Κοκκώνα θάλασσα
ή
Το γράμμα της πεθεράς
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1900
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
-Μάινα κόντρα-φλόκο! σβέλτα! Μάινα μπαμπαφίγκο! Μάινα όξου-φλόκο! Μπρούλια ράντα! μπρούλια μαΐστρα! μπρούλια τρίγκο.
- Ποιος θα το πίστευε, ότι από ένα μικρό αμυδρό μαυράδι, έμελλε να εξέλθει τόση τρικυμία;
Πως από μία μικρή κηλίδα, την οποία πρόθυμα παραβλέπουν εκάστοτε οι άνθρωποι, ρημάζουν υποθέσεις και ναυαγούν φιλοδοξίες!
Ο ουρανός ήταν σαν παμμέγιστη, άπειρος κανδήλα, λίγο πριν.
Η θάλασσα κουφόβραζε, σαν γιγαντιαία χύτρα πάνω σε σιγανή φωτιά.
Πέρα εκεί, στην άκρη όπου έφθανε το μάτι, ήταν τα «θεμέλια» του ορίζοντα.
Εκεί ήταν μερικά «καθίσματα».
Εκεί είχε φανεί κάτι θολό και μαύρο.
Ήταν εκείνο το ρύγχος της τρικυμίας.
Ο καπετάν Τζώνης το είδε, το διέκρινε και την αναγνώρισε.
Λίγα λεπτά πέρασαν και η τρικυμία εμφανίσθηκε πάνοπλη, με όλους τους βρόντους και τους ήχους της, με όλα τα ρίγη και τις φρικιάσεις των ανθρώπων και των κυμάτων.
-Μάινα γάμπιες! μάινα μέσα-φλόκο! αλέστα!… Τιρα μόλα!… Στα πόστα σας!
Από την κανδήλα την αχανή εκείνη, κατέβηκε η βοή, ο ροίβδος της λαίλαπας και από το κουφόβρασμα το ύπουλο, ανέβηκε ο ρόχθος της θάλασσας, που συζεύχθηκαν σε φοβερό υμέναιο και χτυπούσαν το σκάφος, ήταν σαν βέλασμα κατά κάποιον τρόπο από χιλιάδες και μυριάδες ερίφια-κύματα, με χαίτες, φριξότριχα, κερασφόρα και ο Βοριάς, ο χιονόμαλλος βασιλιάς των χειμώνων, τα έσπρωχνε και τα οδηγούσε εμπρός, κατά τους βράχους πάντοτε και τις εσχατιές, ζητώντας να βρουν τέρμα και τέρμα δεν εύρισκαν, παρά μόνο το σκάφος το ταλαίπωρο και το καταπάτησαν και το έκαμαν δρόμο, βόσκοντας τη σκουριά του, γλείφοντας τις πληγές του, ρουφώντας τη δύναμή του.
Εν μέσω δε και υπεράνω όλης αυτής της πάλης και της βοής, την οποία συντελούσαν επανερχόμενα τα αχθοφόρα κύματα, αντηχούσε σαν θρήνος οξύς το σφύριγμα των τροχαλιών, όμοιο με την απελπισμένη κραυγή φτωχής ερημικής κόρης, που σπαράσσεται στο σώμα και βιάζεται η τιμή της, από φαύλους βιαστές σε έρημο τόπο, κάτω από το βλέμμα του πολυεύσπλαχνου και παντοδύναμου Κριτού, του καθήμενου επί των Χερουβίμ, του βλέποντος αβύσσους.
– Φίλα γάμπια! τιμόνι σοφράν!… Παίρνετε μπράτσα! ι-πόντα!
Από μπράτσο σε μπράτσο, από μαντάρι σε μαντάρι, πηδούσαν ακατάπαυστα οι ναύτες και σαν αράχνες, σαν μύγες, κολλούσαν στα διάφορα σχοινιά.
Ωστόσο ο πλοίαρχος είχε διακρίνει μικρό σημείο ύφεσης ήδη.
Η φουρτούνα έμελλε εξάπαντος να «στρώσει».
Θα ήταν λιγότερο σφοδρή και περισσότερο διαρκής.
-Πότζα -λα-μπάντα! Φίλα γάμπια! Τιμόνι σοφράν!…
Μόλα γάμπια! μόλα μαΐστρα!
Η φουρτούνα έγινε οριστικά στρωτή και επήλθε μικρή ανάπαυλα.
Οι σύντροφοι σπόγγιζαν τον ιδρώτα τους, την άχνη, τους αφρούς του κύματος.
Το βρίκιο έπλεε με μεγάλη ταχύτητα.
Κατάρτια και πινά έτριζαν φοβερά.
Φαίνονταν ότι «τώρα θα πέσουν».
Ο καπετάν Τζώνης άναψε την πίπα του και στάθηκε ακουμπώντας επάνω στο παραπέτο της πρύμνης.
***
Δύο ναυτάκια, πλησίασαν σιγά-σιγά κοντά στον πλοίαρχο.
Δεν φαινόταν να ήταν πολύ κουρασμένοι από τη βάσανο, από την αγγαρεία την οποία επέβαλε η τρικυμία.
Ήταν ναυτομαραγκοί, από το Ταϊγάνι και έρχονταν, μάλλον ως επιβάτες.
-Ε, καπετάνιο, θα μας βγάλεις απ’ κάτ’ στη χώρα εμάς;
-Θα μας κάνεις, καπετάνιο, τη χάρη;
-Κάλια τρίγκο!… Μόλα γάμπια, φλόκο! μόλα τρίγκο!
Ο πλοίαρχος ανέπνευσε ανετότερα, αφού έδωκε και το τελευταίο τούτο πρόσταγμα.
-Ε, καπετάνιο μ’;
-Νά ΄χεις πολλή ζωή και καλά ταξίδια.
-Τι λέτε, παιδιά;
Ο καιρός είχε στρίψει, σοροκολεβάντης. Πώς να σηκώσει πλώρη το καράβι, να παραστρατίσει; Πώς να πλησιάσει εκεί που έλεγαν τα δύο ναυτόπουλα;
-Τώρα είναι καιρός παιδιά, ν’ αρμενίζουμε καταπάν’ τον αέρα;
-Μας τό ΄ταξες, καπετάνιο.
-Μας το είπες, καραβοκύρη μ’.
-Ελέγαμε δα, αν ήταν καιρός, να μας πήγαινε σοφράν απ’ τα ρημονήσια. Τότε, θα μας έδινε χέρι να ζυγώσουμε κατά ‘κει.
Τώρα, ιδέτε πως μας μπατάρει… και που μας σκαντζάρησε… και όλο μας ξεπέφτει.
Τα δύο ναυτομαραγκάκια πήραν στάση. Ο ένας κουνήθηκε επάνω στο δεξιό πόδι του. Ο άλλος τάνυσε τον αριστερό βραχίονα.
-Αυτή δεν είναι καμιά φουρτούνα απ’ εκείνες, καπετάνιο, είπε ο πρώτος, ο μεγαλύτερος και ψηλότερος από τους δύο, ο οποίος έφερε ήδη ψηλαφητό μουστάκι, αυτή δεν είναι μαύρη φουρτούνα, νά ΄ρχεται από μακριά, είναι άσπρη φουρτούνα.
-Μάλιστα, αυτή είναι, συμπλήρωσε ο δεύτερος, που είχε το μουστάκι ανθηρό, είναι άσπρη φουρτούνα κι έρχεται από κοντά.
-Δεν είναι καμιά φουρτούνα, κατάλαβες, αυτή, νά ΄ρχεται απ’ αλάργα, κοίταξε τι κοκκώνα-θάλασσα, μπονάτσα-λάδι.
-Αλήθεια, υπεστήριξε ο δεύτερος, άσπρη φορτούνα, μαθές, καμαρωμένη, νύφη-θάλασσα.
Ο πλοίαρχος χαμογέλασε πολύ καλόκαρδα.
Αυτός ο οποίος αναγνώριζε από μακριά το ρύγχος της τρικυμίας - τη μούρη της! - είχε ανάγκη να παίρνει μαθήματα από τους νεότερους!
Αλλά δε θύμωσε.
-Χα χα χα! Πολλά ξέρετ’, εσείς τα Σκοπελιτάκια.
Οι δύο ναυτομαραγκοί, κατάγονταν πράγματι από τη Σκόπελο, το νησί εκείνο που εξασκεί γλυκιά μαγεία σε όλα τα τέκνα της και μεταβάλλει σε φανατισμό την αγάπη της πατρίδας, το νησί, προς έπαινο του οποίου ο λόγιος και εμπνευσμένος γιος της, Καισάριος ο Δαπόντες, συνέθεσε κατά την παρελθούσα εκατονταετηρίδα ασματικό κανόνα, προς το Ανοίξω το στόμα μου, κανόνα που άρχιζε από τις λέξεις «Κρασί Σκοπελίτικο».
Το νησί των νοσταλγών, στους κόλπους του οποίου για να επανέλθουν τα φιλόστοργα τέκνα της, επιβιβάζονται από το Ταϊγάνι, από τη Βραΐλα, από την Οδησσό, πριν παγώσουν τα νερά, χειμώνα καιρό ή βρίσκουν άλλο μέσον πορείας, εάν πάγωσαν ήδη και ταξιδεύουν δύο μήνες, τρεις μήνες - στην εποχή των ιστίων - μόνο για να αξιωθούν να φθάσουν στη Σκόπελο, για να εορτάσουν τα Χριστούγεννα ή για να κάμουν αποκριές και γίνουν «μουτσούνες».
Τώρα δεν έρχονταν πλέον Χριστούγεννα, είχαν περάσει κι οι Απόκριες. Ήταν Μάρτιος μήνας και ερχόταν το Πάσχα. Και πολλοί απ΄ τους ξενιτεμένους είχαν κατεβεί εγκαίρως στην πόλη, όπως μπόρεσαν.
Αν έκαναν τόση θυσία για να προλάβουν την Αποκριά, πόσο μεγαλύτερη θα έκαμναν για το Άγιο Πάσχα!
-Ας γίνει το θέλημα σας, είπε τέλος ο καπετάν Τζώνης.
Έχετε ανθρώπους και σας καρτερούν κι άμποτε να σας χαρούν, παιδιά…
Εμένα, ποιος…
Μουρμούρισε και μετά σιώπησε.
Μικρό νέφος μελαγχολίας φάνηκε να σκιάζει τα μάτια του, όμοιο μ’ εκείνο το οποίο γεννά την τρικυμία και το οποίο οι Λυγκείς των θαλασσών βλέπουν εγκαίρως από μακριά.
-Τώρα θα κάμουμε - επανέλαβε έπειτα ο πλοίαρχος - μια βόλτα ως τον κάβο εκεί κι άλλη μια ως το νησάκι πέρα… κι εσείς αλέστα!…
Πάρτε τη σκαμπαβία, ρίξετε τα πράματα σας μέσα… πηδάτε σβέλτα κι εσείς και δύο κουπιά… και μεθαύριο, α θέλ’ ο Θεός, μας στέλνετε τη σκαμπαβία πέρα, στο λιμάνι το δικό μας…
Καλό κατευόδιο παιδιά, με το καλό να κάνετε Λαμπρή!
-Ευχαριστούμε πολύ καπετάνιο, με καλό να πας στο σπίτι σου και καλά ταξίδια, μάλαμα το καρφί!
Ύστερα από δύο ή τρεις βόλτες, τα δύο Σκοπελιτάκια κατέβασαν την αποσκευή τους στη μεγάλη βάρκα, πηδώντας και χορεύοντας από τη χαρά τους, όσο και από τη φουσκοθαλασσιά των κυμάτων.
Καταρριχήθηκαν και αυτοί κάτω, έπτυσαν στα χέρια τους και πήραν τα κουπιά.
Απείχαν δύο ή τρία μίλια, καταντικρύ στο μόλο του λιμανιού της πόλης τους και με σύντονη κωπηλασία δεν θ’ αργούσαν να φθάσουν.
–Καλό κατευόδιο, παιδιά!
–Καλά ταξίδια και καλή Ανάσταση!
* * *
Όλη τη νύκτα έπλεε το σκάφος με τα κύματα.
Ο άνεμος είχε κοπάσει και το απόγειο της νύκτας φυσούσε ελαφρά!
Το πρωί, με τα γλυκοχαράματα, ο πλοίαρχος ξημερώθηκε στο λιμάνι του νησιού του.
- Οι δύο εκείνοι γιγαντοφυείς αδελφοί, ο Ώτος και ο Εφιάλτης, οι οποίοι είχαν επιχειρήσει τα παλιά χρόνια, όπως διηγείται ο θείος Όμηρος, να βάλουν την Όσσα πάνω στον Όλυμπο και το Πήλιο πάνω στην Όσσα, για να κάμουν σκάλα να ανεβούν στον ουρανό, όταν ήταν παιδιά ανήλικα ακόμη, γύμναζαν τους βραχίονές τους παίζοντας στο γιαλό κάτω.
Έπαιρναν μικρά χαλίκια πλακαρά, ανάλογα με το ανάστημά τους και έκαναν «ψωμάκια», ρίχνοντας αυτά στη θάλασσα, δια κυματοειδούς κινήσεως του πήχη και του χεριού, όπως διά της σφενδόνας.
Από τα χαλίκια εκείνα των δύο μικρών γιγάντων, τα οποία μετά πολλές ψηλαφήσεις και πτήσεις επάνω στα κύματα, έπεφταν τέλος στη θάλασσα και από τα «ψωμάκια» εκείνα φύτρωσαν και ανέθοραν οι Σποράδες νήσοι, που κοσμούν το σμαραγδένιο πέλαγος, η Σκιάθος, η Πεπάρηθος, η Αλόννησος και τόσες άλλες.
Στο δεύτερο των νησιών τούτων, που άλλαξε το όνομα, είχαν αποβιβασθεί την εσπέρα της χθες οι δύο ναυτομαραγκοί.
Στην άλλη, την τελευταία προς τα δυτικά, κατέπλευσε ο καπετάν Τζώνης με το σκάφος του.
* * *
Πριν αράξει ακόμα το βρίκιο, καθώς έφερνε βόλτες μπροστά στο λιμάνι, ανάμεσα στα τρία νησιά, στον κάβο της Πούντας και γύρω-γύρω στα Μυρμήγκια, τους νανοφυείς υφάλους, που προβάλουν δειλά τις μαύρες μικρές κεφαλές τους την ώρα της αμπώτιδας, έφερνε και ο πλοίαρχος βόλτες επάνω στο κατάστρωμα, ανάμεσα στο ταμπούκιο της πρύμνης και στην χονδρή μπούμα και στην ψηλή υαλόφρακτη θήκη της πυξίδας.
Το βλέμμα του διευθυνόταν απλανές προς ένα σημείο, ανάμεσα στα λευκά σπιτάκια του ωραίου χωριού, που ήταν σπαρμένο γραφικά πάνω στο λόφο, όπου διέπρεπε στο μέσον, σαν φρουρός όρθιος με την λόγχη του ψηλά, το κωδωνοστάσιο του ναού της Παναγίας, απ΄ όπου εκτείνεται σε όλη την κοίλη παραθαλάσσια από τη μία και από την άλλη προς βορρά και πάλι αναφέρει τα κράσπεδα προς ανατολάς, στην άκρη του άλλου βραχώδους λόφου, που επιστέφετε από το ναΐσκο του Αγίου Νικολάου του Θαλασσινού.
Το σπίτι του πλοιάρχου βρισκόταν επί του δυτικού λόφου, στην Άνω Συνοικία.
Εκεί δε ήταν προσηλωμένο, μάλλον κατηφές, το βλέμμα του.
Καθώς άραξε το πλοίο, ενώ το πλήρωμα ασχολούταν με το μάζεμα των πανιών και τη λοιπή διευθέτηση του σκάφους, κατέβηκε ο Τζώνης στον κοιτώνα του, κάτω στην πρύμνη, βεβαίως για να αλλάξει και να φορέσει κοσμικότερα ενδύματα, πριν βγει στην ξηρά και παρουσιάσει τα ναυτιλιακά του έγγραφα.
Αλλά δεν βιάσθηκε αμέσως να αλλάξει, φαινόταν μάλλον να αισθάνεται μεγάλη απροθυμία προς τούτο και σαν να επιθυμούσε αναβολή, αν ήταν δυνατόν, της αναγκαίας αποβίβασης στην ξηρά.
Από ένα συρτάρι έβγαλε μία μικρή θήκη από ψευδάργυρο και απ’ αυτήν έβγαλε ένα χαρτί διπλωμένο.
Δεν ήταν ούτε η υγειονομική πιστοποίηση ή άδεια απόπλου ή κάποια φορτωτική, ούτε το ημερολόγιό του.
Το πλοίο ερχόταν από την Πόλη κενό από φορτίο και προσέγγιζε στον γενέθλιο τόπο του, προσχηματικά, διότι πλησίαζε το Πάσχα, στην πραγματικότητα δε διότι ο πλοίαρχος αισθανόταν αόριστη ανησυχία σε ότι αφορούσε τα οικιακά του πράγματα.
Το χαρτί, το οποίο έβγαλε από τη θήκη, ήταν αρκετά τριμμένο και φαινόταν να είχε διαβασθεί πολλές φορές.
Ο πλοίαρχος το ξεδίπλωσε και άρχισε να το διαβάζει, ίσως για εκατοστή φορά.
〰 〰 〰 〰 〰 〰 〰 〰 〰 〰
«Γαμβρέ μου καπετάν Τζώνη, σε χαιρετώ.
Πρώτον έρχομαι να ερωτήσω δια το αίσιον, κτλ.
Εγώ, γαμβρέ μου, ενόμιζα, όταν σου έδωκα την κόρη μου, πως εσύ ήσουν άνθρωπος απ’ ανθρώπους, μα ως τόσο βγήκα γελασμένη και του λόου σου αποδείχθηκες πως δεν έχεις φιλότιμο.
Εμένα το κορίτσι μου ήταν απ’ το πρώτο σόι κι όπου αρωτήσεις, μας ξέρουν όλοι τι είμαστε, οι Καχιωταίοι, με τ’ όνομα.
Κι εγώ θάρρεψα πως κάτι ήσουν κι άνοιξα τις πόρτες και σ’ έβαλα στο σπίτι μου κι εσύ βγήκες ένας άνθρωπος άχαρος και ανωφέλευτος.
Στο γράμμα που είχες στείλει, είδα να γράφεις πως βαρέθηκες πλια να στέλνεις της γυναίκας σου, επειδής μας έχει όλους στο σπίτι και μας ταΐζεις, εμένα και τις δύο κόρες μου κι ότι πως του λόου σου επίστεψες πως επήρες μια κι επήρες τέσσερες…
(Εδώ υπήρχε μία μεγάλη μουντζούρα, σχεδόν πέρα-πέρα, στα τρία τέταρτα ενός στίχου της επιστολής, εάν ο πλοίαρχος ήταν αρκετά περίεργος, θα διέκρινε τις λέξεις «που να σε πάρουν τέσσεροι.» Φαίνεται ότι αυτή που υπαγόρευε μεταμελήθηκε και παρήγγειλε σ΄ αυτή που έγραφε, να σβήσει τη φράση)
κι ότι δε βαστάς ν’ ακούς να γελά ο κόσμος με τα καμώματά μας.
Αγέλαστος κι αγλύκατος που είσαι! Και τι έστειλες, κακόμοιρε, της γυναίκας σου και το χτυπάς;
Μήπως έστειλες και συ δυο πήχες χρυσάφι ή το ποδογύρι το χρυσό ή το φουστάνι το ατλαζένιο ή της έβαλες την κορώνα ή της έστειλες κανένα ακριβό διαμαντικό ή άλλο τίποτες;
Τόσα χρόνια, ασπρού πράμα από σένα δεν είδε.
Κι αν είχες φιλότιμο, έπρεπε να το συλλογιστείς μόνος σου, να πεις, στο σπίτι που μπήκες, που δεν ήσουν άξιος να φιλήσεις το ψαθί του σκαλοπατιού.
Καλά το λένε, ποτέ να μην κατεβαίνει ο άνθρωπος απ’ τη σκάλα του.
Εγώ θέλησα να κατεβώ και σ’ επήρα σένανε κι ενόμιζα πως θα βγεις άνθρωπος να μου το γνωρίσεις, μα γελάστηκα.
Κι εσύ δεν έστειλες ούτε μισή ντουζίνα κουταλάκια του γλυκού της γυναίκας σου και δεν της ψώνισες ποτέ σου μιαν ασημένια κούπα, έναν καλόν καθρέφτη, ένα σκρίνι, ένα λαχουρί, ένα τίποτες. Και δεν της πήρες ποτέ σου μιαν καλή καρφίτσα, ή ένα ζευγάρι σκουλαρίκια με μαργαριτάρι ή ένα μαλαμοκαπνισμένονε σταυρό ή ένα βραχιόλι ή άλλο τίποτες.
Άλλο απ’ το ασημένιο δακτυλίδι και το ρολόι με την καδένα και μια καρφίτσα σκέτη και τα σκουλαρίκια που την εφίλεψες πριν την στεφανωθείς και τα βραχιόλια που της έστειλες την πρώτη χρονιά και μια κούπα του γλυκού με δυο πιατάκια και κουταλάκια αρζαντό, άλλο τίποτες δεν της ψώνισες.
Και γράφεις ότι, πως βαρέθηκες τάχα τα έξοδα και πως τάχα μας ταΐζεις όλες στο σπίτι.
Εμείς στο σπίτι της κόρης μου δεν καθόμαστε, μόνο συντροφιά της κάνουμε, να μην μένει μονάχη της με τα δύο μικρά παιδιά της κι η κόρη μου μονάχη της κλαίει σαν κάμουμε να φύγουμε και μας περικαλεί να μένουμε πάντα κοντά της.
Και του λόου σου σαν έρχεσαι στο χωριό, πάλι εμείς συντροφιά της κάνουμε και στο σπίτι μας μαζωνόμαστε πάντα. Κι αν δεν σ’ αρέσει, κάνεις καλά να την χωρίσεις την κόρη μου κι άφσε και τα δύο παιδιά, εμείς τ’ αναθρέφουμε.
Ει δε μη και θέλεις πάλε να μένει μονάχη της στο σπίτι η γυναίκα σου, τότες φρόντισε να της πάρεις δούλα, να της στέλνεις και λίρες πολλές, για να ζωοθρέφεται αυτή και τα παιδιά της, με τη δούλα μαζί, γιατί εμείς όλες τις δουλειές τις κάνουμε τζάμπα κι ασπρού πράμα απ’ αυτήν κι από τα σένα ποτές μας δεν είδαμε. Αλλιώς, φωτιά και μπούλμπερη ότι κι αν κάμεις κι ο κόσμος θα γελάσει με τα σένανε.»
〰 〰 〰 〰 〰 〰 〰 〰 〰 〰
Η επιστολή εξακολουθούσε σχεδόν σε δύο σελίδες ακόμη, με τον ίδιο τόνο και σε κάθε μισό σελίδας, επαναλάμβανε συνήθως τα ίδια.
Πέντε φορές τουλάχιστον υπήρχε στο κείμενο η υπόμνηση για το «σόι» και την κοινωνική βαθμίδα.
Ο γραφικός χαρακτήρας ήταν λεπτός αλλά άκομψος, προφανώς κάποιου κοριτσιού, μαθήτριας του σχολείου, εκτός δε από τις άλλες ανορθογραφίες είχε γδό αντί δυό, παιγδά αντί παιδιά, μνά (μιά) και φωτχά (φωτιά).
Ο καπετάν Τζώνης και άλλοτε το είχε αναγνωρίσει, ότι ήταν «κοριτσίσιο γράψιμο», ίσως μάλιστα υπέθετε με βεβαιότητα και ποια μικρή γειτονοπούλα να το είχε γράψει, καθ’ υπαγόρευση της γριάς.
Και τώρα, μετά την τελευταία ανάγνωση, ψιθύρισε:
-Επόμενο είναι, τώρα που βγαίνουν και τα κορίτσια μας φωστήρες απ’ τα σκολειά, να βρίσκουν κι οι πεθεράδες μας γραμματικούς για να γράφουν τέτοια γράμματα!
Δεν επανέφερε το χειρόγραφο στη θήκη, απ΄την οποία το είχε πάρει, αλλά το έβαλε στην από μέσα τσέπη ενός καθαρού μαύρου επανωφοριού, το οποίο κρεμόταν κοντά εκεί, δίπλα στην κουκέτα του ύπνου του.
Συγχρόνως δε άρχισε να αλλάζει τα ενδύματά του και συνεχίζοντας μεγαλοφώνως τους λογισμούς του επανέλαβε:
-Τώρα, αν ήξερε η ίδια γράμματα, θα έγραφε ποτέ τέτοιο γράμμα;…
Η μήπως θα έγραφε… χειρότερο;
Ίσως ήθελε να πει, ότι αυτός που υπαγορεύει, μη έχοντας συνείδηση ότι γράφει κάτι τι, αλλά μόνο ότι το λέγει, μπορεί να υπαγορεύει εύκολα οτιδήποτε, ενώ, αυτός που γράφει καθ’ υπαγόρευση και μάλιστα αν είναι ανήλικος, αδυνατεί να σταθμίσει την ευθύνη, βρίσκει δε το πράγμα απλώς αστείο και καινοπρεπές.
Ή μήπως το αντίθετο συμβαίνει και ο υπαγορεύων, επειδή εκφώνως απαγγέλλει, αισθάνεται τούτο ως χαλινό εγκράτειας, ενώ αν ο ίδιος έγραφε, θα αισθανόταν σαν να έπραττε κάτι μυστικά και χωρίς μάρτυρες;
***
Φόρεσε το ίδιο εκείνο επανωφόρι, στην τσέπη του οποίου είχε βάλει το γράμμα της πεθεράς.
Την ίδια στιγμή, σαν να το μετάνιωσε, με βίαιο κίνημα ανέσυρε το γράμμα, το έσχισε αμελώς, διπλωμένο όπως ήταν σε τεμάχια και τα έριξε κάτω.
Φαίνεται ότι ο μούτσος, όταν κατέβηκε να σκουπίσει, μετά την αναχώρηση του πλοιάρχου, βρήκε τα τεμάχια και τα μάζεψε.
Επειδή δε είχε συνήθεια να προσπαθεί να διαβάζει ότι βρει, για να μη ξεχνά τον συλλαβισμό, τον οποίο είχε μάθει στο δημοτικό σχολείο, συναρμολόγησε τα τεμάχια και άρχισε να το συλλαβίζει.
Ο πλοίαρχος, πήρε τα ναυτιλιακά του έγγραφα και ετοιμάσθηκε να βγει στην ξηρά, κάλεσε το λοστρόμο και του έκαμε συστάσεις, να κρύψει ότι ήταν για κρύψιμο, «επειδή τώρα-τώρα θα’ ρθούν τα φαραώνια, όπου κι’ αν είναι, πλάκωσαν!» – και να φυλάξει σε πρόχειρο μέρος μόνο γαλέτες και κρέας σαλάδο και ότι άλλο είχαν, το οποίο δε μπορούσε χωρίς άλλο να γλυτώσει από τα «φαραώνια».
Ενώ ο λοστρόμος ασχολούταν με τις ετοιμασίες αυτές, κάτω στο θαλαμίσκο, άκουσε κάποια στιγμή τον πλοίαρχο να μουρμουρίζει, μασώντας τις λέξεις:
-Το παπά και το λιλί!… λιλί και παπά!… μόνον αυτά έχουν στο νου τους!
-Τι λες καπετάνιο; τον ρώτησε ο ναύκληρος.
Ο πλοίαρχος δάγκασε τα χείλη, σαν να μην ήθελε να προδώσει τους λογισμούς του.
Έπειτα πάλι φαιδρύνθηκε και είπε:
-Τι να πω, καημένε γέρο-Νικόλα και συ;
Να, ατλαζένιο φουστάνι, ποδογύρι χρυσό, βραχιόλια, σκουλαρίκια, χαλκάδες στη μύτη και τα ρέστα… Της έφερες εσύ τίποτε απ’ όλα αυτά της γριάς σου ή της κόρης σου;
-Τώρα, μ’ αυτά τα κεσάτια, καπετάνιο! μήπως μπορεί κανείς να κάμει και τίποτα μπακοτίλια, να βγάλει κανένα λεπτό;
Πώς να γλυτώσει απ’ τα φαραώνια, που έλεγες τώρα;
-Αλλοίμονό σου, κακόμοιρε! θα σε βγάλει έξω κι’ εσένα, καθώς…
Και έκοψε απότομα την ομιλία.
Η βάρκα η μικρή, καθελκύστηκε στη θάλασσα και περίμενε τον πλοίαρχο.
Κατέβηκε και με δύο ναύτες που κωπηλατούσαν προσέγγισε στην ξηρά.
***
Ο Δημήτρης της Σοφούλας - έτσι τον αποκαλούσαν το γέρο-Φτελιανό – και αν παυόταν, δεν έφευγε ποτέ από το νησί.
Πρώην φύλακας του υγειονομείου, του λοιμοκαθαρτηρίου, κτλ. και γνωρίζοντας από γραφειοκρατική αγγαρεία και τυραννία, χρησίμευε σε όλους τους λιμενάρχες, υγειονόμους και τελώνες, οι οποίοι τον είχαν ως «δεξί χέρι».
Αυτός περίμενε τον πλοίαρχο στην «καραντίνα».
Ο Δημήτρης έβαλε τα γυαλιά του, έσκυψε και διάβασε την πιστοποίηση κτλ. χωρίς να αγγίξει το χαρτί.
Υπέβαλε τον πλοίαρχο σε κάποιες διατυπώσεις, του απεύθυνε μερικές ερωτήσεις και συγχρόνως δήλωσε, ότι δεν χρειάζεται «εξομολόγησις», επειδή ο λόγος του πλοιάρχου αρκεί.
Έπειτα έτεινε το χέρι και είπε πρώτος το «Καλώς ώρισες».
Αμέσως, με την επιστροφή της βάρκας στο πλοίο, επέβησαν σ΄ αυτήν τελωνοφύλακες, λιμενοφύλακες και λοιποί. Αυτοί ήταν τα «φαραώνια», όπως τους ονόμαζε ο καπετάν Τζώνης και ανέβαιναν στο πλοίο για την απαραίτητη «επίσκεψιν». Είχαν δε πολύ μεγάλα και πλατιά μαύρου χρώματος μαντήλια και τσέπες πολύ βαθιές.
Τα μαντήλια αυτά, ήταν το μόνο είδος το οποίο αγόραζαν ποτέ, λεγόταν μάλιστα ότι τα παράγγελλαν ειδικώς, δεν ξέρω σε ποιο εργοστάσιο.
Ο πλοίαρχος θα επιθυμούσε μάλλον να επιστρέψει με τη συνοδεία αυτών πίσω στο πλοίο.
Αλλά εκείνοι φιλόφρονα του είπαν:
– Μην πειράζεσαι, καπετάνιο νά’ ρθεις του λόγου σου, τα καταφέρνουμε πολύ καλά εμείς με το λοστρόμο, ίσως να θέλεις να πας στο σπίτι σου.
Να πάει στο σπίτι του!
Καθώς πρωτύτερα θα προτιμούσε να βραδύνει να αποβιβασθεί στην ξηρά, έτσι και τώρα θα ευχόταν να αργήσει να πάει στο σπίτι του!
Κάθισε στο πρώτο καφενεδάκι κοντά στη θάλασσα και δεχόταν τις δεξιώσεις και τα «καλώς ορίσατε» όλων των ανθρώπων της αγοράς, των συναδέλφων θαλασσινών και των χερσαίων, των ντόπιων και των ξένων.
Κάπνισε ναργιλέ, ήπιε δύο καφέδες, δε θέλησε να πιει παραπάνω από ένα ρακί για τα «μουσαφιρλίκια», μ’ όλον ότι θα επιθυμούσε να μπορούσε να πιει!
Τέλος «έκαμε καρδιά» και σηκώθηκε να πάει στο σπίτι του
***
Λίγες ημέρες μετά το Πάσχα, ο πλοίαρχος Τζώνης επιβιβαζόταν εκ νέου για να αποπλεύσει.
Ο καιρός φαινόταν άσχημος. Συννεφιασμένος ήταν ο ουρανός και άστατοι άνεμοι έπνεαν.
Την ώρα που έφτασε ο πλοίαρχος στο πλοίο, ενώ τούτο ήταν στα πανιά κι έκαμνε βόλτες, ο γέρο-Νικόλας ο ναύκληρος, στεκόταν στην πρύμνη και κοίταζε ανήσυχος κατά τον κόλπο, όπου θα έστρεφε πρώρα μετά από λίγο το σκάφος.
-Μπουρίνια θά ΄χουμε καπετάνιο, είπε.
-Μπουρίνια! τόσο καλύτερα είπε σαν αφηρημένος ο πλοίαρχος.
-Τι λες!
-Θεός να μας φυλάει απ’ τις μπόρες της στεριάς, γέρο-Νικόλα.
Ο ναύκληρος τον κοίταξε περίεργα, επειδή κάτι ήξερε ή υποπτευόταν.
Εντούτοις δεν είχαν γίνει γνωστά πολλά πράγματα στο χωριό, όσον αφορά τα οικιακά του πλοιάρχου.
Ο ίδιος ήταν κρυφός, επειδή ντρεπόταν τον κόσμο και δεν ήθελε να γνωρίζουν οι άλλοι τίποτε όσα αφορούσαν τα της αριστερής πλευράς του. Από την πεθερά του κάτι θα μπορούσε να διαδοθεί, αλλά ο καπετάν Τζώνης δε χωράτευε.
Διηγούνταν, ότι ένα βράδυ, τώρα τα Λαμπρόγιορτα, στο σπίτι του, ο ίδιος είχε πιάσει την πεθερά του από το λαιμό. Αλλά δεν το έκαμε για να την πνίξει, άπαγε! - καθώς διαμαρτυρόταν ο ίδιος προς έναν φίλο του πολύ πιστό και πολύ κριτικό - αλλά μόνον για να πνίξει τις φωνές της.
Επειδή έβγαζε η ευλογημένη κάτι φωνές οξείες, υστερικές, ανόητες. Ύστερα ακούστηκαν κλάματα, κατόπιν ακούστηκαν πολλά σουτ, σουτ, πολύ σύντονα και επιτακτικά και τέλος σιωπή άκρα.
Όλα αυτά τα έκαμνε, για να μην τον ακούσει η γειτονιά και μάθει τίποτε ο κόσμος, επειδή η γειτονιά τίποτε άλλο είναι παρά κατάσκοπος και ο κόσμος τύραννος, βασανιστής ανηλεής - καθώς διαβεβαίωνε το φίλο του - επειδή ντρεπόταν πολύ, ντρεπόταν τους φίλους και τον ίδιο τον εαυτό του.
Και όλα αυτά, όλες αυτές οι οικιακές σκηνές, δεν ήταν μεγάλα πράγματα, ούτε υπήρχε, την αλήθεια να πούμε, κάποιο κακό ή βαθιά κηλίδα στο σπίτι. Μόνο μικρολογίες, παράπονα, η αιωνία εχθρός της ησυχίας των ανδρογύνων, η γκρίνια, η απαίσια γκρίνια!
Τέλος, τα πράγματα είχαν ησυχάσει και η σύζυγος υποσχέθηκε στο μέλλον να είναι φρονιμότερη από τη μητέρα της.
Και ο Τζώνης επιβιβαζόταν στο πλοίο του, για να ταξιδέψει.
-Τι με κοιτάζεις, γέρο-Νικόλα; είπε. Μήπως δεν υπάρχουν τάχα μπόρες και στην στεριά;… Πιο καλή είν’ η θάλασσα…
Κοκκώνα θάλασσα, μια φορά!
Και ο πλοίαρχος κάγχασε.
-Για θυμήσου, είπε, τα δύο εκείνα παιδιά, τα Σκοπελιτάκια, που τους δώκαμε την σκαμπαβία τις προάλλες στο πέλαγο, για να παν στον τόπο τους… Δεν τους άκουσες εσύ τι νόστιμα τα έλεγαν:
«Άσπρη φουρτούνα, κοκκώνα θάλασσα, νύφη καμαρωμένη!»
Πώς δεν είπαν και πεθερά!
Ο γέρο-Νικόλας γελούσε.
-Τι γελάς; άκουσες κανένα παράξενο; Μάλιστα, κοκκώνα θάλασσα… πεθερά.
Ο ναύκληρος κάγχασε ακράτητα.
-Μα τι γελάς; Μα βέβαια… κοκκώνα θαλ…
Ο πλοίαρχος θέλησε καταρχάς να πει: «Κοκκώνα-θάλασσα, φουρτούνα-πεθερά».
Αλλά δάγκασε τη γλώσσα του και διόρθωσε μεγαλοφώνως:
-Μάλιστα, φουρτούνα-θάλασσα, κοκκώνα-πεθερά!
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης