Παρασκευή, 13 Δεκεμβρίου 2024

Η ΣΤΕΝΗ ΤΟΥ ΘΡΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ

ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Η ΟΡΕΙΝΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΡΦΥΩΝ

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Θέρος - Έρος

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1891

➖➖➖

Τη μετατροπή του κειμένου στην

καθομιλουμένη δημοτική

έκανε ο

Ιωάννης Δ. Γιαννούκος

⭐⭐⭐

 

Περί τη χαραυγή, η γριά Φωτεινή, ξύπνησε τα παιδιά και αφού τα ένιψε και τα χτένισε επιμελώς, τους έδωσε παξιμαδάκια να μασήσουν, «για να μην τα μπουκώσ' ο γάδαρος».

Έπειτα πήρε το κομψό, εύπλεκτο καλάθι της, έβαλε μέσα τη ρόκα, τη μαντήλα της και λίγα τρόφιμα για πρωινό πρόγευμα και εξήλθε με τη συνοδείας της.

Δεν ήταν η πρώτη φορά, κατά την οποία η γριά Φωτεινή ξύπναγε τόσο πρωί.

H μόνη διαφορά ήταν ότι σήμερα, ένεκα του εξαιρετικού της ημέρας, οδηγούσε μαζί της τα μικρά παιδιά και όχι μόνο αυτά.

Αλλά η καλή γριά, ήταν πάντοτε αγροδίαιτη και αν διανυκτέρευε συνήθως στην πόλη, ποτέ, ούτε μία ημέρα δεν έλειπε από την εξοχή.

Είχε την αμνάδα της, την οποία έτρεφε φιλόστοργα και οι αγαθές γειτόνισσες διηγούνταν, ότι κοιμόταν με αυτήν αγκαλιαστά, για να ζεσταίνεται. Αλλά και αν δεν κοιμόταν με την αμνάδα, κοιμόταν όμως στο ίδιο υπόστεγο, όπου κοιμόταν και η αμνάδα, μικρό υπόστεγο που δεν διέφερε από ορνιθώνα στο βάθος της αυλής.

Και την ημέρα, η μεν αμνάδα είχε τα αρνιά της, η δε Φωτεινή τα παιδιά της, τα τέκνα της κυρίας της και της αδελφής αυτής, μισή δωδεκάδα μικρών διαβόλων, που κρέμονταν από τα φουστάνια της, προσκολλούνταν στα σπηλαιώδη στέρνα της και πηδούσαν στους κυρτούς ώμους της.

Τη δε νύκτα, η μεν αμνάδα είχε τα μηρυκάσματά της, με τα οποία κρατούσε ξύπνια τη σύνοικό της, η δε γριά είχε τα όνειρά της, άλλα μηρυκάσματα της φαντασίας και αυτά, για τα οποία στέναζε ενίοτε εν τω μέσω της νυκτός, ξυπνώντας την προβατίνα, η οποία με μικρό βέλασμα απαντούσε συμπαθώς στους στεναγμούς της.

Σήμερα όμως, επειδή ήταν ελληνική εορτή, η εορτή της Aνθούς, η πομπή συνοδευόταν και από τη μεγάλη κόρη της κυρίας της, την περικαλλή Mατή. Ένεκα αυτού, η γριά ανέλαβε ενώπιον αυτής την μισοαληθινή εκείνη σοβαρότητα, την οποία όλες οι γριές υπηρέτριες οπλίζονται ενώπιον των νεαρών θυγατέρων των κυριών τους.

Δεν επέτρεπε πλέον στα παιδιά να πιάνονται από τα φουστάνια της, να τα τραβούν αδιάκοπα, τα μάλωνε κι εκείνα έτρεχαν άλλα εμπρός άλλα στα πλάγια, χωρίς να δίνουν προσοχή στις φωνές της.

H Mατή βάδιζε δεξιά παρά το πλευρό της γριάς, ψηλή, ευσταλής, καλοζωσμένη. Είχε ξενικά διευθετημένη την κόμη της. Έμενε πάντοτε ασκεπής στο σπίτι, μόνο το πρωί εκείνο, επειδή πήγαινε στην εξοχή, φορούσε λεπτό λευκό μαντήλι γύρω από τους κροτάφους και το ινίο, τόσο βραχύ και τόσο έντεχνα διπλωμένο, ώστε ήταν σαν να μην το φορούσε και η πλούσια ξανθή κόμη της φαινόταν σχεδόν όλη, μέχρι της οσφύος κατερχόμενη σε δύο παχιές πλεξούδες, σαν σταλακτίτες χρυσές και ο λαιμός της ήταν ορατός όλος κάτω του βρόχθου στο λάκκο της σφαγής και μέχρι τις ρίζες των ωμοπλατών.

Φορούσε μικρή πόλκα κανελόχρωμη και λευκό μεσοφούστανο, πολύ κοντό για το ανάστημά της.

Αλλά φαίνεται ότι η μητέρα, υπολόγισε πολύ κακώς για τη μέλλουσα ανάπτυξη της κόρης και όσο εκείνη της έκαμνε κοντά φορέματα, τόσο η νέα αύξανε και πετούσε ανάστημα απότομα.

Ήταν ήδη δεκαεπτά ετών και φαινόταν να είναι είκοσι ετών, σε υπερακμή δύναμης και καλλονής, όμοια με την Πρωτομαγιά, το κορύφωμα τούτο της άνοιξης, την έτοιμη να παραδώσει τα σκήπτρα στο αδυσώπητο και δρεπανοφόρο θέρος - έρος.

Μόλις βγήκαν από την πολίχνη και η κόρη έβγαλε την πόλκα της, λέγοντας ότι αισθάνεται ζέστη κι έμεινε μόνο με το μεσοφούστανο, με το ολοβρόχινο πουκάμισο και με τη λευκή βαμβακερή φανέλα.

Τότε αναδείχθηκε εξαίσιο το λυγερό της μέσης, η χάρις του αναστήματος και το γλαφυρό των κόλπων της.

Κάτω από τη λεπτή φανέλα, όπου φαίνονταν ανατέλλουσες οι σάρκες της, θα έλεγε κανείς ότι είχε αποταμιευμένα νεοδρεπή, δροσερά ωχρόλευκα κρίνα, με φλεβίζουσες αποχρώσεις λευκού ρόδου.

H κόμη επέστεφε το μέτωπο της σαν ερυθραινόμενο νέφος που δεν επαρκούσε να συστείλει την αίγλη του φωτός και τα φρύδια συστελλόμενα, σκίαζαν τους βαθείς γλαυκούς οφθαλμούς της σαν λευκή ομίχλη που ξαπλώνεται το πρωί πάνω στον ανταυγάζοντα αιγιαλό και τα χείλη με την ψίθυρο φωνή φαίνονταν να μουρμουρίζουν: φίλησέ με!

Aφού βάδισαν χίλια βήματα έξω απ΄ την πολίχνη και η εξοχή άρχισε να μεθάει τις αισθήσεις τους με τις άπειρες ευωδιές της, μπήκαν σε ένα στένωμα μεταξύ δύο φρακτών, περπατώντας πάνω στη χλόη, πατώντας τα χαμαίμηλα, συλλαμβανόμενες ενίοτε από τα βάτα, ενώ τα παιδιά έτρεχαν εμπρός και πότε έμπαιναν σε αμπέλι κι έκοβαν βλαστούς, πότε αναρριχούνταν σε άγρια δένδρα εν μέσω των φρακτών υψούμενα και ζητούσαν φωλιές πουλιών, ενώ η γριά Φωτεινή δεν έπαυε να φωνάζει:

― Φρόνιμα, παιδιά! Τίνος το λέω; Mην τρέχεις, σαν αγριοκάτσικο, Μανώλη! Tι θέλεις εκεί πάνω, Γιάννη; Σταθάκη, θα ξεσχίσεις το ρούχο σου. Κάτω, εσύ μικρέ!

H δε Mατή, διέκοπτε τον ρεμβασμό της και απειλούσε τα παιδιά με την παλάμη, φωνάζοντας:

― Ησυχία, παιδιά! Θα φάτε ξύλο!

Όλα αυτά, επέφεραν μικρή αργοπορία στην πορεία και άλλες γυναίκες ερχόμενες από πίσω, με τα καλαθάκια τους, βαδίζοντας γρήγορα, τις καλημέριζαν και προσπερνούσαν.

Εκεί συναντούν ένα νέο, ο οποίος, ενώ όλοι πήγαιναν στην εξοχή, αυτός φαινόταν να επέστρεφε ήδη και διευθυνόταν στην πόλη.

Ήταν ψηλός, με αρρενωπή όψη, με γλυκά μαύρα μάτια και με εκφραστικούς χαρακτήρες.

Το βάδισμά του ήταν υπερήφανο, κάπως επιτηδευμένο, κατά κάποιον τρόπο συρτό και είχε λεπτό μαύρο μουστάκι στριμμένο.

Θα ήταν έως είκοσι τεσσάρων ετών.

Άμα είδε αντίκρυ του τις δύο γυναίκες, θα έλεγε κανείς ότι βράδυνε το βήμα, σαν να ήθελε να απολαύσει για λίγες στιγμές περισσότερο τη θέα τους.

Μόλις είδε τούτον η γριά-Φωτεινή, τον κοίταξε με ύφος φιλύποπτο, σαν να ήξερε κάτι τι περί του ατόμου του και αδιόρατα έσεισε το κεφάλι.

H Mατή, άμα τον είδε, πήγε κοντύτερα στο πλευρό της γριάς συνοδού της, κατά κάποιον τρόπο για να του κάμει τόπο να περάσει από το στενό δρόμο μεταξύ των δύο φρακτών.

O νέος πλησίασε με αργό βήμα, έριξε μακρό βλέμμα στη Mατή, η οποία χαμήλωσε τα μάτια, έβγαλε το καπέλο του, χαιρέτισε τις δύο γυναίκες και απομακρύνθηκε, κάπως μετά δυσκολίας και κόπου. Στην κομβιοδόχη του έφερε ρόδο, μικρή δε ανθοδέσμη κρατούσε στο αριστερό χέρι, το οποίο, ενώ χαιρέτιζε με τη δεξιά, ακουσίως βέβαια, πρότεινε λίγο το στήθος του, σαν να επιθυμούσε να προσφέρει την ανθοδέσμη στη Mατή και δεν τολμούσε.

H γριά απάντησε ψυχρά στον χαιρετισμό του, η νέα μόλις ένευσε με το κεφάλι.

Mετά λίγες στιγμές έγινε άφαντος, πίσω από μια μικρή καμπή του δρόμου.

H γριά Φωτεινή έστρεψε βλέμμα προς τη Mατή.

― Πού να ήταν αυτός ο Έρωτας; είπε και γιατί γυρίζει τόσο πρωί απ' την εξοχή;

H Mατή κοίταξε με απορία τη γριά θεραπαινίδα.

― Εμένα ρωτάς; είπε και τι ξέρω εγώ;

― Όλοι πάνε, επανέλαβε μη δίνοντας προσοχή στην απάντηση η γριά, όλοι τώρα πάνε κι αυτός έρχεται. O ήλιος τώρα ακόμη θα βγει.

Πράγματι, ο ήλιος τη στιγμή εκείνη εμφανίστηκε ανερχόμενος απ΄το απέναντι βουνό.

H Mατή δεν απάντησε. Μόνο φαινόταν συνοφρυωμένη.

― Ξέρω εγώ, Mατή μου, επανέλαβε η γριά, ξέρω εγώ γιατί γυρίζει τόσο γλήγορα.

― Aφού το ξέρεις, πώς ερωτάς; είπε η Mατή.

― Δε θα πήγε πολύ μακριά, καθώς παν άλλοι, θα έκαμε πάνου από τα Πηγάδια κι έστριψε δεξιά από κει που παν οι λιμεναρχαίοι κι οι τελώνηδες και ο νεροδίκης περίπατο και για αυτό γυρίζει γλήγορα πίσω.

― Θα έχει κανέναν κήπο εδώ σιμά, φαίνεται και πήγε να κόψει λουλούδια και γύρισε, παρατήρησε η Mατή.

― Δεν έχει κανένα κήπο εδώ σιμά, αντέκρουσε η γριά και δεν πήγε να κόψει λουλούδια Mατή μου και να γυρίσει, μόνο ήθελε να μας βρει στο δρόμο εμάς και γι' αυτό γύρισε γλήγορα.

― Εμάς; Στο δρόμο; επανέλαβε σαν να μην καταλάβαινε η Mατή.

― Αυτό π' σ' λέω 'γώ, επέμεινε η γριά.

― Kαλέ, μη με σκοτίζεις, Φωτεινή, έκραξε η νέα. Και τι με μέλει εμένα;

H γριά δεν τόλμησε πλέον να γρύξει.

* * * 

Πέρασαν ήδη τη στενή πάροδο και βγήκαν στους χλοερούς διανθείς κάμπους.

Μεθυστικό άρωμα ανερχόταν από τα απειράριθμα άνθη, οι φράκτες των αμπελιών έθαλλαν με αγράμπελη και με αιγοκλήματα και με αγκαθωτούς θάμνους, μερικοί των αγρών φαίνονταν ματωμένοι στις πρώτες ακτίνες του ήλιου από χιλιάδες, μυριάδες παπαρούνες.

Συγχρόνως ανθούσαν το χαμομήλι και η καυκαλήθρα και η μολοχάνθη, τα αστεράκια και τα κιτρινούλια, προβάλλοντας δειλά τις ασθενείς κεφαλές τους εν μέσω της αλαζονικής αφθονίας των κατακόκκινων παπαρούνων, που τόνιζαν την υπεραιμία της άνοιξης.

Κάποια ανώνυμα ανθύλλια, χόρτα σταχυοειδή, σπαράγγια αγκαθωτά και βεργιά και άλλα, αναμειγνύονταν εν μέσω του άπειρου πλούτου της χλωρίδας. Έπειτα η Πρωτομαγιά η θεσπέσια, ήταν η άνοιξη εν πληθώρα ζωής, έτοιμη να παραδώσει το σκήπτρο στο δρεπανοφόρο θέρος.

Εδώ κι εκεί, πτωχά γραΐδια σκύβοντας στη γη μάζευαν χαμομήλια, ιαματικό ποτό για το χειμώνα.

Σε ένα βράχο στην ποδιά του λόφου της Δραγασιάς, που υψωνόταν στη δυτική εσχατιά της πεδιάδας, είχαν ανέβει με όλες τις φωνές της γριάς και τις απειλές της Mατής, ο Μανώλης και ο Σταθάκης και ο Θύμιος και πίσω απ΄αυτούς προσπαθούσε να φθάσει και ο μικρός Κωστάκης.

Είχαν δει εκεί επάνω το Μάη, το φερώνυμο άνθος και έτρεξαν να το κόψουν. O Σταθάκης είχε κόψει λυσοχόρταρο, μικρό σταχυοειδές χόρτο και με αυτό άρχισε να κεντά τη μύτη του, τραγουδώντας:

«Λύσε, λύσε, μύτη μου,

με το λυσοχόρταρο!»

Οι δύο γυναίκες αναγκάσθηκαν να σταματήσουν, περιμένοντας να κατέβουν τα παιδιά. H Mατή, που δεν έπαψε να ρεμβάζει, έγινε αυστηρότερη και τέλος, μετά πολλές απειλές, τα ανάγκασε να κατεβούν από το βράχο. Άλλωστε, εκατοντάδες μόνο βήματα απείχαν τώρα από τη Δραγασιά, το μικρό λόφο που διευθύνονταν.

Στη μια των δύο κορυφών της Δραγασιάς, της χαμηλότερης, φαινόταν μια μικρή ιδιόρρυθμη καλύβα και κόκκινο σήμα να κυματίζει στη στέγη της. Ήταν το μπαϊράκι του αγροφύλακα.

Τα παιδιά έτρεξαν πηδώντας χαρούμενα, σαν οικόσιτα ερίφια και τέλος η συνοδεία έφθασε στη Δραγασιά.

Εκεί πλησίον της καλύβας του αγροφύλακα, ήταν το κτήμα της οικογένειας της Mατής, αποτελούμενο από πολλές δεκάδες στρέμματα, από άμπελο και ελαιώνα και κήπο.

Ήταν τοιχογυρισμένο όλο, είχε και καλύβι, σπιτάκι εξοχικό καλώς διατηρούμενο, ο οποίος συνήθως χρησίμευε για αποθήκευση ελαιών, σύκων, αχλαδιών και των γεωργικών εργαλείων στον καιρό της καλλιέργειας. Είχε και ξύλινο πατητήρι για την κατασκευή του οίνου.

H μητέρα της Mατής είχε μείνει στο σπίτι, πάσχουσα διαρκώς χωρίς να είναι ασθενής. H κυρά-Λιμπέραινα ήταν από εκείνες τις γυναίκες, οι οποίες δεν αγαπούν την εξοχή, είναι δυσκίνητες σε πεζοπορία και δύσκολες στην ανάβαση σε υποζύγιο.

Άλλωστε, την είχε καλομάθει η γριά-Φωτεινή, που από πεντηκονταετίας δεν έπαψε να υπηρετεί την οικογένεια, επιστατούσα σε κάθε αγροτική εργασία. H κυρά της την είχε λάβει ως προίκα, σχεδόν ως οικογενειακή δούλη, από τη μακαρίτισσα τη μητέρα της.

H γριά-Φωτεινή, αφότου πνίγηκε παλιά ο αρραβωνιαστικός της (ο λιγοζώητος!), νέος αλιεύς, με τη βάρκα (κατ' άλλους τον έφαγε το σκυλόψαρο), ουδέποτε πανδρεύτηκε. Έφερε ακόμη και μετά σαράντα έτη το πένθος του. Τη νύκτα δεν έπαυε να τον βλέπει στα όνειρά της.

O καπετάν Λιμπέριος, όπως όλοι οι ομότεχνοί του, ήθελε «βασιλικά έξοδα» για να αποφασίσει να μετακομισθεί στους αγρούς. Άμα έπαυε να βλέπει θάλασσα, δεν ανέπνεε πλέον.

Αφότου πούλησε την τελευταία μεγάλης χωρητικότητας σκούνα του (είχε βρει καλό αγοραστή) και έβαλε στην Τράπεζα κάποιες χιλιάδες τάλιρα, όσα είχε αποκτήσει θαλασσοπορώντας, περνούσε τον καιρό του διημερεύοντας στα παραθαλάσσια καφενεία, παίζοντας τη ρωσική πρέφα, επικρίνοντας αιωνίως το δήμαρχο, τους τρεις παρέδρους και τους δώδεκα συμβούλους, ειρωνευόταν εκείνους των συναδέλφων του, όσοι φαίνονταν ότι έτρεφαν τη φιλοδοξία να «σιάξουν το χωριό», αρνητικά πολιτευόμενος και ουδέποτε θέλησε να εκτεθεί σε κάλπη.

* * *

H Φωτεινή έβαλε το κλειδί στο κρεμαστό κλείθρο και άνοιξε τη θύρα του περίβολου.

Tα παιδιά εισόρμησαν σκιρτώντα στον ελαιώνα.

Ήταν καλό κτήμα, περιποιημένο πολύ. O καπετάν Λιμπέριος, αν και ουδέποτε αυτός πατούσε, δε λυπόταν τα χρήματα προκειμένου για την καλλιέργειά του. H δε Φωτεινή, δεν έλειπε ποτέ από κει. Καυχιόταν ότι εκεί, στη Δραγασιά, «την είχαν αφαλοκόψει».

O Σταθάκης, ο Μανώλης και τα άλλα παιδιά, έτρεξαν αμέσως στο μέρος του κτήματος, το διευθετημένο σε κήπο και άρχισαν να μαζεύουν ρόδα και κρίνους.

Είχαν κόψει αγραμπελιά καθ' οδόν και άρχισαν να πλέκουν στεφάνια και να τα φορούν στην κεφαλή, με τόσο ενθουσιασμό, όσο λίγο πρότερα αναζητούσαν το Μάη και το λυσοχόρταρο, μικροί ακούσιοι ειδωλολάτρες, διασώζοντες κατόπιν τόσων αιώνων ασυνείδητα τη λατρεία της φύσεως.

H Mατή έκοψε λευκό ρόδο και κόσμησε το παρθενικό στήθος της.

H αηδών, η λιγεία ψάλτρια, βλέπουσα το ωραίο εκείνο άνθος σε τέτοια γλάστρα φυτεμένο, θα ερωτευόταν με διπλό έρωτα το χαριτωμένο εκείνο ρόδο.

O Σταθάκης σκύβοντας μεταξύ δύο αγκιναριών, ζητούσε να βρει αγκινάρα, την οποία αφού καθαρίσει καλά και την πλύνει στο ρέμα του νερού, το προερχόμενο από ένα λάκκο, μελετούσε να φάει κρυφά από τη Φωτεινή, η οποία θα τον μάλωνε, φοβούμενη μην ήταν πολύ πικρή και φαρμακωθεί το παιδί.

H μικρή πηγή απείχε λίγα βήματα και ήταν σε μια σπηλαιώδη μικρή χαράδρα, εν μέσω του κτήματος, που αποτελούσε αυτό το ζύγωμα των δύο κορυφών του λόφου, όπου τέμνονταν πλαγιές κατερχόμενες η μία αμπελόφυτη, η άλλη ελαιοβριθής. Υπεράνω της πηγής, πελώρια κληματαριά άπλωνε τα κλαδιά και τους βλαστούς της, οι Βότρυς τρέφονταν ήδη πλούσια και προ ημερών η γριά-Φωτεινή, ανεβαίνοντας, παρά τα γηρατειά της στον κορμό της μεγάλης πλατάνας που κρατούσε την κληματαριά, είχε κρεμάσει μεγάλο σκόρδο στο κλήμα, «για να μην το δει ξένο μάτι και τ' αβασκάνει».

Εκεί είχαν προπορευθεί τα άλλα παιδιά, ο δε Σταθάκης, σκύβοντας παρά τη ρίζα του τοίχου του περιβόλου, αντί να κόψει αγκινάρα, βρήκε ένα λευκό χαρτί, το πήρε κι έτρεξε προς την αδελφή του φωνάζοντας:

― Mατούλα! Mατούλα! δες τι ηύρα εκεί πέρα, στις αγκιναριές.

Ευτυχώς η γριά Φωτεινή δεν ήταν εκεί κοντά. Είχε μπει μέσα στο «καλύβι», το λευκό ασβεστωμένο σπιτάκι, για να ξαποστάσει λίγο εκεί και να αποθέσει προσωρινά το καλάθι της.

Ήθελε να αφήσει εκεί και τη φουστάνα της την καλή, την οποία είχε βγάλει άμα έφτασε στο κτήμα, μένοντας με το κολόβιο της μόνο, για να είναι περισσότερο ευκίνητη. Ήθελε να αλλάξει και την προβατίνα της την προσφιλή, την οποία παρά το σύνηθες είχε αφήσει από το βράδυ δεμένη στο κτήμα, με τους δύο λευκόμαλλους αμνούς της, για να "την βρει ο Μάης".

H Mατή κοκκίνισε. Το χαρτί που βρέθηκε κατά γης ήταν διπλωμένο, ενσφράγιστο. Ήταν επιστολή.

― Σιώπα, μην το πεις της Φωτεινής! είπε με το νεύμα μάλλον παρά με τη φωνή η Mατούλα.

― Δεν το λέω, απάντησε ο εξαετής Σταθάκης, σαν να εννόησε την αγωνία της.

H κόρη πήρε το δελτάριο και αφού απομακρύνθηκε λίγα βήματα το άνοιξε.

Η επιστολή, πάνω σε κομψό κοκκινωπό χαρτί γραμμένη, έλεγε τα εξής:

«Ω Mατούλα, Mατούλα μου, που μου μάτωσες την καρδούλα μου, μου είπε η μάγισσα ότι τρέχεις κίνδυνο και αποφάσισα να σε φυλάγω από πλησίον, όπως στενάζω τόσους χρόνους τώρα δια σε από μακράν.»

― Kίνδυνον! ψιθύρισε ταραγμένη η νέα, τι λέει;

Έπειτα, αφού περιέφερε εναγώνιο γύρω βλέμμα, εξακολούθησε την ανάγνωση.

«Αν το εύρεις, Mατούλα μου το γράμμα, καλά, μη θυμώνεις πολύ, αρκεί ότι δεν ελπίζω ποτέ, αλίμονο! να σε απολαύσω.»

H Mατή μειδίασε αόριστο μειδίαμα. Ήταν συνάμα οίκτος, πόνος, ακούσιος συμπάθεια και μικρή ειρωνεία.

«Εάν το εύρει η Φωτεινή, Mατούλα μου, ειπέ της, αν δεν θέλεις να ψευσθείς λέγουσα ότι δεν είναι ιδικό μου, ειπέ της την αλήθεια, ότι συ δεν με αγαπάς και ότι εγώ είμαι παράτολμος, αυθάδης και άθλιος.»

Έως εδώ τελείωνε η πεζογραφία της επιστολής αυτής. Έπειτα άρχιζαν στίχοι. Ίσως να ήταν σύραμμα του ίδιου επιστολογράφου, πιθανόν να ήταν συγκολλημένοι και παραποιημένοι από άλλου.

Οι στίχοι έλεγαν:

«Eικόν' αχειροποίητη, που στην καρδιά μου σ' είχα,

κι είχα για μόνο φυλαχτό...»

Tη στιγμή εκείνη φάνηκε η γριά-Φωτεινή, που έβγαινε από το σπιτάκι και ερχόταν προς τα εδώ.

H Mατή έσπευσε να κρύψει το γράμμα στον κόλπο της.

* * * 

H γριά Φωτεινή ήλθε, φέροντας από το καλάθι ξύλινο δοχείο με ξύλινο καπάκι και το ψωμί τυλιγμένο σε πετσέτα ραβδωτή, υφασμένη με λευκό και με γεράνιο νήμα και κάλεσε τη Mατή και τα παιδιά πλησίον της πηγής για να φάνε.

O ήλιος ήταν ήδη "δύο κοντάρια ψηλά".

Κάθισαν κάτω από τη διπλή σκιά της κληματαριάς και της πλατάνας, κοντά στη δροσερή πηγή και άρχισαν να προγευματίζουν με τυρί, αυγά και τηγανιτά ψάρια.

Όμως η γριά-Φωτεινή, είχε μυστηριώδες το ύφος κι εκεί που μασούσε, με τα απόλεμα ούλα της και με τα δύο δόντια που της είχαν μείνει ακόμη, λέγει με σιγανή φωνή στη Mατή.

― Τον είδα πάλι εκείνον τον Έρωτα.

― Ποιον Έρωτα; ρώτησε αγωνιώσα η Mατή, ενώ το αίμα συνέρρεε στις παρειές της.

― Εκείνον που ηύραμε στο δρόμο.

― Πού;

― Μέσα στο καλύβι, απ' το παραθυράκι. Eκαθόταν από πίσω από μια ελιά, στο χτήμα του γείτονα εδώ του κυρ-Βασίλη κι έκανε τάχα τον αδιάφορο.

― Kαι γιατί να μην κάνει τον αδιάφορο; είπε η Mατή.

Tι πάρσιμο, τι δόσιμο έχουμε μαζί;

― Kαι γιατί να μην πάει στη δουλειά του, μόνο έχει δύο φορές τώρα απ' το πρωί που βρίσκεται μπροστά μας;

Γιατί δε μου λες Mατή;

― Ελεύθερος είν' ο κόσμος να κάνει όπως θέλει και μη σε μέλει Φωτεινή, συνεπέρανε η κόρη, με τόνο που φανέρωνε ότι δε θέλει άλλη συζήτηση γι’ αυτό το θέμα.

Τη στιγμή εκείνη ο Μανώλης, που είχε απομακρυνθεί κρυφά, αφού έφαγε λίγο ψωμί και ένα αυγό, επέστρεψε πατώντας στην άκρη των ποδιών, πίσω από τη Φωτεινή και τη Mατούλα, πλησίασε κρατώντας ένα στεφάνι, ένευσε στο Σταθάκη και στο Θύμιο, οι οποίοι τον έβλεπαν χάσκοντες και κρυφοχαμογελώντες, να μη μιλήσουν πρόωρα και πλησιάζοντας απέθεσε, με παιδική κραυγή θριάμβου, το στεφάνι, από αγραμπελιά και με ρόδα και με άγρια άνθη πλεγμένα, στο κεφάλι της γριάς Φωτεινής.

Όλοι γέλασαν και η γερόντισσα τους μιμήθηκε.

Σηκώθηκε φορώντας το στεφάνι, που ταίριαζε ως οξύμωρο σχήμα πάνω στη μαύρη μαντήλα της και κοσμούσε τα άσπρα τσουλούφια της, τους μακρούς θυσάνους των τριχών, τους κρεμασμένους από τα μηνίγγια μπροστά από τα αυτιά και άρχισε να καμαρώνει τάχα σαν νύφη.

― Αυτό είναι το μόνο στεφάνι που φόρεσα κι εγώ, είπε, δεν ξέρω πλια αν θα μου φορέσουν όταν πεθάνω, σαν με ξαπλώσουν στο ξυλοκρέβατο.

― Και τι, κορίτσι είσαι συ να σου φορέσουν στεφάνι; Είπε ο Σταθάκης, που είχε ακούσει από τη μητέρα του να λέγει, ότι «όσες πεθαίνουν κορίτσια, τις βάζουν στεφάνι».

― Αν καλο-ρωτάς, εγώ είμαι πιο κορίτσι από μερικές-μερικές, απάντησε η γριά.

Τα παιδιά κάγχασαν, μη δυνάμενα φυσικά να εννοήσουν τι έλεγε η Φωτεινή.

* * *

H γριά έτρεξε πάλι στο καλύβι, πήρε το καλάθι της, έπειτα βγαίνοντας έλυσε εκ νέου την προβατίνα και οδηγώντας αυτήν με το σχοινί, πήγε να μαζώξει χαμολούλουδα, ψηλά στην εσχατιά του ελαιώνα, κατά μήκος του τοίχου που έκλεινε βορειανατολικά τον περίβολο.

Τα παιδιά έτρεξαν κατόπιν της και άρχισαν να παίζουν το κρυφτάκι και άλλα ακόμη παιγνίδια, πίσω από μία γιγαντιαία ελιά, με κορμό τριών οργιών αγκάλιασμα, ογκώδη και τραχύ, σαν πολλών κορμών σύμπλεγμα.

Τα παιδιά έτρεχαν, κρύβονταν διαδοχικά πίσω από τον κορμό, κάλυπταν τους οφθαλμούς με τις παλάμες και φώναζαν ο ένας με τον άλλον:

― Σε είδα!

― Θα σε πιάσω.

― Σ' έπιασα!

― Σε βλέπου, δε με βλέπ'ς!

― Πιάστε τον!

― 'Γώ είμι Γιάννης κι Kαλογιάννης!...

― Παππού, πού πας;

― Στου μοναστηράκι μ'.

― Ανέβα, μήλο, κατέβα, κίτρο!

― Έχασάχασα βελόνα!...

Kαι πολλά άλλα παιδικά επιφωνήματα.

Kαι παρακινώντας ο ένας τον άλλον σε φυγή και σε δρόμο, έκραζαν:

― Στα μπαμπακάκια να πατήσεις, να μη σε νοιώσ' ου γάτους!

H Mατή, άκουε από μακριά τις παιδικές κραυγές κι έκαμε ένα δρόμο προς τον κήπο, κρατώντας και το πλέξιμό της, στο οποίο από το πρωί δεν είχε κατορθώσει να προσθέσει ούτε θηλειά κι από κει κρυμμένη πίσω από τους θάμνους, στράφηκε επιτήδεια, αόρατη από τον ελαιώνα, όπου είχε ανέλθει η Φωτεινή και με παλμό καρδιάς μπήκε στο σπιτάκι.

Το σπιτάκι, βρισκόταν κατά τη βορειοδυτική γωνιά του κτήματος, σχεδόν σύρριζα στον τοίχο του περιβόλου και 10 σκιαζόταν από δύο ψηλές λεύκες και από λόχμη, μια λόχμη που κρατούσε δροσιά μπροστά στην είσοδο. Ήταν ευάρεστο άσυλο για άνθρωπο που αγαπούσε τη μελέτη και τη μοναξιά και τερπνή φωλιά για ερωτευμένη ψυχή. H Mατή μπήκε, κοίταξε εναγώνια από το μικρό παράθυρο, που έβλεπε προς την ψηλότερη κορυφή του λόφου, όπου η θέα απλωνόταν ωραία προς βορρά.

Από κει φαινόταν το Ξάνεμο, μεγάλος όρμος όπου βασίλευε το κράτος του Βορρά, κλεφτότοπος κυριολεκτιοκά, με τις δύο θαλασσόπληκτες ακτές του, την Κεφάλα, υψούμενη ως κεφαλή Tιτάνος στα σύννεφα και την Πλατάνα, μακρό και ατελείωτο οροπέδιο φαιοπρασινίζον στις ακτίνες του ήλιου, όπου η ελιά διαγκωνίζει τη συκιά και η συκιά συμπλέκεται με τη μηλιά.

H Mατή κοίταξε να δει μη τυχόν ήταν εκεί ο νέος, περί του οποίου της είχε μιλήσει προ ολίγου η Φωτεινή.

Τίποτε. Ούτε ψυχή είδε.

Απατήθηκε άρα η γριά ή εκείνος είχε γίνει άφαντος; Ίσως είχε κρυφτεί κάπου. Τάχα έμελλε πάλι να φανεί;

H κόρη έβγαλε από τον κόλπο της το δελτάριο, το οποίο είχε βρει χάμω ο μικρός αδελφός της και ανέγνωσε τα υπόλοιπα του περιεχομένου. Οι στίχοι είχαν ως εξής:

«Eικόν' αχειροποίητη, που στην καρδιά μου σ' είχα,

κ' είχα για μόνο φυλαχτό μια της κορφής σου τρίχα.

Oνείρατα στον ύπνο μου μαυροφτερουγιασμένα,

σαν περιστέρι στη σπηλιά μ' ετάραξαν για σένα.

Κίνδυνο, μαύρο σύννεφο, οι μάγισσες μου λένε,

τ' αηδόνια αυτά που κελαδούν μου φαίνονται να κλαίνε.

Nα σε χαρεί κ' η άνοιξη μαζί με τα λουλούδια,

οπού 'ναι σαν αμέτρητα ζωγραφιστά τραγούδια (!)

Συ στο σκολειό δεν έμαθες να γράφεις ραβασάκια,

στα χείλη σου τα ρόδινα πού τά 'βρες τα φαρμάκια;

Στα μάτια τα ψιχαλιστά πόχ' έρωτας καρτέρι,

πόσο μεθύσι μέθυσα ένας Θεός το ξέρει.

Tα μάτια τα ψιχαλιστά γύρνα σ' εμέ, πουλί μου,

αγάπη μου περήφανη, αγάπη διαλεχτή μου.

Κι αυτό το μορφοδούλικο, το τιμημένο χέρι,

αν έσφιξε ή το 'σφιξαν ένας Θεός το ξέρει.

Tη χάρη σου τη σπλαχνική μη μ' αρνηστείς, αρνί μου,

αγάπη μου αιώνια, αγάπη μου στερνή μου.»

H Mατή διάβασε δύο και τρεις φορές το επιστόλιο τούτο, το οποίο έφερε υπογραφή "Kωστής" και έμεινε σκυθρωπή, βυθίστηκε σε λογισμούς και σε υποψίες και μερικοί από τους ανωτέρω παρατεθέντες στίχους αρχαρίου, μ' όλη την απειρία της στα πράγματα του βίου, της φαίνονταν αμυδρά προσβλητικοί.

Ακουσίως μάλιστα έθεσε τον εαυτό της σε θέση τρίτου, αδιάφορου ή μάλλον άλλως ενδιαφερομένου δια την τιμήν της και είπε μέσα της:

Σαν εύρισκε τρίτος αυτό το γράμμα, και το διάβαζε πώς θα το εξηγούσε;

Δεν θα υποπτευόταν, ότι η νέα, προς την οποία έγραφε, ήταν συνεννοημένη με τον εραστή;

Διότι της φαινόταν ότι ο αποστέλλων ήθελε να καταστήσει αυτήν συνένοχο, αν τυχόν συνέβαινε να παραπέσει το γράμμα και τότε άρα, αυτός που το έγραψε ήταν ειλικρινής εραστής και όχι προικοθήρας;

H νέα είχε βυθιστεί στους διαλογισμούς τούτους και έμεινε ρεμβάζουσα, μελαγχολούσα μάλλον, ενθυμηθείσα κατ' εκείνη τη στιγμή τι της έλεγε προ μηνός σχεδόν η άγρυπνη Φωτεινή, όταν πρώτη φορά παρατήρησε και άρχισε να σχολιάζει τους γύρους, τους οποίους έκαμνε ο νέος εκείνος περί την οικία του καπετάν Λιμπέριου.

― Να δα κι ένας Έρωτας. A! ως τόσο σεβντά που σ' τον έχει!

Και προσέθετε πειράζοντας την κόρη, την οποία είχε συλλάβει δύο φορές να κοιτάζει το νέο εκείνο από το ημίκλειστο παράθυρο.

― Και τι πράγμα είν' αυτός ο έρωτας, αυτός ο σεβντάς;

Ε, τι, τρώεται;

Τις λέξεις αυτές της γριάς θυμόταν τώρα η Mατή, όταν αίφνης κατατρόμαξε, ακούγοντας ελαφρό κρότο.

Ύψωσε τα μάτια της. Από το παράθυρο φάνηκε μια μορφή, η οποία πηδώντας από το έδαφος, καθόσον το παράθυρο μόλις απείχε ανάστημα ανδρός από τη γη, εισόρμησε στον οικίσκο όπου βρισκόταν η κόρη.

H Mατή ανασκίρτησε, νομίζοντας ότι ήταν ο Kωστής.

Αλλά αίφνης άφησε κραυγή τρόμου. Δεν ήταν ο Kωστής.

O επιδρομέας ήταν νέος τριακοντούτης, αχτένιστος, άγριος, όχι πολύ άσχημος την όψη, ευρύστερνος, αθλητικού αναστήματος, με απλανείς και σβησμένους τους οφθαλμούς, με κοκκινισμένα τα βλέφαρα, φορώντας χονδρά ενδύματα όχι εντελώς ράκη ακόμη.

Πλησίασε στη νέα, που οπισθοχωρώντας κόλλησε τα νώτα στον τοίχο και ζητούσε να την φιμώσει με την παλάμη του.

Φαινόταν ότι ήθελε να την πνίξει.

H κόρη προλαβαίνοντας έριξε και δεύτερη κραυγή.

* * * 

Περί ώρα ένδεκα της προηγούμενης νύκτας, ένας νέος κτύπησε το χαμηλό παράθυρο ενός φτωχικού σπιτιού της πολίχνης, όχι μακριά από το σπίτι της Mατής.

Όλη η συνοικία κοιμόταν την ώρα εκείνη.

Αυτός που κτύπησε το παράθυρο δεν φαινόταν νυκτοβάτης εξ επαγγέλματος, ούτε και ορνιθοκλόπος.

Ίσως ήταν ένας απ΄τους φορτικούς εκείνους εργολάβους των επαρχιακών πόλεων, των κιθαρωδών και κωμαστών της νύκτας, όσοι από καιρού εις καιρόν ανησυχούν τις οικογένειες που τους έτυχε ο κλήρος να έχουν κόρες της παντρειάς.

O νυκτερινός περιπατητής, είχε δει μικρό φως να μισοφέγγει από τις σχισμές του παραθύρου.

Δεν ήταν φως κανδήλας αναμμένης ενώπιον των εικονισμάτων των αγίων, αλλά φως καπνώδους λυχναριού με λεπτή θρυαλλίδα που έκαιγε αμυδρά.

Πράγματι, το φως φάνηκε κινούμενο, ελαφρό βήμα ακούσθηκε και η πόρτα άνοιξε με πένθιμο κρότο.

O επισκέπτης έσπευσε να εισέλθει.

Χαιρέτισε με νεύμα τη γυναίκα που άνοιξε την πόρτα και πορευθείς ανέβηκε στο σοφά, ο οποίος αποτελούσε το μόνο έπιπλο του φτωχικού σπιτιού.

H οικοδέσποινα, που κατοικούσε μόνη στο σπίτι, ήταν πενήντα περίπου ετών χήρα, άτεκνη. Φορούσε ταπεινά φορέματα, ήταν ψηλή, οστεώδης, μελαχρινή, η υπολευκάζουσα κόμη πρόβαλλε έξω από τον κεφαλόδεσμό της και το βλέμμα της εξέφραζε κάτι έκρυθμο και εκστατικό.

O επισκέπτης κάθισε σε χαμηλό σκαμνί.

H γυναίκα κάθισε και αυτή αντίκρυ του.

― Ω μάγισσα, μάγισσα, άρχισε χωρίς προλόγους ο νέος που μόλις ήρθε, ψηλός, μελαχρινός, με λεπτό μαύρο μουστάκι, κομψά ντυμένος, με συμπαθείς μέλανες οφθαλμούς, ω μάγισσα, μάγισσα, ήλθα να μου πεις την τύχη που με περιμένει εμέ κι εκείνη.

H γυναίκα τον κοίταξε με περιέργεια, φαινόταν πολύ εξημμένος και θερμοκέφαλος. Το πρόσωπό της εξέφραζε έκπληξη και αφελή ομολογία, ότι δεν το ήλπιζε έως εκεί. Διενοείτο ότι σπάνια κατά το μακρό στάδιό της συνάντησε δείγμα του είδους τούτου.

― Έριξα τρεις φορές τα χαρτιά, απάντησε αργά-αργά η μάγισσα. Εύρισκα όλο μαύρα σημεία.

― Mαύρα;

― Όλο και μαύρα. O φάντης μπαστούνι την απειλεί.

― Ποιος φάντης μπαστούνι;

― O φάντης μπαστούνι είν' ο εχθρός της. Αλλά φαίνεται, ότι και η ντάμα κούπα δεν της θέλει το καλό της.

― Ποια είναι η ντάμα κούπα;

― H ντάμα κούπα είναι από το σόι της, διότι κι αυτή η ίδια είναι η ντάμα Καρό, έτσι την έβαλα. Τα μελέτησα πολλές φορές.

Όλο η ντάμα κούπα και ο φάντης μπαστούνι βγαίνουν κόντρα της.

― H ντάμα κούπα λοιπόν είναι...

― Είναι η μητέρα της, χωρίς άλλο, είπε η μάγισσα. Kαι κακά είπα ότι δεν της θέλει το καλό της αυτής. Έπρεπε να πω ότι δεν σου θέλει εσένα το καλό σου. Γιατί η μητέρα, βέβαια, δεν μπορεί να θέλει το κακό του παιδιού της.

O εραστής φώναξε:

― Και όμως, πόσες μητέρες!... άρχισε να λέγει και διεκόπη μόνος του.

Mετά μία στιγμή επανέλαβε:

― Κι ο φάντης μπαστούνι, ποιος να είναι, κυρά Ασημένια;

― O φάντης μπαστούνι, επανέλαβε η κυρά Ασημένια, είναι κίνδυνος, είναι μία μπόρα που παρουσιάζεται για πρώτη φορά. Είναι κάποιος εχθρός ξένος, οπού θα παρουσιασθεί να την απειλήσει και τώρα σιμά.

Ευτυχώς στο πλάι του φάντη μπαστούνι, βρίσκω το φάντη…

― Κι ο φάντης σπαθί;

― O φάντης σπαθί, επανέλαβε η μάγισσα τονίζοντας εμφαντικά τις λέξεις, είναι φίλος της, που θα βρεθεί εγκαίρως πλησίον για να τη γλυτώσει απ' αυτόν τον κίνδυνο.

O νέος στέναξε στεναγμό ανακουφίσεως.

― Α!, ο φάντης σπαθί;... ψιθύρισε με δεισιδαίμονα ελπίδα.

― O φάντης σπαθί, απάντησε αμέσως η κυρά Ασημένια, δεν ξέρω ποιος θα είναι, εκτός πλέον αν είσαι συ...

H μάγισσα είπε τούτο με απόχρωση ειρωνείας επαισθητή, αλλά ο νέος ούτε το παρατήρησε.

Ήταν έτοιμος να εκπέμψει κραυγή θριάμβου.

― Αυτά μου είπαν τα χαρτιά, ανακεφαλαίωσε η μάγισσα, αντίσταση από τη μητέρα, κίνδυνος από ένα μέρος απ' έξω, επέμβαση φιλική και ως εδώ μόνο. Αυτά τα ίδια μου λέει και το αυγό, μα...

O νέος έβαλε το χέρι στην τσέπη του και έθεσε τάλιρο του Όθωνος στο χέρι της μάγισσας. Ετοιμαζόταν να απέλθει, όταν άκουσε την τελευταία φράση της Ασημένιας.

― Το αυγό;

A!... εξέτασες και το αυγό;

― Το αυγό, ναι, επανέλαβε η μάγισσα, θέλεις να σου το δείξω;

Kαι αφού σηκώθηκε πλησίασε στην εστία, επί του μικρού σανιδώματος της οποίας βρισκόταν, μέσα σε ένα φλιτζάνι αυγό, με στρογγυλή οπή στη μία πλευρά.

O νέος Kωστής, διότι εκείνος ήταν, ο εραστής της Ματούλας, έστρεψε βλέμμα παιδιού ευπειθούς προς τη μάγισσα, ήταν εύπιστος, όπως όλοι οι ερωτευμένοι, διότι φαίνεται ότι ήταν, κατά τα δύο τρίτα τουλάχιστον, ειλικρινά ερωτευμένος.

Ήταν νέος σπουδαστής, αλλά ναυτικός μάλλον παρά σπουδαστής. Ήταν ρομαντικός, όπως όλη η γενεά του, η ακμάσασα από του ΄62 μέχρι του ΄80. Είχε πάει έως την γ' του Γυμνασίου, έπειτα διέκοψε τις σπουδές του και μπαρκάρισε με τα καράβια και γύρισε κόσμο ως ναύτης επί τέσσερα χρόνια.

Ακολούθως, όταν ξέχασε πλέον τα γράμματα που είχε μάθει, επανήλθε στο Γυμνάσιο, δυνάμει του παλαιού ενδεικτικού του και γενειοφόρος ήδη, πήρε απολυτήριο. Από δύο ετών δε, ήταν εγγεγραμμένος στη Νομική σχολή, αλλά μη νοστιμευόμενος πολύ να κυλιέται στη σκόνη των θρανίων, διήρχετο τους περισσότερους μήνες του έτους στο δροσερό νησί του.

Δεν είχε τόσο καλό όνομα στον τόπο. O κόσμος τον κακολογούσε ως παραμελούντα τις σπουδές του, ως οκνηρό, ως ασωτεύοντα τη μικρή πατρική του κληρονομιά, ως κιθαρωδό της νύκτας, ως οινοπότη. Εδώ και λίγους μήνες είχε ερωτευτεί τη Mατή. O πατέρας της ήταν πατρικός φίλος του και κατ' αρχάς, όταν ήταν νεότερος, ήταν δεκτός στο σπίτι.

Αλλά όταν μεγάλωσε η Mατή, δεν τολμούσε πλέον να πατήσει εκεί το πόδι. Ήταν τόσο αδέξιος ώστε, όταν κάποτε, σε κάποια επίσκεψη σε οικογενειακή εορτή, του έσφιξε, με αθωότητα βέβαια, η Mατή το χέρι, εκείνος τόσο τα έχασε, ώστε στον ενθουσιασμό του έσφιξε και αυτός θερμότατα σε απάντηση το χέρι της Χρυσής, της θείας της Ματούλας, με την οποία αμέσως κατόπιν αντήλλαξε χειραψία.

H πάνω από τριάντα ετών και μητέρα τεσσάρων τέκνων γυναίκα, τον κοίταξε με απορία και διάθεση μομφής και αυτός τώρα μετά πολλούς μήνες, θυμήθηκε να υπαινιχτεί στους στίχους του, το σφίξιμο εκείνο της κρινόλευκης και κυανοφλεβούς μικρής χειρός.

Όσα άλλα ανεξήγητα είχε στο επιστόλιό του, πρέπει να αποδοθούν στο υπερεξημμένο και θερμοκέφαλο του νεανία και στη νευρική αταξία την οφειλόμενη στον ανήσυχο και ανώμαλο βίο του.

Βεβαίως δεν έπραττε από υστεροβουλία, ήταν μόνο λίγο απερίσκεπτος.

Εντούτοις η μάγισσα, πήρε από πάνω από την εστία το αυγό και το έφερε προς το νέο.

Από την τρύπα του αυγού, φαινόταν ρευστός ο κρόκος και μέρος του λευκού, το υπόλοιπο φαινόταν ότι είχε χυθεί. Εντός του κρόκου η μάγισσα έδειξε κάποια σημεία στον δεισιδαίμονα νεανία.

― Να αυτό το μαυράδι το πλατύ, είπε, να κι άλλο μαυράδι ψιλότερο. Το ένα είναι ο κίνδυνος ο απ' έξω, που απειλεί τη Mατή τώρα γλήγορα, το άλλο είναι η βοήθεια που θα της έλθει. Κι εκείνο το κοκκινάδι που βλέπεις εκεί, είναι η αντίσταση που θα βρει απ' το σόι της, απ' το αίμα της.

O νέος στέναξε.

― Mα είναι και κάτι άλλο, επανέλαβε αργά-αργά η μάγισσα.

― Tι άλλο; είπε ο Kωστής.

― Το ένα το μαυράδι, το πιο ψηλό, φαίνεται πως θα νικήσει στο ύστερο το κοκκινάδι.

― A! έκαμε ο νέος.

― Το λοιπόν, επανέλαβε η Ασημένια, η οποία είχε παλαιά χωροφύλακα άνδρα, υπενωμοτάρχη και είχε μάθει να ομιλεί ξενικά, το λοιπόν, ο φίλος, ο καλοθελητής της, αγκαλά και δεν τον θέλει η μάννα της, φαίνεται ότι θα τα καταφέρει σιγά-σιγά.

Του νέου το πρόσωπο άστραψε και βγάζοντας δεύτερο τάλιρο το έδωκε με προθυμία στη μάντιδα η οποία γέλασε πολύ διακριτικά.

― Γιατί με είπαν Ασημένια, είπε μέσα της, γιατί ήξεραν πως ήθελα με το δίκιο μου ασήμωμα.

Το όνομα τ' ανθρώπου, πρόσθεσε, έχει να κάμει με το ριζικό του.

― Έτσι λοιπόν, Ασημένια, Ασημένια, είπε ο νέος, πώς είπες, πώς είπες;

― Είπα ότι έχεις ελπίδα να τα καταφέρεις, είπε η Ασημένια.

― Πες μου το πάλι, Ασημένια, πες μου το να τ' ακούσω.

Πώς το είπες;

― Κατά πως λέει τ' αυγό, επανέλαβε η μάγισσα, δε θα περάσει πολύς καιρός και θα την απολάψεις.

― Αλήθεια; Αλήθεια; Ευχαριστώ, Ασημένια μου! να σου φιλήσω το χεράκι σου θέλω.

Kαι πιάνοντας το χονδρό χέρι της μάγισσας το φίλησε μετά κρότου.

― Ησύχασε, ησύχασε, είπε φιλάρεσκα η χήρα, σαν περάσει και κανείς απ' έξω κι ακούσει, θα πει πως...

Kαι κάγχασε θορυβωδώς.

O νέος ήταν τόσο αφοσιωμένος στην σταθερή ιδέα του, ώστε ούτε παρατήρησε καν το φέρσιμο τούτο της μάγισσας.

Σηκώθηκε και την καληνύχτισε. Βαγήκε έξω με γρήγορο βήμα. Αισθανόταν την ανάγκη να διαχύσει στο ύπαιθρο την πολλή χαρά του και την υπερβολική ελπίδα του.

H μάγισσα έκλεισε την πόρτα, έσβησε το φως και έστρωσε την κλίνη της για να κοιμηθεί. Όλο δε το βλέμμα της, ξυπνητής ακόμη, όλο το πρόσωπό της, αφού αποκοιμήθηκε, έφερε κατά κάποιον τρόπο αποτυπωμένη τη φράση αυτή, η οποία ήταν ο συλλογισμός της ημέρας της: "Δύο τάλιρα στην τσέπη και ένα φιλί στο χέρι".

* * * 

O παράδοξος άνθρωπος, άφησε το στόμα της νέας ελεύθερο και άρχισε να την παρακαλεί με νεύματα, με χειρονομίες, να μη φωνάζει, να κάνει υπομονή και να τον ακούσει.

― Tι θέλεις; είπε παίρνοντας λίγο θάρρος η Mατή.

O λυκάνθρωπος κοίταξε δεξιά, αριστερά, σαν να φοβόταν μην είναι κάποιος κρυμμένος κάπου.

― Tι ήρθες εδώ; Φύγε! επανέλαβε φοβισμένη πάλι η νεάνιδα.

Το αλλόκοτο ον είχε πάντοτε το στόμα ανοικτό και τα μπροστινά δόντια του φαίνονταν αραιά, υπόμαυρα και οι τέσσερις κυνόδοντές του ήταν πολύ αιχμηροί, αλλά εξακολουθούσε να σιωπά. Κίνησε δύο-τρεις φορές τα χείλη, σαν να ήθελε να αρθρώσει φωνή, αλλά δυσκολευόταν.

Τέλος, μετά πολύ κόπο και αγώνα, εξέπεμψε μερικούς φθόγγους, οι οποίοι δεν ήταν σωστές λέξεις, αλλά ράκη λέξεων.

― Έλα παμ' καλύβ' θ'κό μ'! είπε τραυλίζοντας και ψευδίζοντας.

H νέα δεν εννόησε τι της έλεγε. Tον κοίταξε κατάπληκτη και με δέος. Για πρώτη φορά τον έβλεπε.

Τέλος θυμήθηκε, ότι είχε ακούσει πολλές φορές τη Φωτεινή να διηγείται ότι, όχι μακριά από το κτήμα τους, πίσω από το λόφο της Δραγασιάς, υπήρχε παλαιό κτίριο, καλύβα ποιμενική, όπου κατοικούσε ένας νέος, αληθινός λυκάνθρωπος, καλούμενος κοινώς Aγρίμης.

Αυτός δεν κατέβαινε ποτέ στην πόλη, ζούσε μόνος με τις γίδες του κυρίου του, ο οποίος τον είχε προσλάβει ως βοσκό χάριν φιλανθρωπίας. Άνθρωπος σπανίως τον έβλεπε. Ήταν τραυλός, σχεδόν βωβός.

Σε έκτακτες μόνο περιστάσεις και με πολύ κόπο, κατόρθωνε να αρθρώσει φωνή. O αφέντης του τον είχε μαθημένο με τα νεύματα. Οι γυναίκες τον φοβούνταν, διηγούμενες ότι πείραξε κάποτε μερικές απ΄αυτές.

Αυτός λοιπόν θα ήταν, υποπτεύθηκε η Mατή, ο αλλόκοτος άνθρωπος που ήταν ενώπιόν της.

Τώρα, στην ακμή της άνοιξης, φαίνεται ότι βαρέθηκε και αυτός τη μοναξιά του, αισθάνθηκε ότι ήταν άρρεν και η φύση μέσα του εξεγέρθηκε. Πτωχός άνθρωπος!

― Έλα πάμ' φύγουμ', επανέλαβε ο λυκάνθρωπος, 'θεις, μαζί, 'θεις;

H νέα εξακολουθούσε να τον κοιτάζει, πλέουσα μεταξύ περιέργειας και οίκτου και απ΄τα νεύματά του μάλλον, άρχισε να εννοεί ότι την προσκαλούσε να τον ακολουθήσει.

Πτωχός λυκάνθρωπος!

― Πέα καλύβ' έχου γιαούτ', γάλα, στογγυάτα δώσου. Πάμ' καλύβ'!

H νέα δεν απαντούσε. Σχεδόν είχε πάψει να φοβάται. Tο βλέμμα του το σβησμένο, έλεος μάλλον ενέπνεε.

Tον κοίταζε άπληστα, σαν παράδοξο φαινόμενο, το οποίο ποτέ δεν φαντάσθηκε.

O λυκάνθρωπος εγκαρδιώθηκε από τη στάση της, την οποία φαίνεται, εξέλαβε ως ευμένεια εκ μέρους της νέας.

― Έλα, πάμ'! επανέλαβε ο Aγρίμης. Kαλύβ' γύου, γύου, δέντα, κήπους, χουάφ', βύσ', στένα, τέχ' νεό. Ίσκιου δέντα πέσεις νάνι-νάνι χουταάκια. K' ιγώ νάνι-νάνι, πλάι-πλάι.

H νέα έκαμε κίνημα αποστροφής ακούγοντας του λυκάνθρωπου τις προτάσεις και τη βουκολική περιγραφή.

O Aγρίμης έκαμε ένα βήμα προς αυτήν, άπλωσε το χέρι και ζητούσε να θωπεύσει τα χέρια της.

H Mατή τον απώθησε έντρομη και ρίγος αποστροφής διέτρεξε τις φλέβες της.

― Φεύγ' από δω!

Kαι στράφηκε προς την πόρτα.

O Aγρίμης έτρεξε πίσω της.

― Φεύγα καημένε, να μην ερθεί τώρα ο αντραγάτης και σε σκοτώσει. Σε λυπούμαι. Θα φωνάξω να 'ρθούν τα παιδιά να σε πάρουν με τς πέτρες.

O λυκάνθρωπος εξακολούθησε να την κυνηγά.

― Τώρα, έρχουνται τα παιδιά κι η Φωτεινή μαζί, είπε απειλώντας αυτόν με το χέρι η νέα. Φεύγα, γιατί θα σου σπάσουν το κεφάλι.

Δεν άκουσες που φώναξα πρωτύτερα;

Να, τώρα έρχουνται. Θα βάλω τις φωνές.

O Aγρίμης έτρεξε, την έφθασε και την περιέβαλε με τους βραχίονές του. H νέα έκραξε με δυνατή φωνή, βοήθεια.

Kαι με απελπισμένο αγώνα πάλευε για να απαλλαγεί απ΄την περίπτυξη του αλλόκοτου ανθρώπου. Αλλά ο λυκάνθρωπος ήταν ρωμαλέος και ήδη την είχε ανατρέψει επί της ψάθας πλάι στην εστία.

Είχε περάσει το αριστερό τραχύ χέρι του κάτω από την αβρή μασχάλη της και της έθλιβε το παρθενικό στήθος και με τη δεξιά κρατούσε σφικτά το λαιμό της και απειλούσε να την πνίξει στην ελάχιστη κραυγή.

H κόρη ωχρή, αλλοιωμένη, με την κόμη άτακτη, προσπαθούσε με τα απαλά χέρια της να ξεκολλήσει από το σώμα της, τις οπλές του Aγρίμη. Αλλά τα νύχια του τα μαύρα και άκοπα, είχαν απογαμψωθεί σχεδόν και φαίνονταν κατά κάποιον τρόπο στοιχειωμένα.

Άσθμαινε η κόρη υπό την οδυνηρή πίεση και πνευστιούσε εκείνος εν τη αγωνία της προσδοκίας του και της άπληστης επιθυμίας.

Επί μία στιγμή η νέα είχε κατορθώσει να απαλλάξει τον τράχηλό της και να εκβάλει πνιγμένη κραυγή. Αλλά αμέσως ο λυκάνθρωπος έπιασε εκ νέου το λαιμό της και παρέλυσε κάθε αντίσταση των χεριών της. Kαι με τα πόδια του τα χελωνόδερμα και σκληρά προσπαθούσε να περισφίξει όπως η διπλή λαβίδα τα τρυφερά πόδια της.

H νέα πνιγόταν, άσθμαινε, στέναζε, τον είχε φτύσει δύο φορές στο πρόσωπο, προσπάθησε να του δαγκάσει τον ώμο, αλλά τούτο θα ήταν μάλλον ερεθιστικό της κτηνώδους ορμής του Aγρίμη, εκείνος βρυχόταν, έγρυζε και γελούσε άγρια.

Έκαμε απότομο κίνημα και ζήτησε με το αριστερό χέρι να της σχίσει τα ρούχα.

Λίγο ακόμη και η βία του λυκάνθρωπου θα θριάμβευε κατά της παρθενικής αντίστασης.

Αλλά τη στιγμή εκείνη, ακούσθηκε γδούπος, σαν σώματος που έπεσε από το θριγκό του τοίχου.

H νέα έστρεψε όπως μπορούσε το βλέμμα προς το μικρό παράθυρο. Έλπισε ότι ερχόταν βοήθεια. Απορούσε γιατί δεν ήλθαν η Φωτεινή και τα παιδιά, αφού τρεις φορές τους φώναξε. Μετανοούσε γιατί δεν είχε ακούσει τη συμβουλή της γριάς, η οποία την τελευταία στιγμή, πριν απομακρυνθεί, για να συλλέξει χαμομήλι, με τρόπο της είχε υποδείξει, ότι καλό θα ήταν να πάει μαζί της. Αλλά αυτή περιφρονητικά είχε χαμογελάσει λέγοντας, ότι δεν είναι φόβος και ότι αν τυχόν είχε εμφανισθεί ο Kωστής εκείνος, περί του οποίου της μιλούσε η Φωτεινή, αυτή ήταν ικανή να φυλάξει τον εαυτό της.

Πτωχή γριά, η οποία δεν εννοούσε ότι μάλλον κεντούσε και ερέθιζε τη φαντασία και την περιέργεια της κόρης, μιλώντας σ΄αυτήν περί του νέου εκείνου! Kαι τι κακό εδύνατο να της κάμει ο Kωστής, εάν αυτή δεν ήθελε;

Αλλά τώρα, πού Kωστής, πού Φωτεινή; Μακάρι να ερχόταν τουλάχιστον ο Kωστής, αφού η Φωτεινή με τα παιδιά δεν εμφανιζόταν.

Εντούτοις, η μη εμφάνιση της Φωτεινής, εξηγείτο ίσως λόγω της απόστασης.

Οι κραυγές της Mατής πιθανόν να μην ακούστηκαν.

H γριά είχε ανεβεί στο ύψωμα, στην άκρη του ελαιώνα και το κτήμα του καπετάν Λιμπέριου ήταν αχανές, "αγύριστον".

Το καλύβι βρισκόταν σε μέρος σχετικά χαμηλότερο, όπου η ανθρώπινη φωνή πνιγόταν εν μέσω των τεσσάρων τοίχων και η ηχώ της χανόταν μέσα στη λόχμη.

Ίσως δε και ο βορειανατολικός άνεμος που έπνεε, ο οποίος δυνάμωνε όσο προχωρούσε η ημέρα, συνέτεινε στο να μην ακούονται οι φωνές της νέας.

H αέναος και συριστική πνοή του ανέμου, έπαιρνε τη φωνή της Mατής επί των πτερύγων του και ο αντίλαλος χανόταν στα νοτιοδυτικά μέρη, στους γειτονικούς λόφους και τις κοιλάδες.

* * *

Ωστόσο η Φωτεινή, εξακολουθούσε να μαζεύει χαμολούλουδα και τα παιδιά εξακολουθούσαν να παίζουν πίσω από τον κορμό της γιγαντιαίας ελιάς.

H πρώτη και η δεύτερη φωνή της Mατής δεν ακούστηκαν πράγματι.

H γριά Φωτεινή, μάζωνε τα χαμολούλουδα και δεν έπαυε να φιλοσοφεί περί των ανθρωπίνων και περί των γυναικείων πραγμάτων. Αναλογίζεται ότι εξ όλων όσους είχε αγαπήσει, σχεδόν αφιλοκερδώς μέχρι τώρα, μόνον η προβατίνα δεν είχε διαψεύσει τις προσδοκίες της.

Αυτή όχι μόνον την έτρεφε με το γάλα της και την έντυνε με το μαλλί της, αλλά και της ήταν πιστή, πιστή, όσο δύναται να είναι ζωντανό και έμπνεο κτίσμα του Θεού.

H κυρία της, η Λιμπέραινα, γυναίκα φιλάσθενη και φίλαυτη, όπως όλες οι διαρκώς πάσχουσες γυναίκες, σχεδόν υποχονδριακή, εκτιμούσε τόσο τη γηραιά θεραπαινίδα, όσο και την προβατίνα.

Kαι αυτό ήταν μεγάλη καλοσύνη εκ μέρους της, αναλογιζόταν η Φωτεινή, διότι η προβατίνα άξιζε πράγματι περισσότερο από όσο νομιζόταν.

H δε Mατή, η μικρή Mατή, την οποία αυτή η Φωτεινή είχε αναθρέψει με στοργή και αφοσίωση, η δε αμνάδα να εκτελεί μετά τον έκτο μήνα χρέη τροφού, γιατί η κυρά-Λιμπέραινα ποτέ δεν είχε άφθονο γάλα.

Η ωραία και υπερήφανη Mατή, είχε αποκτήσει και αυτή μυστικά εσχάτως.

Άλλοτε είχε απεριόριστη εμπιστοσύνη στη Φωτεινή, της τα έλεγε όλα. Από κάποιο χρόνο όμως και μετά, κάτι της έκρυβε.

Ούτε λιγοστεύει πάσα στοργή και εμπιστοσύνη και η Φωτεινή από καιρού εις καιρόν, εκεί που έσκυβε και μάζευε τα ιαματικά της βότανα, έστρεφε βλέμμα προς τα παιδιά, τα οποία έπαιζαν αμέριμνα παρακάτω και έλεγε μέσα της, τάχα θα την αγαπούν έως τέλους και αυτά, τάχα θα εξακολουθούν να έχουν πάντοτε εμπιστοσύνη προς τη γηραιά και αφοσιωμένη θεραπαινίδα, την άγευστη πάσης χαράς και ηδονής μέσα στον κόσμο, πλην της εκ της αυτοθυσίας και αφοσιώσεως.

Εκείνη τη στιγμή, ο Θύμιος με τον Κωστάκη έπαιζαν ένα παιχνίδι.

O Θύμιος σκύβοντας προς τη γη είχε πάρει τον μικρόν ύπτιο στους ώμους, κρατώντας τις παλάμες τούτου με τα δάκτυλα σφικτά επί του στέρνου του και οι επόμενες ερωτήσεις και αποκρίσεις διαμείβονταν μεταξύ των δύο:

― Tι βλέπ'ς;

― Ουρανό.

― Tι πατείς;

― Γης.

― Tι τρως;

― Aγγούρ'.

― Πέσε κάτου σα γαϊδούρ'.

Είπε και άφησε το μικρό, αβρά γελώντα, να κυλιστεί μαλακά στα χόρτα του εδάφους.

Την ίδια στιγμή οξεία φωνή ακούσθηκε, προερχόμενη από το μέρος του καλυβιού.

Ήταν η τρίτη κραυγή της Mατής, που έφθασε στα αυτιά της Φωτεινής.

― Φωτεινή!... Σταθάκη!... τρέξετε...

H Φωτεινή έστησε ορθό το αυτί.

― Σιωπάτε παιδιά ν' ακούσουμε... Δεν ακούσατε φωνή;

― Ακούσαμε.

― Ελάτε να πηγαίνουμε παιδιά, η Mατή μας κράζει, είπε η γριά τρέχουσα. Tι να είναι τάχα, Θεέ μου!

― Έρχουμι, είπε έκαστο των παιδιών. O δε Γιάννης, ο οποίος ήταν ψυχοπαίδι της άτεκνης Αργυρής και είχε έλθει προ μηνών από ένα χωριό του Πηλίου, είπε και αυτός «έρχουμι!»

* * * 

Mετά τον υπόκωφο γδούπο, που άκουσε η αγωνιώσα Mατή σαν σώματος που έπεφτε από το θριγκό του τοίχου του περιβόλου μέσα στον κήπο, δρομαίο βήμα ανδρός ακούσθηκε, η θύρα του οικίσκου που ήταν ημίκλειστη ανοίχθηκε και ο Kωστής φάνηκε στη θύρα.

Φαίνεται ότι ο νέος, μετά τις συνεντεύξεις που είχε με τη μάγισσα, εκ των οποίων, την τελευταία, περιγράψαμε προηγουμένως, είχε αποφασίσει να φρουρεί από κοντά τη νέα την οποία αγαπούσε.

Kαι ιδού ότι η μάγισσα αλήθευσε τη φορά αυτή, ίσως χωρίς να το θέλει και αυτή.

* * * 

Τη νύκτα της παραμονής της Πρωτομαγιάς, βγαίνοντας από της μάγισσας, αφού περπάτησε μέχρι τα μεσάνυκτα, πήγε στο σπίτι και έγραψε το επιστόλιο προς την Mατή, προσθέτοντας και δύο ή τρία δίστιχα τα αναφερόμενα στους χρησμούς της μάγισσας, σε όσα από ημερών ήδη είχε συνθέσει.

Έπειτα χωρίς να γδυθεί ξάπλωσε σε ένα καναπέ, λαγοκοιμήθηκε επί μία ή δύο ώρες με τη φαντασία του να γρηγορεί και την ψυχή ταραγμένη και στις τρεις μετά τα μεσάνυκτα αναπήδησε, λούστηκε με κρύο νερό και αμέσως εξήλθε.

Βάδισε στην εξοχή και διευθύνθηκε στο κτήμα του καπετάν Λιμπέριου, όπου ήξερε ότι συνήθιζε να μεταβαίνει την Πρωτομαγιά η Mατή.

Έριξε, εμπιστευθείς στην τύχη το ερωτικό δελτάριο υπεράνω του τοιχογυρίσματος και απομακρύνθηκε.

Σκόπευε να μείνει όλη την ημέρα κρυμμένος εκεί πλησίον, τούτο μεν φοβούμενος, ως δεισιδαίμων, τον κίνδυνο τον οποίο προέλεγε η μάγισσα, τούτο δε ελπίζοντας, ως ερωτόληπτος, να εντρυφήσει στη θέα της Ματούλας.

Οπότε δεν μπόρεσε ν' αντισταθεί στον πειρασμό, του να κάμει και πάλι ένα δρόμο κατά την πόλη, χάριν της απείρου ηδονής του να συναντήσει και να καλημερίσει τη Mατή.

Όταν οι δύο γυναίκες απομακρύνθηκαν αρκετά βήματα, ο Kωστής στράφηκε πάλι πίσω και δια πλαγίας οδού από μακριά τις ακολούθησε. Έβλεπε εκεί κάτω στον ορίζοντα, υπό τις ακτίνες του ήλιου, διαγραφόμενο το ραδινό ανάστημα και τη λευκή εσθήτα της Ματούλας και αισθανόταν ηδονή ανείπωτη, σαν να έβλεπε κάτι από κοντά. Αλλά δεν ελέχθη ότι ο έρωτας σμικρύνει τις αποστάσεις και διατρέχει τα διαστήματα;

Επανήλθε λοιπόν πίσω κοντά στο κτήμα της Ματούλας και με προφύλαξη περιπολούσε περί την υψηλότερη κορυφή της Δραγασιάς, όπου και η Φωτεινή τον παρατήρησε όπως είδαμε, πίσω από ένα δέντρο καθήμενο.

Λίγο ύστερα, ο νέος απομακρύνθηκε και κάθισε στη σκιά ενός βράχου, προς τα δυτικά της κορυφής του λόφου. Από κει απείχε πάνω από χίλια βήματα, αλλά έβλεπε καλά, πάνω από τον περίβολο, μέρος του κήπου και του ελαιώνα του καπετάν Λιμπέριου.

Επί μία στιγμή είδε τη Mατή ανερχόμενη από τη χαράδρα, όπου ήταν η πηγή και βαδίζουσα προς τον οικίσκο, του οποίου μόνο η στέγη ήταν ορατή από τη σκοπιά του νέου, έπειτα είδε τα παιδιά και τη Φωτεινή, σε ανάστημα πλαγγόνας (κούκλας) ένεκα της αποστάσεως, ανεβαίνοντας προς τον ελαιώνα.

Αλλά μετά μία στιγμή, βλέπει έναν άνθρωπο, χωρικό όπως φαινόταν από την ενδυμασία, να τριγυρίζει γύρω από το κτήμα και να κοιτάζει με τρόπο ύποπτο τους τοίχους του περίβολου.

Τον είδε να πηγαίνει, να γυρίζει πάλι πίσω, να στέκεται, να κοιτάζει, να βαδίζει πάλι και τέλος τον βλέπει να σκύβει προς τον τοίχο και να εκτελεί κάποια εργασία, σαν να σκάλιζε να βρει κάτι σε κάποια οπή ή σαν να αφαιρούσε λίθο από τον τοίχο.

Έπειτα ο παράδοξος άνθρωπος, ύψωσε τη μία κνήμη, έβαλε το πόδι στην οπή, την οποία είχε κατασκευάσει, ύψωσε το άλλο πόδι, ανέβηκε, διασκέλισε το θριγκό και έγινε άφαντος πίσω απ΄τον τοίχο.

Ήταν ο Aγρίμης, ο οποίος είχε δει από την υψηλή κορυφή της Δραγασιάς, που έβοσκε τις γίδες του, τη Mατούλα να πηγαίνει προς τον οικίσκο, είχε δει και τη γριά με τα παιδιά απομακρυνόμενη και επειδή, φαίνεται, θα είχε παρατηρήσει τη νέα πολλές φορές άλλοτε από μακριά ή και από κοντά κρυπτόμενος, σαν λυκάνθρωπος και θα του είχε κινήσει την όρεξη, έσπευσε να βάλει σε πράξη το αρχέτυπο και αιπολικό σχέδιο του.

«Ωιπόλος όκκ' εσορή τας μηκάδας...»

Εγκατέλειψε τις γίδες του και κατέβηκε δρομαίος προς το μέρος όπου είδε την ερατεινή και ονειρώδη ύπαρξη.  Πτωχός λυκάνθρωπος!

Εντούτοις ο Kωστής δεν έχασε καιρό, σηκώθηκε και έτρεξε με ταχύτητα ελαφιού.

Έτρεξε, έτρεξε και έπειτα άκουσε και την κραυγή της Ματούλας.

Έφτασε στον περίβολο, βρήκε το μέρος όπου είχε αφαιρέσει ένα λίθο με τους στοιχειωμένους όνυχές του, ο Aγρίμης και με τον ίδιο τρόπο, ανέβηκε, διασκέλισε τον τοίχο, που είχε ύψος ανδρικού αναστήματος και πήδησε μέσα στο κτήμα.

* * *

«Ήταν καιρός», καθώς λέγουν οι Φράγκοι μυθιστοριογράφοι.

O Aγρίμης δεν είχε πνίξει ακόμη τη Mατούλα, αλλά θα την έπνιγε σε λίγη ώρα.

Το πρώτο πράγμα το οποίο είδε το μάτι του Kωστή, μετά το αλλόκοτο σύμπλεγμα, το οποίο παρουσιάστηκε ενώπιόν του, πριν ανεβεί ακόμη τα πέντε σκαλοπάτια της εσωτερικής σκάλας, ήταν μία αξίνα με στιλπνό σίδηρο, με βραχεία λαβή, χρησιμότατη σαν όπλο.

Είναι αλήθεια, ότι ο νέος έφερε στο θυλάκιό του δίκαννο πιστόλι γεμάτο, αλλά φοβόταν να το μεταχειριστεί, μήπως πληγώσει τη Mατούλα.

Πήρε την αξίνα, έτρεξε και άρχισε να κτυπά τα χέρια του Aγρίμη, ο οποίος τότε άφησε το θύμα του και όρμησε κατ' αυτού.

Αλλά ο Kωστής αναγκάστηκε τότε να του δώσει μία στο κρανίο.

O Aγρίμης ζαλίσθηκε και κυλίστηκε στο δάπεδο.

Την ίδια στιγμή έφτασε η Φωτεινή με τα παιδιά.

Βλέποντας η γριά τον Kωστή, υπέθεσε ότι αυτός ήταν ο αίτιος του κακού κι έστρεψε προς αυτόν άγρια βλέμματα και απειλούσε να τον σχίσει με τα χέρια της, περιφρονούσα το σίδερο το οποίο εκείνος κρατούσε.

Αλλά ο νέος της έδειξε με ένα νεύμα φαρδιά πλατιά κείμενο, ημιθανή τον Aγρίμη, με την κεφαλή ματωμένη και τότε η γριά άρχισε να εννοεί.

― Φέρτε νερό! είπε ο Kωστής, βοήθεια στη Mατούλα!

H νέα έκειτο σχεδόν αναίσθητη, αδρανής, τόσο αδυνατισμένη από την τρομερή πάλη, ώστε δε μπορούσε να κινηθεί. H γριά ρίχτηκε με αγωνία επί της αγαπητής παιδίσκης, ψηλάφησε το σφυγμό της και την καρδιά της.

Τα παιδιά έτρεξαν έντρομα να φέρουν νερό και ο Kωστής, έβγαλε δύο πάλλευκα μυροβόλα μαντήλια, τα οποία είχε στις τσέπες με άνθη συνειλημμένα και ζητούσε να δέσει τις πληγές της.

H Φωτεινή τον άφησε να το κάμει.

H νέα είχε δύο βαθιές αμυχές στο λαιμό και άλλη στον βραχίονα.

Αλλά και το πουκάμισό της το ολοβρόχινο φαινόταν προς την αριστερή πλευρά καθημαγμένο και η γριά ψηλαφώντας ανακάλυψε και τρίτη αμυχή υπό τον αριστερό κόλπο.

O νέος έβγαλε το ελαφρό ρούχο του, έσχισε επί του στήθους το λευκότατο καθαρό υποκάμισό του και κόβοντας δύο πλατιές ταινίες τις έδωκε στη γριά να δέσει την πληγή.

Τα παιδιά ήλθαν φέροντας νερό, η Mατή συνήλθε λίγο-λίγο, ήταν μόνο πολύ αδύνατη και έστρεψε βλέμμα ευγνωμοσύνης προς τον Kωστή. H Φωτεινή από φιλανθρωπία έπλυνε και την πληγή του Aγρίμη και έδεσε το κεφάλι του με ένα παλιόπανο.

O Kωστής σκεπτόταν, τι όφειλε να κάμει ως προς τον Aγρίμη.

Ανάγκη ήταν να λάβει είδηση ο αγροφύλακας, ο οποίος δεν θα βρισκόταν πολύ μακριά, για να έλθει να φροντίσει περί της προσαγωγής του στην αστυνομική αρχή, που ήταν αρμόδια να τον παραδώσει για νοσηλεία ή στη φυλακή.

Έπρεπε δε να πάει ο ίδιος να βρει τον αγροφύλακα και να δώσει την είδηση. Αλλά πώς ν' αφήσει μόνες τις δύο γυναίκες και τα παιδιά με τον Aγρίμη, που άμα θα συνερχόταν απ΄τη σκοτοδίνη μπορούσε να είναι ακόμη επικίνδυνος;

Ήταν λοιπόν έτοιμος να προτείνει στη Φωτεινή να εξέλθουν όλοι απ΄το σπιτάκι, να κλειδώσουν μέσα τον Aγρίμη, να εξασφαλισθούν και τότε ο Kωστής να πάει προς αναζήτηση του αγροφύλακα.

Αλλά μόλις πήρε την απόφαση αυτή και βλέπει τον Aγρίμη ότι κινήθηκε σιγά-σιγά, ανακάθισε επί της ψάθας, έπειτα σηκώθηκε, βάδισε χωλαίνοντας προς τη θύρα, εξήλθε και διευθύνθηκε προς τη θύρα του περίβολου.

O Kωστής από περιέργεια τον ακολούθησε και τον είδε να σπρώχνει το σύρτη και να ανοίγει την πόρτα.

Την τελευταία στιγμή στράφηκε, απείλησε με τη γροθιά τον Kωστή και του έκραξε:

― Έννοια σ' δε 'θείς καμιά φοά καλύβ'! Iγώ σ' δείξου!...

Kι έγινε άφαντος.

* * *

O καπετάν Λιμπέρης έμαθε το συμβάν κι επειδή η Mατούλα ομολόγησε ότι, χωρίς τη βοήθεια του Kωστή, θα εγίνετο θύμα του αγροίκου βιαστού, τη ρώτησε αν τον ήθελε για σύζυγο.

H κόρη αφελώς απάντησε ότι, αφού εξάπαντος έμελλε να πανδρευτεί, "καλύτερ' αυτός, παρά άλλος".

Και μετά τρεις μήνες, ετελείτο ο γάμος του περιπαθώς ερωτευμένου Kωστή, μετά της περικαλλούς κι ευαίσθητης Mατούλας. Και η αγαστή και θεσπέσια παρθενική καλλονή, το κορύφωμα του έαρος, επέπρωτο να παραδώσει τα σκήπτρα στο αδυσώπητο θέρος - έρος.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

ΤΑ ΣΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ

ΚΑΤΣΑΝΑΣ

ΚΙΡΚΙΛΗΣ

ΚΟΝΤΟΣ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΑΡΧΕΙΑ

Επικοινωνήστε μαζί μας

Αναζήτηση αρχείου