Η ζωή στη Στενή μετά την απελευθέρωση
Ο κόσμος ρίχτηκε στη δουλειά. Η γης έχει βλέπεις χερσέψει εξαιτίας του Τούρκου. Θέλει δουλειά, για να σπείρουνε σιτάρι, να φυτέψουν αμπέλι, να βάνουνε κλαριά.
Οι ανάγκες του πληθυσμού είναι μεγάλες. Θέλουν εισόδημα να ζήσουνε, να ξεκαινουργιώσουνε σπίτια, να χτίσουνε νέα, να φτιάσουνε δρόμους, να χτίσουν εκκλησίες, σκολεία, βρύσες. Από πού να αρχίσουνε και που να τελειώσουνε. Χρειάζονται χρήματα να πλερώσουνε φόρους. Το Έθνος έχει μεγάλες ανάγκες. Του λείπουνε δρόμοι, λιμάνια, φάροι, σκολεία….τι δεν του λείπουν! Τι είχε στην αρχή, όταν ήρθε ο Κυβερνήτης; Και τα ορφανά του δεκάχρονου πολέμου ποιος άλλος παρά το Έθνος θα τα ζήσει.
Οι χωριανοί από την Κλεισούρα σκύψαν απάνω στην γης και τήνε ποτίσανε χορταστικά με τον ιδρώτα τους.
Πλούσια ήρθε η πλερωμή στον τόσο τους τον κόπο. Ο κάμπος άργασε από τη δουλειά των. Και καθώς ήτανε και χρόνια αδούλευτος και ξαπόσταινε βαθυσκεπασμένος με παχύ στρώμα σκινόφυλλο, άνοιξε τον κόρφο της η γης κι έγινε «το κέρας της Αμάλθειας».
Ένα μήνα-το χινόπωρο-σπέρναν, ένα μήνα το-καλοκαίρι-θέριζαν, αλώνιζαν. Είχανε ψωμί για όλη τη χρονιά. Και τους περίσσευε κιόλας για ανταλλαγές.
Δίνανε σιτάρι και παίρνανε τυρί και μαλλιά. Πουλούσανε καρπό κι αγοράζανε βαμπακερά για να ντυθούνε και παπούτσια για να ποδεθούν. Αγοράζανε κι εργαλεία για τη δουλειά τους.
Δυο μήνες κουβαλούσανε ξύλα. Καίγανε πολλά ξύλα. Βουνό βλέπεις και τα σπίτια χαλαμαντάρια. Ο αέρας σφύριζε από πόρτα και παράθυρα. Που τζάμια! Και που χώρισμα στο σπίτι! Κι από τις χαραμάδες, τις ανασφαγές του πατώματος, έρχεται κατά πάνω ο αέρας σαν από το ζουριό του μύλου. Οι καημένοι οι χωριανοί βάνουνε στην παραστιά κούτσουρα, τα αδερφώνουνε και ρίχνουνε ένα πλεύρι χειρόξυλα, λιανά ξύλα. Που να ζεσταθούν! «Από μπρός μας δέρνει πύρα κι από πίσω μαύρη μοίρα». Έτσι λένε, θέλοντας να παραστήσουνε πως με όλο τους τον κόπο και τη μεγάλη σπατάλη που γίνεται στο υλικό του δάσους, δεν καταφέρνουνε να ζεστοκοπηθούν.
Το Γενάρη αρχίζουνε να φυτεύουνε τα δέντρα, το Φλεβάρη κλαδεύουνε τα αμπέλια, ύστερα τα σκάβουνε, την άνοιξη θειαφίζουνε, ξεφυλλίζουνε, ξαναθειαφίζουνε, βλαστολογούνε, δισκαφίζουν. Όσο να τρυγήσουνε τα σταφύλια, να κάμουνε το γλυκό κρασί, δε βγαίνουν από τα αμπέλια.
Ευτυχισμένοι ζουν. Από αλλού έρχονται –στο θέρο-φτωχοί σταχολόγοι και μαζεύουνε τα στάχια, που έχουν απομείνει στα θερισμένα χωράφια. Και στα αλώνια σε μια ραχούλα-Μοσκοράχη την έχουνε ονομάσει οι φτωχοί-ένα μήνα καλοπερνούνε δυο τρείς φτωχοί κι αδύνατοι.
Τρώνε κάθε μέρα χορταστικά και μαζεύουν ελεημοσύνη το ψωμί της χρονιάς των. Μια φτυαριά από κάθε νοικοκύρη.
Κι όταν έρχεται ο δημόσιος εισπράχτορας στο χωριό είναι πανηγύρι Χτυπούνε τις καμπάνες ποιος να πλερώσει πρώτος. Θέλουνε να τον φιλέψουνε και στο σπίτι τους. Σε ποιόν να πρωτοπάει; Παίρνουνε τα διπλότυπα, πλερώνουνε και κερνούνε κιόλας για να τον περιποιηθούν.
Γιώργου Ντεγιάννη
Μέσα στους λόγγους.1939