Το πλύσιμο των ρούχων στην Αρματσανή
Η Αρματσανή είναι η τοποθεσία που βρίσκεται η δεξαμενή που υδρεύει την Άνω Στενή, τροφοδοτώντας τις βρύσες που βρίσκονται στους δρόμους του χωριού.
Εκεί έπλεναν τα ρούχα τους οι Πανωστενιώτισσες, όταν άρχιζε να φτιάχνει ο καιρός από Μάιο και μετά, ενώ οι Κατωστενιώτισσες στον Άγιο Στέφανο.
Με το τέλος του χειμώνα έπρεπε να μαζευτούν τα χαλιά, οι φλοκάτες, τα χοντρά κλινοσκεπάσματα, αλλά και χοντρά ρούχα, όπως πατατούκες, καπότες κ.α που ήταν δύσκολο να πλυθούν στη σκάφη, στην αυλή του σπιτιού, που συνήθως γινόταν το πλύσιμο, αφού κουβαλούσαν προηγουμένως με τις χύτρες, πολλές «στράτες» νερό από την κοντινότερη βρύση.
Με την ευκαιρία όμως αυτή συγκέντρωναν και άλλα ρούχα και αφού τα έδεναν μπόγους, τα έβαζαν στην πλάτη και τα πήγαιναν στην Αρματσανή.
Αν όμως ήταν πολλά έπρεπε να επιστρατεύσουν και τα ζώα. Κυρίως τα γαϊδουράκια για την μεταφορά τους.
Άλλωστε δεν ήταν μόνο τα ρούχα που έπρεπε να μεταφερθούν. Ήταν το καζάνι, η σκάφη, ο κόπανος, το μπουγαδοκόφινο και άλλα χρειαζούμενα για το πλύσιμο
Για σαπούνι είχαν δικό τους που το έφτιαχναν μόνοι τους από τη μούργα του λαδιού και αργότερο το πράσινο σαπούνι, που το προμηθεύονταν από τα μπακάλικα, αλλά σημαντικό ρόλο έπαιζε η αλισίβα.
Όταν έφταναν, διάλεγαν ένα μέρος να είναι καθαρό και απάνεμο (παγκιάνεμο), βρίσκανε διάφορες μεγάλες πέτρες (κακαβολίθαρα), για να τοποθετήσουν επάνω το καζάνι και αφού έβαζαν φωτιά, έβραζαν το νερό.
Μπροστά από ένα μικρό βράχο που έπεφτε το νερό, είχαν διαμορφώσει έναν χώρο που μαζευόταν το νερό, αφού είχαν βάλει πέτρες και κλαριά για εμπόδιο και έτσι είχε σχηματιστεί μια μεγάλη σε έκταση και σε βάθος γούρνα. (αβρός)
Σε αυτή τη γούρνα ρίχνανε τα χοντρά ρούχα για να μουλιάσουν.
Αν υπήρχε υποψία ότι μπορεί να είχαν εγκατασταθεί ψήλοι, ψείρες ή οτιδήποτε άλλο πάνω στο ρούχο, το βάζανε στο καζάνι και το ζεματάγανε, πριν το ρίξουν στο νερό.
Τα χοντρά ρούχα τα έριχναν στον αβρό να μουλιάσουν για 2-3 ώρες περίπου και όταν τα έβγαζαν, τα τοποθετούσαν σε μια πέτρα όσο γινόταν πιο επίπεδη και τα χτυπάγανε με τον κόπανο, για να φύγει μεγάλη ποσότητα νερού, μιας και μετά το πλύσιμο αυτά ήταν ασήκωτα και μετά τα απλώνανε πάνω στις πέτρες και στα γύρω δέντρα για να στεγνώσουν.
Τα υπόλοιπα ρούχα που ήταν ελαφρότερα, τα έπλεναν στη σκάφη και μετά τα έριχναν στον αβρό για να ξεβγαλθούν και στη συνέχεια να απλωθούν για στέγνωμα.
Για τα ασπρόρουχα υπήρχε η αλισίβα
Η αλισίβα είναι ένα αλκαλικό διάλυμα που παρασκευάζεται με το βράσιμο του νερού μαζί με στάχτη από καμένα ξύλα. Συνίσταται δε να χρησιμοποιείται βρόχινο νερό
Με την αλισίβα γινόταν η «μπουγάδα». Δηλαδή αφού τα ασπρόρουχα πλενόντουσαν καλά, τοποθετούνταν σε ένα ψηλό καλάθι (ταρπί), το οποίο όμως καλυπτόταν προηγουμένως εσωτερικά με ένα μεγάλο άσπρο χοντρό ύφασμα το λεγόμενο «σταχτόπανο» και που τα άκρα του έβγαιναν έξω από το κοφίνι. Στη συνέχεια διπλώνονταν τα πλυμένα ασπρόρουχα και στοιβάζονταν μέσα στο ταρπί και στο τέλος σκεπάζονταν αυτά από τις άκρες του σταχτόπανου. Πάνω λοιπόν από το σταχτόπανο άρχιζαν και έριχναν αργά-αργά και κατά διαστήματα την αλισίβα. Το υγρό αυτό διάλυμα σιγά - σιγά διαπερνούσε τα ρούχα και εξερχόταν από το κάτω μέρος του κοφινιού, παρασύροντας τα υπολείμματα από τους λεκέδες που υπήρχαν στα ρούχα.
Στο τέλος αφού ξεπλένονταν, απλώνονταν σε δένδρα και θάμνους.
Ήταν μια οπτική απόλαυση, να βλέπεις δεξιά και αριστερά του ποταμιού απλωμένα ρούχα. Μια πανδαισία χρωμάτων, κόκκινα, μαύρα, άσπρα κ.α πάνω σε φόντο πράσινο που έφτιαχναν τα πυκνά πλατάνια και οι θάμνοι της ακροποταμιάς.
Ενώ ολόκληρη η ποταμιά αντιλαλούσε από τις φωνές και τα τραγούδια των γυναικών. Εκεί που τα παιδιά ζούσαν τις καλύτερες στιγμές τους μέσα στο νερό, με τα διάφορα παιχνίδια τους, με το μάζεμα των καβουριών και τα παιχνίδια με τις «καλογρίτσες» του ποταμιού και αλίμονο στα περιβόλια που τύχαινε να ήταν εκεί κοντά Εκεί που η επικοινωνία ζωντάνευε και έβγαιναν στη φόρα όλες οι τοπικές «ειδήσεις».
Όταν ερχόταν το δειλινό και άρχιζε ο ήλιος να πέφτει και τελείωνε η διαδικασία του στεγνώματος, έπρεπε να επιστρέψουν στο χωριό.
Εκεί βοηθούσαν και οι άντρες και τα παιδιά και άμα χρειαζόταν και τα γαϊδουράκια.
Γιάννης Γιαννούκος