Χωρίς στεφάνι
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1896
➖ ➖ ➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Τάχα δεν ήταν νοικοκυρά κι αυτή στο σπίτι της και στην αυλή της;
Τάχα δεν ήταν κι αυτή, έναν καιρό, νέα με ανατροφή;
Είχε μάθει γράμματα στα σχολεία.
Είχε πάρει το δίπλωμά της από το Αρσάκειο.
Και τηρούσε όλα τα χρέη της τα κοινωνικά και έκανε τις σπιτικές δουλειές, καλύτερα από κάθε μία.
Είχε δε μεγάλη καθαριότητα στο σπίτι της και στα κατώφλια της, πρόθυμη να ασπρίζει και να σφουγγαρίζει, χωρίς ποτέ να βαριέται και χωρίς να δείχνει την παραξενιά εκείνη, η οποία είναι συνηθισμένη σε όλες τις γυναίκες που αγαπούν υπερβολικά την καθαριότητα.
Και όταν έμπαινε η Μεγάλη Εβδομάδα, διπλασίαζε τα ασπρίσματα και τα πλυσίματα, τόσο, που έκανε το πάτωμα να αστράφτει και τον τοίχο να ζηλεύει το πάτωμα.
Ερχόταν η Μεγάλη Πέμπτη και αυτή άναβε τη φωτιά της, έστηνε τη χύτρα της και έβαφε κατακόκκινα τα πασχαλινά αυγά.
Ύστερα ετοίμαζε τη λεκάνη της, γονάτιζε, σταύρωνε τρεις φορές το αλεύρι και ζύμωνε καθαρά και τεχνικά τις κουλούρες κι έμπηγε σταυροειδώς επάνω τα κόκκινα αυγά.
Και το βράδυ, όταν νύχτωνε, δεν τολμούσε να πάει, να ανακατωθεί με τις άλλες γυναίκες για να ακούσει τα Δώδεκα Ευαγγέλια. Ήθελε να ήταν τρόπος, να κρυφτεί πίσω από τα νώτα καμιάς ψηλής και χονδρής ή στην άκρη της ουράς όλου του στίφους των γυναικών, κολλητά με τον τοίχο, αλλά φοβόταν μήπως γυρίσουν και την κοιτάξουν.
Τη Μεγάλη Παρασκευή, όλη την ημέρα ρέμβαζε κι έκλαιγε μέσα της και μοιρολογούσε τα νιάτα της και τα αγαπημένα της, όσα είχε χάσει και ονειρευόταν ξυπνητή και μελετούσε να πάει κι αυτή το βράδυ πριν αρχίσει η Ακολουθία, να ασπασθεί κλεφτά-κλεφτά τον Επιτάφιο και να φύγει.
Αλλά την τελευταία στιγμή, όταν άρχιζε να σκοτεινιάζει, της έλειπε το θάρρος και δεν αποφάσιζε να πάει.
Της ερχόταν ταραχή.
Αργά τη νύκτα, όταν η ιερά πομπή, με σταυρούς και λάβαρα και κεριά εξερχόταν απ’ το ναό, με ψαλμούς και άσματα, εναλλάξ με τη μουσική των ορφανών Χατζηκώνστα και θόρυβος και πλήθος και κόσμος πολύς στο σκιόφως, τότε ο Γιαμπής, ο επίτροπος, έτρεχε μπροστά να φθάσει στο σπίτι του, για να φορέσει το μεταξωτό κεντητό του σκούφο και κρατώντας το κεχριμπαρένιο κομπολόγι του, να βγει στον εξώστη, με τη ματαιωμένη από χρόνο σε χρόνο ελπίδα, ότι οι ιερείς θα αποφάσιζαν να κάμουν στάση και να αναπέμψουν δέηση κάτω από τον εξώστη του.
Τότε και η πτωχή αυτή, η Χριστίνα η Δασκάλα (όπως την έλεγαν έναν καιρό στη γειτονιά), στο μικρό παράθυρο του σπιτιού της, μισοκρυμμένη πίσω απ’ το παραθυρόφυλλο, κρατούσε τη λαμπαδίτσα της, με το φως ίσα με την παλάμη της κι έριχνε άφθονο μοσχολίβανο στο πήλινο θυμιατό, προσφέροντας από μακριά το μύρο σε Εκείνον, ο οποίος δέχθηκε κάποτε τα αρώματα και τα δάκρυα της αμαρτωλής και μη τολμώντας να πάει πλησιέστερα και να ασπασθεί τα άχραντα και με καρφιά τρυπημένα και αιμοσταγή πόδια Του.
***
Και την Κυριακή το πρωί, βαθιά μετά τα μεσάνυκτα, στεκόταν πάλι μισοκρυμμένη στο παράθυρο, κρατώντας την ανωφελή και αλειτούργητη λαμπάδα της και άκουγε τις φωνές της χαράς και τους κρότους κι έβλεπε και ζήλευε από μακριά εκείνες, που επέστρεφαν τρέχοντας φρου-φρου από την εκκλησία, φέρνοντας τις λαμπάδες τους λειτουργημένες, αναμμένες, στο σπίτι, ευτυχείς και μέλλουσες να διατηρήσουν για όλο το χρόνο το άγιο φως της Αναστάσεως. Και αυτή έκλαιγε και μοιρολογούσε τη φθαρμένη νεότητά της. Μόνο το απόγευμα της Λαμπρής, όταν σήμαιναν οι καμπάνες των εκκλησιών για την Αγάπη, τη Δεύτερη Ανάσταση όπως αποκαλούταν, μόνο τότε τολμούσε να βγει από το σπίτι, αθόρυβα και πατώντας ελαφρά, τρέχοντας τον τοίχο-τοίχο, κολλώντας από τοίχο σε τοίχο, με σχήμα και με τρόπο τέτοιο, σαν να επρόκειτο να μπει για κάποιο θέλημα στην αυλή καμιάς γειτόνισσας.
Και από τοίχο σε τοίχο, έφτανε στη βόρεια πλευρά του ναού και από τη μικρή πλαγινή θύρα, κρυφά και κλεφτά έμπαινε μέσα.
Στην Αθήνα, ως γνωστόν, η πρώτη Ανάσταση είναι για τις κυράδες, η δεύτερη για τις δούλες.
Η Χριστίνα η Δασκάλα, φοβόταν τις νύκτες να πάει στην Εκκλησία, μήπως την κοιτάξουν και δεν φοβόταν την ημέρα, να μην τη δουν.
Διότι η κυράδες την κοίταζαν, οι δούλες την έβλεπαν απλώς.
Σε τούτο δε εύρισκε μεγάλη διαφορά.
Δεν ήθελε ή δε μπορούσε να έρχεται σε επαφή με τις κυρίες και υποβιβαζόταν στην τάξη των υπηρετριών.
Αυτή ήταν η τύχη της.
***
Ωραίο και πολύ ζωντανό και γραφικό και παρδαλό, ήταν το θέαμα.
Οι πολυέλεοι ολόφωτοι αναμμένοι, οι άγιες εικόνες έλαμπαν, οι ψάλτες έψελναν τα Πασχαλινά τροπάρια, οι παπάδες στεκόμενοι με το Ευαγγέλιο και την Ανάσταση στα στήθη, τελούσαν τον Ασπασμό.
Οι δούλες με τις κορδέλες τους και με τις λευκές ποδιές τους, μοίραζαν βλέμματα δεξιά και αριστερά και φλυαρούσαν μεταξύ τους, χωρίς να προσέχουν την ιερά ακολουθία.
Οι παραμάνες οδηγούσαν από το χέρι τριετή και πενταετή παιδιά και κοράσια, τα οποία κρατούσαν τις χρωματιστές λαμπάδες τους και έκαιγαν τα χρυσόχαρτα με τα οποία ήταν στολισμένες κι έπαιζαν και μάλωναν μεταξύ τους και ζητούσαν να κάψουν από πίσω τα μαλλιά του παιδιού που ήταν μπροστά τους.
Οι λούστροι, έριχναν πυροκρόταλα σε πολλά άγνωστα μέρη μέσα στο ναό και κατατρόμαζαν τις δούλες.
Ο μοναδικός αστυφύλακας τους κυνηγούσε, αλλά αυτοί έφευγαν από τη μία πλαϊνή θύρα κι ευθύς επανέρχονταν απ’ την άλλη.
Οι επίτροποι γύριζαν τους δίσκους κι έραιναν με ανθόνερο τις παραμάνες.
Δύο ή τρεις νεαρές μητέρες, της κατώτερης τάξης του λαού, επτά ή οκτώ παραμάνες, κρατούσαν πεντάμηνα και επτάμηνα βρέφη στις αγκαλιές τους.
Τα μικρά, άνοιγαν έκθαμβα τους γλυκείς οφθαλμούς τους, βλέποντας άπληστα το φως των λαμπάδων, των πολυελέων και μανουαλιών, τους κύκλους και τα νέφη του ανερχόμενου καπνού του θυμιάματος και το κόκκινο και πράσινο φως που έμπαινε από τα τζάμια του ναού, το ράσο του εκκλησάρχου καλογήρου που ανέμιζε, τρέχοντας μέσα-έξω για διάφορα θελήματα, τα γένια των παπάδων που σείονταν σε κάθε κλίση της κεφαλής, σε κάθε κίνηση των χειλιών, για να επαναλάβουν σε όλους το Χριστός Ανέστη.
Βλέποντας και θαυμάζοντας όλα όσα έβλεπαν, τα γυαλισμένα κουμπιά και τα στριμμένα μουστάκια του αστυφύλακα, τους λευκούς κεφαλόδεσμους των γυναικών και τους στοίχους των άλλων παιδιών, όσα ήταν αραδιασμένα κοντά και μακριά, παίζοντας με τις μπούκλες της κόμης των γυναικών που τα κρατούσαν και ψέλλιζαν άναρθρους αγγελικούς φθόγγους.
Δύο οκτάμηνα βρέφη, στις αγκαλιές δύο νεαρών μητέρων, οι οποίες στέκονταν ώμο με ώμο πλάι σε μια κολώνα, μόλις είδαν το ένα το άλλο και αμέσως γνωρίσθηκαν και συνήψαν σχέσεις και το ένα, ωραίο και καλό και εύθυμο, άπλωσε το μικρό απαλό χέρι του προς το άλλο και το τραβούσε προς το μέρος του και ψέλλιζε ακατάληπτους ουράνιους φθόγγους.
***
Αλλά η φωνή του βρέφους ήταν καθαρή και ακούσθηκε ευκρινώς εκεί γύρω και ο Γιαμπής ο επίτροπος, δεν ήθελε να ακούει θορύβους.
Σε όλες τις νυκτερινές ακολουθίες των Παθών, πολλές φορές είχε πάει προς το μέρος που κάθονταν οι γυναίκες, για να επιπλήξει κάποια πτωχή μητέρα του λαού, γιατί είχε κλάψει το παιδί της.
Ο ίδιος έτρεξε και τώρα, να επιτιμήσει και αυτή τη φτωχή μητέρα, για τους άκακους ψελλισμούς του βρέφους της.
Τότε η Χριστίνα η Δασκάλα, που στεκόταν λίγο πιο πέρα, πίσω από την τελευταία κολώνα, κολλητά με τον τοίχο, σύρριζα στη γωνία, σκέφθηκε ξαφνικά -και το σκέφθηκε όχι ως δασκάλα, αλλά ως αμαθής και ανόητη γυναίκα που ήταν- ότι, καθώς αυτή νόμιζε, κανείς, ας είναι και επίτροπος ναού, δεν έχει δικαίωμα να επιπλήξει φτωχή νεαρή μητέρα για τα κλάματα του βρέφους της, καθώς δεν έχει δικαίωμα να την αποκλείσει από το ναό διότι έχει βρέφος θηλάζον.
Καθημερινά δεν μεταδίδουν τη θεία κοινωνία σε νήπια που κλαίνε;
Και πρέπει να τα αποκλείσουν από τη θεία μετάληψη επειδή κλαίνε;
Έως πότε όλη η αυστηρότητα των «αρμοδίων» θα διεκδικείται και θα ξεθυμαίνει μόνο σε βάρος των πτωχών και των ταπεινών;
Από το μικρό τούτο περιστατικό, η Χριστίνα πήρε αφορμή να θυμηθεί, ότι πριν από χρόνια, μία νύκτα, κατά την ύψωση του Σταυρού, όταν πήγε να εκκλησιασθεί στο ναΐσκο του Αγίου Ελισσαίου, παρά την Πύλη της Αγοράς, ενώ ο αναγνώστης έλεγε τον Απόστολο, όταν απήγγειλε τις λέξεις «τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός», έξαφνα, κατά θαυμάσια σύμπτωση, από τον γυναικωνίτη ένα βρέφος άρχισε να ψελλίζει μεγαλοφώνως, αμιλλώμενο προς τη φωνή του αναγνώστη.
Και τι γλυκύτητα είχε το παιδικό εκείνο κελάδημα!
Τόσο ωραίο πρέπει να ήταν το Ω σ α ν ά, το οποίο έψαλλαν παλιά τα παιδιά των Εβραίων προς τον ερχόμενο Λυτρωτή.
«Εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων καταρτίσω αίνον, ένεκα των εχθρών σου, του καταλύσαι εχθρό και εκδικητή».
Τέτοια αναλογιζόταν η Χριστίνα, σκεπτόμενη, ότι καμία μητέρα δε θα ήταν τόσο αφιλότιμη, ώστε να μη στενοχωριέται και να μη σπεύδει να κατασιγάσει το βρέφος της και να μη παρακαλεί να ανοιχθεί πλησίον της στον τοίχο, σαν θαύμα, μια θύρα για να εξέλθει το ταχύτερο.
Περιττές δε ήταν οι νουθεσίες του επιτρόπου, που πρόσθετο προκαλούσαν θόρυβο και αφού προς ένα βρέφος που θηλάζει όλα τα συνήθη μέσα της πειθούς είναι ανίσχυρα, μόνο δε η μητέρα γνωρίζει άλλα μέσα για να το πείσει, τη χρήση των οποίων περιττό να έλθει κάποιος τρίτος για να της υπενθυμίσει.
Κι έπειτα λέγουν ότι οι άνδρες έχουν περισσότερο μυαλό από τις γυναίκες!
Αυτό πίστευε η Χριστίνα. Αλλά τι να πει; Αυτής δεν της έπεφτε λόγος.
Αυτή ήταν η Χριστίνα η Δασκάλα, όπως την έλεγαν έναν καιρό.
Παιδιά δεν είχε, για να φοβάται τις επιπλήξεις του επιτρόπου.
Τα παιδιά της τα είχε θάψει, χωρίς να τα έχει γεννήσει.
Και ο άνδρας τον οποίο είχε, δεν ήταν σύζυγός της.
Ήταν ανδρόγυνο χωρίς στεφάνι.
Χωρίς στεφάνι! Πόσα τέτοια παραδείγματα!
Αλλά δεν πρόκειται να κοινωνιολογήσουμε σήμερα.
Ελλείψει όμως άλλης πρόνοιας, χριστιανικής και ηθικής, για να είναι τουλάχιστον συνεπείς προς εαυτούς και λογικοί, οφείλουν να ψηφίσουν τον πολιτικό γάμο.
***
Από τον καιρό που είχε ανάγκη από τις συστάσεις των κομματαρχών, για να διορίζεται δασκάλα, ένας απ’ τους κομματάρχες τούτους, ο Παναγής ο Ντεληκανάτας, ο ταβερνιάρης, την είχε εκμεταλλευθεί.
Άμα άλλαξε το υπουργείο και δεν μπορούσε πλέον να τη διορίσει, της είπε:
-Έλα να ζήσουμε μαζί κι αργότερα θα σε στεφανωθώ.
-Πότε;
-Μετά λίγους μήνες, μετά ένα εξάμηνο, μετά ένα χρόνο.
Έκτοτε πέρασαν χρόνοι και χρόνοι κι εκείνος ακόμη είχε μαύρα τα μαλλιά κι αυτή είχε ασπρίσει.
Και δεν τη στεφανώθηκε ποτέ.
Αυτή δεν γέννησε παιδί.
Εκείνος είχε και άλλες ερωμένες. Και γεννούσε παιδιά μ΄αυτές.
Η ταλαίπωρη αυτή τα μάθαινε, τον επέπληττε, διαμαρτυρόταν και υπέμενε με εγκαρτέρηση.
Έπαιρνε τα νόθα του αστεφάνωτου άνδρα της στο σπίτι, τα ζέσταινε στην αγκαλιά της, τους πρόσφερε μητρική στοργή, τα πονούσε.
Και τα ανάσταινε και πάσχιζε να τα μεγαλώσει.
Και όταν γίνονταν δύο ή τριών ετών και τα είχε πονέσει πλέον ως τέκνα της, τότε ερχόταν ο Χάρος, συνοδευόμενος από την οστρακιά, την ευλογιά και άλλους δύσμορφους συντρόφους και της τα έπαιρνε από την αγκαλιά της.
Τρία ή τέσσερα παιδιά της είχαν πεθάνει έτσι, μέσα σε επτά ή οκτώ χρόνια.
Και αυτή πικραινόταν. Γέραζε και άσπριζε.
Κι έκλαιγε τα νόθα του άνδρα της, σαν να ήταν γνήσια δικά της.
Κι εκείνα τα πτωχά, τα μακάρια, πετούσαν πάνω και γύρω από τα άνθη του παραδείσου, συντροφιά με τα αγγελούδια τα εγχώρια εκεί.
Εκείνος, ούτε λόγο της έκανε πλέον περί στεφανώματος.
Κι αυτή δεν έλεγε πλέον τίποτε. Υπέφερε και σιωπούσε.
Κι έπλυνε και συγύριζε όλο το χρόνο.
Τη Μεγάλη Πέμπτη έβαφε τ’ αυγά τα κόκκινα. Και τις καλές μέρες, δεν είχε τόλμη, πρόσωπο, να πάει κι αυτή στην εκκλησία.
Μόνο το απόγευμα του Πάσχα, στην ακολουθία της Αγάπης, κρυφά και δειλά, έμπαινε στον ναό, για ν’ ακούσει το «Αναστάσεως ημέρα» μαζί με τις δούλες και τις παραμάνες.
Αλλά Εκείνος, ο οποίος Αναστήθηκε «ένεκα της ταλαιπωρίας και του στεναγμού των πτωχών», ο οποίος δέχθηκε της αμαρτωλής τα μύρα και τα δάκρυα και του ληστή το Μ ν ή σ θ η τ ί μου, θα δεχθεί και αυτής της πτωχής την μετάνοια και θα της δώσει χώρο και τόπο χλοερό και άνεση και αναψυχή, στη βασιλεία Του την αιώνια.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης