Η Σταχομαζώχτρα
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1889
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Μεγάλη έκπληξη εξέφρασε η γειτόνισσα, το Ζερμπινιώ, βλέποντας την ημέρα των Χριστουγέννων του 1878, τη θεια-Αχτίτσα, να φορεί καινούρια μαντήλα και το Γέρο και την Πατρώνα, με καθαρά πουκαμισάκια και με καινούρια παπούτσια.
Τούτο δε, γιατί ήταν γνωστότατο, ότι η θεια -Αχτίτσα είχε δει την προίκα της κόρης της να πουλιέται σε δημοπρασία, για πληρωμή των χρεών του ανάξιου γαμβρού της, γιατί ήταν έρημη και χήρα και γιατί ανέτρεφε τα δύο ορφανά εγγόνια της, κάνοντας διάφορα επαγγέλματα.
Ήταν (ας είναι μοναχή της!) απ’ εκείνες που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα.
Η γειτόνισσα, το Ζερμπινιώ, λυπόταν για τις στερήσεις της γριάς και των δυο ορφανών, αλλά μήπως ήταν και αυτή πλούσια, για να έλθει σ΄ αυτούς αρωγός και παρήγορος;
Ευτυχής ο μακαρίτης, ο μπάρμπα–Μιχαλιός, ο οποίος προηγήθηκε στον τάφο από τη συμβία του Αχτίτσα, χωρίς να δει αυτά που επρόκειτο να συμβούν σ΄αυτή, μετά το θάνατό του.
Ήταν καλής ψυχής, - ας είχε ζωή! - ο συχωρεμένος.
Τα δύο παιδιά «τα αδιαφόρετα», ο Γιώργης και ο Βασίλης, πνίγηκαν όταν βυθίσθηκε η βρατσέρα τους, το χειμώνα του έτους 1864.
Η βρατσέρα εκείνη βυθίστηκε αύτανδρος. Τι φρίκη! τι καημός!
Τέτοια τρομάρα, καμιάς καλής χριστιανής να μην της μέλλει.
Ο τρίτος ο γιος της, ο σουρτούκης, το χαμένο κορμί, ξενιτεύτηκε και βρισκόταν, έλεγαν, στην Αμερική.
Πέτρα έριξε πίσω του.
Μήπως τον είδε; Μήπως τον άκουσε;
Άλλοι πάλι πατριώτες είπαν ότι παντρεύτηκε σε εκείνα τα χώματα και πήρε, λέει, μια φράγκα, μια εγγλεζοπούλα, ένα ξωτικό, που δεν ήξερε να μιλήσει ρωμέικα.
Μη χειρότερα! Τι να πει κανείς!
Μπορεί να καταραστεί το παιδί του, τα σωθικά του, τα σπλάχνα του ;
Η κόρη της πέθανε στο δεύτερο τοκετό, αφήνοντας σ΄αυτήν τα δύο ορφανά κληρονομιά. Ο πατεριασμένος τους, ζούσε ακόμα (που να φτάσουν τα μαντάτα του ώρα την ώρα!), μα τι νοικοκύρης, το πρόκοψε αλήθεια! Χαρτοπαίκτης, μέθυσος και με άλλες αρετές ακόμη.
Είπαν, πως ξαναπαντρεύτηκε αλλού, για να πάρει και άλλον κόσμο στο λαιμό του, ο ασυνείδητος!
Τέτοιοι άντρες!
Έκαμε δα κι αυτή ένα γαμπρό, μα γαμπρό (το λαμπρό τ’ να βγει!).
Τι να κάνει; έβαλε τα δυνατά της και προσπαθούσε όπως-όπως να ζήσει τα δύο ορφανά.
Τι αξιολύπητα, τα καημένα!
Κατά τις διάφορες εποχές του έτους, βοτάνιζε, κορφολογούσε, μάζευε ελιές, ξενοδούλευε. Μάζευε κούμαρα και τα έβγαζε ρακί. Μερικά στέμφυλα από δω, κάμποσα βότσια αραβόσιτο από κει, όλα τα χρησιμοποιούσε. Έπειτα, κατά τον Οκτώβριο, άμα άνοιγαν τα λιοτρίβια, έπαιρνε ένα είδος πήχη, ένα πενηντάρι από λευκοσίδηρο, μία στάμνα μικρή και γύριζε στα ποτόκια, όπου καταστάλαζαν τα κατακάθια του λαδιού και μάζωνε τη μούργα. Με τη μέθοδο αυτή, οικονομούσε όλο το λάδι της χρονιάς για το λυχνάρι της. Αλλά το πρώτιστο εισόδημα της θεια-Αχτίτσας προερχόταν από το σταχομάζωμα. Τον Ιούνιο, κάθε χρόνο, επιβιβαζόταν σε πλοίο, έπλεε υπερπόντια και πήγαινε στην Εύβοια. Περιφρόνησε το ντροπιαστικό επίθετο της «καραβωμένης», το οποίο εκσφενδόνιζαν άλλα γύναια εναντίον της, γιατί ντροπή εθεωρείτο το να πλέει γυναίκα στα πελάγη. Εκεί, μαζί με άλλες φτωχές γυναίκες, ασχολείτο μαζεύοντας τα στάχυα, που έπεφταν από τα δεμάτια και τα χερόβολα των θεριστών και από τα φορτώματα των κάρων. Κάθε χρόνο, οι χωρικοί της Εύβοιας και τα χωριατόπουλα, τους έριχναν κατά πρόσωπο την κοροϊδία: «Να! οι φ’ στάνες! μας ήρθαν πάλι οι φ’ στάνες!». Αλλά αυτή έσκυβε υπομονητική, σιωπηλή, μάζευε τα ψιχία εκείνα της πλούσιας συγκομιδής του τόπου, συγκέντρωνε τρεις ή τέσσερις σάκους, σοδειά για ολόκληρο το χρόνο γι’ αυτήν και για τα δυο ορφανά, τα οποία είχε εμπιστευθεί εντωμεταξύ στις φροντίδες της Ζερμπινιώς και απέπλεε, επιστρέφοντας στο παραθαλάσσιο χωριό της.
***
Όμως εφέτος, δηλαδή το έτος εκείνο, αφορία είχε μαστίσει την Εύβοια. Αφορία στον ελαιώνα του μικρού νησιού που κατοικούσε η θεια-Αχτίτσα. Αφορία στα αμπέλια και στα καλαμπόκια, αφορία σχεδόν και σ΄αυτά τα κούμαρα, αφορία παντού.
Έπειτα, επειδή «ουδέν κακόν έρχεται μόνον», βαρύς χειμώνας ενέσκηψε στα βορειότερα εκείνα μέρη.
Από το Νοέμβριο μήνα, χωρίς σχεδόν να πνεύσει νοτιάς και να πέσει βροχή, άρχισε να χιονίζει. Μόλις έπαυε μια χιονοθύελλα και ερχόταν άλλη.
Ενίοτε έπνεε ξηρός βοριάς, σφίγγοντας περισσότερο τα χιόνια, τα οποία δεν έλιωναν στα βουνά.
«Επερίμεναν άλλα».
Η γριά, μόλις είχε προλάβει να μεταφέρει στους ώμους της, από τα φαράγγια και τους δρυμούς, μερικές αγκαλιές ξερά ξύλα, όσα μόλις θα αρκούσαν για δύο βδομάδας ή τρεις, αλλά ο χειμώνας ενέσκηψε βαρύς.
Περί τα μέσα Δεκεμβρίου, μόλις επήλθε μια μικρή διακοπή και κάποιες δειλές ακτίνες ήλιου φάνηκαν, να επιχρυσώνουν τις ψηλότερες στέγες.
Η θεια-Αχτίτσα, έτρεξε στα «ρουμάνια» για να προλάβει να φέρει μερικά καυσόξυλα. Την επομένη ο χειμώνας επανήρθε αγριότερος. Μέχρι τα Χριστούγεννα, καμία μέρα ασυννέφιαστη, καμία γωνιά ουρανού ορατή, καμία ακτίδα ήλιου.
Κραταιός και βαρύπνοος βοριάς, «χιονιστής», φυσούσε κατά τις παραμονές της άγιας ημέρας. Οι στέγες των σπιτιών ήταν κατάφορτες από σκληρό χιόνι. Τα συνηθισμένα παιχνίδια στους δρόμους και τα χιονοβολήματα έπαψαν. Ο χειμώνας εκείνος δεν ήταν φιλοπαίγμων. Από τα κεραμίδια των στεγών κρέμονταν σαν ώριμοι καρποί σπιθαμιαία κρύσταλλα, τα οποία οι μάγκες της γειτονιάς δεν είχαν πλέον όρεξη να τρώνε.
Το απόγευμα στις 23 Δεκεμβρίου, ο Γέρος είχε έλθει από το σχολείο περιχαρής, γιατί από αύριο έπαυαν τα μαθήματα. Πριν ξεκρεμάσει τη σάκα με τα βιβλία από τη μασχάλη του, ο Γέρος, πεινασμένος άνοιξε το ντουλάπι, αλλά ούτε μία ψίχα ψωμιού βρήκε εκεί. Η γριά είχε βγει, ίσως για να αναζητήσει ψωμί. Η άτυχη Πατρώνα καθόταν ζαρωμένη κοντά στο τζάκι, αλλά το τζάκι ήταν σβηστό. Σκάλιζε τη στάχτη, νομίζοντας με την παιδική της αφέλεια (ήταν μόλις τεσσάρων ετών το πτωχό κορίτσι,) ότι η εστία είχε πάντοτε την ιδιότητα να θερμαίνει και ας μην καίει.
Αλλά η στάχτη ήταν υγρή. Σταλαγμοί νερού, από λιωμένο χιόνι, ίσως από κάποια λαθραία και παροδική ακτίνα ήλιου, είχαν ρεύσει από την καπνοδόχο. Ο Γέρος, ο οποίος ήταν επτά ετών μόλις, έτοιμος να κλάψει γιατί δεν εύρισκε ούτε ψιχίο για να ξεγελάσει την πείνα του, άνοιξε το μόνο παράθυρο, που είχε τρεις σπιθαμές μήκος.
Το σπιτάκι όλο, χαμηλό, είχε ύψος δύο ίσως οργιές από το πάτωμα μέχρι την οροφή.
Ο Γέρος ανέβασε ένα σκαμνί πάνω στην πέτρινη βάση του παραθύρου, ανέβηκε πάνω στο σκαμνί, στηρίχθηκε με το αριστερό του χέρι στο ανοιχτό παραθυρόφυλλο, στυλώθηκε με τόλμη προς την οροφή, άπλωσε το δεξιό του χέρι και απέσπασε ένα κρύσταλλο, απ’ αυτά που κοσμούσαν τους «σταλαμούς» της στέγης. Άρχισε να το εκμυζά αργά και ηδονικά και έδινε και στην Πατρώνα να φάει.
Πεινούσαν τα κακόμοιρα.
***
Η γριά Αχτίτσα επέστρεψε μετά από λίγο, φέρνοντας κάποιο πράγμα τυλιγμένο στον κόρφο της. Ο Γέρος, ο οποίος γνώριζε απ’ την παιδική του πείρα, ότι ποτέ χωρίς αιτία δε φούσκωνε ο κόρφος της μάμμης του, αναπηδώντας έτρεξε στο στήθος της, έβαλε το χέρι του και άφησε κραυγή χαράς. Τεμάχιο άρτου είχε «οικονομήσει» και το απόγευμα εκείνο η καλή, καίτοι λίγο αυστηρή μάμμη, ποιος ξέρει αντί ποιων εξευτελισμών και διά πόσων εκλιπαρήσεων!
Και τι δεν μπορούσε να υποστεί, προ ποιας θυσίας ήταν δυνατόν να οπισθοχωρήσει, για την αγάπη των δύο τούτων παιδιών, τα οποία ήταν δυο φορές παιδιά γι’ αυτήν, καθόσον ήταν παιδιά του παιδιού της! Εν τούτοις, δεν ήθελε να τους δείχνει μεγάλη αδυναμία και «ήμερο μάτι δεν τους έδιδε». Αποκαλούσε το αγόρι «Γέρο», γιατί είχε το όνομα του αληθινού γέρου της, του μακαρίτη μπάρμπα–Μιχαλιού, του οποίου το όνομα την πονούσε να ακούσει ή να προφέρει.
Το ταλαίπωρο το κορίτσι το αποκαλούσε Πατρώνα, θωπευτικά και λίγο «σαν αρχοντοξεπεσμένη που ήταν», μη ανεχόμενη να ακούει το Αργυρώ, το όνομα της κόρης της, το οποίο δόθηκε ως κληρονομιά στο ορφανό, όταν πέθανε λεχώνα ακόμα εκείνη.
Εκτός από τον υποκορισμό τούτο, καμία άλλη επιδεικτική τρυφερότητα απεδείκνυε στα δύο πτωχά πλάσματα, αλλά περισσότερο πρακτική αγάπη και προστασία.
Η ταλαίπωρη γριά, έστρωσε για τα δύο ορφανά να κοιμηθούν, ξάπλωσε και αυτή δίπλα τους, τους είπε να φυσήξουν κάτω από τα σκεπάσματά τους για να ζεσταθούν, τους υποσχέθηκε ψευδόμενη, αλλά ελπίζοντας να επαληθεύσει, ότι αύριο, ο Χριστός θα φέρει ξύλα και ψωμί και μία χύτρα να κοχλάζει στη φωτιά και έμεινε άυπνη έως μετά τα μεσάνυκτα, αναλογιζόμενη την πικρή τύχη της.
***
Το πρωί, μετά τη λειτουργία (ήταν παραμονή των Χριστουγέννων), ο παπα–Δημήτρης, ο ενορίτης της, παρουσιάσθηκε ξαφνικά στην πόρτα του φτωχικού σπιτιού.
– Καλώς τα δέχθηκες, της είπε χαμογελώντας.
«Καλώς τα δέχθηκε» αυτή! και από ποιον περίμενε τίποτε;
– Έλαβα ένα γράμμα δια σε, Αχτίτσα, πρόσθεσε ο γέρων ιερέας, τινάσσοντας τα χιόνια από το ράσο και το σάλι του.
– Ορίστε, δέσποτα! Και μακάρι έχω τη φωτιά, ψιθύρισε προς τον εαυτό της ή το γλυκό και το ρακί να τον φιλέψω;
Ο ιερέας ανέβηκε την αποτελούμενη από τέσσερα σκαλοπάτια σκάλα και μπαίνοντας κάθισε στο σκαμνί.
Έψαξε στον κόρφο του και έβγαλε ένα μεγάλο φάκελο με πολλές και ποικίλες σφραγίδες και γραμματόσημα.
– Γράμμα, είπες παπά, επανέλαβε η Αχτίτσα, που μόλις τότε άρχισε να καταλαβαίνει τι της έλεγε ο ιερέας.
Ο φάκελος, τον οποίο είχε βγάλει από τον κόρφο του, φαινόταν ανοικτός από το ένα μέρος.
– Απόψε έφθασε το βαπόρι, επανέλαβε ο εφημέριος. Εμένα μου το έφεραν τώρα, μόλις έβγαινα από την εκκλησία.
Και βάζοντας το χέρι του μέσα στο φάκελο, έβγαλε ένα διπλωμένο χαρτί.
– Το γράμμα είναι προς εμένα, πρόσθεσε, αλλά εσένα αφορά.
– Εμένα; εμένα; επανέλαβε έκπληκτη η γριά.
Ο παπα–Δημήτρης ξεδίπλωσε το χαρτί.
– Είδε ο Θεός τον πόνο σου και σου στέλνει μικρή βοήθεια, είπε ο αγαθός ιερέας. Ο γιος σου, σου γράφει από την Αμερική.
– Απ' την Αμέρικα; ο Γιάννης! ο Γιάννης με θυμήθηκε; ανέκραξε περιχαρής, κάνοντας το σημείο του Σταυρού η γριά.
Και έπειτα πρόσθεσε
– Δόξα σοι ο Θεός!
Ο ιερέας έβαλε τα γυαλιά του και δοκίμασε να διαβάσει.
– Είναι κακογραμμένα κι εγώ δυσκολεύομαι να διαβάζω αυτές τις τζίφρες που έβγαλαν τώρα, αλλά θα προσπαθήσουμε να βγάλουμε νόημα.
Και άρχισε με δυσκολία, και σκοντάφτοντας συχνά, να διαβάζει:
?????
«Παπα–Δημήτρη, το χέρι σου φιλώ.
Πρώτον ερωτώ δια το αίσιον κτλ. κτλ. Εγώ λείπω πολλά χρόνια και δεν ξέρω αυτού τι γίνονται, ούτε αν ζουν ή πέθαναν. Είμαι σε μακρινό μέρος, πολύ βαθιά, στον Παναμά και δεν έχω καμιά επικοινωνία με άλλους πατριώτες που βρίσκονται στην Αμερική. Προ τριών χρόνων αντάμωσα τον (δείνα) και τον (δείνα), αλλά και αυτοί έλειπαν χρόνους πολλούς και δεν ήξεραν τι γίνεται στο σπίτι μας.
Εάν ζει ο πατέρας ή η μητέρα μου, πες τους να με συγχωρήσουν, διότι για καλό πάντα πασχίζει ο άνθρωπος και σε κακό πολλές φορές βγαίνει. Εγώ αρρώστησα δύο φορές, από κακές ασθένειες του τόπου εδώ και έκαμα πολύ καιρό στα σπιτάλια. Τα ότι είχα και δεν είχα, πήγαν και μόλις γλύτωσα τη ζωή μου. Είχα πανδρευτεί προ δέκα χρόνων κατά τη συνήθεια του τόπου εδώ, αλλά τώρα είμαι απόχηρος και άλλο καλύτερο δε ζητώ, παρά να πιάσω λίγα χρήματα, να έλθω στην πατρίδα, αν προφτάσω τους γονείς μου να μ' ευλογήσουν. Και να μην έχουν παράπονο από μένα, γιατί έτσι θέλει ο Θεός και δεν μπορούμε εμείς να πάμε κόντρα. Και να μη βαρυγγωμούν, αν δεν είναι θέλημα Θεού, δεν μπορεί άνθρωπος να προκόψει.
-Σου στέλνω εδώ εσωκλείστως ένα συνάλλαγμα επ' ονόματί σου, να υπογράψεις η αγιοσύνη σου και να φροντίσουν να το εξαργυρώσουν ο πατέρας ή η μητέρα αν ζουν.
Και αν, ο μοι γένοιτο, είναι πεθαμένοι, να το εξαργυρώσεις η αγιοσύνη σου, να δώσεις σε κανένα αδελφό μου, αν είναι αυτού ή σε κανένα ανίψι μου και σε άλλα φτωχά. Και να κρατήσεις και η αγιοσύνη σου, εάν οι γονείς μου είναι πεθαμένοι, ένα μέρος του ποσού αυτού, για τα σαρανταλείτουργα...».
?????
Πολλά έλεγε η επιστολή αυτή και ένα σπουδαίο παρέλειπε.
Δεν ανέφερε το ποσό των χρημάτων, για πόσα ήταν η συναλλαγματική.
Ο παπα–Δημήτρης, το παρατήρησε αυτό και εξέφρασε τη γνώμη, ότι ο αποστολέας το λησμόνησε, νομίζοντας ότι είχε ορίσει το ποσό των χρημάτων παραπάνω, θεώρησε περιττό να το επαναλάβει παρακάτω, γι’ αυτό και επαναλάμβανε: «του ποσού αυτού».
Εντούτοις, ανείπωτη ήταν η χαρά της Αχτίτσας, που έλαβε μετά από τόσα χρόνια ειδήσεις για το γιο της.
Σαν κάτω από στάχτη κοιμώμενος από τόσα έτη ο σπινθήρας της μητρικής στοργής, ανέβηκε από τα σπλάγχνα στο πρόσωπό της και η γεροντική, ρικνή, και ρυτιδωμένη όψη της, λαμπρύνθηκε με ακτίνα νεότητας και ομορφιάς.
Τα δύο παιδιά, αν και δεν καταλάβαιναν περί τίνος επρόκειτο, βλέποντας τη χαρά της μάμμης τους, άρχισαν να χοροπηδούν.
***
Ο κυρ-Μαργαρίτης, δεν ήταν ιδίως προεξοφλητής ή τοκιστής ή έμπορος, ήταν όλα αυτά μαζί.
Ένα φόρο επιτηδεύματος πλήρωνε, αλλά έκανε τρεις τέχνες.
Η γριά–Αχτίτσα, που περνούσε μεγάλη φτώχεια, πήρε το από το γιο της σταλμένο γραμμάτιο, πάνω στο οποίο φαινόντουσαν γράμματα κόκκινα και μαύρα, άλλα έντυπα και άλλα χειρόγραφα, απ’ τα οποία δεν εννοούσε τίποτε, ούτε ο γηραιός εφημέριος, ούτε αυτή και μετέβη στο μαγαζί του κυρ-Μαργαρίτη.
Ο κυρ-Μαργαρίτης ρούφηξε λίγο ταμπάκο, τίναξε τη βράκα του, στην οποία έπεφτε πάντοτε μέρος ταμπάκου, κατέβασε μέχρι τα φρύδια τη σκούφια του, έβαλε τα γυαλιά του και άρχισε να εξετάζει για αρκετή ώρα το γραμμάτιο.
– Έρχεται απ' την Αμέρικα; είπε. Σε θυμήθηκε βλέπω, ο γιος σου.
Μπράβο, χαίρομαι. Έπειτα επανέλαβε:
– Έχει τον αριθμό 10, αλλά δεν ξέρομε τι είδους μονέδα να είναι, δέκα σελίνια, δέκα ρουπίες, δέκα κολονάτα ή δέκα...
Διεκόπη, παρ' ολίγον να έλεγε «δέκα λίρες».
– Να φωνάξουμε το δάσκαλο, μουρμούρισε ο κυρ-Μαργαρίτης, ίσως εκείνος ξέρει να το διαβάσει.
Τι γλώσσα να είναι τάχα;
Ο ελληνοδιδάσκαλος, ο οποίος καθόταν βλέποντας αυτούς που έπαιζαν το κιάμο σε παράπλευρο καφενείο, αφού τον κάλεσαν, μετέβη στο μαγαζί του κυρ-Μαργαρίτη.
Εισήρθε ορθός, δύσκαμπτος, πήρε το γραμμάτιο, παρακάλεσε τον κυρ-Μαργαρίτη να του δανείσει τα γυαλιά του και άρχισε να συλλαβίζει τους λατινικούς χαρακτήρες.
– Πρέπει να είναι αγγλικά, είπε, εκτός αν είναι γερμανικά.
Από πού έρχεται αυτό το δελτάριο;
– Απ' την Αμέρικα, κυρ δάσκαλε, είπε η θεια Αχτίτσα.
– Από την Αμερική; τότε θα είναι αγγλικά.
Και αυτά λέγοντας, προσπαθούσε να συλλαβίσει τις λέξεις:
ten pounds sterling, τις οποίες έφερε χειρόγραφες η επιταγή.
– Sterling, είπε, sterling θα σημαίνει τάλιρο, πιστεύω.
Η λέξη φαίνεται να είναι της αυτής ετυμολογίας, αποφάνθηκε δογματικώς.
Και επέστρεψε το γραμμάτιο στα χέρια του κυρ-Μαργαρίτη.
– Αυτό θα είναι, είπε και επειδή υπάρχει επί της κεφαλίδας ο αριθμός 10, θα είναι χωρίς άλλο γραμμάτιο για δέκα τάλιρα.
Στο κάτω–κάτω, οφείλω να σας πω, ότι δε γνωρίζω από χρηματιστικά.
Εις άλλα ημείς ασχολούμεθα, οι άνθρωποι των γραμμάτων.
Και αφού είπε αυτά, επειδή αισθάνθηκε ψύχος στο πλακόστρωτο και κατάψυχρο μαγαζί του κυρ-Μαργαρίτη, επέστρεψε στο καφενείο, για να ζεσταθεί.
***
Ο κυρ-Μαργαρίτης, είχε αρχίσει να τρίβει τα χέρια και κάτι φαινόταν να σκέπτεται.
–Τώρα, τι τα θέλεις, είπε στραφείς προς τη γριά. Οι καιροί είναι δύσκολοι, μεγάλα κεσάτια.
Να το πάρω, να σου το εξαργυρώσω, ξέρω πως είναι σίγουρος ο παράς μου, ξέρω αν δεν είναι και ψεύτικο;
Από κει κάτω, απ' το χαμένο κόσμο περιμένεις αλήθεια;
Όλες οι ψευτιές, οι καλπουζανιές, από κει μας έρχονται.
Γυρίζουν τόσα χρόνια οι σουρτούκηδες (με συγχωρείς, δε λέω για το γιο σου), εκεί που ψένει ο ήλιος το ψωμί και δε νοιάζονται να στείλουν έναν παρά, ένα σωστό παρά, μοναχά στέλνουν παλιόχαρτα.
Έφερε δύο βόλτες γύρω από το τεράστιο λογιστήριό του και επανέλαβε.
–Και δεν είναι μικρό πράγμα αυτό να σε χαρώ, είναι δέκα τάλαρα.
Να είχα δέκα τάλαρα εγώ, παντρευόμουνα.
Έπειτα εξακολούθησε:
– Μα τι να σου πω; σε λυπούμαι, που είσαι καλή γυναίκα κι έχεις και κείνα τα ορφανά.
Να κρατήσω εγώ ενάμισι τάλαρο για τους κινδύνους που τρέχω και για τα οχτώμισι πλιά ...
Και για νάμαστε σίγουροι, μη γυρεύεις κολονάτα, να σου δώσω πεντόφραγκα, για νάμαστε μέσα…
Οχτώμισυ πεντόφραγκα λοιπόν … Α!.. ξέχασα...
Τουναντίον, δεν είχε ξεχάσει, απ' την αρχή της συζήτησης, αυτό σκεφτόταν.
– Ο συχωρεμένος ο Μιχαλιός, κάτι έκανε να μου δίνει, δεν θυμούμαι τώρα... Και επέστρεψε στο λογιστήριό του.
– Μα κι εκείνος ο ντερμπεντέρης ο γαμπρός σου, μου έφαγε δυο τάλαρα θαρρώ...
Και οπλίσθηκε με το πελώριο κατάστιχό του.
– Είναι δίκιο να τα κρατήσω... εσένα, όσα σου δώσω, θα σου φανούν χάρισμα.
Άνοιξε το κατάστιχο.
Οι κατάπυκνες και μυροβολούσες σελίδες του κατάστιχου τούτου, έμοιαζαν με αγρούς σε γόνιμη γη. Ότι έσπειρε κανείς σ΄αυτό, καρποφορούσε πενταπλάσια. Ήταν, σαν να έκοβε κανείς τα φύλλα του δένδρου, εκάστοτε όταν γινόταν εξόφληση κάποιου χρέους, αλλά η ρίζα έμενε κάτω από τη γη, μέλλουσα και πάλι να αναβλαστήσει.
Ο κυρ-Μαργαρίτης βρήκε αμέσως τους δύο λογαριασμούς.
– Εννιά και δεκαπέντε, μου χρωστούσε ο μακαρίτης ο άντρας σου, είπε και δυο τάλαρα δανεικά κι' αγύριστα του γαμπρού σου, γίνονται...
Και παίρνοντας μολύβι άρχισε να εκτελεί την πρόσθεση πρώτον και την αναγωγή των τάλιρων σε δραχμές, έπειτα την αφαίρεση από του ποσού των δέκα γαλλικών τάλιρων.
– Κάνει να σου δίνω... άρχισε να λέει ο κυρ-Μαργαρίτης.
***
Τη στιγμή εκείνη μπήκε στο μαγαζί νέο πρόσωπο.
Ήταν έμπορος Συριανός, περαστικός για υποθέσεις του στο νησί.
Άμα μπήκε διευθύνθηκε με μεγάλη ελευθερία και θάρρος στο λογιστήριο, που ήταν ο κυρ-Μαργαρίτης.
– Τι έχουμε, κυρ-Μαργαρίτη; Τ' είν' αυτό; είπε, βλέποντας πρόχειρο πάνω στο λογιστήριο το γραμμάτιο της πτωχής γριάς.
Και παίρνοντάς το στα χέρια του:
– Συναλλαγματική για δέκα αγγλικές λίρες από την Αμερική, είπε με καθαρή τη φωνή, πού ευρέθη εδώ;
Κάμνεις και τέτοιες δουλειές, κυρ- Μαργαρίτη;
– Για δέκα λίρες! επανέλαβε αυθόρμητα η Αχτίτσα, ακούγοντας ευκρινώς τη λέξη.
– Ναι, για δέκα αγγλικές λίρες, είπε και πάλι στραφείς προς αυτήν ο Ερμουπολίτης.
Μήπως είναι δικό σου;
– Μάλιστα.
Η θεια-Αχτίτσα, όταν ήθελε να απαντήσει καταφατικά, έλεγε πάντοτε «ναι», αλλά τώρα απορούσε και αυτή πώς είπε «μάλιστα» και που βρήκε τη λέξη αυτή.
– Για δέκα ναπολεόνια, θα είναι ίσως, είπε δαγκώνοντας τα χείλη του ο κυρ- Μαργαρίτης.
– Σου λέω διά δέκα αγγλικές λίρες, επανέλαβε ο Συριανός έμπορος. Παίρνεις από λόγια;
Και κοίταξε για δεύτερη φορά εξεταστικά το γραμμάτιο.
– Είναι σίγουρος παράς, αρζάν-κοντάν, σου λέγω.
Θα το εξοφλήσεις ή το εξοφλώ αμέσως.
Και έκαμε κίνημα να βγάλει το χρηματοφυλάκιό του.
– Μπορεί να το πάρει κανείς για εννέα λίρες. ..γαλλικές, είπε διστάζοντας ο κυρ-Μαργαρίτης.
– Γαλλικές; ... το παίρνω εγώ για εννέα αγγλικές.
Και γυρίζοντας από πίσω το φύλλο του χαρτιού, είδε την υπογραφή που είχε βάλει ο αγαθός ιερέας, παρέβαλε αυτήν με το όνομα που αναφερόταν στο κείμενο και τη βρήκε σύμφωνη και ανοίγοντας το χρηματοφυλάκιο, μέτρησε στο χέρι της θεια-Αχτίτσας και μπροστά στα έκθαμβα μάτια της, εννέα στιλπνότατες αγγλικές λίρες.
Και να γιατί η φτωχή γριά φορούσε την ημέρα των Χριστουγέννων καινούργια «πρωτοφόρετη» μαντήλα, τα δε δύο ορφανά είχαν καθαρά πουκαμισάκια για τα ισχνά μέλη τους και θερμή υπόδεση για τα παγωμένα πόδια τους.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης