Σάββατο, 14 Δεκεμβρίου 2024

Η ΣΤΕΝΗ ΤΟΥ ΘΡΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ

ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Η ΟΡΕΙΝΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΡΦΥΩΝ

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Ανέκδοτα

Ο κλέφτης που ήταν και ψεύτης

Μια φορά ένας βουνίσιος πέρα για πέρα απ' τον ορεινό όγκο, όχι απ' τα πεδινά, είχε πάει στην Κύμη με τα πόδια για κάποιες δουλειές. Πείνασε, φαγητό δεν είχε προνοήσει να πάρει μαζί του κι επειδή εκείνα τα χρόνια ούτε λεφτά υπήρχαν, αλλά ούτε και τυροπιτάδικα, ανέβηκε στην πρώτη συκιά που βρήκε μπροστά του. Άρχισε να τρώει με βουλιμία σύκα. Η ιδιοκτήτρια τον πήρε χαμπάρι και έβαλε τις φωνές: 

«Κατέβα κάτω ρε κλέφτη». Σκάσε μαρή, βούλωστο, γιατί θα κατέβω κάτω και θα σε γ... Μόλις τ' άκουσε αυτό η Κουμιώτισσα, έκατσε απέναντι σε μια πέτρα και περίμενε. Ο πρώην πεινασμένος, τώρα την είχε κάνει «ταράτσα», φοβήθηκε, πήδησε απ' την συκιά και άρχισε να τρέχει σαν παλαβός. Σηκώθηκε όρθια η Κουμιώτισσα και του φωνάζει: «Αμ και κλέφτης, αμ και ψεύτης».

 

Το Ντουρμέικο κεφάλι

«Το Ντουρμέικο κεφάλι» είναι μία έκφραση, που εδώ και αρκετές γενιές συμπεριλαμβάνεται στα αποφθέγματα των Διρφύων. Εννοούσαν μ' αυτή την έκφραση, μεγάλο κεφάλι, σκληρό και «αγύριστο». Όταν κάποτε κάποιος Ντούρμας είχε συμπλακεί με κάποιον άλλον (ονόματα δεν λέμε), ο άλλος του πέταξε μία πέτρα, η οποία τον πήρε στο κεφάλι. Πήγαν λοιπόν στο δικαστήριο. Εκεί ο πρόεδρος ρωτάει τον παθόντα να του πει που τον πέτυχε η πέτρα και ο Ντούρμας απάντησε: Ευτυχώς κυρ πρόεδρε, που με πήρε στο κεφάλι. Γιατί όπου αλλού και να μ' έπαιρνε μπορούσε να με σκοτώσει.

Υ.Γ. Ο γράφων το παρόν είναι Ντούρμας από το σόι της μάνας του. Το αναφέρουμε προς αποφυγή παρεξηγήσεων.

Πίσσα και σκοτίδι

Τα παλιά τα χρόνια όταν δεν υπήρχαν τουαλέτες και βολευόταν ο καθένας όπως μπορούσε, ένας γέρος πηγαίνοντας για το χαγιάτι αντί να ανοίξει την πόρτα και να βγει έξω, μπερδεύτηκε και άνοιξε την πόρτα του ντουλαπιού. Όσο έκανε την δουλειά του η γριά τον ρώτησε:

-Πως είναι εξω γέρο; 

-Πίσσα και σκουτίδ(ι), και μοιρίζ(ει) και ξ(υ)νοτύρ(ι.).

 

Γέρο μπουμπουνίζει

Το γέρικο ζευγάρι καθόταν μπροστά στο τζάκι και απολάμβανε τη φωτιά. Της γριάς της έφευγαν μερικές πορδές και χάλαγε την ησυχία του γέρου της. Κάθε φορά που της έφευγε κι από μία έλεγε:

-Γέρο, μπουμπνίζ(ει)

-Γριά θ'αστράψ(ει), της απάνταγε ο γέρος.

-Γέρο μπουμπνίζ(ει) 

-Γριά θ'αστράψ(ει)

Κι αφού δεν σταμάταγε με τίποτα, σηκώνεται ο γέρος και τις ρίχνει μια ανάποδη στα μάτια της γριάς που έβαλε τις φωνές.

-Ρε γέρο μουρλάθηκ(ε)ς! Στραβόθ(η)κα!

-Αμ στόπα ρε γριά, δε στόπα ότι θα ΄στράψει;

 

Αυτό κλωτσάει

Πήγε μια φορά ένας χωριανός μας στο ζωοπάζαρο της Αγιαθέκλης με το μουλάρι του. Εκεί που καθόταν δίπλα στο μουλάρι και χάζευε, τον ζυγώνει ένας υποψήφιος αγοραστής. Ο συμπατριώτης μας τον κοίταζε απαθής όση ώρα περιεργαζόταν το μουλάρι του χωρίς να μπει στον κόπο να τον ρωτήσει τι θέλει. Το περιεργαζόταν πολύ ώρα ώσπου αποφάσισε να του σηκώσει και το ποδάρι. Του ρίχνει μια κλωτσιά το μουλάρι, τόσο δυνατή που αυτός ζαλίστηκε. 

-Ρε, αυτό κλωτσάει!

-Να προσέχεις. Όταν το σαμαρώνω βάζω την πατατούκα μου στο κεφάλι του για να μη με κλωτσήσ(ει)
-Πόσο χρόνων είναι;

-Πέντε.

Του ανοίγει το στόμα.κι αυτό τον δάγκωσε αμέσως.

-Ρε αυτό και κλωτσάει και δαγκώνει. Ποιος θα το πάρει αυτό το πράμα;

-Και ποιός σού’πε ότι το πουλάω;

-Τότες τι τόφερες εδώ χριστιανέ μου;

Το’φερα για να δει ο κόσμος τι τραβάω μ’ αυτό το πλαντάμι πού’χω μπλέξει!

 

Το άλογο του Αι-Γιώργη

Η γριά Τρομάραινα το’χε τάμα να πάει στην εκκλησία της Παναγίας μια εικόνα του Αι Γιώργη. Βρήκε λοιπόν τον αγιογράφο παράγγειλε την εικόνα και ονειρευόταν την στιγμή που θα την έβλεπε τοποθετημένη στην εκκλησία. Μετά από λίγο καιρό πέρασε ο αγιογράφος, της είπε ότι την έβαλε στην εκκλησία, πληρώθηκε και έφυγε. 

Την άλλη ημέρα όλο χαρά πήγε στην εκκλησία για να δει το τάμα της. Μπαίνει μέσα κοιτάει από δω κοιτάει από κει πουθενά η εικόνα. Κοιτάζοντας πιο προσεκτικά βλέπει την εικόνα του Αι Γιώργη, αλλά τον Άγιο καβάλα σε κόκκινο άλογο. Σταυροκοπήθηκε πολλές φορές, και αναρωτιόταν τι έγινε. Δεν γίνεται τα μάτια μου θα με γελάνε, σκέφτηκε. Έρχομαι αύριο να δω καλύτερα.

Την άλλη ημέρα όλο αγωνία πήγε πάλι στην εκκλησία. Κοίταζε, ξανακοίταζε, το χρώμα όμως του αλόγου δεν άλλαζε με τίποτα.

Πάει τρέχοντας στη πλατεία όπου τα έπινε συνήθως ο αγιογράφος.

-Ρε αθεόφοβε κόκκινο άλογο έβαλες τ' Αι Γιώρ(γη); Άσπρο έχει.

Ατάραχος ο αγιογράφος :

-Από πότε θυμάσαι; Άσπρο άλογα είχε παλιά. Δεν τάμαθες; Αυτό ψόφησε και μετά πήρε κόκκινο.

Δεν μάθαμε την συνέχεια της ιστορίας. Μάθαμε όμως γιατί βρέθηκε ο Αι Γιώργης με κόκκινο άλογο. Είχε τελειώσει απλώς η άσπρη μπογιά του αγιογράφου και του περίσσευε πολύ κόκκινη.

 

Η κηδεία

Για καθαρά πρακτικούς λόγους, όταν κάποιος μέθαγε πολύ στο καφενείο και δεν μπορούσε να γυρίσει σπίτι, η παρέα του τον έβαζε σε ένα καρότσι και τον γύριζε σπίτι του. Λόγω του ότι ήθελαν να έχουν και φωτισμό μιας και δεν υπήρχε ηλεκτρισμός τότε κι επειδή ήθελαν να διακωμωδήσουν το θέμα αντί για φανάρια χρησιμοποιούσαν κεριά, τα οποία έβαζαν γύρω γύρω από το καρότσι. Από ότι έχουμε ακούσει, μόλις τον πήγαιναν σπίτι και άνοιγε την πόρτα η γυναίκα του μεθυσμένου ή η αδερφή του όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση ακολουθούσαν διάλογοι σαν τον πάρα κάτω: 

-Ρε μούρλιακα,με το καρότσι σ’έφεραν;

Kαι σείς ρε γαϊδούρια δεν ντρέπεστε λίγο!

-Σκάσε μαρή μουρλή, αντί να κεράσεις τα πιδιά που μ΄ έφεραν τα βρίζεις κιόλας;

 

Γιάννης Μητάκης

ΤΑ ΣΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ

ΚΑΤΣΑΝΑΣ

ΚΙΡΚΙΛΗΣ

ΚΟΝΤΟΣ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΑΡΧΕΙΑ

Επικοινωνήστε μαζί μας

Αναζήτηση αρχείου