς, που γεννούνται για να χάσκουν προς καιρόν αναβλέποντες εκεί επάνω και για να συγκαλύπτει χρονίως του θανάτου η νύχτα τους οφθαλμούς τους στο υποχθόνιο σκότος.
Ελαφρά αύρα έσειε γύρω στα προαύλια και τους κήπους των σπιτιών τους κλώνους των δένδρων και η θάλασσα κυανή και μαύρη, απλωμένη κάτω από το βράχο, μουρμούριζε ελαφρώς κτυπώντας τους βράχους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΟΓΔΟΟ
Το πλήθος άρχισε να θορυβεί και να κραυγάζει, μπροστά στο θέαμα το οποίο παρουσιαζόταν τώρα φανερά στις όψεις του υπό την αστροφεγγιά της νύκτας εκείνης.
Ο δήμαρχος, αφού ξύπνησε, είχε κατέβει προς την αγορά, για να συνεννοηθεί με τις άλλες αρχές και δεν είχε φανεί ακόμη επάνω στις Πλάκες, όπου είχε τρέξει ο πολύς κόσμος.
Αλλά αφού μάταια περίμενε επί μισή ώρα την εμφάνιση του λιμενάρχου, του υγειονόμου και του επιστάτου του λοιμοκαθαρτηρίου, των οποίων τα σπίτια ήταν στο άλλο άκρο της πόλεως, το ανατολικό και αργά μεν στάλθηκε προς αυτούς η είδηση, βράδυναν φυσικά να εμφανισθούν, ο δήμαρχος αποφάσισε να ανεβεί ο ίδιος στις Πλάκες, στο δυτικό μέρος της πόλεως.
Είχε δώσει ήδη στον κλητήρα και τους πολιτοφύλακες διαταγές, να προτρέψουν τους ανθρώπους, όπως μείνουν επιτηρώντας μόνο το επίκαιρο προς απόβαση μέρος και να μην επιχειρήσουν καμιά βιαιοπραγία, μόνο στην έσχατη ανάγκη και σε περίπτωση απόπειρας προς αποβίβαση. Υπάρχει, νομίζω, κάποιο απόφθεγμα, κατά το οποίο, ο όχλος έχει δύο αυτιά, για να μπαίνουν οι νουθεσίες απ΄το ένα και να βγαίνουν απ΄το άλλο. Το πλήθος άκουσε τη διαταγή του δημάρχου, αντελήφθη καλώς την έννοιά της και έπραξε ακριβώς το αντίθετο από αυτά που τους είπε. Τα εμφανισθέντα στη θάλασσα μαυράδια, τα κινούμενα ολοένα προς τη διεύθυνση του βράχου, στο πίσω μέρος της πόλεως κατά τις Πλάκες, είχαν πλησιάσει τόσο, ώστε φαίνονταν ήδη ότι ήταν λέμβοι, που έπλεαν με συντονισμένη κωπηλασία προς την ξηρά, ογκώδεις και μαυρίζοντες υπεράνω του κύματος, γεμάτες ανθρώπινο φορτίο.
Μόλις η πρώτη τούτων είχε φθάσει εντός βολής από τον τελευταίο χαμηλό βράχο, κάτω στο Μύτικα, ανοικτά από το Κατεργάκι και μεγάλες πέτρες και χονδρά χαλίκια και βώλοι χώματος άρχισαν να εκσφενδονίζονται προς το πέλαγος.
***
Η πρώτη προφυλακή του όχλου, είχε φθάσει κάτω στο γιαλό, στα θαλασσοδαρμένα μάρμαρα, σιμά στο κύμα και η ουρά σάλευε ακόμη επάνω στο ύψος του κρημνού, υπεράνω της στέγης του αρσανά των Μαθιναίων, ανάμεσα στα τελευταία σπιτάκια, τα κτισμένα σύρριζα στο βράχο.
Βοή και αλαλαγμός ακουόταν και η οργή του πλήθους κόχλαζε με άγριες κραυγές βράζουσα, βγαλμένη από εκατοντάδες στόματα με οργισμένο φρυαγμό, διαπερνώντας με παφλασμό τις τάξεις του όχλου και κορυφούμενη μετ’ αφρού και θολής άχνης επάνω, στο ύψος του βράχου.
Από τόσες κραυγές οργής, μίσους και αγωνίας διακρίνονταν κάπου οι λέξεις «φονιάδες! φέρνετε τη χολέρα», «θα μας πεθάνετε!… » σαν μικρό καταληπτό περιθώριο σε κατάμαυρη και ακατανόητη σελίδα βιβλίου.
Η χάλαζα των λίθων άρχισε να πέφτει ήδη άφθονη με πλαταγισμό στο κύμα και μερικοί από τους λίθους αντήχησαν με σκληρό γδούπο κτυπώντας τις πλευρές της βάρκας, ενώ άλλοι δεν μετέδωσαν ακουστό κρότο, αλλά έπεσαν κωφά, στους βραχίονες και τους ώμους των ανθρώπων, που επέβαιναν στη φελούκα.
Ο κυβερνήτης της πρώτης βάρκας κατάλαβε τότε, ότι είχε βιασθεί να προτρέξει όλων των άλλων λέμβων και διέταξε σία.
Οι κωπηλάτες εσιάρισαν και με λίγες προς τα πίσω κωπηλασίες, η φελούκα έφτασε εκτός βολής από τον ακραίο χαμηλό βράχο της ακρογιαλιάς.
Προφανώς, ο κυβερνήτης της λέμβου δεν είχε παρατηρήσει την κάθοδο των ανθρώπων στο ακραίο μάρμαρο των Πλακών. Αναμφίβολα, αυτός και οι άλλοι επιβάτες των λέμβων, θα είχαν αντιληφθεί εκεί ψηλά, στην κορυφή του κρημνού, την παρουσία του πλήθους και θα είχαν ακούσει τον συγκεχυμένο θόρυβο.
Αλλά η πρωτοπορία του όχλου είχε κατέβει από το κρυφό κοχλιοειδές μονοπάτι κάτω στον ακριανό γιαλό και η παρουσία των ανθρώπων τούτων εκεί κάτω σε απόσταση λίγων οργιών από την πρώτη βάρκα, τους είχε ξαφνιάσει, σαν πράγμα απρόοπτο και σχεδόν μυστηριώδες.
Η πρώτη βάρκα, αφού ανέκρουσε πρύμνα και απομακρύνθηκε δέκα οργιές παραπάνω, στάθηκε και φαινόταν να περιμένει τις άλλες συντρόφους της.
Η δεύτερη έφθασε πλησίον της μετά από λίγο και στάθηκε στο πλάι της.
Φαίνεται ότι έστησαν συμβούλιο εκεί επί της θάλασσας.
Οι άλλες συντρόφισσες λέμβοι έφθασαν μετά από λίγο πλησίον των δύο πρώτων και το συμβούλιο έγινε γενικότερο και προσέλαβε το κύρος της ολομέλειας.
***
Η ανακωχή, που επήλθε αμέσως μετά την πρώτη αψιμαχία, διήρκεσε επί πολύ.
Έξω στις Πλάκες οι άνθρωποι συσσώρευαν πέτρες και βώλους γης και άμμο και μερικοί σκληροί κρότοι ακούστηκαν εδώ κι εκεί στις τάξεις του πλήθους.
Οι κρότοι αυτοί έμοιαζαν πολύ με τον κρότο υψούμενης σκανδάλης ντουφεκιού ή πιστόλας.
Στους κρότους τούτους απήντησαν άλλοι παραπλήσιοι κρότοι υπεράνω του κύματος, από μέσα από τις λέμβους.
Φαίνεται και είναι επόμενο, ότι υπήρχαν δύο γνώμες επικρατέστερες επάνω στις λέμβους.
Η μία τούτων ήταν ότι οφείλουν να υποχωρήσουν. Η άλλη ήταν ότι έπρεπε να προβούν και να επιχειρήσουν την απόβαση, αντί πάσης θυσίας.
Επειδή οι εισηγητές και των δύο γνωμών τις διεκδικούσαν πεισματωδώς και καμία δεν υποχωρούσε στην άλλη, το συμβούλιο παρετείνετο επί μακρόν.
Τέλος, η τόλμη φάνηκε ότι νίκησε τη φρόνηση και οι λέμβοι άρχισαν να κινούνται όλες μαζί, κατά μέτωπο προς την ξηρά.
Τότε οι σκληροί κρότοι της σκανδάλης πληθύνθησαν και η χάλαζα των λίθων άρχισε να πέφτει στα κύματα, πολύ πριν οι λέμβοι φθάσουν εντός βολής.
Έπειτα μία φωνή ακούσθηκε:
- Μη ρίχνετε! μη ρίχνετε! μην πετάτε τις πέτρες στο γιαλό.
Αυτός που φώναξε ήταν εκείνος, τον οποίο η ιδία νύκτα ανέδειξε αρχηγό της.
Ο όχλος, τυφλός από το σκοτάδι και τυφλός από το θυμό, είχε φθείρει μεγάλο μέρος των πολεμοφοδίων του, πετώντας αυτά άσκοπα.
Ο άνθρωπος που εξέφερε το αυθόρμητο εκείνο πρόσταγμα, πρόσθεσε με σαρκασμό:
-Είναι φόβος μη μολώσετε τη θάλασσα…
Ο λαός εννόησε τη σκέψη του και σταμάτησε.
- Μη ρίξει κανένας, αν δε ρίξω εγώ, πρόσθεσε ο άνθρωπος.
Δεν χρειαζόταν περισσότερο για να χρισθεί αρχηγός.
Ο άνθρωπος εκείνος εκαλείτο Γιώργος Δ. Καραγεώργος και φημιζόταν ως αισθηματίας.
Ήταν βραχύς το σώμα, με ογκώδη κεφαλή, με πλατειά λάσια στήθη, με τραχεία όψη βράχου ψημένη από τον ήλιο και την άλμη της θάλασσας και με χαίτη λέοντος φριξότριχη.
Οι λέμβοι προχωρούσαν αργά, χωρίς ορμή και τούτο φαινόταν παράδοξο, κατόπιν της απόφασης της βίας, που φαινόταν ότι είχαν πάρει οι επιβαίνοντες.
Αλλά πράγματι απεδείχθη κατόπιν ότι η ληφθείσα απόφαση ήταν κάπως μικτή. Διότι μόλις οι πρώτοι λίθοι, αφού έδωκε το σημείο ο Καραγιώργος, έπληξαν την πρώρα μιας των λέμβων, καθώς αυτές είχαν πλησιάσει και ακούσθηκε φωνή από μια των λέμβων, εκείνης που είχε πλησιάσει μεμονωμένη την πρώτη φορά.
-Σταθείτε!
Ο Γιώργος Καραγεώργος στράφηκε προς το πλήθος και φώναξε.
- Μη ρίχνετε, παιδιά! ν’ ακούσουμε.
***
Ο κυβερνήτης της πρώτης λέμβου, ο οποίος είχε έλθει στην πρώρα και διακρινόταν να στέκεται ορθός, επανέλαβε.
- Γιατί μας πετροβολάτε, παιδιά; Εμείς δεν ήρθαμε να σας φέρουμε τη χολέρα.
Ολολυγμός αντήχησε, που αναιρούσε τη βεβαίωση αυτή, εκ μέρους του πλήθους.
Αφού ο Γιώργος Καραγεώργος επέβαλε μετά κόπου σιωπή, ο ξένος εξακολούθησε.
-Είχατε το δικαίωμα να μας βάλετε καραντίνα, μα δεν έπρεπε να μας αφήσετε να πεθάνουμε της πείνας.
Νέος ωρυγμός του όχλου απάντησε στην ζωηρή τούτη έκφραση.
Ο ξένος το συναισθάνθηκε και ταπείνωσε τον τόνο του.
- Σας παρακαλώ, δεν κατηγορώ σας, αλλά μερικούς άλλους…
Ο λαός τι φταίει;
Όσο φταίμε εμείς, άλλο τόσο και σεις…
Ο όχλος άκουε σχεδόν με ησυχία.
- Θέλουν να μας βάλουν παραπάνω καραντίνα, ας μας βάλουν.
Έχουμε εικοσιδυό μέρες σωστές. Τώρα γυρεύουν να κάμουμε άλλες δέκα.
Όσοι από μας έχουν τελειωμένες τις εικοσιδυό μέρες και έχουν καθαρισθεί, να μας αφήσουν να πάμε στη δουλειά μας, σα δε θέλουν να μας αφήσουν να βγούμε έξω στην πολιτεία.
Ο λαός άκουε με ψιθυρισμούς και αμφίβολα αισθήματα.
- Όσοι κοντεύουν να έχουν εικοσιδυό μέρες, ας τους μεταφέρουν το ελάχιστο στα κάτω λαζαρέτα, για να τους είναι εύκολο να αγοράζουν ψωμί, το Κουβέρνο πρέπει να δώσει μικρή βοήθεια.
Ο Γιώργος ο Καραγεώργος άκουε με σιωπή και σκέψη.
Έπειτα, όταν ο ξένος φάνηκε ότι είπε ότι είχε να πει, του φώναξε:
- Ετελείωσες;
Ο άνθρωπος απάντησε:
- Ετελείωσα.
Ο Γιώργος Καραγεώργος έλαβε το λόγο.
- Εάν έχεις, αδελφέ, τόσο ειρηνικά αισθήματα, ποια σου η ανάγκη να μπεις και συ και οι άλλοι μέσα σ’ αυτές τις βάρκες, άμα είδατε πως έκαμε παραέξω λιγάκι το βασιλικό, να κινήσετε να ’ρθείτε, νύχτα και σκοτάδι, για να ξεμπαρκάρετε στο χωριό μας με το στανιό;
Στην εξουσία τα λες αυτά ή στο λαό; Και τι φταίει ο λαός, καθώς είπες;
Εμείς εξουσία δεν είμαστε για να λάβουμε μέτρα. Και αν σας αφήνει το Κουβέρνο να πεθάνετε της πείνας και δεν σας δίνει βοήθεια, τι φταίει το χωριό μας, τι σας φταίει ο φτωχός ο λαός;
Εμείς φωνάξαμε όλοι με μια βοή ότι πρέπει να περιποιηθούν καλά τους ανθρώπους στην καραντίνα και, καθώς φαίνεται, δεν μας άκουσαν.
Δεν λέγω πως το κάνουν επίτηδες, μα η διοίκηση είναι ρωμέικη, τι τα θέλεις;
Ο Γιώργος ο Καραγεώργος επήρε την αναπνοή του και έπειτα εξακολούθησε·
-Τώρα είναι δίκιο Θεού να πατήσετε νύχτα στο χωριό μας, να μας δώσετε μεγάλο φόβο, το φόβο που μπορεί να γεννήσει τη χολέρα και χωρίς να είναι χολέρα;
Είτε ετελείωσε η καραντίνα σας είτε όχι, πρέπει να λάβετε υπομονή, αφού η αρχή λέγει ναι και όχι και μεις καλά-καλά δε ξέρουμε αν ήρθε ο καιρός για να πάρετε πράτιγο. Γυρίστε όμορφα-όμορφα και ήσυχα-ήσυχα στο νησί μέσα κι εγώ σας υπόσχομαι το πρωί, σα ξημερώσει, να πάρω τέσσερες βάρκες να τες γεμίσω ψωμί και κρέατα και ρύζια και νερό και ρούμι και κρασί, όλα δωρεά, όλα προσφορές από μέρους του φτωχού λαού, που θα σας τα δώσει από το υστέρημά του…
Φωνές πρόθυμης επιδοκιμασίας και συναινέσεως ακούστηκαν από τις τάξεις του όχλου.
Το πλήθος άρχισε να συγκινείται.
Ο Καραγιώργος εξακολούθησε.
- Να σας τα φέρω πρωί-πρωί στον κάβο του Αγίου Φλώρου, από μέρους της φτώχειας, δώρο στη φτώχεια, για να περάσετε μια μέρα και ως την άλλη μέρα οι αρχές, πιστεύω, θα πάρουν απόφαση να σας μεταφέρουν στα εδώθε λαζαρέτα ή να δώσουν πράτιγο σε όσους από σας έχουν είκοσι δύο μέρες σωστές.
Νέες φωνές συγκίνησης ακούστηκαν εκ μέρους του λαού.
Αίφνης, από τη δεύτερη βάρκα, ακούσθηκε φωνή να λέει:
- Εμείς δεν είμαστε ζητιάνοι, για να μας φέρεις ψωμιά του λόγου σου, να μας τα μοιράσεις ψυχικό!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΝΑΤΟ
Δεν είχαν παραλείψει να συμβουλευθούν το γιατρό Βίλελμ Βουντ οι πρωταίτιοι του κινήματος τούτου.
Αλλά τον είχαν συμβουλευτεί όχι με πεποίθηση, αλλά απλώς διά τον τύπον και για να μπορούν να λένε αργότερα, κατά την παιδαριώδη απολογητική μέθοδο του ψευδομανούς όχλου, «ερωτήσαμε και το γιατρό».
Ο κ. Βουντ, όπως ήταν επόμενο, τους απέτρεψε αυστηρά να μη τολμήσουν και το κάμουν και υποσχέθηκε να προσπαθήσει με κάθε τρόπο, όπως γίνει τακτικότερος στο μέλλον ο επισιτισμός και η άλλη υπηρεσία στον τόπο των καθάρσεων.
Αυτός και έως τότε δεν έπαψε να φροντίζει και να γίνεται κακός με όλες τις αρχές του νησιού, κατακραυγάζοντας και ελέγχοντας τα κακώς γινόμενα, αλλά έφταιγε η κακή διοίκηση.
Οι αυτουργοί του κινήματος ήσαν είκοσι ή τριάντα άνθρωποι από τους πρώτους που είχαν έλθει στην καραντίνα. Αυτοί είχαν διαμείνει ήδη τρεις εβδομάδες στο έκτακτο λοιμοκαθαρτήριο.
Υπήρχαν πράγματι πολλά και αφόρητα δεινά.
Η κακή κατασκευή των παραπηγμάτων, η βραδύτητα, η ακρίβεια και η κακή ποιότητα των τροφίμων, ο φόβος, ο συνωστισμός και η πνιγμονή, η αισχροκέρδεια των καπήλων και μικρεμπόρων, όλα αυτά μαζί και επιπλέον τα πρωτοβρόχια του φθινοπώρου, τα οποία είχαν αρχίσει ραγδαία και τα πρώτα ψύχη του πνεύσαντος ευθύς ύστερα πρώτου βοριά.
Το πλήθος των καθαριζομένων έπασχε, στέναζε και επνίγετο. Όχι λίγους είχε θερίσει ήδη ο Χάρος, με τη βοήθεια της νόσου, του φόβου, των στερήσεων, της κακοπάθειας, και άλλων θανάσιμων παρομοίων περιπτώσεων.
Στην πρώτη τριακοντάδα των συνωμοτών προστέθηκαν άλλοι τόσοι και περισσότεροι, οι οποίοι έλεγαν, ότι είχαν συμπληρώσει είκοσι και μία ημέρες καθάρσεως, αλλά πραγματικά δεν είχαν περισσότερες από δεκαέξι ή δεκαοκτώ ημέρες. Έπειτα και άλλοι ακόμη που προφανώς βρίσκονταν εκεί μόνο δύο εβδομάδες.
Επιμελής επιτήρηση δεν υπήρχε, οι γέροντες και αμελείς απόμαχοι φύλακες, έπασχαν στην όραση ή έκλειναν τα μάτια και κρυφά και φανερά επείρχετο σύγχυση μεταξύ των διαφόρων βαθμών των καθαριζόμενων.
Όλοι μαζί ζητούσαν να πάρουν πράτιγο, ζητούσαν να μετατεθούν στα κάτω λαζαρέτα, ζητούσαν να τους δίνονται φθηνά ή και δωρεάν τα τρόφιμα, δεν ήξεραν τι ζητούσαν.
Μετά την αποτροπή του γιατρού, αισθάνθηκαν παροδική αποθάρρυνση και το σχέδιό τους, τους φάνηκε άωρο ακόμη, οπότε κοιμήθηκαν ήσυχα επί μία νύκτα.
Έπειτα το άλλο βράδυ, τους φάνηκε ότι ωρίμασε αιφνιδίως και επειδή συνέβη νωρίς να δουν το βασιλικό πλοίο, που στάθμευε εκεί, να αποπλεύσει έξω από το λιμάνι, επειδή ακούστηκε φήμη περί πειρατείας και ναυταπάτης στις βόρειες ερημονήσους, είπαν μέσα τους, ότι τώρα ήταν καιρός.
Την ίδια νύχτα, οι συνωμότες πήραν εννέα ή δέκα λέμβους, επέβησαν σ΄αυτές άνδρες περί τους εκατόν είκοσι, πλατάγισαν με θόρυβο τα κουπιά, έπλευσαν ανοικτά προς δυσμάς, για να είναι εκτός βολής από τα όπλα του στρατιωτικού αποσπάσματος που στάθμευε στον Άγιο Φλώρο και έπειτα έβαλαν πλώρη προς τις Πλάκες, κατά το απόκεντρο δυτικό μέρος της πόλεως.
Οφείλουμε χάριν της ακρίβειας, να προσθέσουμε ότι η αρμόδια αρχή είχε προκηρύξει απ’ την αρχή, ότι μετά τρεις εβδομάδες ακριβώς, ήτοι 21 ημέρες, θα ετύγχαναν οι άνθρωποι ελευθέρας κοινωνίας, αλλά όταν συμπληρώθηκε για τους πρώτους ελθόντες ο αριθμός αυτός των ημερών, δίσταζε να εκδώσει την περί ελευθέρας κοινωνίας διαταγή και σκεπτόταν αν έπρεπε να μετατοπίσει τούτους στα κάτω λαζαρέτα.
Φαίνεται δε, ότι ωφελούμενοι απ΄την ανακολουθία αυτή και τη βραδύτητα, οι τολμηρότεροι απ΄αυτούς που μελέτησαν το προς απόβαση κίνημα, έπεισαν άλλους εύπιστους μεταξύ του πλήθους, ότι το υγειονομείο είχε εκδώσει ήδη τέτοια διαταγή και ότι η κοινοποίηση αυτής παρανόμως αναβαλλόταν.
Με την σφαλερή αυτή πίστη ακολούθησαν τους πρωτεργάτες οι περισσότεροι των επιβαινόντων στις λέμβους.
***
Την επομένη το πρωί, όταν η θεια-Σκεύω ρωτούσε το γιατρό Βουντ να μάθει το αίτιο της νυκτερινής ταραχής, αυτός γνώριζε ήδη και το αποτέλεσμα.
- Φτηνά το γλυτώσανε, να πάρει ντιάολο! απάντησε ο κ. Βουντ.
Πήγκανε στη γκειτονιά σου, στες Πλάκες, κάτω από το βράχο για να πατήσουν ποντάρι έξω…
- Αλήθεια! Παναγία μου! ύστερα γιατρέ;
- Οι άλλοι χοντροκέφαλοι, οι ντικοί σας, ήτελαν να τους τουφεκίσουν.
- Χριστός και Παναγία! τι λες, γιατρέ;
- Ύστερα, κάποιος ντικός σας Καραγκιώργκος, εγκύρευε να τους μονοιάσει κι είπε να φέρει βάρκες φορτωμένες καρβέλια ψωμί να τους μοιράσει να φάνε.
- Αλήθεια; Καλά είπε. Και γιατί δεν τα ’φερε;
- Ύστερα, πετάχτηκε ένας απ’ αυτούς εντώ και του λέει:
«Εμείς ντεν είμαστε ζητιάνοι, να μας ντώσης ψυχικό του λόγγου σου».
- Αστοχιά στο λόγο του!
- Τότε οι ντικοί σας αγκρίεψαν περισσότερο, γιατί τους εφάνη πως ήτελαν να ξεμπαρκάρουν με το στανιό και το είχαν σίγκουρα πως θα τους έφερναν τη χολέρα…
- Θεός να φυλάει!
- Τότε άρχισαν να πέφτουν οι πέτρες βροχή απάνω στις μπάρκες και στα κεφάλια των αντρώπων…
- Κύριε σώσον!
- Ανάμεσα στη βροχή των πετρών έπεσαν και καμπόσες τουφεκιές…
- Τρομάρα! κι εσκοτώθηκε κανένας;
- Φτηνά την εγκλύτωσαν, το ντιάολο!
Μόνον ντυο-τρεις τουφεκιές έπεσαν…
- Και δεν έπαθε κανένας; Δόξα σοι ο Θεός!.
- Στην πρώτη τουφεκιά, η μπάλα εσφύριξε κι έσβησε παφ! στη θάλασσα κι επήγε στο πάτο.
- Καλύτερα… Να μη κακοπάθει κανένας χριστιανός.
- Η δεύτερη τουφεκιά ήταν χωρίς μπάλα!
- Καλύτερα!
- Η τρίτη… Δεν επήρε, μου φαίνεται, φωτιά το ντουφέκι…
- Άμποτε! Να γλυτώνει ο Θεός τον κοσμάκη από κακιά ώρα.
Ο γιατρός, εξακολούθησε ακόμη να διηγείται και όταν έφθασαν στο μέρος τούτο του λόγου γέλασε δυνατά, ότι και οι γυναίκες έλαβαν μέρος στη μάχη και ότι διέπρεψαν στην υπόθεση αυτή η Βγένα η Αλαφίνα και η Ζαχαρού η φουρνάρισσα και η Πεπερού και άλλες.
Τέλος, φθάνοντας ο δήμαρχος, κατόρθωσε με μειλίχιο τρόπο να ειρηνεύσει τους ανθρώπους και ν’ αποπέμψει τις λέμβους με υποσχέσεις ταχείας ελευθέρας κοινωνίας και βελτίωσης εν γένει των πραγμάτων.
Έπειτα ο κ. Βουντ άναψε το τσιμπούκι του, ρούφηξε τον καφέ του, κάπνιζε με μακρές εισπνοές και έβγαζε ατελείωτους έλικες καπνού από το στόμα.
- Τώρα ήρταν εδώ, οι μπάρκες, το ντιάολο! επανέλαβε.
Ταρρώ πως τα τους ντώσουν πράτιγο σήμερα αυτούς που έχουν εικοσιμία μέρες.
- Αλήθεια; κι εμείς;
- Του λόγγου σου τέλεις ακόμα ντύο μέρες. Εγγώ, αν ήτελες, έπαιρνα πράτιγκο από προκτές, μα τα κατίσω να ιντώ τι ντιάολο τ’ απογαίνει… Μεταύριο ίσως πάρωμεν πράτιγκο μαζί.
- Πολλή ζωίτσα να ’χεις, γιατρέ.
Την επομένη έδωκε την άδεια ο γιατρός να βγει ο γιος της Σκεύως, ο οποίος είχε δυναμώσει αρκετά.
Την τρίτη ημέρα, αυτός και η μητέρα του ανέβηκαν στο λόφο, για να αποχαιρετίσουν τον πάτερ Νικόδημο, καθόσον ετοιμάζονταν να τύχουν ελευθέρας κοινωνίας ή να μετατεθούν στα κάτω λαζαρέτα.
Δεν ήταν βέβαιο ακόμη τι είχε αποφασισθεί τελειωτικά.
Από κάτω στον πεύκο, ανάμεσα σε πυκνούς θάμνους και ανακεκλιμένος πάνω σε στρώμα από φτέρες, καθόταν δροσιζόμενος ο πάτερ Νικόδημος. Το μέτωπό του ήταν καταϊδρωμένο, φορούσε παλαιό ξεθωριασμένο ζωστικό με δερμάτινη ζώνη και χωρίς ράσο και στη ζώνη είχε περασμένο το κλαδευτήρι του.
Επειδή δεν του είχαν μείνει πλέον αρκετές γίδες, ώστε να απαιτεί ικανή εργασία η βόσκηση και το άρμεγμά τους, εύρισκε δουλειά καθαρίζοντας μέρος του ορμανιού και θηλιάζοντας αγριελιές για να κάμει ελαιώνα και αγρό.
Ήταν δέκα η ώρα το πρωί. Ο ήλιος υψωνόταν στο στερέωμα και η θερμότητα αύξανε, αλλά ανάμεσα στους πράσινους θάμνους ήταν δροσιά και ευωδία και το φθινόπωρο, δεύτερη άνοιξη, άρχισε να στολίζει με λευκά ανθύλλια τους τάπητες της χλόης, γύρω από τις ρίζες των σκίνων.
Άμα είδε ο Νικόδημος τη Σκεύω και τον γιο της, σηκώθηκε να τους υποδεχτεί.
Με δύο παλαιά ράσα του, με μία βελέντζα και με μία κάπα, σχημάτισε πρόσκαιρη σκηνή, προσδένοντας τα άκρα των ρούχων αυτών στους χαμηλότερους κλώνους του πεύκου και υποστρώνοντας τρίτο ράσο πάνω στο έδαφος, έβαλε τον σε ανάρρωση ασθενή να καθίσει, για να μη τον βλάψει η δροσιά και η υγρασία των δένδρων.
Έπειτα κάλεσε τον Αγκόρτζα, τον διέταξε να σφάξει το μόνο κατσικάκι, το οποίο τους είχε μείνει, για να φιλέψουν τους επισκέπτες.
***
Ο Αγκόρτζας δεν δυσαρεστήθηκε πολύ.
Αφού τόσα και τόσα ερίφια του τα είχαν φάγει άνθρωποι άγνωστοι και ξένοι, παρήγορο θα ήταν να ξεκοκαλίσει και αυτός ένα καλοψημένο και ροδοκοκκινισμένο μηρό από τους ιδρώτες του, από το έργο των χειρών του.
Μετά από λίγο ήλθε και ο γιατρός κ. Βίλελμ Βουντ!
Έφτασε ακριβώς την ώρα που ήταν έτοιμο το κοκορέτσι.
Διότι ο Αγκόρτζας σε λίγα λεπτά της ώρας είχε θυσιάσει το μικρό ερίφιο, το είχε γδάρει και ξεκοιλιάσει, το είχε περάσει στη σούβλα και είχε ανάψει φωτιά.
Όταν ήρθε η σούβλα με το κοκορέτσι, ο γιατρός έβγαλε από την τσέπη του παγούρι με ρούμι και έδωκε στον πάτερ Νικόδημο να ευλογήσει, ήπιε και αυτός, κατάπιε μικρή δόση και η Σκεύω και ο γιος της και το υπόλοιπο δόθηκε στον Αγκόρτζα.
-Τα μας παίξεις την γκάιντα σήμερα, είπε ο γιατρός, γι’ αυτό ήρτα.
Ο Αγκόρτζας έκρυβε επίμονα το πρόσωπό του πίσω από τον πλατύ κορμό του πεύκου και συστελλόταν να μιλήσει.
Ο πάτερ Νικόδημος απήντησε αντ’ αυτού, ότι αυτά τα πράγματα δεν γίνονται κατά παραγγελία και ότι πρέπει να έχει κανείς κέφι.
Αμέσως ύστερα, παρατέθηκε χάμω σε στρώμα από φτέρες το ψητό ερίφιο.
Ο μοναχός, ο γιατρός και η Σκεύω με το γιο της, κάθονταν παρά τη ρίζα του πεύκου μπροστά από την πρόχειρη σκηνή, την οποία είχε κατασκευάσει ο Νικόδημος.
Ο Αγκόρτζας καθόταν κρύβοντας το κεφάλι του πίσω από τον κορμό και φαινόταν μόνο το ένα γόνατό του και η κνήμη του και ο έτερος των ώμων και η πλευρά του.
Μετά την τρίτη γύρα της φλάσκας, αφού δόθηκε εντός μεγάλου φλασκιού το τρίτο του περιεχομένου της στον Αγκόρτζα, αυτός έκαμε τέλος κέφι και απεφάσισε να μιλήσει στο γιατρό, κρυμμένος πάντοτε πίσω από τον κορμό του πεύκου.
-Του χατήρ’ σ’ είναι μεγάλου, απ’ μ’ ουρίζεις, γιατρέ…
Τώρα θα πάου κάτου στου μαντρί, κι θα μ’ ακούσεις…
Σηκώθηκε, πήδησε σαν αγρίμι από κλάδο σε κλάδο και με λίγα πηδήματα βρέθηκε σε απόσταση πολλών βημάτων, στο χαμηλότερο υπήνεμο μέρος, πίσω από τους ψηλούς θάμνους όπου ήταν η μάνδρα.
Μετά λίγες στιγμές, ακούσθηκαν σπαρακτικοί οι τραχείς φθόγγοι της γκάιδας πλήττοντες τις ειρηνικές ηχούς, βουβαίνοντας το μελωδικό σύριγμα της αύρας, που φυσούσε τους κλώνους του μεγάλου πεύκου.
- Ακούς, γιατρέ; είπε ο Νικόδημος.
- Τ’ ακούω, το ντιάολο! και συ ταρούσες πως τ’ αργήσει το Αγκόρτζα να κάμει κέφι…
Έτσι μ’ αρέσουν εμένα οι άντρωποι να είναι εύτυμοι.
Άναψε το τσιμπούκι του και εκβάλλοντας μεγάλες τουλίπες καπνού, ανασηκώθηκε επί του όχθου προς τον κορμό του δένδρου, πλαταγίζοντας τα χείλη, ακούοντας τους ήχους του αρχέτυπου οργάνου, χαμογελώντας, βλέποντας επάνω και ρεμβάζοντας προς το βαθυπράσινο και ψιθυρίζοντας κάτω από την αύρα του φυλλώματος του πεύκου.
Την ίδια στιγμή, παρατεταμένος μιαουρισμός ακούσθηκε πίσω από τους θάμνους.
Ο Νικόδημος αναγνώρισε τη φωνή, στράφηκε ζωηρά και είδε τη γάτα του, μαύρη και παχιά από τους αρουραίους τους οποίους θήρευε πολυπληθείς κάθε μέρα.
Μπαμπή! Μπαμπή! έκραξε ο Νικόδημος· έλα δω! ψι!, ψι!, ψι.
Τι; την ηύρες, βλέπω τη γάτα σου, καθώς ήρθες εδώ απάνου στο βουνάκι, γέρο-Νικόδημε; είπε η Σκεύω.
- Πρώτη φορά, βλοημένη, είναι…
Τώρα μου έρχεται, είπε ο Νικόδημος.
Η Μπαμπή πλησίασε τρέχοντας, ρίχνοντας δύσπιστα βλέμματα στους ξένους και διευθυνόμενη προς τον κύριό της.
Ο Νικόδημος της έριξε άφθονα κόκκαλα και κρέας και η Μπαμπή όρμησε, τα άρπαξε και απομακρύνθηκε λίγα βήματα.
- Βαρέθηκε η καημένη να τρώγει όλο αγρομερινό κυνήγι, είπε ο Νικόδημος και σαν της μύρισε που ψήσαμε το κατσίκι, ήρθε να πάρει το μερτικό της.
Στην παρατήρηση του μοναχού, απάντησε η φωνή του παραγιού του, που είχε διακόψει προς στιγμή τη γκάιδα του και είχε αντιληφτεί το τι συνέβη.
- Δεν είναι τόσο για το κατσίκι, πάτερ Νικόδημε! Φώναξε ο Αγκόρτζας, μυρίστηκε, πως φεύγ’ η ξενούρα και πως θα μείνουμε μοναχοί μας κι ήρθε κι αυτήνη να μας βρει για να μας κάμ’ συντροφιά.
- Την επομένη έφυγαν απ΄ το μικρό νησί ο γιατρός Βίλελμ Βουντ, η Σκεύω και ο γιος της.
Μετά μία εβδομάδα τα τελευταία καθαρισθέντα πλοία απέπλευσαν απ΄το νησί και ο πάτερ Νικόδημος ξαναβρήκε την προσφιλή μοναξιά του.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης