Η πρώτη πληγή
Όταν οι χωριανοί αφήσανε να κοπούν οι λόγγοι από τα «άγρια βουνά», δεν τους είχε περάσει καθόλου από το νου τους τι θα γενούν τα βουκολιά. Άμα όμως αρχίσανε με τον καιρό να το σκέφτονται, βρήκανε πως το κόψιμο δε θα φέρει ζημιά. «Θα γίνει ο τόπος βοϊδολίβαδο», είπαν. Όσο για το χειμώνα τα κατεβάζουμε στα χειμαδιά και τα παχνιάζουμε κι όλας τρείς μήνες. Τον άλλον καιρό όμως, θα βόσκουνε στο βοϊδολίβαδο χορταστικά».
Πέρασε ο πρώτος χειμώνας και τα απολύσανε χαρούμενοι στο γυμνό. «Ως τώρα ήταν οι φροντίδας μας» είπαν, «από εδώ και πέρα δε έχομε να πονοκεφαλάμε».
Τα βουκολιά ανοίξανε γύρω στα λιβάδια και βόσκανε ξένοιαστα στον ανοιξιάτικο ήλιο. Καμάρωναν αυτοί, που τα είχανε, γιατί τα πράγματα πέρνανε το δρόμο, που από πριν είχαν υπολογίσει οι νοικοκυραίοι.
Αλλά δεν είχε δεκαρίσει ο Μάης κι ένα ξαφνικό περιστατικό, ήρθε να τους κάμει να μείνουνε με τη χαρά στη μέση. Τι συνέβηκε;
Βόδια, αγελάδες, ταύροι, δαμάλες, μοσκίδες ως και τα μοσκάρια ακόμη, όλο τούτο το βουκολιό, και το άλλο, και το άλλο, όλα τα βουκολιά, σήκωσαν έξαφνα τις ουρές κι ορμήσανε να χαθούν από το πρόσωπο της γης, όπως εκείνη η αγέλη των χοίρων του Ευαγγελίου «ώρμησαν κατά του κρημνού εις την θάλασσαν». Καματερά, που τύχαμε στο ζυγό, κομματιάσανε τα αλέτρια. Και τα δεμένα κόψανε τα παλαμάρια ακόμη. Κι όσα δεν μπορέσανε σκοινιάστηκαν από το κακό τους.
«Τι οργή τους έδωσε ο Θεός;» είπανε σαστισμένοι αυτοί που τάχανε. «Τι είναι το κακό που μας βρήκε; Πώς να τα μαζέψουμε, που να τα βρούμε; Θέλει καθένα και το βουκόλο του!»
Κακό καλοκαίρι πέρασαν, ώσπου ήρθε τέλος ο Αύγουστος κι ησυχάσανε πάλι τα ζωντανά. Βόσκανε και πλαγιάζανε μεσημέρι καταλιού. «Δόξα σοι ο Θεός»., είπαν οι νοικοκυραίοι. «Σαν καταλαγιάσανε τα ζωντανά, πάλι καλά. Μας λυπήθηκε ο Μεγαλοδύναμος!»
Από το μήνα αυτόνε και πέρα, τίποτε καινούργιο δεν τάραξε τη ζωή του βουκολιού. Κυλούσε, όπως είχανε προβλέψει οι βουκόλοι.
Μόνο που το χειμώνα παρουσιαστήκανε τρύπες στο δέρμα των βοδιών. Σε όλη τη ραχοκοκκαλιά κι από ένα κι από το άλλο μέρος το δέρμα ήτανε κόσκινο από τις τρύπες.
«Κοίταξε οργή», είπε ο βουκόλος, που τις είδε πρώτος. «Όχι άλλο! Τα βόδια βγάνανε γκόθια!» Τα γνώριζαν όλοι οι χωριανοί, γιατί τα βλέπανε κάθε χειμώνα στη ράχη της γίδας. Μόνο που πίστευαν ως τώρα, πως τα βόδια δε βγάνουνε γκόθια. «Τι πράμα είναι τούτο;» συνέχισε ο βουκόλος, ρωτώντας τους άλλους. «Που βρίσκεται το σκουλίκι μέσα στο ζωντανό;». «Το γεννάει το κορμί του», απάντησε ένας σε τόνο, που δεν άφηνε καμμία αμφιβολία, πως το ξέρει καλά αυτό που λέει.
Όμως για το ίδιο ζήτημα κάτι ξέρουν και τα βόδια. Κι είναι τούτο ολότελα διαφορετικό από αυτό που λέει ο βουκόλος που ξέρει.
Τα βόδια το γνωρίζουνε, πως μόλις πατάει Μάης υψώνεται στον αέρα μια μυγίτσα. Θέλει να γεννήσει απάνω στη ράχη τους. Άμα καταφέρει να κολλήσουνε τα αυγά της στις τρίχες, τελείωσε τη δουλειά της. Σκάζουν αυτά στη στιγμή και βγαίνουνε σκουλίκια. Πιο ψηλά κι από τις τρίχες. Αμέσως τρυπώνουν από τους πόρους του δέρματος στο κρέας και τραβούνε βαθιά. Πίνουνε το αίμα του βοδιού και μεγαλώνουν. Τότε ανεβαίνουνε και θρονιάζονται κάτω από το δέρμα. Σε δυο σειρές μια από το ένα, μια από το άλλο μέρος της σπονδυλικής στήλης. Ανοίγουνε κι από μια τρύπα στρογγυλή το καθένα. Τι θέλουνε για παράθυρο, όσο να κάθονται εκεί μέσα και θα τήνε χρειαστούνε για πόρτα, όταν αποφασίσουνε να βγούνε.
Όλες αυτές οι πληγές ομπυάζουν. Άλλο που δε θέλει η κάμπια! Από το όμπυο θρέφεται. Το βόδι όμως ξεπέφτει, σουρώνει από την αχαμνιά. Το τρώνε τα σκουλίκια ζωντανό.
Κάποτε τέλος σώνονται τα βάσανά του. Έρχεται ο καιρός να περάσει η κάμπια σε άλλο στάδιο της ζωής της, να γενεί νύφη. Βγαίνει τότε και κρύβεται στο χώμα για να σκηματιστεί εκεί από αυτή, η μυγίτσα που θα ανέβει στον αέρα, να γεννήσει στη ράχη του βοδιού και να τελειώσει κατόπι τη ζωή της. Εννιά δέκα μήνες ζει το υπόδερμο μέσα στο σώμα του βοδιού και δυο τρείς στον αέρα.
Το δάσος πολεμούσε αποτελεσματικά αυτή την πληγή. Και την εξουδετέρωνε ο λόγγος-όσο ήταν.
Αυτό το υπόδερμο είναι φοβερά ευαίσθητο στο ψύχος. Η κρυάδα της νύχτας του ναρκώνει φτερούγες και πόδια. Το μεγάλο γιόμα απολάει το σώμα του και ξαναβρίσκει τη σβελτοσύνη του να πετάξει. Και μόλις τσακίσει η ημέρα, αποτραβιέται και κρύβεται στο απόνεμο που θα ξενυχτήσει.
Όμως στον ίσκιο μουδιάζει και μέσα στο τέλειο μεσημέρι. Για αυτό πάντα στον ήλιο στριφογυρίζει και ποτέ δεν δοκιμάζει να φτερουγίσει ως το δρυμό που σταλίζουνε τα γελάδια. Κι ήταν όλος ο λόγγος δρυμός.
Τι κεφάλια! «Άγρια βουνά είναι, ας τα κόψουν!»
Ας πάνε τώρα κι αυτοί να βρούνε τα δάση! Τα βουκολιά χαθήκανε. Και οι νοικοκυραίοι ξεσπιτωθήκανε και γυρίζουν από δω κι από κει, να ψωμοζήσουνε με το μεροκάματο.
ΓΙΩΡΓΟΥ ΝΤΕΓΙΑΝΝΗ
ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΛΟΓΓΟΥΣ