Σάββατο, 14 Δεκεμβρίου 2024

Η ΣΤΕΝΗ ΤΟΥ ΘΡΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ

ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Η ΟΡΕΙΝΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΡΦΥΩΝ

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Οι Κουκλοπαντρειές

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1903

➖➖➖

Τη μετατροπή του κειμένου στην

καθομιλουμένη δημοτική

έκανε ο

Ιωάννης Δ. Γιαννούκος

⭐⭐⭐

 

Μέσα στο βάθος της αυλής, κατοικούσε η κυρά-Ζαφείραινα με την κόρη της την Ευγενικούλα.

Δεν ήταν σπιτονοικοκυρά, ούτε καν σωστή υπενοικιάστρια, μόνο εντολή είχε να επιστατεί όλη τη μάνδρα, να εισπράττει τα ενοίκια από τις πέντε ή έξι χαμόγειες τρώγλες, που ήταν αραδιασμένες κατά μήκος της αυλής και είχε το προνόμιο να κατοικεί αυτή στη σχετικά καλύτερη κάμαρη και να πληρώνει φτηνότερο κάπως ενοίκιο.

Τα άλλα χαμόγεια τα κατείχαν τελευταία εργατικοί άνδρες, χωρίς οικογένειες, κατά κάποιον τρόπο φιλήσυχοι.

Μόνο στο δεύτερο δωμάτιο από την είσοδο της αυλής, κατοικούσε μία ζωντοχήρα χωρισμένη από τον άνδρα της, η Πολυτίμη, όπως τη λέγανε.

Οι σχέσεις μεταξύ της νοικάρισσας αυτής και της Ζαφείραινας, που εκπληρούσε χρέη σπιτονοικοκυράς, δεν ήταν πολύ ομαλές, αν και η πρώτη της είχε προσφέρει διάφορες και πολύτιμες εκδουλεύσεις.

Την είχε βοηθήσει να διώξουν από την αυλή δύο πρώην νοικάρισσες.

Απ΄αυτές η μία, η νεαρή Μαργαρώ, που κατείχε την τέταρτη κάμαρη, της είχε φωνάξει πολλά της Ζαφείραινας και της κόρης της, με αφορμή κάποια οικογενειακά ατυχήματα.

Τον περασμένο χρόνο, η Ζαφείραινα είχε παντρέψει την κόρη της με ένα νέο, σχεδόν διά της βίας.

Δίπλα τους, στο πλαγινό δωμάτιο, είχαν κατοικήσει επτά ή οκτώ λούστροι, απ΄ τους οποίους ο πλέον μεγαλόσωμος, ο αρχηγός της εταιρείας και ο πλέον τεμπέλης, έβαζε όλους τους άλλους (εκ των οποίων οι δύο ήταν αδέρφια του και οι άλλοι χωριανοί του) να δουλεύουν αντί αυτού και τους έπαιρνε τα λεπτά.

Αυτός ήταν τολμηρός, επίσης δε χορευτής και τραγουδιστής και αγαπούσε την τεμπελιά.

Σε λίγο καιρό, φαίνεται ότι είχε αγαπηθεί με την κόρη της, την Ευγενικούλα.

Μετά λίγο καιρό, η Ζαφείραινα πίεζε το Γιαγκίνη (τέτοιο παρατσούκλι του είχαν δώσει οι άλλοι) να στεφανωθεί με την κόρη της.

Κατ’ εκείνον τον καιρό, τα είχε καλά και με τις τρεις νοικάρισσες, επειδή ήταν Σεπτέμβριος και μόλις είχαν καταλάβει και οι τρεις τα δωμάτια και είχαν προπληρώσει τα ενοίκια.

Της έφυγε ένας λόγος ή μάλλον, έριξε ένα λόγο παρουσία μιας απ΄ αυτές, ότι η κόρη της δεν ήταν «κατά πως πρέπει», επειδή τα είχε μπλέξει κακά με το Γιαγκίνη.

Αυτή που το άκουσε, την πίστεψε και με το παραπάνω μάλιστα, έσπευσε δε να διηγηθεί και στις άλλες δύο το τι άκουσε και μετά λίγες ώρες, όλη η γειτονιά και έξω απ΄την αυλή και αντίκρυ και στα γύρω σπίτια, γνώριζαν ότι η Ευγενικούλα δεν ήταν «κατά πως πρέπει».

Έβαλαν μία μαμή να εξετάσει την κόρη κι εκείνη πιστοποίησε το πράγμα.

Ο Γιαγκίνης ισχυριζόταν τουναντίον, ότι η κόρη ήταν άθικτη και απειλούσε να καταγγείλει την ψευτομαμή.

Ύστερα από λίγο καιρό, με τη βοήθεια ενός πρόθυμου φίλου και με την επέμβαση ενός ισχυρού βουλευτή, ύστερα από πολλές απειλές και υποσχέσεις, το ανδρόγυνο στεφανώθηκε, όπως ανήγγειλε τουλάχιστον η Ζαφείραινα, αλλά όχι στο σπίτι, αλλού, σε μέρος άγνωστο.

Την επομένη του γάμου, η Ζαφείραινα καλημέρισε τις τρεις νοικάρισσες, δέχθηκε τα συγχαρητήριά τους, τις φίλεψε κουφέτα, έπειτα με τρόπο μυστηριώδη τις είπε:

-Κορίτσ’ ήταν η βρώμα!

Τη φορά αυτή, οι τρεις νοικάρισσες πίστεψαν ακριβώς το αντίθετο απ΄ ότι έλεγε η Ζαφείραινα.

* * *

Η Ευγενικούλα, είχε κατοικήσει χωριστά με τον άνδρα της αλλού και είχε κουβαλήσει μαζί της όλα τα έπιπλα της μητέρας της.

Αμέσως άρχισε να παραπονείται.

Ο Γιαγκίνης δεν είχε πλέον στη διάθεσή του τους πέντε ή έξι λούστρους να δουλεύουν για λογαριασμό του.

Εκείνοι είχαν αποσκιρτήσει και είχαν χειραφετηθεί.

Ο Γιαγκίνης δεν αγαπούσε να δουλεύει.

Ήταν γανωτής, αλλά δεν γάνωνε. Δοκίμαζε να κατασκευάσει κρυφά τρακατρούκες, για να βγάλει στραβά λεπτά, αλλά τον κυνηγούσε η αστυνομία. Μόνο το λούστρο μπορούσε να κάνει ενδιάμεσα, επειδή αυτή η εργασία του φαινόταν ξεκούραστη.

Άφηνε τη γυναίκα του νηστική. Την άφηνε σβηστή. Αργούσε το βράδυ στα καπηλειά και την άφηνε επί ώρες μοναχή της. Αυτή ήταν τεσσάρων μηνών έγκυος και λιγουρούσε η καρδιά της. Η μάννα της, που είχε βαρεθεί να ακούει τα παράπονά της, τη βλαστήμησε πολλές φορές, τη φασκέλωσε, αυτήν και τον άνδρα της και την προκοπή της, της έριχνε όλα τα άδικα, ότι αυτή και μόνη φταίει και τέλος αποφάσισε ένα βράδυ, χωρίς μήτε είδηση να δώσει στο σύζυγο και την κουβάλησε αυτήν και όλα τα έπιπλα μαζί και πάλι κοντά της, για να την «ξεγεννήσει».

Ο Γιαγκίνης έδειξε ότι του κακοφάνηκε, αλλά ενδόμυχα αισθάνθηκε μεγάλη ανακούφιση.

Έκαμε μία οργισμένη επίσκεψη και μία πικραμένη διαμαρτυρία στην πεθερά του και την παρακαλούσε να επιτρέψει να πάρει τη γυναίκα του πίσω.

Είναι αυτός ικανός να τη ζήσει και είναι ικανός να την ξεγεννήσει.

Ας αφήσει στη μητέρα της όλα τα μόμπιλα, μόνο τη ραπτομηχανή της να πάρει και ας έλθει!

* * * 

Κατ’ εκείνη την εποχή, άρχισε μεγάλη φαγούρα μέσα στην αυλή, μεταξύ της νοικάρισσας του τρίτου δωματίου, της Μαργαρώς και της Ζαφείραινας με την κόρη της.

Η Ζαφείραινα, ως φρόνιμη, είχε κάμει αυστηρές παρατηρήσεις στη Μαργαρώ.

Αυτή είχε, φαίνεται, έναν άνδρα, ο οποίος κατ’ αρχάς δεν είχε παρουσιασθεί, ύστερα ήλθε και κοιμήθηκε βραδιές στο δωμάτιο της νεαρής γυναίκας και σιγά-σιγά εγκαταστάθηκε.

«Ο μουσαφίρης, μας έγινε νοικοκύρης», καθώς έλεγε η Ζαφείραινα.

Αμυνόμενη η Μαργαρώ, άρχισε να κατηγορεί τη χήρα και την κόρη της.

Μήπως αυτές ήταν καλύτερες τάχα; Ή θα μας πει πως πάντρεψε τάχα την κόρη της μ’ ένα λούστρο εκεί και στους τρεις μήνες την επήρε πάλι πίσω;

Θεός ξέρει αν είναι με στεφάνι. Ή πως αγόρασε τάχα μία στεφανοθήκη κι έβαλε επιδεικτικά τα στέφανα σιμά στα εικονίσματα!

Και τι κουκλοπαντρειές είναι αυτές!... κλπ.

Η Ζαφείραινα εξεμάνη εναντίον της ξένης.

Αυτή να έχει στόμα, να πει κακό για την κόρη της!... Πρέπει να πλύνει πρώτα το στόμα της, για ν’ αναφέρει τ’ όνομά της.

Ακούς εκεί! μια τέτοια, μια πολύπαθη και πολυτεχνίτισσα, μια πομπιωμένη, να έχει τόλμη να βγάζει τρεις πιθαμές γλώσσα, να λέγει κιόλα για το κορίτσι το δικό της, που είναι σαν το κρύο νερό, είναι και φαίνεται!...

Μία νύχτα, επειδή έλειπε αργά η Μαργαρώ, η Ζαφείραινα μαντάλωσε καλά την αυλόπορτα, έβαλε το σύρτη και την έκλεισε απ’ έξω.

Βαθιά, κοντά τα μεσάνυχτα, έφτασε η Μαργαρώ, μαζί με τον δικό της και αφού χτύπησε μάταια την εξώπορτα, ο καβαλιέρος της αναρριχήθηκε επάνω στο θριγκό, στη στέγη της αυλόπορτας, πήδησε μέσα στην αυλή, ξεκλείδωσε την πόρτα και η Μαργαρώ μπήκε.

Άκουσαν οι δύο άλλες νοικάρισσες το θόρυβο και το γδούπο.

Τον άκουσε και η Ζαφείραινα, η οποία σηκώθηκε και σκεπτόταν να πάει να φωνάξει την αστυνομία, αλλά η κόρη της την απέτρεψε, μη τυχόν και γίνει προσβολή στο σπίτι τους.

Εντωμεταξύ το ζεύγος είχε κλειδωθεί μέσα στο δωμάτιο.

Οι άλλες δύο νοικάρισσες, άρχισαν να πνέουν πυρ και μανία εναντίον της Μαργαρώς, έγιναν «το ένα τους» με τη Ζαφείραινα και απαιτούσαν μεγαλοφώνως να φύγει η έκφυλη γυναίκα από την αυλή.

Αυτό ήταν δα κακό παράδειγμα!

Ήταν εναντίον στα χρηστά ήθη.

Ακούτε σεις! να έλθει μαζί με το λεγάμενο, τον «καύκον» της, μεσάνυχτα, να καβαλικέψει εκείνος επάνω στο ντουβάρι και να πηδήσει μέσα σαν ληστής, να παραβιάσει την πόρτα!

Και πού είμαστ’ εδώ!...

-Να του έκαμε τάχα πλάτη αυτή κι ανέβηκε εκείνος επάνω;

Πώς μπόρεσε κι έφτασε τόσο ψηλά, στον καβαλάρη του τοίχου;…

Να γκρεμοτσακιστεί γρήγορα να φύγει απ’ εδώ αυτή κι ο καύκος της!

* * *

Η Ομοσπονδία της αυλής ταχέως θριάμβευσε.

Το αποτελεσματικότερο απ΄ όλα τα μέσα, υπήρξε η απειλή περί καταγγελίας στην αστυνομία και περί πιθανής παραπομπής στα οικήματα, τα πέραν του Αεριόφωτος.

Την άλλη ημέρα, η Μαργαρώ, μάζεψε τα ρούχα της και κουβαλήθηκε.

Έμεναν τώρα η Πολυτίμη και η Λισάβω, η άλλη νοικάρισσα.

Η τελευταία αυτή, άρχισε την άλλη μέρα να τρώγεται με την Ζαφείραινα.

Φαίνεται ότι είχε κι αυτή, η Λισάβω, «έναν άνθρωπον», αν και κατά το φαινόμενο ήταν χήρα.

Είχε κι ένα κορίτσι τεσσάρων ετών, την Ελπινίκη.

Η Ζαφείραινα της έκαμε πικρές παρατηρήσεις σχετικά με τον «έναν άνθρωπον».

Τότε της έψαλε κι εκείνη τα ίδια, τα οποία της είχε κελαδήσει κι η πρώην νοικάρισσα, η Μαργαρώ κι ακόμη περισσότερα.

Σε δύο ή τρεις ημέρες, τόσο μίσος και κακία άναψε εκεί μέσα, ώστε μεταξύ των δύο οικογενειών, οι μόνοι που έσωζαν ακόμη λείψανα της παλαιάς φιλίας, ήταν η Ελπινίκη, η τετραετής κόρη της Λισάβως κι η σκύλα της Ευγενικούλας, η Βαβίτσα.

Η άλλη νοικάρισσα, η Πολυτίμη, πήρε το μέρος της Ζαφείραινας.

«Της ετράβα το σχοινί της», καθώς είπε η Λισάβω.

Βέβαια! τέτοιες συμφωνούν πάντα, έλεγε.

Η Πολυτίμη εξεστράτευσε κατά της Λισάβως. Άρχισε τριήμερος, ατέλειωτος καυγάς μεταξύ των δύο γυναικών.

Η Πολυτίμη ανέλαβε μέρος πρωταγωνίστριας.

Η Ζαφείραινα αμέσως περιήλθε σε δευτερεύον πρόσωπο και χαιρόταν μέσα της ν’ ακούει τις άλλες να βρίζονται με όλο το γυναικείο λεξιλόγιο.

Κοντολογίς, η εκστρατεία κατέληξε σε αποπομπή της πρώτης νοικάρισσας, της Λισάβως.

Η Ζαφείραινα και η Πολυτίμη έκαμαν παράπονα στον σπιτονοικοκύρη, ότι δεν μπορούσαν πλέον να υποφέρουν τη γλώσσα της.

Εκείνος της χάρισε δυόμιση νοίκια καθυστερούμενα και της είπε να φύγει.

Αυτή έφυγε και δεν είπε «ευχαριστώ».

* * * 

Τα δύο δωμάτια που άδειασαν, νοικιάσθηκαν σε εργατικούς, «εργένηδες» ανθρώπους.

Έμειναν τώρα αντιμέτωποι, οι δύο Ζαφείραινες, μάννα και κόρη αφ’ ενός και η Πολυτίμη αφ’ ετέρου, ολομόναχη ακόμη κατά το φαινόμενο.

Ήταν ζωντοχήρα. Είχε χωρίσει με τον άνδρα της, καθώς έλεγε, όχι εδώ, στην Πόλη, όπου διέμενε παλαιότερα. Είχε λάβει και διαζύγιο, καθώς βεβαίωνε, από τα Πατριαρχεία. Παιδιά δεν είχε κάμει. «Είδε ο Θεός την αδικία!» ανέκραζε, σηκώνοντας προς τα πάνω τους οφθαλμούς.

Ξενοδούλευε, έπλεκε, έραβε και ζούσε.

Είχε κάμει για λίγους μήνες, σε κάποια οικογένεια στην Αθήνα, ως υπηρέτρια ή μαγείρισσα.

Δύο ή τρεις φορές είχε παρουσιασθεί στην κάμαρά της ένας νεαρότατος ξανθός, με λεπτό μουστάκι.

Αυτή είπε ότι ήταν πατριώτης της , σχεδόν αδελφός της, ο «Βασιλάκης της», με τον οποίο είχε συναναστραφεί.

Ήταν νέα, κοντή, μελαχρινή, με πρόσωπο «αγορίσιο» όμοιο με νεανίσκο χωρίς γένια.

Μία των ημερών ήλθε ένας συγγενής, θείος του πρώην συζύγου και της έκαμε καυγά.

Απαιτούσε να του δώσει ένα εικόνισμα που είχε, του ανδρός της, τον Ευαγγελισμόν.

Αυτή ομολογούσε ότι ήταν του ανδρός της, αλλά στο πείσμα του, δεν ήθελε να το δώσει.

Την άλλη ημέρα ήλθε ο πρώην σύζυγος, στάθηκε στην αυλόπορτα, σιμά στον παραστάτη και της έψαλε τα εξ αμάξης.

Την κατηγόρησε σκληρά, ότι συζεί με το Βασίλη της παράνομα και χωρίς να έχει διαζύγιο, παρεξετράπη κι εφώναξε ότι όλοι μέσα στην αυλή είναι «τέτοιοι», αφού τ’ ανέχονται «αυτά»…

Της Ζαφείραινας της κακοφάνηκε πολύ.

Όχι, αυτή δεν είναι «τέτοια». Άρχισε να επιπλήττει την Πολυτίμη. Αυτή αλλιώς τη νόμιζε.

Είναι σωστό, το λοιπόν, ότι το Βασίλη δεν τον έχει εξάδελφο, αλλά αγαπητικό;…

Και την παρακαλεί πολύ να πληρώσει τα δύο νοίκια που χρεωστεί, γιατί την πιέζει κι αυτήν ο σπιτονοικοκύρης… και να πάει στο καλό, να βρει αλλού δωμάτιο.

Ο σπιτονοικοκύρης μάλιστα είναι άρρωστος και της είπε τόσα λόγια, οπού δεν φροντίζει να μαζεύει τα νοίκια, γιατί κι αυτός μπορεί να έχει ανάγκη.

Σε απάντηση, η Πολυτίμη της φώναξε, ότι, αν ο σπιτονοκοκύρης είναι άρρωστος, αυτή, αν πεθάνει, θα χορέψει από τη χαρά της.

Όχι πως έχουν κάτι παλιοκοτέτσια εκεί, που δεν είναι χειρότερα από αχούρια και σε βρίσκουν στην ανάγκη και σε πνίγουν και σου ζητούν δεκατρείς και δεκαπέντε δραχμές νοίκι!

Πού το ηύραν γραμμένο;

Μ’ αυτά και μ’ αυτά πλουτούν αυτοί, με του φτωχού τον ιδρώτα, οι αιματοφάγοι.

Και τι κόσμος είναι αυτός, στην Αθήνα…

Κρίμα στ’ όνομα που έχει! Στην Πόλη, που είναι Τούρκοι και πάλι σε πονούν και σε βοηθούν καλύτερα.

Εκεί σε πονούν και σε συμπονούν οι Τούρκοι… κι εδώ ξεπονούν οι Χριστιανοί, σε γδύνουν.

Κι επιτέλους, αυτή δεν έχει λεπτά να πληρώσει.

Τη βλέπει η κυρά Ζαφείραινα πως ξενοδουλεύει και ζει.

Ας της κατεβάσουν τουλάχιστον το νοίκι!...

Όσο για το Βασιλάκη, είναι ψέματα.

Αυτή έχει αθώα φιλία μαζί του… και πάλι ότι μπορεί θα κάμει, να!... ένας άνθρωπος…

Από πού να πληρώσει τόσο νοίκι; Και τι να φάει; Με μια δραχμή την ημέρα, που μπορεί μια να βγάλει με το εργόχειρο… όταν έχει δουλειά, αλλά τον περισσότερο καιρό δεν έχει… Αυτοί ας όψονται! Τους βγάζουν την ψυχή ανάποδα κι ύστερα αγανακτούν τάχα, γιατί δεν τους βλέπουν να κάνουν φρόνιμα!... Αυτοί τις σπρώχνουν να γίνονται άτιμες!... Κι ας το ξέρει η κυρά Ζαφείραινα… Αν τύχει και πεθάνει ο σπιτονοικοκύρης, κακό δεν του θέλει τ’ ανθρώπου, αλλά θα βγει έξω στην αυλή να χορέψει!...

Ο γαρ θάνατός σου, ζωή μου!

Το είπε και το έκαμε.

Μετά λίγες ημέρες πέθανε ο ιδιοκτήτης, η δε Πολυτίμη, μόλις το έμαθε, βγήκε στην αυλή, πιάστηκε από το ένα χέρι μ’ ένα κοριτσάκι οκτώ ετών, γειτονοπούλα και άρχισε να χορεύει τον τσάμικο.

Ο χορός εκείνος της βγήκε ξινός.

Τη νύκτα, βαθιά τα μεσάνυκτα, η Πολυτίμη ξύπνησε όλους τους ενοίκους και όλους τους γείτονες, τους έξω της αυλής, με τις φωνές της τις άγριες.

Την είχαν πιάσει υστερισμοί.

Ο Βασιλάκης, που ήρθε πολύ αργά και οινοβαρής, ως φαίνεται, της είχε κάμει σκηνή ζηλοτυπίας.

Είχε μάθει, ότι η νεαρή γυναίκα σύχναζε ακόμη στο σπίτι εκείνο, που είχε διατελέσει για ένα φεγγάρι μαγείρισσα και όπου υπήρχαν και δύο νέοι άγαμοι, γιοι της οικογένειας.

Ο Βασίλης λοιπόν, ζήλευε φοβερά και άρχισε να βασανίζει και να δέρνει τη φτωχή.

Τόσο εξήφθη εκείνη και τόσο τραγικά φώναζε, εν μέρει, ως φαίνεται, πονώντας πράγματι, εν μέρει παίζοντας κωμωδία, ώστε ξάφνιασε όλους τους γείτονες επάνω στον πρώτο ύπνο τους.

Σε μία γωνία της αυλής, πλησιέστερα στο βάθος, υπήρχε ένα πηγάδι, το οποίο θα είχε ως δύο σπιθαμές νερό, κιτρινωπό και όζον και ήταν σκεπασμένο με σανιδένιο καπάκι.

Η Πολυτίμη τραβούσε τα μαλλιά της, κοπτόμενη, σχίζοντας τα μάγουλά της και φωνάζοντας άγρια, έτρεξε προς το μέρος του πηγαδιού, σήκωσε το καπάκι και φώναζε ότι… τώρα θα πέσει να πνιγεί.

-Να, θα πέσω, έπεσα! Να όψεσαι, Βασιλάκη! με πήρες στο λαιμό σου.

Να! πέφτω στο πηγάδι!...

Ευτυχώς, μία γειτόνισσα, της οποίας το σπίτι ήταν σύρριζα έξω από την αυλόπορτα, 124άκουσε το θόρυβο κι επειδή η αυλόπορτα ήταν ανοικτή - την άφηνε πάντοτε ανοικτή η Πολυτίμη, για να έρχεται ο Βασίλης ότι ώρα ήθελε και μάλιστα εσχάτως είχε γίνει άφαντο το πλάγιο μάνταλο της θύρας και η Ζαφείραινα είχε εκφράσει παράπονο για τούτο - μπόρεσε να τρέξει μέσα και κράτησε από τους δύο βραχίονες την Πολυτίμη και την εμπόδισε να κάμει κακό.

Όσο για το Βασιλάκη, αυτός είχε μείνει στο δωμάτιο, είχε μισανοίξει το παράθυρο και κοίταζε με περιέργεια να δει, αν η Πολυτίμη θα έπεφτε πράγματι στο πηγάδι.

* * * 

Η Ζαφείραινα και η κόρη της δεν φάνηκαν.

Ακούονταν πνιγμένα γέλια από το δωμάτιό τους, αλλά δεν ανοίχθηκε η πόρτα τους.

Την άλλη μέρα, ειρήνη έγινε στο ζευγάρι και οι διαχύσεις επανήλθαν, όπως επανέρχονται μετά τα πείσματα και τους τσακωμούς.

Μόνο, κάτι άλλο συνέβη.

Ο πρώην σύζυγος είχε πάει στην αστυνομία και κλάφτηκε, ότι η σύζυγός του, χωρίς να έχει διαζύγιο, συζούσε παράνομα με έναν Βασιλάκη.

Ο αστυνόμος, σύμφωνα με τους γραπτούς και τους άγραφους κανονισμούς, κάλεσε την Πολυτίμη στο τμήμα και την εξέτασε.

Εκείνη διηγήθηκε ότι ήθελε.

Είπε ότι το εικόνισμα που της ζητεί ο θείος του ανδρός της, δεν το δίδει και την στεφανοθήκη την έχει κάτω από το εικόνισμα και το στέφανό της το τιμά και ότι με τον Βασιλάκη, συγγενή της, έχει αθώα φιλία.

-Γιατί τότε, δεν θέλεις να πας με τον άντρα σου;

Ρώτησε ο αστυνόμος.

-Εγώ!... ανέκραξε με βαθιά έκπληξη η Πολυτίμη.

Εγώ τον άντρα μου τον θέλω, κι ας με πάρει…

Ο αστυνόμος εστράφη προς τον άνδρα.

-Και συ, του λέγει, τη θέλεις τη γυναίκα σου;

-Εγώ!... ανέκραξε με αποστροφή εκείνος, όχι! ποτέ στον κόσμο! μήτε ζωγραφιστή!...

-Τι παράπονα έχεις τότε; Είπε με απορία ο αστυνόμος.

Το ίδιο βράδυ, η Πολυτίμη διηγούταν θριαμβευτικά στη γειτόνισσα, εκείνη που είχε τρέξει να τη γλυτώσει να μη πνιγεί, το κόλπο τούτο.

-Είπα κι εγώ, μπράβο! τόνε θέλω τον άντρα μου, ακούς εκεί!...

Πώς λες; καλά τα καταφέρνω;

-Όχι, καλύτερα, μπράβο σου! απάντησε με θαυμασμό η γειτόνισσα.

-Α! τι βλάκες που είν’ οι άντροι!

Ένεκα των διαφόρων τούτων περιστάσεων και του θανάτου του ιδιοκτήτη, οι καυγάδες μεταξύ της Πολυτίμης και της Ζαφείραινας είχαν κοπάσει για λίγες μέρες. Αλλά την επομένη της ημέρας κατά την οποία είχε κληθεί στην αστυνομία η νεαρή γυναίκα, η Ζαφείραινα της ζήτησε πάλι, εξ ονόματος της χήρας και των τέκνων της, τα καθυστερούμενα ενοίκια και της υπενθύμισε ότι όφειλε το ταχύτερο να βρει οίκημα να μετακομισθεί.

Η Πολυτίμη είπε ότι θα δώσει τα ενοίκια, όταν ευκολυνθεί και θα φύγει από το δωμάτιο, όταν μπορέσει.

Η Ζαφείραινα απάντησε, ότι τα ενοίκια θα τα πληρώσει και θα πει κι ένα τραγούδι και από το δωμάτιο θα φύγει και θα πηδήσει, καθώς πήδησε και χόρεψε την ημέρα που είχε πεθάνει ο σπιτονοικοκύρης…

Κι αυτό μόνο το άσκημο φέρσιμο, να μάθουν οι κληρονόμοι, αυτό αρκεί για να τους κάμει να της τα πετάξουν έξω τα ρούχα της.

Τέλος, ο αγώνας σκληρύνθηκε και η πάλη δηλητηριάσθηκε.

Από την ημέρα εκείνη γίνονταν τακτικά, πρωί, μεσημέρι και βράδυ, οι καυγάδες μεταξύ των δύο γυναικών.

Η Πολυτίμη της έψαλλε της Ζαφείραινας όλα όσα της είχαν ψάλει οι δύο άλλες νοικάρισσες κι άλλα τόσα και πολύ περισσότερα.

Δεν τις ονόμαζε πλέον Ζαφείραινες αλλά Γιαγκίναινες από το όνομα του γαμπρού.

Αυτό αρκούσε για να κάμει τη γριά να σκυλιάσει.

Μία ημέρα, η Ζαφείραινα είχε ξυπνήσει πολύ άσχημα κι άρχισε πολύ πρωί, πριν ανατείλει ακόμη ο ήλιος, ατελείωτο καυγά.

Η βρωμούσα! η μπαλαρίνα! η λεγάμενη! Που είναι βγαλμένο το νάμι της, εδώ και στην Πόλη! Θαρρεί πως είναι τα μούτρα της!... Κι έχει στόμα να πει για το κορίτσι το δικό μου!... Αυτή κι ο Βασιλάκης της! που έβγαλε την πεντούγια από την πόρτα, για να έρχεται τη νύχτα ο καύκος της!...

Που την εκουβάλησε στην αστυνομία ο άνδρας της!...

Και της έκαμε ο καύκος της μια σκηνή κι έβαλε τις φωνές σα δαιμονισμένη! Κι είχε βγάλει την πεντούγια απ’ την αυλόπορτα, για νά ΄ρχετ’ ελεύθερα νύχτα και σκοτάδι, ο πώς τόνε λένε, ο ξάδελφός της!

Γιατί μωρή, την έβγαλες την πεντούγια;

Κάθε μισό λεπτό επανερχόταν στον μονόλογο η «πεντούγια» ή το μακρό μάνδαλο της αυλόθυρας και κάθε πέντε δευτερόλεπτα γινόταν λόγος «διά το πηγάδι».

-Κι έκαμε πως ήθελε τάχα να πνιγεί… Και σήκωσε τη γειτονιά στο ποδάρι, να φωνάζει, στις δυο από τα μεσάνυχτα, σαν τρελή, σα δαιμονισμένη… Που ήξερε να βγάλει την πεντούγια από την πόρτα, για νάρχεται ο λεγάμενος…

Και της έκαμε το ζηλιάρη κι αυτή έκανε πως ήθελε να πέσει στο πηγάδι, να πνιγεί. Γιατί μωρή μπαλαρίνα, σαν ήθελες να πνιγείς, δεν πνιγόσουνα; Να, έλα, το κάνω χαλάλι το πηγάδι κι ας βρωμήσει…

Έλα τσακίσου, πέσε, να πνιγείς! Έλα, να! βγάζω και το καπάκι… το κάνω χαλάλι το πηγάδι… Έλα, πέσε να πνιγείς!

Και συγχρόνως λέγοντας, αφαίρεσε πράγματι το κάλυμμα του πηγαδιού και με χειρονομίες καλούσε την Πολυτίμη να έλθει να πέσει μέσα.

-Έλα! το κάνω χαλάλι, σου λέω!

-Το κάνεις χαλάλι, απάντησε μόνο η Πολυτίμη, γιατί δεν είναι δικό σου, είναι ξένο!..

Και δεν είπε πολλά άλλα, όπως άλλοτε συνήθιζε.

Το πρωί εκείνο, φαινόταν σαν να είχε δέσει τη γλώσσα της.

Ίσως επιφυλασσόταν να την τροχίσει κι αυτή τη γλώσσα της κατόπιν.

Αλλά μάλλον φαίνεται, ότι είχε πάρει ήδη την απόφασή της και για τούτο δε μιλούσε πλέον.

* * * 

Μετά δύο μέρες, η Πολυτίμη άδειασε το δωμάτιο και κουβαλήθηκε αλλού, χωρίς να πληρώσει τα οφειλόμενα.

Όταν η Ζαφείραινα έμεινε μόνη με την κόρη της, καθότι όλα τα άλλα δωμάτια δόθηκαν κατά προτίμηση σε «μπεκιάρηδες», άρχισε κακή φαγούρα με την κόρη της την ίδια, η οποία βρισκόταν στο τελευταίο στάδιο της εγκυμοσύνης.

Την έβριζε, την έτρωγε, τη βασάνιζε.

Έκαμνε όπως μία άσχημη, η οποία θα επείθετο περί της ασχημίας της, θα έσπαζε, όπως λένε, τον καθρέπτη, για να μη βλέπει το πρόσωπό της.

Την έδερνε, τη δάγκανε και την καταριόταν, να τη θάψει.

Όταν θα την έθαπτε, επιφυλασσόταν να δέρνεται μόνη της.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

ΤΑ ΣΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ

ΚΑΤΣΑΝΑΣ

ΚΙΡΚΙΛΗΣ

ΚΟΝΤΟΣ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΑΡΧΕΙΑ

Επικοινωνήστε μαζί μας

Αναζήτηση αρχείου