Τα στέρφα και τα γαλάρια
«Τα κατσίκια πρέπει να χωριστούν από τις γίδες για να μη βυζαίνουνε. Τρόπος άλλος δε γινόταν. Οι γίδες έχουνε μνημονικό. Δεν ξεχνούνε τα σημάδια του κατσικιού των, ούτε και τη φωνή του. Κι αν ακόμη τους κλείσεις μάτια κι αυτιά, πάλι το ξεχωρίζουνε το δικό τους κατσίκι ανάμεσα σε χίλια, από τη μυρουδιά. Δεν είναι σαν τις προβατίνες. Τούτες οι τελευταίες, άμα τους κουρέψεις το αρνί και το μουτζουρώσεις με το καζάνι, δεν το πλησιάζουνε πια. Βελάζει αυτό, δέρνεται, σκοτώνεται, ρίχνεται στη μάνα του. Που αυτές! Ανασηκώνουνε τα πισινά τους πόδια για να του τραβήξουνε το μαστάρι από το στόμα, αν πετύχει να πιάσει ράγα, και γυρίζοντας του δίνουνε κουτουλιές και το ξαπλώνουνε στη γης.
Τίποτα δεν μπορεί να κάνει τη γίδα, να ξεχάσει το κατσίκι της και τούτο να λησμονήσει τη μητέρα του.
Μήνες χωρισμένα τα κατσίκια από τη μάννα τους, μόλις σμίξουνε, στη στιγμή τήνε γνωρίζουνε κι εκείνη τα ίδια. Κι αυτό δε γίνεται μόνο για όσο καιρό βυζαίνει το κατσίκι, παρά και τον άλλον χρόνο και τον παραπάνω. Βλέπετε μέσα στο κοπάδι οικογένειες γιδιών: τη γιαγιά, τη μάνα, την αγγόνα να περπατούνε μαζί και να αλληλοφωνάζονται με βελάσματα, μόλις χάσει η μια την άλλη μέσα στο πλήθος.
Οι τσοπάνηδες δεν καταφέρνουνε με άλλο τρόπο να γλυτώσουνε το γάλα από τα κατσίκια, παρά χωρίζοντάς τα στο στερφοκόπαδο. Αυτά όμως, μόλις αγναντέψουν οι μάνες τους-τα γαλάρια- όχι μονάχα τα βελάσματα των γνωρίζουνε, παρά και τα κουδούνια του κοπαδιού. Τα κατσίκια δίνουνε πρώτα το σύνθημα. Μόλις ακούνε
τα κουδούνια: «εκεί είναι οι μάνες μας», λένε το ένα στο άλλο.
Κι αμέσως από εκατό, διακόσια στόματα ασυγκράτητο βέλασμα. Που ξεχωρίζει η κάθε γίδα το βέλασμα του κατσικιού της; Μια μυριόστομη απάντηση στέλνουν από κει και τους φωνάζουν: «Ελάτε εμείς είμαστε». Και τότε αυτά χυμούν από όλες τις γιδόστρατες, να προσπεράσουνε το στερφάρη και να φτάσουν εκεί, που είναι οι μάνες τους. Αυτός παλεύει με κάθε τρόπο να τα στομώσει. Όμως πάντα του ξεφεύγουνε τα πιο σβέλτα. Ένα δεύτερο εμπόδιο συναντούνε στον άλλον τσοπάνη, που φυλάει τα γαλάρια. Άλλα σκορπάνε, ανοίγουνε και άλλο ψηλά άλλο χαμηλά καταφέρνουνε τέλος λίγα, να φτάσουνε στα γαλάρια και να σμίξουνε τις μάνες τους.
Για αυτό δεν είναι αρκετό νάχουνε χώρια τα στέρφα από τα γαλάρια, παρά χρειάζεται να βόσκουνε τα δυο κοπάδια μακριά κι απόμερα το ένα από το άλλο».
ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΓΙΑΝΝΗΣ
ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΛΟΓΓΟΥ
1939