Η Χολεριασμένη
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1901
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Την διήγηση αυτή, καθώς και την άλλη, την επιγραφόμενη «Το Θαύμα της Καισαριανής», την άκουσα από το στόμα της παθούσης, που είναι η κυρά-Ρήνη Ελευθέραινα, σεβάσμια γερόντισσα, Αθηναία.
«Με είχαν παρατήσει όλοι οι δικοί μου, ο άνδρας μου, όπως κι ο αδερφός μου…
Είχα παντρευτεί μικρή, μ’ αυτόν τον μπάρμπα-Λευθέρη, που βλέπεις, που κοντεύει τώρα τα ογδόντα πέντε.
Θα ήταν ως είκοσι χρόνια μεγαλύτερος από μένα.
Τόσο μικρή και τόσο άκακη και χωρίς γνώση ήμουν, κορίτσι δεκατριών χρονών.
Εκείνος με έπαιρνε στα γόνατά του και με φίλευε καραμέλες.
Θα ήταν τριαντάρης τότε. Εγώ ούτε ιδέα είχα απ’ αυτά τα πράγματα.
- Σαν ήρθε η φοβερή χρονιά, που έφερε την κατοχή των Αγγλογάλλων και τη χολέρα, που βάσταξε τρεις μήνες κι έπαψε την ημέρα του Αγίου Φιλίππου, ύστερα από μεγάλη λιτανεία και δέηση που έκαμε ο λαός με τους παπάδες, με τα εικονίσματα, με σταυρούς και με ξεφτέρια κι οι Αγγλογάλλοι φοβέριζαν το βασιλιά μας, τον Όθωνα κι εκείνος ήταν κλεισμένος στο Παλάτι και έβγαινε μόνο για να παρηγορεί το λαό και δεν το κούνησε από την Αθήνα, μ’ όλη τη χολέρα και το θανατικό.
Κι έβγαιναν τον ανήφορο οι Αγγλογάλλοι, πλήθος πολύ, καβαλαρία, δραγώνοι τους λέγανε και φαντάροι, που φορούσαν κάτι πουτούρια και τους λέγανε Ζουάβους κι άλλοι με κατακόκκινες γιακέτες, κάτι φοβεροί, θεόρατοι άνδρες ως κει πάνω, με άντζες γυμνές, που φορούσαν κάτι σα φουστανέλες κι έβγαιναν κατά την πλατέα και φοβέριζαν τον Όθωνα.
Κι όσο τον φοβέριζαν οι Αγγλογάλλοι, τόσο τον αγαπούσε ο λαός.
Κι ο βασιλιάς πονούσε το λαό και σκορπούσε ελέη και ψυχικά πολλά απ’ το Παλάτι.
Σαν ήρθε η χρονιά εκείνη, εμείς είμαστε παντρεμένοι τρία χρόνια μπροστά.
Ο μπάρμπα-Λευθέρης με τις καραμέλες, με είχε καταφέρει.
Θα ήμουν δεκαπέντε, ας ήμουν, το πολύ, δεκάξι χρονών, όταν έγινε η στεφάνωση.
Εκείνος θα ήταν παραπάνω από τριάντα.
Τότε, σαν ήρθε το κακό, χολεριάστηκα κι εγώ.
Είχα γεννήσει λίγους μήνες μπροστά τη μοναχοκόρη, την Κατίγκω μου, αυτή που βλέπεις.
Σαν μ’ έπιασαν οι εμετοί και τ’ άλλα τα συμπτώματα, Θεός να φυλάει - μακριά από σας - ο Λευθέρης, αυτός που βλέπεις, μ’ απαράτησε κι έγινε άφαντος.
Πέρασαν πολλές ώρες και δε φάνηκε.
Ο αδερφός μου ο Θύμιος κι αυτός, ούτε θέλησε να με ζυγώσει.
Εκαθόμουν στην ενορία των Αγίων Αποστόλων, σ’ ένα στενό σοκάκι, στην Ακρόπολη από κάτω.
Είχα το παιδί στην κούνια κι έκλαιγε.
Εγώ υπόφερνα απ’ τους πόνους της αρρώστιας και δίψαγα φοβερά. Εφώναζα νά ’ρθει κανένας.
Ζητούσα ένα ποτήρι νερό για έλεος. Κανένας δεν ερχόταν.
Οι γειτόνισσες, άλλες είχαν φύγει με την ώρα τους στην εξοχή κι άλλες έκαναν τον κουφό και δεν άκουαν. Μόνο ένας γείτονας, ο κυρ-Μικέλης ο Φουλδάκης, πέρασε το χέρι του απ’ το παραθυράκι και μου έριξε ένδεκα σβάντζικα. Εγώ του φώναζα να μου φέρει νερό. Αλλά μου είπε, δεν είχε κι έφυγε. Ή δεν είχε αληθινά ή φόβος τον έπιασε και δεν ήθελε να αργοπορήσει σιμά μου, μην κολλήσει. Καλά και τα ένδεκα σβάντζικα. Λεφτά δεν είχα. Μα ευχαρίστως θα έδινα τα ένδεκα σβάντζικα, για να μου έφερνε κανείς ένα ποτήρι νερό. Μια αρμάθα κυδώνια είχα κρεμασμένη στον τοίχο από ένα ραφάκι. Σηκώθηκα, πήρα ένα και το μάσησα για να ξεδιψάσω. Ύστερα, σαν καλύτερα μου φάνηκε να ήταν ψημένα. Έκαμα κουράγιο, άναψα φωτιά κι έψησα δυο-τρία και τά ’φαγα. Είχα κουράγιο. Η καρδιά μου γερή. Ο εμετός μου είχε πάψει από ώρα.
Σαν είχα φάγει τα κυδώνια, μου φάνηκε πως μου κόπηκε κάπως η δίψα.
Ύστερα πάλι δίψασα χειρότερα.
***
Σηκώθηκα και βγήκα έξω. Έκαμα λίγα βήματα στο σοκάκι.
Η γειτονιά έρημη. Ο κόσμος είχε φύγει. Αυλόπορτες κλεισμένες. Παράθυρα κλειδομανταλωμένα.
Ψυχή δε φαινόταν πουθενά.
Επήγα παραπέρα ακόμα. Ήξερα πως ήταν μια βρύση κάπου εκεί.
Έφτασα, με μεγάλη αδυναμία, με κομμένα γόνατα.
Ξέστριψα με κόπο την κάνουλα της βρύσης.
Ώ, συφορά μου! Το νερό είχε κοπεί.
Σηκώνομαι, σέρνουμαι ακόμα παραπέρα… Δεν θυμάμαι αν είχα πάρει μαζί μου το κορίτσι μου απ’ την κούνια…»
Εδώ η κυρά Ρήνη διέκοψε την αφήγηση και προσπαθούσε να θυμηθεί. Έπειτα επανέλαβε:
Ναι… όχι, δεν το πήρα μαζί μου.
Είχα βγει έξω για προσωρινά. Το ένα πρώτο για να βρω νερό κι έπειτα με την ελπίδα να απαντήσω κανένα γνώριμο… να τον ρωτήσω αν είδε τον άνδρα μου πουθενά.
Χωρίς άλλο, είχα σκοπό να γυρίσω γρήγορα πίσω, στο σπιτάκι μου.
Επήγα παραπέρα απ’ τη βρύση, που δεν είχε νερό.
Εκεί ακούω σαν μουρμουρητό, σαν σιγανή ψαλμωδία.
Έφτασα απ’ έξω απ’ τους Αγίους Αποστόλους. Βλέπω μια μικρή καρότσα με τ’ αλογάκια της που έστεκε παρέκει, σε μια γωνιά του δρόμου.
Η πόρτα της εκκλησιάς ήταν ανοικτή. Βλέπω μια γριά. Ήταν η κλησιάρισσα. Σαν με είδε, φοβήθηκε και θέλησε να κλείσει την πόρτα από μέσα.
Θα κατάλαβε απ’ την όψη μου, πως ήμουν μολεμένη.
Σπρώχνω την πόρτα, φωνάζω.
— Λίγο νερό!.. δεν είστε χριστιανοί;
Είδα που είχε δυο στάμνες, ακουμπισμένες από μέσ’ απ’ την πόρτα, σιμά στο παγκάρι.
Η γριά με λυπήθηκε, σήκωσε τη μια στάμνα, που φαίνεται να είχε λίγο νερό, κάτω απ’ τη μέση και μου είπε:
— Κάμε τις χούφτες σου.
Έκαμα τις χούφτες μου, τις παλάμες μου βαθουλές, έσκυψα, αυτή μου έριχνε από λίγο-λίγο νερό μες στις χούφτες κι εγώ έπινα.
Μου φάνηκε σαν αγιασμός. Αναστήθηκ’ η ψυχή μου.
Ύστερα η γριά, σαν ετράβηξε τη στάμνα μέσα, έκαμε πάλι να σπρώξει την πόρτα, για να με κλείσει απ’ έξω.
Εγώ έπιασα με τα δυο χέρια το φύλλο της πόρτας κι είπα:
—Τι κάνουν μέσα; Άκουσα σιγανή ψαλμωδία και διάβασμα παπά.
—Βαφτίζουν, μου είπε η καλόγρια, με τρόπο που έδειχνε πως ήταν στενοχωρεμένη, που δεν μπορούσε να με απομακρύνει.
Επέρασα το κεφάλι στο άνοιγμα της πόρτας. Ξαφνίστηκα. Έβαλα μια φωνή.
Εκεί μέσα, στην εκκλησιά, γνώρισα δικούς μου ανθρώπους.
Ήταν ο Λευθέρης, ο άνδρας μου, ο Στάθης, ο γαμβρός του κι η Στάθαινα, η ανδραδέλφη μου, που είχε πάρει ευχή καθώς φαίνεται, πριν σαραντίσει κι εβάφτιζαν το μικρό τους, την πρώτη κόρη που του είχε κάμει η γυναίκα του η νιόνυφη.
Ένας άλλος άνθρωπος ήταν μαζί τους. Αυτός ήταν ο αμαξάς εκείνης της καρότσας, που είχα δει να στέκει απ’ έξω εκεί.
Κατάλαβα τι έτρεχε.
Είχαν σκοπό να φύγουν όλοι τους μαζί, για κανένα περιβόλι κι είχαν έτοιμο και τον αμαξά με την καρότσα κι ο άνδρας μου, που έκανε και το νουνό, θα πήγαινε, καθώς φαίνεται, μαζί τους.
Πριν φύγουν, θέλησαν σαν καλοί χριστιανοί, να βαφτίσουν το μωρό τους.
—Πώς ήρθες; μου εφώναξε ο άνδρας μου σαν με είδε, πού άφησες το παιδί;
—Εσύ, πώς μ’ άφησες εμένα; του λέω.
Εκείνη τη στιγμή είχε τελειώσει η βάφτιση.
Εγώ τους έγινα κουνούπι και δεν έφευγα από κοντά τους. Ο άνδρας μου ήταν συλλογισμένος. Μ’ έβλεπαν πως μου είχε πάψει ο εμετός κι εβαστούσα καλά στα πόδια μου. Ετοιμάζονταν για να φύγουν.
— Θά ‘ρθω κι εγώ μαζί σας όπου πάτε! είπα εγώ, χτυπώντας το κοφτερό του χεριού επάνω στην παλάμη μου.
— Σύρε να φέρεις το παιδί, μου λέει ο άνδρας μου.
— Πάμε μαζί, του λέω. Ο Λευθέρης άρχισε να ξύνεται.
Ο αμαξάς, χωρίς να του προτείνει κανείς τίποτε, άρχισε να φέρνει δυσκολίες.
— Συμφωνήσαμε για τρεις νοματαίους και το μωρό τέσσερις και μου δώσατε, τι μου δώσατε, τον άκουσα να λέει στον ανδράδελφό μου.
Τώρα οι τέσσερις θα γίνουν έξι. Δεν μας παίρν’ η καρότσα.
Ο ανδράδελφός μου, τον είδα που του έγνεψε με τρόπο, σαν να ήθελε να του πει:
«Ησύχασε και μη σε μέλει… θα είμαστε όσοι είμαστε…»
Τότε εγώ, έβγαλα τα ένδεκα σβάντζικα που μου είχε ρίξει ο γείτονας ο κυρ Μικέλης και δεν είχα ξεχάσει να τα δέσω καλά στο κλωνί της μανδήλας μου.
Σαν άκουσε τον κουδουνισμό ο καροτσέρης, γύρισε κατά μένα.
— Να, έχω ένδεκα σβάντζικα, είπα. Σου τα δίνω όλα να με πάρεις κι εμένα μαζί.
Ο καροτσέρης ζύγωσε προς το μέρος μου. Ξέχασε πως ήμουν χολεριασμένη. Έβγαλα τα σβάντζικα και τα μετρούσα.
— Να, πάρε τα και τα δέκα, είπα και να με πάρεις μαζί.
Την πρώτη φορά είχα πει ένδεκα, ύστερα, στη στιγμή, το μετάνιωσα κι είπα με τον εαυτό μου: «ας κρατήσω κι ένα σβάντζικο, δεν ξέρω τι γίνεται».
Μα ο αμαξάς είχε ακούσει τα ένδεκα. Πάσχισα εγώ να το κρύψω το ένα μες στην παλάμη μου, μα εκείνος το είδε.
— Είπες ένδεκα, είπε ο αμαξάς. Φέρ’ τα εδώ και θα σε πάρω.
— Δέκα, είπα εγώ.
— Φέρ’ το και τ’ άλλο, επέμεινε ο αμαξάς.
Μου τα πήρε και τα ένδεκα.
Ο ανδράδελφός μου γύρισε και του είπε:
— Τώρα δεν έλεγες πως θα πέσουμε πολλοί;
— Μα, αφού μας παίρν’ η βάρκα! απολογήθηκε ο αμαξάς, η βάρκα χωρεί, εσάς τι σας μέλει;
Είχαν δει πως δεν είχα πλέον άσκημα συμπτώματα, η όψη μου φαίνεται να είχε σιάξει και δεν έδειχναν μεγάλο φόβο.
Η ανδραδέλφη μου, μου έριξε μια ματιά, σαν να με λυπήθηκε.
—Ας έρθει κι αυτή η καημένη Στάθη, είπε του άνδρα της.
***
Με λίγα λόγια, ο άντρας μου ο Λευθέρης, έκαμε κουράγιο, επήγε μόνος του ως το σπίτι, βρήκε το παιδί μας που έκλαιγε, το πήρε και μου το έφερε και λίγα ρουχικά μαζί.
Μπαρκάραμε όλοι αντάμα στην καρότσα.
Μείναμε δυο-τρεις μήνες με τον άνδρα μου, σ’ ένα περιβόλι μιανής συγγένισσάς μας, κοντά στον Αι-Γιάννη του Ρέντη.
Εκεί έρχονταν συχνά Αγγλογάλλοι. Είχαν σταθμούς εκεί κοντά.
Τους έπλυνα τα ρούχα και μου έδιναν ασημένια φράγκα.
Έβλεπαν το κορίτσι μου, την Κατίγκω μου, που μεγάλωνε σιγά-σιγά κι εκόντευε να χρονίσει.
Την εχάιδευαν κι έλεγαν: «Πίκκολο! πίκκολο!».
Ως τόσο, όταν ήταν όλοι τους μαζί, καβαλαρία, με τις περικεφαλαίες τους, φαίνονταν φοβεροί, χωριστά και λίγοι-λίγοι, φαίνονταν κι αυτοί καλοί άνθρωποι.
Περάσαμε καλά. Η χολέρα έφυγε σε λίγο.
Κοντά στα Χριστούγεννα, ήρθαμε στο σπίτι μας, στους Αγίους Αποστόλους, το ηύραμε απείραχτο και καθίσαμε με αγάπη και ειρήνη.
Όχι μόνο είχαμε περάσει καλά, αλλά και κάτι λεφτά μου περίσσεψαν από τις υπηρεσίες που έκανα στους Αγγλογάλλους.
Όταν γυρίσαμε στην Αθήνα μέσα, είχα σωστά εκατόν δέκα φράγκα ασημένια.
Μου φάνηκε, τα ένδεκα σβάντζικα που είχα δώσει τρεις μήνες μπροστά στον καροτσιέρη, πως τα είχα σπείρει στη γης και καρποφόρησαν το δεκαπλάσιο.»
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης