Στο λευκό όραμα της Δίρφης.
(Το κείμενο είναι γραμμένο από τον Τάσο Ζάππα το 1931 ή 1932. Τη χρονολογία την υπολογίζουμε γιατί τότε ήταν πρόεδρος στη Στενή ο Ιωάννης Παλαιολόγος που αναφέρεται στην περιγραφή.)
Και βόσκω και κορφολογώ.
Βουνό τις ομορφιές σου.
Τις ομορφιές σου πουν΄ θεϊκές,
παραδεισοπλασμένες…….
Κ. Κρυστάλλης
Τελευταία Κυριακή της αποκριάς. Καθένας έχει ετοιμαστεί για το πιο γερό ξεφάντωμα. Πρέπει να το κάψουμε απόψε και να γυρίσουμε το πρωί στο σπίτι καραβοτσακισμένοι. Σωστά. Ευτυχώς όμως που στη ζωή υπάρχουνε και άνθρωποι που τη βλέπουνε με πολύ διαφορετικό μάτι, κι αυτοί οι άνθρωποι, για τους οποίους η ζωή δεν περιορίζεται στα στενά όρια μιας θολής απ΄ τους καπνούς ατμόσφαιρας, αλλά βρίσκεται πέρα στον ανοιχτό ορίζοντα, μέσα στον καθάριο αέρα και στη χρυσή ηλιοβροχή, γίνονται κάθε μέρα και πιο πολλοί, πληθαίνουνε, όλες δε οι υπάρχουσες ενδείξεις επιτρέπουνε να ελπίζουμε, πείθουνε μάλλον, πως δεν θα είμαστε για πολύ καιρό μονάχα εμείς που ξέρουμε την πηγή των βασικών στοιχείων της ζωής.
Κοντά σε μας δεν θ’ αργήσουν να νοιώσουν κι οι πολλοί πως όταν οι πρασινισμένοι κάμποι λούζονται κάτω απ΄ το πλούσιο αχτιδοβόλημα του ήλιου οι βουνοκορφές με την άσπιλή τους λευκότητα πλαισιώνουνε τη γαλάζια έκταση του απείρου, τ΄ανθισμένα κλαδιά θρούνε στο σιγανό γλυκόπνοο αγέρι και οι φουντωμένες ρεματιές σκορπίζουνε αφειδώλευτο το ανοιξιάτικο μύρο, είναι σωστό έγκλημα να κάθεται κανείς κλεισμένος σε τέσσερα ντουβάρια.
Την τελευταία αυτή Κυριακή της αποκριάς 13 Μαρτίου, ακολούθησα την 99 εκδρομή του Φυσιολατρικού Ομίλου Πειραιώς, ενός σωματείου καλά οργανωμένου που έχει εργασθεί φιλότιμα για την ανάπτυξη της ορειβασίας και της φυσιολατρίας γενικά στη χώρα μας.
Την ομάδα αποτελούσαν οι κ. Ν. Αποστολίδης, Μιχ. Φούντος, Κωνστ. Καρατζάς, Θεοφ. Παυλίδης, Βασ. Αναγνωστόπουλος, Δημ. Φερούσης, οι δεσποινίδες Χάρις και Μαρίκα Κύρκου, ο υποφαινόμενος, με αρχηγό τον κ. Ανδρέα Κρητικό, Γενικό Γραμματέα του Φ.Ο.Π.
Ομολογώ πως είναι εξαιρετικά ενθουσιαστικό το γεγονός ότι μολονότι αποκριά το τρένο ήτο πλημμυρισμένο από εκδρομείς και των δύο φύλων που γεμάτοι λαχτάρα τρέχουνε στο ύπαιθρο, στα χιόνια. Κάτι ακόμα που έδινε μια εικόνα ελληνικής ζωής άγνωστης μέχρι προ ολίγου, ήταν τα λογής – λογής ορειβατικά εφόδια που έπιαναν το διαμέρισμα του βαγονιού: Σακίδια, παγούρια, ρακέτες, Πιολέ, γκραμπόν, σχοινιά, ορειβατικά μπαστούνια. Το συνεργείο της μικρής μας εκστρατείας, για μια ειρηνική βέβαια κατάκτηση, ήταν πλήρες.
Σε λίγο, καθώς γλιστράμε γοργά με το τρένο ανάμεσα απ΄ τις πευκόφυτες εκτάσεις της Αττικής, ξεδιακρίνω στο βάθος του ορίζοντα ολόλευκη τη Δίρφη, χωμένη μέσα στα αιθέρια ύψη. Με σκιρτήματα χαράς υποδεχόμαστε αυτό το αγνάντεμα. Με τη φαντασία τη φέρνουμε κοντά μας, αρχίζομε κιόλας την ανάβαση, κορφολογούμε τις παρθενικές της χαρές, μπαίνουμε στα μυστικά της, την αγκαλιάζομε ολάκερη με τη ματιά…..
Στη Χαλκίδα, που φτάνομε στις 10, αφήνομε τις δυο ευγενικές μας συντρόφισσες και μπαίνομε στο λεωφορείο που μας περιμένει φεύγομε στις 12.30, ύστερα από δίωρη καθυστέρηση, για το χωριό Καθενοί (25 περίπου χιλιόμετρα ΒΑ της Χαλκίδος) όπου φτάνομε στις 2 παρά τέταρτο, περνώντας από το συνοικισμό Νέας Αρτάκης κι απ΄ το χωριό Πισσώνας. Σ΄ όλη τη διαδρομή η Δίρφη, γόησσα, λευκοντυμένη, έπαιρνε μια μεγαλόπρεπη θωριά ορθώνονταν μπροστά μας σαν μια γιγάντια πυραμίδα
Οι χωρικοί των Καθενών που βρέθηκαν μπροστά μας, προσφέρθηκαν πρόθυμοι να μας κατατοπίσουνε στην καλλίτερη ακολουθητέα πορεία για την ανάβαση. Οι μισοί απ΄ αυτούς υποστηρίζανε πως συντομότερα και πιο εύκολα θ΄ ανεβαίναμε αν πηγαίναμε να μείνουμε στη Λούτσα που βρίσκεται σχεδόν στα πόδια του βουνού κι από κει να ξεκινήσουμε τη νύχτα για την κορυφή. Οι άλλοι μισοί εύρισκαν πως έπρεπε να πάμε στη Στενή κι από ΄κει να επιχειρούσαμε την ανάβαση.
Προτιμήσαμε ν΄ ακολουθήσουμε το πρόγραμμά μας που συμφωνούσε με τη δεύτερη γνώμη.
Στις 2 κινάμε για το χωριό Στενή, ακολουθώντας ανατολικά ένα μονοπάτι που περνάει μες από ποταμάκια που σιγοψιθυρίζουνε τ΄ ατέλειωτο άναρθρο τραγούδι τους, κάτω από πλατάνια γυμνόφυλλα. Διασχίζουμε ύστερα πρασινωπά χωράφια διαβαίνοντας κάτω από ασημόφυλλες ελιές, αμυγδαλιές ανθισμένες που ευωδιάζουν όλα και δίνουνε μια υποψία ανοίξεως. Ψυχοευφραντική ώρα. Είναι μια ηλιοπερίχυτη μέρα που σου γεμίζει χαρά την ψυχή. Απ΄ τα πολλά φετινά χιόνια η γη έχει γεμίσει πηγές.
Στις 3.10 είμαστε στη Στενή (βήματα 7.500)
Καθίσαμε στην πλατεία και ήπιαμε νερό απ΄ την κρουστάλλινη βρύση. Ο φίλος συνορειβάτης κ. Κώστας Καρατζάς δεν μπόρεσε φαίνεται ν΄ ανθέξει στον πειρασμό και σε μια στιγμή γδύνεται πάνω απ΄ τη μέση και μπαίνει κάτω από τον κρουνό. Περιττό να πω ότι το γεγονός αποτέλεσε δημόσιο σκάνδαλο.
Οι πληροφορίες που είχα για το χωριό τούτο δεν ξεφεύγουν καθόλου από την πραγματικότητα. Αληθινά καθώς βρίσκεται στο βάθος μιας χαράδρας σκεπασμένης από καστανιές, καρυδιές, πλατάνια, με το ορμητικό ποτάμι ακοίμητο σύντροφο, είναι παραδεισένιος τόπος για παραθερισμό. Το καλοκαίρι συνδέεται αυτοκινητικώς με τη Χαλκίδα έχει δε και μια…. ιδέα ξενοδοχείου όπου μπορούν να μείνουν λίγοι. Τα σπίτια του χωριού αυτού είναι 450 με 2.000 κατοίκους που ζούνε από την κτηνοτροφία και γεωργία.
Ο πρόεδρος της Κοινότητος Στενής κ. Ι. Παλαιολόγος ανέλαβε πρόθυμα να μας βρει κατάλυμα για λίγον ύπνο και να μας εξυπηρετήσει όσο μπορούσε, πράγμα που μας υποχρεώνει να τον ευχαριστήσουμε θερμά και από δω γιατί εκτός από τ΄ άλλα , δίνει κι ένα πολύτιμο παράδειγμα στους συναδέλφους του. Τ΄ απόγευμα φέραμε γύρω το χωριό, στις 6 φάγαμε και στις 7 κοιμηθήκαμε σ΄ ένα δωμάτιο που στη γωνιά έκαιγε ζηλευτή ανθρακιά. Περιττό να πω ότι παντού στη Χαλκίδα, στους Καθενούς, στη Στενή μας απελπίσανε τελείως για την ανάβαση στην κορυφή
Ο οδηγός Πέτρος Πισινάρας που συμφωνήσαμε να μας συνοδέψει στην ανάβαση μας ξύπνησε στη 1.30 τη νύχτα. Στο μαγαζί που κατεβήκαμε σε λίγο ήπιαμε τσάι άγριο μαζεμένο το καλοκαίρι στις τετράψηλες κορυφές της Δίρφης γιομάτο γεύση και άρωμα.
Στις 3 φεύγουμε. Ψηλά στον ολοκάθαρο ουρανό τ΄ αστέρια τρεμοσαλεύουνε. Το σκοτάδι ωστόσο είναι πυκνό. Ο οδηγός προπορεύεται με τη λάμπα της ασετιλίνης. Ακολουθούμε. Τα ορειβατικά μας εφόδια στην πλάτη έτοιμα να χρησιμοποιηθούν.
Παίρνουμε τον ανήφορο περπατώντας στην όχθη του ποταμού που θρασομανά κάτω απ΄ τα πόδια μας. Τεράστιοι κορμοί καστανιών προβάλλουν μπροστά μας κάθε λίγο. Έχει κάτι το παραμυθένιο, το εξωτικό αυτή η πορεία. Σκιές απίθανες που πλανιόμαστε πότε στο τρεμάμενο φως και πότε εκμηδενιζόμαστε στο τρισκόταδο, δρασκελώντας κάθε τόσο το ακάθεκτο ποτάμι. Σαν ονειροφαντασιά μοιάζει. Η ρεματιά στο μεταξύ σφυρίζει απ΄ τον αέρα. Συναντάμε τα πρώτα έλατα. Περνάμε, παράλληλα πάντα στο ποτάμι, απ΄ τις θέσεις Βρύση Αρματσανή, Καστανόλογγο, βρύση Παπαγεωργίου, Στατόρι, Μεσοράχη, Γκούστρα καλύβια (απ΄ όπου αρχίζει το χιόνι) και φτάνουμε στη ράχη Ελατάκια στις 4.30. Σ΄ όλη τη χιονοσκέπαστη διαδρομή είχε αρχίσει να φυσάει γερός βοριάς που έκανε να τρίζει το σύδενδρο όλο και να προκαλεί ρίγη.
Δε μπορώ με ακρίβεια να βεβαιώσω το πάχος του χιονιού. Ξέρω μόνο να πω ότι μια αγκλίτσα 1 ½ μ. περίπου που μούδωσαν στο χωριό, τη βύθιζα όλη στο χιόνι χωρίς να βρω χώμα.
Ο οδηγός βλέποντας τον αέρα που έσκουζε στο ρουμάνι και το χιόνι που συναντούσαμε να μεγαλώνει αρχίζει να τα χρειάζεται. Βρίσκει πως νύχτα είναι εξαιρετικά επικίνδυνο να επιχειρηθεί ανάβαση στην κορυφή, γι αυτό μας συσταίνει να καθίσομε στη θέση τούτη ίσαμε που να χαράξει. Συμφωνούμε. Ζαρώνουμε στον κορμό μιας αιωνόβιας καστανιάς και προσπαθούμε να βολευτούμε στο απάγκιο έτσι ώστε να μη μας δέρνει ο παγωμένος αέρας που κάπου – κάπου σηκώνει χιονοκύματα. Γινόμαστε μια χούφτα όλοι. Σ΄ ένα κλαδί κρέμεται η λάμπα που παλεύει κι αυτή με τον άνεμο. Το χιόνι γύρω σ΄ όλη τούτη την ποθητή ερημιά έχει στρωθεί περίτεχνα σε μια διαδοχή λευκών κυματισμών. Η αγριότητα της ρεματιάς, το μουγκρητό του αέρα, τα υψώματα των χιονιών δίνουνε με τον πρόχειρο καταυλισμό μας θέμα μιας επικής, πρωτογονικής σύνθεσης. Στις βουνοκορφές αρχινάει δειλά ν΄ αχνοφέγγει η χαραυγή.
Ύστερα από παραμονή μιας ώρας ξεκινάμε στις 5 ½ για τη ράχη απ΄ όπου αντικρίζουμε όρθιο και απότομα μπροστά μας το βουνό σε μια σπάνια εικόνα. Από κει περνάμε ακολουθώντας την κορυφογραμμή προς Β, στο διάσελο απ΄ όπου αρχίζει η ανάβαση της καθαυτό κορυφής. Ο αέρας σταμάτησε ευτυχώς. Λόγω της συστάσεως του χιονιού ούτε ρακέτες, ούτε γκραμπόν μεταχειριστήκαμε….
Φτάσαμε στο διάσελο στη βρύση Λειρί στις 7 π.μ. και από κει αρχινάμε την επίπονη απ΄ την κλίση και την αποτομότητα ανάβαση της κορυφής όπου φτάνουμε στις 8 .30 περνώντας από τις θέσεις Μεσαίο πάτωμα και Παταμονίδι. Πραγματική πορεία μέχρι την κορυφή 4 ½ ώρες (βήματα 21.400) που δίνανε κούραση για διπλάσιες ώρες. Στην κορυφή συναντάμε πρώτα μια τεράστια γούβα που είναι σκεπασμένη από πολλά χιόνια, η οποία πιστεύεται ότι αποτέλεσε σε περασμένους καιρούς κρατήρα ηφαιστείου. Ύστερα απλώνεται μπροστά μας μικρό οροπέδιο, ομαλό σχετικώς με ελαφρές μόνο εδαφικές διακυμάνσεις Η καθαυτό Δίρφη προς Α, ΝΑ, Ν και ΝΔ είναι πετρώδης κι άδενδρη, υποθέτω δε πως όταν υποχωρούνε τα χιόνια δε θάχει παρά ελάχιστους θάμνους και βλάστηση. Τη βορεινή πλευρά δεν την είδα και φυσικά δεν μπορώ να πω τίποτα γι αυτήν. Τα ριζά του βουνού είναι ελατόφυτα.
Το μάτι μας από δω ψηλά βυθίζεται σ΄ ένα λευκό όραμα που λιμπίζεσαι να το χάσεις. Το θέαμα από την κορυφή αυτή είναι μοναδικό. Εμείς δυστυχώς δε συναντήσαμε αίθριο καιρό προς τα ανατολικά ιδίως όπου θα βλέπαμε το Αιγαίο με τη Σκύρο κ.λ.π.. Στο βορεινό μέρος φαίνεται όλη η βουνοσειρά κάτασπρη που φτάνει ως την Πυξαριά. Ο Ευβοϊκός απ΄ τη Χαλκίδα ίσαμε το Λαύριο, Μακρόνησο κ.λ.π. είναι χτήμα μας. Η Βοιωτία απέναντι με τις βουνοσειρές της λες και απέχει μόνο δύο βήματα.
Ύστερα από μιας ώρας παραμονή αρχίζουμε την κατάβαση στις 9 ½ .Μέχρι τη θέση Γκούστρα, έχουμε πυκνή ομίχλη που κάνει γκρίζα και μαλλιά και φρύδια και ρούχα. Μεταξύ μας συνεννοούμαστε με φωνές. Η ορατότητα σταματάει σε δυο μέτρα.
Ακολουθώντας την ίδια διαδρομή φτάνουμε στη Στενή στις 12 ½ απ΄ όπου φεύγουμε στη 1.30 μ.μ. φτάνουμε στους Καθενούς στις 2.30 ύστερα από μικρή περιπλάνηση κι από κει με το αυτοκίνητο γυρίζουμε στη Χαλκίδα στις 4.30 της Καθαρής Δευτέρας
Συνολική πορεία:
Καθενοί – Στενή ώρες 1.10 βήματα 7.500
Στενή – Κορφή Δίρφης ώρες 4.30 βήματα 59.700
Κορυφή – Στενή ώρες 3.30 βήματα 17.200
Στενή – Καθενοί ώρες 1.50 βήματα 11.100
Συμπερασματικά θα έλεγα τα εξής για την εκδρομή αυτή.
Το χειμώνα τουλάχιστον δεν πρέπει παρά μόνον δια της Στενής και από τη διαδρομή που ανέφερα να επιχειρηθεί η ανάβαση. Επειδή είναι αρκετά επίπονη να μη γίνεται σε μισή ημέρα, όπως εμείς, αλά σε ολάκερη για να μπορέσει κανείς να σταθεί και λίγο. Η κυρίως δυσκολία είναι από το διάσελο ως την κορυφή. Επειδή είναι βουνό που το δέρνει πολύ ο βοριάς, έχει πολλά χιόνια το χειμώνα γι αυτό η ανάβασή του να επιχειρείται μετά τον Απρίλη – Μάη που στρώνει οπωσδήποτε ο καιρός γιατί και μόνο ο αέρας είναι αρκετά επικίνδυνος στις απότομες πλαγιές του βουνού. Κάτι ακόμα που δείχνει ότι σταθήκαμε πολύ τυχεροί είναι και τούτο, ότι απ΄ την πλαγιά που ανεβήκαμε, σε μια λωρίδα 20 περίπου μέτρων πλάτους, είχε λιώσει το χιόνι, δε φύσαγε δε και αέρας και έτσι μόνο κατορθώσαμε να φτάσουμε στην κορυφή. Επειδή μια τέτοιας τύχη δεν τη βρίσκει κανείς εύκολα τον χειμώνα, γι αυτό καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η κορυφή της Δίρφης είναι το χειμώνα προσιτή περισσότερο στα μάτια παρά στα πόδια.