Ο Γείτονας με το λαγούτο
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1900
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Ο νέος νοικάρης, που είχε νοικιάσει την κάμαρα τη μεσιανή, ήταν κοντός, κυρτός, μεσόκοπος και είχε ένα μεγάλο λαγούτο, μακρύ, πλατύ.
Έσκυβε για να ξεκλειδώσει την πόρτα του, κρατώντας κάτω από τη μασχάλη το λαγούτο, το οποίο ακουμπούσε στο έδαφος.
Ποτέ δεν ερχόταν ορισμένη ώρα στο δωμάτιό του.
Πότε πολύ νωρίς, πότε πολύ αργά, άλλοτε έλειπε όλη τη νύκτα και κοιμόταν την ημέρα. Πότε ήταν νηστικός, πότε φαινόταν να είναι «αποκαής».
Δεν είναι βέβαιο αν έπινε χασίς, φαίνεται όμως ότι έπινε πολύ ρακί.
Ήταν Τουρκομερίτης. Ονομαζόταν Βαγγέλης.
Τα άλλα οικήματα, έξι-επτά δωμάτια, χαμόγεια, σε γραμμή, όλα παμπάλαια, τρώγλες, άλλα χωρίς παράθυρα, όλα σχεδόν με σαθρούς τους τοίχους, κατέχονταν από διάφορους.
Υπήρχαν δύο ή τρεις μπεκιάρηδες, μία οικογένεια με πέντε ή έξι παιδιά, μία νέα ζωντοχήρα, η Κατερνιώ η Πολίτισσα, ξενοδουλεύοντας, ζώντας κατά τα φαινόμενα ολομόναχη και το μέσα δωμάτιο στο βάθος της αυλής, το κατείχε η σπιτονοικοκυρά η κυρά-Γιάνναινα, χήρα, με την κόρη της τη Δημητρούλα.
Η μάνδρα με τα πενιχρά οικήματα βρισκόταν σε κάποια πάροδο, ανάμεσα στου Ψυρρή και στου Τάτση.
Όταν παρουσιάστηκε στη σπιτονοικοκυρά ο Βαγγέλης για να νοικιάσει το δωμάτιο, παρουσιάστηκε ως μπεκιάρης και ότι επρόκειτο να ζει μοναχός του.
Ύστερα από λίγες μέρες της λέγει έξαφνα, ότι έχει μία γυναίκα και σκέπτεται να τη φέρει εδώ.
Η κυρά-Γιάνναινα αμέσως υποπτεύτηκε, ότι θα είχε καμιά «λεγάμενη».
— Αυτά δεν τ’ ακούω εγώ, του λέγει. Εσύ μου είπες πως είσαι εργένης, για εργένη σ’ έβαλα.
Αν εννοείς να μου φέρεις εδώ καμιά παστρικιά, πολύ σε παρακαλώ να μου αδειάσεις την κάμαρα … σαν τελειώσει ο μήνας που έχεις πληρώσει.
Τη νύκτα, όταν ερχόταν κάποτε νωρίς, πριν τα μεσάνυκτα, συνήθως δεν είχε ύπνο. Άναβε το φως, περπατούσε, ξαπλωνόταν στο κρεβάτι και λιανοτραγουδούσε ή τούρκικα ή ντόπια κουτσαβάκικα:
-.-
"Βασίλω μ’, κάτσε φρόνιμα,
σαν τ’ άλλα τα κορίτσια…"
-.-
"Ρήνα μου, Κατερίνα, μη φαρμακώνεσαι,
σου δίνω το βοτάνι…"
-.-
Έπειτα μονολογούσε επί ώρα πολλή, λίγες δε αποσπασμένες φράσεις κατορθώνουν να ακούνε οι γείτονες.
Μωρέ κόσμος, ντουνιάς! … μπεκιάρης, σου λέει ο άλλος … Μην έχεις, λέει, καμιά λεγάμενη; … Σ’ ερωτώ εγώ, κυρά μου, τι έχετε σεις, και τι κάνετε σεις; … Ο κόσμος είναι τροχός, ρόδα που γυρίζει, κυρά μου … μπου ντουνιά τσαρκ φελέκ! …
Έννοια σου, εγώ μωρή δε σ’ αφήνω, δε σ’ απαρατάω, εσκί ντοστ ντουσμάν ολμάζ! … Παλιός φίλος, οχτρός δε γένεται. Έννοια σου κι η τιμή, τιμή δεν έχει … Είναι τιμημένες λέει, τιμημένες, κυρά μου …
Κι έχει τιμολόγιο μαθές η τιμή; Μια γροσάρα, ένα μπεσλίκι, ένα εξάρι, ένα εικοσάρι, μια λίρα, ως πόσα έχει;
Ένα λιμοκοντόρο, ένα διπλό, ένα τάλλαρο, ένα εικοσιπεντάρικο, ένα κατοστάρικο, παραπάνω, πόσα έχει; …
Να σου πω εγώ πόσα έχει … Εκατό χιλιάδες χάρτινες δραχμές η αρχόντισσα της Αθήνας, εκατό χιλιάδες λίρες η αρχόντισσα της Πόλης, η πιο μεγάλη χανούμισσα, ένα εκατομμύριο λίρες η εφτακρατόρισσα, δέκα εκατομμύρια η Σουλτάνα …
Αυτό είναι το τιμολόγιο! …
Για λίγα λεπτά έπαυε ν’ ακούεται η φωνή του.
Έπειτα και πάλι άρχιζε να μονολογεί:
— Έχουν αξία όλα τ’ άλλα πράγματα κυρά μου, σε έναν κόσμο που μόνο οι παράδες έχουν τιμή; …
Αχ! κεφάλι, κεφάλι, που θέλεις χτύπημα στον τοίχο αυτόν το ραγισμένο, στο ντουβάρι, αυτό το μουχλιασμένο, το βρώμικο … Πότε θα βάλεις γνώση;
Έπρεπε να ζει διακόσια, πεντακόσια χρόνια ένας άνθρωπος, για να μπορέσει να καταλάβει καλά τον κόσμο…
Σαν ξαναγένω νύφη, ξέρω και καμαρώνω …
Καλά το λεν οι Αγάδες εκεί πέρα, - μωρέ, πού είστε, τ’ άγια χώματα;
Του Ρωμιού η γνώση ύστερα έρχεται …
Γιουννανίν ακίλ σοραντάν γκελίορ!…
***
Ένα πρωί η κυρά-Γιάνναινα, καθώς βγήκε πολύ νωρίς, είδε να ξεμυτίζει απ’ την πόρτα του Βαγγέλη ένα κεφαλάκι μικρό, ξεσκούφωτο, με κάτι κορδέλες και φιόγκους στα μαλλιά, να ανεμίζει ένα φουστανάκι και να γλιστράει στο χαλικόστρωτο έδαφος της αυλής και να φεύγει σαν αστραπή.
Της φάνηκε να ήταν μία γυναικούλα, σουφρωμένη, μικρόσωμη, σχεδόν γριούλα.
Τότε έκαμε αυστηρές παρατηρήσεις στο Βαγγέλη.
Αυτής δεν της χρειάζονται τα τοιούτα.
Δεν ανέχεται να κακοσυστηθεί στη γειτονιά το σπίτι της. Και θα της κάμει τη χάρη να της αδειάσει τη γωνιά.
Η νοικάρισσα, η Κατερνιώ η Πολίτισσα, που κατείχε το δεύτερο δωμάτιο καθώς έμπαινες από την αυλόπορτα, ήταν θαρρετή κι ελεύθερη γυναίκα. Είχε αρχίσει να χωρατεύει λίγο με το Βαγγέλη, άκακα να τον πειράζει.
Ένα πρωί, καθώς έβγαινε εκείνος με το λαγούτο από την κάμαρη, του άρπαξε με θάρρος το λαγούτο, το ακούμπησε στο βραχίονά της και δοκίμαζε με το πλήκτρο να βγάλει φωνές.
— Ε! καημένε, κυρ Βαγγέλη! … δεν είσαι και συ κανένας μερακλής, … δεν σ’ ακούσαμε καμιά βραδιά να μας παίξεις κι εδώ τίποτα …
Είναι καμπόσοι βιολιτζήδες τόσο μερακλήδες, που καλύτερα παίζουν μονάχοι τους, όταν τους έρχεται το κέφι, παρά όταν τους δίνουν οι άλλοι παράδες.
— Ησύχασε κυρά μου κι ο λύκος τη φωλιά του δεν τη μολύνει ποτέ! …
Εδώ η κυρά-Γιάνναινα, δεν της αρέσουν τα παιγνίδια, μήτε τα λαλούμενα.
Η Κατερνιώ έβαλε το λαγούτο πλάγια επί του στέρνου της κι έκαμνε τάχα πως το παίζει.
— Άφησέ το, κυρά μου, μην το καταπιάνεσαι! … Δεν είναι για τα χεράκια σου…
Όταν ο Βαγγέλης, τη νύκτα της ίδιας μέρας, βρέθηκε ότι είχε πιει πολύ ρακί και κρασί, τότε θυμήθηκε την πρωινή μικρή σκηνή με την Κατερνιώ τη ζωντοχήρα και φαίνεται, ότι έδωκε την ερμηνεία την οποία ήθελε να δώσει, σύμφωνα με τους καπνούς της ώρας εκείνης.
Επανήλθε για να κοιμηθεί στις μία μετά τα μεσάνυκτα.
Καθώς μπήκε από την αυλόπορτα, στάθηκε κοντά στη δεύτερη πόρτα και κατ’ αρχάς γρατσούνισε δύο ή τρεις φθόγγους με το πλήκτρο στο λαγούτο του, έπειτα με τα νύχια άρχισε να γρατσουνίζει και τη σανίδα της πόρτας.
—Άνοιξε, Μαριώ μ’, την πόρτα! … Έ ! Κατερνιώ μ’! άνοιξε.
Η Κατερνιώ ή κοιμόταν ή ξυπνητή ήταν, δεν έδωκε απάντηση.
Ο Βαγγέλης άρχισε να μονολογεί έξω από την πόρτα:
— Ξένοι στα ξένα, κυρά μ’! ξενάκια όλοι είμαστε. «Πού να καθίσω, να ξενυχτίσω;» …
Αχ! Είναι κακός ο κόσμος κυρά μ’! δεν μπορεί να πει κανείς τον πόνο του! … Σεβντάς, άχτι, καημός, μαράζι, ντέρτι, μεράκι, βάσανο, κυρά ’μ! … «Σ’ αφήνω την καλή νυχτιά, πέσε γλυκά κοιμήσου! Και στ’ όνειρό σου! …»
Ούτε φωνή, ούτε ακρόαση.
Ο Βαγγέλης έφυγε, άνοιξε την πόρτα του, δύο πόρτες παραπέρα κι έμεινε άγρυπνος, μονολογώντας, μουρμουρίζοντας και σιγοτραγουδώντας, ως το πρωί.
Έπειτα κοιμήθηκε έως το μεσημέρι.
Όταν ξύπνησε, άκουσε την Κατερνιώ απ’ έξω να διακωδωνίζει προς τις άλλες γειτόνισσες το συμβάν της νύκτας, σαν κωδωνοφόρος αρετή, είδος κροταλία.
Και πάλι, αν ήταν βέβαιη ότι κανείς άλλος δεν είχε ακούσει, είναι αμφίβολο αν θα έλεγε τίποτε.
Αλλά η υπόληψή της, βλέπετε και το «ο κόσμος είναι κακός», την έκαμναν να θορυβεί.
Ο Βαγγέλης από το δωμάτιό του, άκουε τη φωνή της Κατερνιώς, η οποία διαμαρτυρόταν λέγοντας:
— Και ποια είμ’ εγώ! … Θάρρεψε πως ήμουν καμιά σαν τα μούτρα του, ο χαμένος! …
Αν δεν του σπάσω το κεφάλι του, να το κάμω μακρουλό και κούφιο και πλακαρό, σαν το λαγούτο του, να μη με λένε Κατερνιώ.
Ο οργανοπαίκτης, αισθανόμενος μεγάλο πονοκέφαλο, συνάμα δε και φόβο και ντροπή, δε βγήκε ως το βράδυ.
Σαν νύκτωνε και δεν άκουε πλέον φωνές, ούτε πατήματα έξω από την πόρτα του, αποτόλμησε να βγει.
Η κυρά-Γιάνναινα, η οποία, φαίνεται, τον παραμόνευε, τον σταματά και του λέγει:
— Αύριο, το δίχως άλλο, να βρεις κάμερα, να κουβαλιστείς!
Ας μην ετελείωσε κι ο μήνας!... καλύτερα έχω να σου δώσω πίσω τα λεπτά, όσα κάνει για τις μέρες του μηνός που μένουνε.
Δεν θέλω εγώ ιστορίες μες στο σπίτι μου, ακούς; …
—Να βρω κάμερα και φεύγω, κυρά! …
Δεν πρόφθασε να τελειώσει το λόγο και, πατ κιούτ! του έρχονται δύο κατακεφαλιές από πίσω.
Η Κατερνιώ, με ελαφρό βήμα, είχε πλησιάσει από πίσω κι εννοούσε να εκδικηθεί για την προσβολή.
—Φχαριστώ, κερά μου … μη χειρότερα!
Ο Βαγγέλης φυλάχθηκε, προέτεινε το λαγούτο ως ασπίδα και η οργισμένη γυναίκα δεν πρόλαβε να του καταφέρει άλλη.
— Θέλησα να σου κάμω μια πατινάδα, κυρά μου, μονάχη σου το ζήτησες … είπες, γιατί να μην παίζω όταν είμαι μονάχος, όπως κάνουν οι μερακλήδες.
Εγώ σου είπα, με το λαγούτο να μην καταπιάνεσαι.
Άγνωστο πως είχε τόση ετοιμότητα.
Ίσως να είχε προμελετήσει την απάντηση αυτή, κατά τις ώρες της μοναξιάς.
***
Τη νύκτα δεν ήρθε ο Βαγγέλης και όλη την επομένη μέρα, είτε έψαχνε είτε όχι για να βρει δωμάτιο, δε φάνηκε.
Το απόγευμα, αφού νύκτωνε, παρουσιάζεται έξαφνα μία γυναίκα, άγνωστη στους ένοικους του σπιτιού, βρίσκει τη σπιτονοικοκυρά και την κόρη της έξω στην αυλή και λέγει «καλησπέρα».
Έπειτα ρωτάει:
—Εδώ κάθεται ο Βαγγέλης, ο λαουτιέρης;
Η κυρά-Γιάνναινα αργά-αργά απάντησε:
—Εδώ κάθεται, μα αύριο θα φύγει, θα κουβαλισθεί.
—Απόψε θα έρθει;
—Δεν ξέρω.
—Γιατί; Πώς γίνεται, να μην έρθει να κοιμηθεί;
—Δεν ξέρω, χριστιανή μου, δεν έχω την έννοια του.
—Δεν είσαι του λόου σου, η σπιτονοικοκυρά; Και πώς γίνεται να μην ξέρεις; Τρέχει, μαθές, τίποτε;
—Κάτι πολλά ρωτάς κυρά, μας σκότισες, είπε παίρνοντας το λόγο η Δημητρούλα, η κόρη της Γιάνναινας.
—Σώπα συ, την επέπληξε η μάννα της.
—Θέλω να τον περιμένω εδώ, ως που νά ’ρθει, είπε η ξένη.
Οι γυναίκες δεν απάντησαν.
—Εγώ είμ’ εξαδέλφη του, πρόσθεσε η γυναίκα.
—Δεν μας μέλει πως είσαι ξαδέρφη του, μουρμούρισε η Δημητρούλα.
—Τι είπες, κυρά;
—Τίποτε.
—Λοιπόν, σας πειράζει τίποτε, να καθίσω εδωδά να τον περιμένω;
Η Γιάνναινα έσεισε τους ώμους.
—Ποια είναι η κάμαρή του, σας παρακαλώ;
Η Γιάνναινα με χειρονομία της έδειξε την πόρτα του δωματίου του οργανοπαίκτη.
Η ξένη προχώρησε και κάθισε εκεί, στο κατώφλι.
— Μαμά, πες της να πάει από εκεί πού ’ρθε, είπε η Δημητρούλα στη μητέρα της, εμείς τον έχουμε για διώξιμο αύριο και θα μας κουβαλά εδώ τις ξαδέρφες του! …
Η γριά ήταν συλλογισμένη.
— Μα δεν τελείωσε ο μήνας για να κλείσει το νοίκι .. Τι να κάμω, ξέρω κι εγώ; … Θέλεις να τρέχουμε στις αστυνομίες; … Όποιος έχει κάμαρες και νοικιάζει, τον μπελά του βρίσκει … έχει να κάμει με λογιών-λογιών ανθρώπους, κορίτσι μου.
Η γυναίκα που είχε έλθει, κρατούσε μικρό μπόγο, τον οποίο δεν είχε δει πριν η Γιάνναινα και η κόρη της, επειδή η ξένη τον είχε αποθέσει, κατά σύμπτωση ίσως και χωρίς να ξέρει, ακριβώς κοντά στην κλειστή πόρτα του Βαγγέλη. Έπειτα, όταν κάθισε στο κατώφλι, τράβηξε το μπόγο αυτόν πλησιέστερα προς το μέρος της.
Η Δημητρούλα είδε το κίνημα και ψιθύρισε στη μητέρα της.
Τότε η Γιάνναινα:
— Άκουσε να σου πω κυρά, φώναξε, βλέπω κι έχεις ρούχα, μην είσαι για ξενύχτι απόψε εδώ; …
Δεν έχουμε κανένα χάνι εμείς! …
Αλλού να κοπιάσεις! … Τον εξάδερφό σου, τι τον έχεις, τον έχουμε για ξύσιμο αύριο …
Η γυναίκα μετά κάποια σιωπή απάντησε:
— Δεν ξέρω κι εγώ, αν θα κοιμηθώ απόψ’ εδώ ή όχι! …
Ο ίδιος θα μου πει… Εγώ τα ’χω αλλού τα ρούχα μου … Αυτά που βλέπεις δεν είναι ρούχα … Να τον ιδώ μόνο και μπορεί να με οδηγήσει αλλού να φύγω …
— Δεν είναι ρούχα, αμμή, τι είναι; φώναξε η Δημητρούλα.
Η ξένη δεν απάντησε σε τούτο, μόνο ξανάπε:
— Εγώ δεν θέλω να σας παραβαρύνω κυρά, εγώ δεν είμαι κακή γυναίκα. Λυπούμαι αν δεν τά ’χετε καλά με το Βαγγέλη, αλλά τι φταίω εγώ;
Πράγματι, εκείνο το οποίο φαινόταν ως μπόγος, ήταν τέσσερις ή πέντε όρνιθες και πετεινοί, δεμένοι από τα πόδια και τυλιγμένοι σε μεγάλο πλατύ και φθαρμένο ύφασμα.
Τη στιγμή εκείνη ακούσθηκε ο κλωγμός των ορνίθων.
—Μαμά, κότες έχει! είπε η Δημητρούλα.
—Α! ήρθες βλέπω, με τις κότες σου, κυρά.
Την ίδια στιγμή φάνηκε στο σκοτάδι και στην ασθενή ανταύγεια του νυσταλέου φανού του δρομίσκου η σκιερή μορφή του Βαγγέλη, μπαίνοντας από την αυλόπορτα.
—Α! καλώς σε ηύρα, εξάδελφε, φώναξε η ξένη αμέσως, αναγνωρίζοντάς τον.
Ο Βαγγέλης με πολύ ταπεινό ήθος και τρόπο, εξηγήθηκε με λίγες λέξεις, ότι αυτή που ήρθε είναι πράγματι εξαδέλφη του, ότι αναγκάστηκε να ξενοικιάσει το δωμάτιο που κατοικούσε, επειδή είναι για ταξίδι, αύριο ή μεθαύριο και η σπιτονοικοκυρά της είχε σπεύσει να το προενοικιάσει, ότι τα ρούχα της δεμένα τα έχει αφήσει σε φιλικό σπίτι και ότι, αφού κι αυτός, άμα βρει δωμάτιο θα μετοικήσει, ας επιτρέψει η κυρά-Γιάνναινα να μείνει κι η εξαδέλφη του μία νύκτα εδώ, εάν πάλι η κυρά-Γιάνναινα επιμένει ότι πρέπει να φύγει αυτός, πριν τελειώσει ο μήνας, αύριο, χωρίς άλλο, θα βρει δωμάτιο και θα φύγει κι αυτός κι η εξαδέλφη του.
Μια βραδιά είναι αυτή.
Η Γιάνναινα, σχεδόν συγκινήθηκε από τον ταπεινό τρόπο του Βαγγέλη, αλλά δεν ήθελε να το δείξει, ίσως επειδή νόμιζε ότι δεν αρμόζει σε μία νοικοκυρά, οπού έχει σπίτια κι ενοικιάζει, να φαίνεται ότι δείχνει συμπάθεια προς εκείνους οι οποίοι «δεν έχουν στον ήλιο μοίρα», καθώς κάνουν άλλες γυναίκες του δρόμου.
— Τι να κάμουμε, πλέον! … είπε με στρυφνό τρόπο.
Αλλά ο τρόπος αυτός δεν άρεσε στο Βαγγέλη, οπότε αυτός έσπευσε να προσθέσει :
— Ξέρεις, απ’ το νόμο δεν έχεις κανένα δικαίωμα, τα γνωρίζω εγώ αυτά, ας είμαι και Τουρκομερίτης …
Όσο δικαίωμα έχω εγώ να εξετάζω, ποιοι και πόσοι έρχονται στο σπίτι σου και τι τους έχεις, αν είναι γενιά σου ή όχι, άλλο τόσο έχεις και συ να εξετάζεις ποιον μπάζω στην κάμαρα, αφού το νοίκι σου τό ’χω πληρωμένο.
Μπορείς μόνο έξωση να μου κάμεις, με προθεσμία.
Μα εγώ σε παρακαλώ με το γλυκό, επειδή πλιότερο ψωμί τρώγεται με το μέλι, που λέγει ο λόγος, για νά ’μαστε εξηγημένοι φιλικώς …
Κι αν σφάλαμε πάλι κι εμείς, συμπαθάτε μας και Θεός σχωρέσ’ σας.
***
Η ξένη, η νεοφερμένη, όσο λίγο και αν την είδε η Γιάνναινα στο σκοτάδι, στην ανταύγεια του φανού του δρόμου, καθώς ήταν ανοικτή η αυλόπορτα, δεν ήταν, ήταν βέβαιη η Γιάνναινα, η ίδια με τη γυναικούλα εκείνη, τη μισόγρια και σουφρωμένη, που είχε δει να βγαίνει ένα πρωί, με το φουστανάκι της να ανεμίζει, από την πόρτα του Βαγγέλη.
Εντούτοις, ούτε αυτή, ούτε η Δημητρούλα, η κόρη της, ούτε οι δύο νοικάρισσες, πίστεψαν στην εξαδερφοσύνη της.
Εγκαταστάθηκε μέσα στο χαμόγειο του Βαγγέλη και δεν έφυγε ούτε την επομένη, ούτε τη μεθεπομένη, ούτε την άλλη ημέρα.
Πάντοτε έλεγε πως θα φύγει αύριο και το αύριο δεν είχε ποτέ τελειωμό.
Μιλούσε για τα ρούχα της, για τα έπιπλά της, τα οποία είχε ακουμπημένα προσωρινά σε ένα σπίτι και θα πάει να τα πάρει και που να τα βάλει και που να τα κουβαλά … και θα φύγει αύριο για ταξίδι …
Τα ίδια επιβεβαίωνε και ο «εξάδελφός» της ο Βαγγέλης.
Η κυρά-Γιάνναινα, καθημερινά σχεδόν του υπενθύμιζε, ότι πρέπει να βρει δωμάτιο να φύγει.
Τελείωσε ο μήνας ο προπληρωμένος και σαν άρχισε ο δεύτερος, ο άνθρωπος με το λαγούτο δικαιολογιόταν λέγοντας ότι δεν πληρώνει, επειδή θα μετοικήσει και επιφυλάσσεται να πληρώσει, μόνο τις μέρες που θα έκανε να δίνει την ημέρα, κατά την οποία έμελλε να μετακομισθεί σε άλλο οίκημα.
Κατά ευτυχή σύμπτωση, το δωμάτιο είχε ένα μικρό υπόγειο, πολύ ρηχό, μισό μπόι το βάθος, με μία κλαβανή.
Εκεί κάτω έβαλε η ξένη τις κότες της, να κατιάσουν.
Είπε ότι ονομάζεται κυρά-Σταυρούλα.
Από κει κάθε βράδυ, κάθε μεσάνυκτα και κάθε πρωί, σχεδόν κάθε ώρα της νύκτας και της ημέρας, λαλούσαν βραχνοί και μεγαλόστομοι οι δύο πετεινοί.
Σχεδόν δεν άφηναν κανένα νοικάρη να χορτάσει τον ύπνο, τόσο δυνατά και τόσο συχνά λαλούσαν.
Κι οι κότες ανάμεσα κακάριζαν.
Κι οι δύο πετεινοί με τις τρεις κότες τρέφονταν και πάχυναν καλά εκεί μέσα.
Η κυρά-Σταυρούλα, δεν τις άφηνε ποτέ να βγαίνουν στην αυλή.
Κι η ίδια δεν έβγαινε ποτέ να κάμει τρία βήματα ως την αυλόπορτα, για να ψωνίσει τίποτε από κανένα γυρολόγο ή μανάβη, χωρίς να κλειδώσει καλά την πόρτα και να βάλει το κλειδί στην τσέπη της.
Οι τέσσερις γυναίκες, η σπιτονοικοκυρά μαζί με την κόρη της, η Κατερνιώ η ζωντοχήρα κι η κυρά-Μήτραινα, η μητέρα της μισής ντουζίνας παιδιών, έκαμαν μεγάλο συνασπισμό και σταυροφορία εναντίον της Σταυρούλας.
Δεν πίστευαν στην εξαδερφοσύνη της, τη σκυλόβριζαν, την έλεγαν ότι είναι κι αυτή μια «από κείνες».
Δεν την άφηναν να βγει στην πόρτα, χωρίς να ζητήσουν να βρουν αφορμή για καυγά εναντίον της.
Τέλος, απαιτούσαν να ξεκουμπιστεί, να τους αδειάσει τη γωνιά, να ξεβρομίσει από κει αυτή κι οι κότες της.
Ο εξάδελφός της, πότε ερχόταν τη νύκτα, πότε έλειπε.
Αυτή του έκαμνε παράπονα κατά της νοικοκυράς και των γειτονισσών.
— Τι κόσμος είν’ αυτός, καλέ ;
Ο Βαγγέλης πότε μουρμούριζε εναντίον τους, πότε σιωπούσε.
Συνήθως είχε το λαγούτο κάτω από την μασχάλη του, όπως κάτω από τα σκέλη του ο σκύλος την ουρά.
Ένα βράδυ, όταν έγινε ραγδαιότατη και διαρκής βροχή, η στέγη όλων των σαθρών χαμογειών διέρρευσε. Το πάτωμα έγινε λίμνη. Όλων τα ρούχα βράχηκαν. Ο Βαγγέλης έλειπε τη νύκτα. Ήλθε το πρωί, βρίσκει το στρώμα και τα σκεπάσματα του κρεβατιού όλα βρεγμένα και αρχίζει πικρή επίπληξη κατά της εξαδέλφης του.
— Μήπως και τα δικά μου δεν θα βράχηκαν τάχα, εκεί που βρίσκονται; είπε μεγαλοφώνως, ίσως για να την ακούν έξω, η Σταυρούλα. Να και το παπλωματάκι μου, κοίτα πως έγινε!
Βρέθηκε να έχει πάπλωμα, ενώ όταν πρωτοήρθε δεν είχε άλλο τίποτε παρά τις κότες. Αλλά φαίνεται ότι ο εξάδελφός της, της είχε φέρει από άγνωστο μέρος εντωμεταξύ, αυτό το πάπλωμα.
Από την ημέρα εκείνη, άρχισε μεγάλη γρίνια και φαγούρα μεταξύ του Βαγγέλη και της εξαδέλφης του.
Την άλλη ημέρα την παρακάλεσε απότομα να φύγει, τέλος πάντων, επειδή κι αυτός θέλει να φέρει εδώ «την γυναίκα του», να ζήσει σαν άνθρωπος, να νοικοκυρευθεί.
Τότε η Σταυρούλα, παραδόξως, επικαλέστηκε την υποστήριξη των άλλων γυναικών, των τέως άσπονδων πολεμίων της.
Σαν άκουσαν εκείνες ότι τη διώχνει, για να φέρει τη «λεγάμενη», (η οποία, καθώς συμπέραινε μετά μεγάλης πιθανότητας η Γιάνναινα, θα ήταν εκείνη την οποία είχε δει να προβάλλει ένα πρωί από την πόρτα του Βαγγέλη), έγιναν «το ένα τους» μαζί με τη Σταυρούλα και κήρυξαν πόλεμο κατά του Βαγγέλη και των σχεδίων του.
Τώρα, για πρώτη φορά επαγγέλλονταν, ότι πίστευαν στη συγγένεια της Σταυρούλας.
— Ακούς! να διώχνει, ο πρόστυχος, την εξαδέλφη του, για να μας κουβαλήσει εδώ την παλιοπατσαβούρα! …
Οπότε, μετά δύο ή τρεις ημέρες, ο λαουτιέρης, βλέποντας ότι «ουδέν ωφελεί, αλλά μάλλον θόρυβος γίνεται», μάζωξε τα ρούχα του, πήρε την κασσελίτσα του στον ώμο, το λαγούτο του κάτω από τη μασχάλη και πήγε να βρει, «την γυναίκα του, να νοικοκυρευτεί».
Τώρα έμεινε η Σταυρούλα κυρίαρχος του δωματίου.
Η ειρήνη φαινόταν πλέον βέβαιη μέσα στην αυλή.
Αλλά αμέσως, την άλλη μέρα, η Γιάνναινα κι η κόρη της, η Μήτραινα, η Κατερνιώ, όλες βρίσκοντας ως πρόφαση το σκούπισμα της αυλής, το λάλημα των πετεινών, ή οτιδήποτε, άρχισαν πάλι σφοδρότατη καταφορά εναντίον της ξένης.
Ποτέ αυτή δεν άκουσε τ’ όνομά της.
Όλα τα παραγκώμια, όσα δεν υπάρχουν σε κανένα εκδιδόμενο λεξικό, της έριχναν κατάμουτρα.
—Η κοταρού, η κοκοταρού, η κοκουρού ! … η χαρχαλού, η πετειναρού !... η μουρλουλού, η ζουρλουλού !...
Και όλος ο ατελείωτος ορμαθός των εις «ου».
Την παράσταιναν μόνο σαν αποτυχούσα ερωμένη του λαουτιέρη, η οποία δεν μπόρεσε να τον βαστάξει πλησίον της κι εκείνος της έφυγε … και καλά που έκαμε!
***
Παρόλα αυτά, μετά λίγες ημέρες, προς τα τέλη του Σεπτεμβρίου, η Σταυρούλα άδειασε το δωμάτιο και φαίνεται ότι αναχώρησε πράγματι από την Αθήνα. Δύο ή τρεις ημέρες πριν φύγει, οι πετεινοί δεν είχαν ακουσθεί στην αυλή. Λίγο μετά την αναχώρησή της, συναντά ο Βαγγέλης κοντά στη Βλασσαρού, όπου μετοίκησε, έναν από τους νοικάρηδες της κυρά-Γιάνναινας και του λέγει: Η δασκάλα πήρε το διορισμό της και μας έφυγε … πάει στα χωριά του Βόλου …
Είδες δα κι εκείνη η Γιάνναινα κι οι άλλες εκεί, τι κόσμος!
Πώς την σκυλόβριζαν άδικα την καημένη.
Τότε μόνο για πρώτη φορά ακούσθηκε, ότι η «πετειναρού» ήταν δασκάλα.
Ο άνθρωπος ακούγοντας αυτό, είπε αφελώς μέσα του:
— Α! ήταν δασκάλα! … Γι’ αυτό είχε τους κοκόρους!
Σε κανέναν Τμηματάρχη θα τους κουβάλησε.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης