Ψυχοκέρι
Το ψυχοκέρι το έφτιαχναν για να το ανάβουν στην εκκλησία τα ψυχοσάββατα, τα οποία είναι τρία. Την παραμονή της κρεατινής, των Αγίων Θεοδώρων και την παραμονή της Πεντηκοστής.
Έβαζαν σε μία κατσαρόλα κερί και την έβαζαν στη φωτιά για να λιώσει.
Εντωμεταξύ είχαν προμηθευτεί βαμβακερό νήμα, το πιο χοντρό και το περνούσαν μέσα από το κερί, με τη βοήθεια ενός μικρού ξύλου που κατέληγε σε διχάλα, που είχαν βάλει μέσα στην κατσαρόλα με το κερί και μέσα από τη διχάλα του ξύλου πέρναγε η κλωστή. ‘Όταν περνούσε η κλωστή από το κερί, την τύλιγαν γύρω από μία σήτα ή κόσκινο ή οτιδήποτε στρογγυλό. Κατόπιν έκοβαν τις κερωμένες κλωστές στο μήκος που ήθελαν, ένα ή δύο μέτρα και αφού μελετούσαν τις ψυχές που ήθελαν να μνημονεύσουν, έπαιρναν τόσες κλωστές, όσες και οι ψυχές, τις ένωναν, τις έσφιγγαν και τις έστριβαν λίγο, ώστε να γίνει ένα σώμα.
Το τεράστιο αυτό λεπτοκαμωμένο κερί, το τύλιγαν, όσο ήταν ακόμα ζεστό, σα να ήταν σύρμα ώστε να μπορούν να το μεταφέρουν. Κατά τα Ψυχοσάββατα το κερί αυτό το κρατούσαν στα χέρια τους, καθ όλη την διάρκεια της λειτουργίας και το ξετύλιγαν σιγά-σιγά μέχρι να καεί όλο.
Γιάννης Γιαννούκος