Παρασκευή, 13 Δεκεμβρίου 2024

Η ΣΤΕΝΗ ΤΟΥ ΘΡΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ

ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Η ΟΡΕΙΝΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΡΦΥΩΝ

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Ωχ! Βασανάκια

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1894

➖➖➖

Τη μετατροπή του κειμένου στην

καθομιλουμένη δημοτική

έκανε ο

Ιωάννης Δ. Γιαννούκος

⭐⭐⭐

 

Το μισό του μεγάλου άκομψου κτιρίου ήταν πατωμένο, το άλλο μισό, χάνι απάτωτο, απαλάμιστο, υγρό και σκοτεινό.

Επάνω στο μισό πάτωμα, ο αγαθός ελληνοδιδάσκαλος δίδασκε τους σκληροτράχηλους μαθητές του, δεκατρείς ώρες την ημέρα.

Τέσσερις ώρες έκανε μάθημα στην πρώτη τάξη, τέσσερις στη δευτέρα και πέντε στην τρίτη.

Κάτω στη συσσωρευμένη σκόνη τριών δεκαετηρίδων, έβοσκαν χιλιάδες βλατούδες, ψαλίδες, αλογάκια και άλλα ζωύφια και χόρευαν μυριάδες ποντικοί.

Επάνω στο φατνωμένο μέρος του κτιρίου, προς το μισό νοτιοανατολικό, πετούσαν μετοχές, απαρέμφατα, αντωνυμίες και κελαηδούσαν μονότονα εναλλασσόμενα πρόσωπα και αριθμοί και εγκλίσεις και η ράβδος κρατούσε συχνά το χρόνο στις πλάτες των μαθητών.

Δυτικά και αντίκρυ του σχολείου, ήταν το μικρό μετόχι της διαλυμένης μονής του Αγίου Νικολάου, οικίσκος, αποτελούμενος από δύο χωριστούς θαλάμους, με τις πόρτες προς το δρόμο. Στον ένα κατοικούσε διαρκώς η μητέρα Συγκλητική, εβδομήντα περίπου ετών, ενάρετη καλόγρια.

Στον άλλον κατέλυε, όποτε κατέβαινε από το μοναστήρι για να εξομολογήσει τους μετανοούντες, ο αγαθός πατήρ Ισαάκιος, ο από όλους σεβάσμιος πνευματικός.

Δίπλα στο κατάλυμα του πνευματικού,  51υψώνονταν, με τα κλωνάρια γυμνά, δύο φυλλορροούσες συκαμινιές.  Λίγο παρακάτω από τις συκαμινιές, προς βορρά, ήταν το σπίτι της Σοφιανίνας, στον εξώστη του οποίου φαινόταν κρεμασμένο ωραίο κλουβί και μέσα στο κλουβί, έκλωζε πάνω σε ένα οριζόντιο ξύλο, μεγάλος λαμπρόφτερος και ποικιλόφτερος παπαγάλος. Δίπλα στο σπίτι της Σοφιανίνας, υψωνόταν μεγάλο σπίτι, με μεγάλη αυλή και πλατιά ψηλή ταράτσα, που αντίκριζε σχεδόν με τη μεγάλη θύρα του κτιρίου, που χρησίμευε ως σχολείο.

Και παραπέρα από το σπίτι αυτό, βρισκόταν το μικρό ισόγειο, απαίσιας φήμης, με ασβεστωμένα τα κλειστά παράθυρα σπιτάκι, όπου κατοικούσε η Βότσαινα η μάγισσα.

* * * 

Ήταν η ώρα δέκα το πρωί. Ο διδάσκαλος, αφού τελείωσε το πρωινό μάθημα της πρώτης τάξης, είχε αποπέμψει τους βαρυκέφαλους μαθητές και είχε αρχίσει να παραδίδει στη δευτέρα.

Κάτω στα πρόθυρα του σχολείου, στο κατώφλι της θύρας και μέσα και έξω απ΄αυτήν πάνω στο έδαφος, με τα βιβλία τους στη μασχάλη ή ανοικτά πάνω στα γόνατά τους, χωρίς να διαβάζουν, κάθονταν οι μαθητές της τρίτης τάξης, περιμένοντες να έλθει η σειρά τους, περίπου στις ένδεκα, για να παρακολουθήσουν και αυτοί το πρωινό μάθημα.

Νοτιότερα, έξω από τον οικίσκο του πνευματικού, τέσσερις ή πέντε ευλαβείς γριές, κάθονταν πάνω σε κάποια στελέχη από χονδρά ξύλα, περιμένοντας να έλθει η σειρά τους, για να εισέλθουν πλησίον του πνευματικού.

Ήταν δύο ή τρεις ημέρες πριν τα Χριστούγεννα και αφού είχαν νηστέψει σαν καλές χριστιανές, αισθάνονταν την ανάγκη της εξομολόγησης για να αξιωθούν της θείας κοινωνίας. Εντωμεταξύ δε, καθισμένες έξω από την πόρτα του πνευματικού, ανακοίνωναν μεταξύ τους αξιοπερίεργες ιστορίες και κατάκριναν, από χριστιανικό ζήλο, τη διαγωγή των γειτονισσών και των γνωρίμων τους.

Από καιρό σε καιρό, ακουόταν οξεία και διαπεραστική, η φωνή του διδασκάλου, σηκωμένη πάνω από τον συνήθη τόνο, επιπλήττοντας και κραυγάζοντας σε έξαψη. Και κατόπιν διακρινόταν σαν ψιθυρισμός η ασθενέστερη φωνή κάποιου μαθητή που απαντούσε στις ερωτήσεις του διδασκάλου. Και συγχρόνως, στον αντικρινό εξώστη, ο παπαγάλος, ηλεκτριζόμενος, έκραζε:

— Παπαγάου! θέλεις καφέ;

Κι οι μαθητές, που κάθονταν στα πρόθυρα του σχολείου, κάγχαζαν και έκλειναν τα βιβλία τους κι έτρεχαν και φώναζαν κι ενθουσιάζονταν.

* * * 

Ο ένας από τους μαθητές της Γ' τάξεως, ψηλός, αδύνατος, με ζωηρό βλέμμα, που φαινόταν να είναι τουλάχιστον δεκαέξι ετών, δεν αποσπούσε το βλέμμα του από την ταράτσα εκείνη, την ψηλή.

Έως τότε ψυχή δεν φαινόταν επάνω στην ταράτσα, αλλά μετά από λίγο, ωραίο κορίτσι, δεκατεσσάρων ετών, με τα ξανθά μαλλιά ξέπλεκα, φάνηκε στην ταράτσα. Κατόπιν άλλο της ίδιας ηλικίας επίσης, με ξανθά μαλλιά και ένα άλλο με μαύρα μαλλιά.

Ο μαθητής τότε εκείνος, που έπασχε φαίνεται, από πρώιμο έρωτα, ακούσθηκε να ψιθυρίζει:

—Αχ! βασανάκια, βασανάκια!

Ο διπλανός συμμαθητής του, ο οποίος φαίνεται γνώριζε την αδυναμία του, σκύβοντας στο αυτί, του ψιθύρισε το εξής δίστιχο, το οποίο ίσως αυτός ή άλλος κανείς μεγαλύτερης ηλικίας είχε συνθέσει:

«Γίνε, Μαριώ μου, βόιβοδας, και συ, Λενιώ μου, μπέης,

και συ, μικρό Κατερινιώ, κριτής για να με κρένεις»

Τα τρία κορίτσια γύριζαν, γύριζαν, έφερναν βόλτες πάνω στην ταράτσα, περπατούσαν, στέκονταν, κοίταζαν στον ουρανό, συνομιλούσαν, έριχναν ματιές προς το μέρος της πόρτας του σχολείου, όπου ήταν οι μαθητές και δεν είχαν ησυχία.

Οι μαθητές ξέχασαν και το σχολείο και τα βιβλία και το διδάσκαλο και αυτόν τον παπαγάλο και σηκώθηκαν και κινούνταν και ενθουσιάζονταν σε τρόπο επίφοβο.

Τα τρία βασανάκια, όπως τα ονόμαζε ο πτωχός εκείνος μαθητής, δεν έμειναν επί πολλή ώρα μόνα τους επάνω στην ταράτσα.

Και άλλα κατόπιν τους βάσανα και άλλα βασανάκια, φάνηκαν πλησίον τους. Φαίνεται ότι η ταράτσα εκείνη χρησίμευε ως συνεντευκτήριο όλων των κοριτσιών της γειτονιάς.

Το καλοκαίρι, όταν έπεφτε ο ήλιος ή το χειμώνα, όταν ήταν αιθρία ηλιοφεγγής ημέρα, όπως η ημέρα εκείνη του Δεκεμβρίου, τα κορίτσια ανέβαιναν εκεί, κατεβάζοντας τα λευκά τουλουπάνια τους ως τους οφθαλμούς τους, στρέφοντα τα νώτα προς τον ήλιο, για να μη μαυρίσουν.

Και ακουόταν εκεί επάνω χαρωπό λάλημα και εύθυμος μινυρισμός παρθένων και κελαδήματα ανθρωπίνων χελιδόνων μόλις έναρθρα, αλλά όχι λιγότερο κενά έννοιας από τα κελαδήματα των πτερωτών χελιδονιών της Άνοιξης.

Ήταν ήδη έξι ή επτά κορίτσια, από δέκα έως δεκαπέντε ετών ηλικίας, επάνω στην ταράτσα. Αλλά όταν ακούσθηκε ο βαρύς γδούπος των βημάτων των μαθητών της Β' τάξεως, που κατέβαιναν τη σκάλα, σαν να τους καταδίωκαν τα αόρατα φαντάσματα των «εις -μι» ρημάτων και των συνδέσμων και των μετοχών και οι ζώσες εικόνες των μαυροπινάκων και οι δώδεκα ή δεκαπέντε εκείνοι νέοι βγήκαν με θόρυβο από την πόρτα του σχολείου, κραυγάζοντας συγχρόνως «παπαγάλο! θέλεις καφέ;» προς το απτόητο εκτοπισμένο πτηνό το οποίο τους έβλεπε με μακάρια απάθεια, κωφεύοντας στις παροτρύνσεις τους, τότε τα εύθυμα κορίτσια εκείνα έγιναν διά μιας άφαντα από την ταράτσα.

Τούτο το έκαμαν, κάπως σαν να σπλαχνίστηκαν τους πτωχούς μαθητές της Γ’ τάξεως, οι οποίοι, με πόνο και σπαραγμό καρδιάς θα ανέβαιναν στην παράδοση, τώρα που ήλθε η σειρά τους, ενόσω τα βασανάκια εκείνα βρίσκονταν στην ταράτσα. Οι μαθητές ανέβηκαν τότε με διπλή λύπη, για τη θετική αυτή και την αρνητική δυστυχία.

* * *

Μόλις ανέβηκαν οι μαθητές στον τόπο της παράδοσης και τα κορίτσια φάνηκαν πάλι αμέσως στην ταράτσα.

Αλλά τώρα δεν έμειναν πλέον όσα ήταν. Η μικρή αγέλη αυξήθηκε ταχέως και θα ήταν όλα δεκαπέντε έως δεκαοκτώ κορίτσια, επάνω στην ταράτσα.

Ήταν πρώτον το Μαριώ και το Λενιώ και το Κατερινιώ, τα τρία κορίτσια του σπιτιού.

Έπειτα είχαν έλθει από το πρώτο γειτονικό σπίτι, το Ξενιώ και το Κουμπώ, δύο ωραίες μελαχρινές αδελφές, η μία δεκατεσσάρων και η άλλη δώδεκα ετών. Μετά απ΄ αυτές ήλθαν το Φωλιώ το Βελισάρικο και το Μαχώ το Πορταρίτικο, από δύο άλλα κοντινά σπίτια.

Κατόπιν ήλθαν το Κατινιώ, η παπαδοπούλα και η Ευανθία, η καπετανοπούλα, από το σπίτι της εξαδέλφης τους της Μαχώς, όπου βρίσκονταν, ύστερα ήλθαν το Τσιτσώ το Ραφτί και το Ασπασώ το Παναδί και η Σοφούλα το Μπακιρί και τελευταίες ήλθαν η Μόρφω, η Σερετούλα και το Κυρατσώ και το Ασμινιώ, οι αδελφές της και προστέθηκαν στις άλλες.

Όλες ή σχεδόν όλες, ήταν ωραία κορίτσια με γαλανά μάτια, με μαύρα μάτια, με βαθιά και μαύρα και κοκκινωπά μάτια, με λευκό χρώμα, με μελίχρυσο και χνοάζοντα χρώμα, με μαύρους και ούλους βοστρύχους, με μακριές και ξανθές και καστανές κοτσίδες, με ελαφρά βαθουλώματα γύρω από τις κόγχες των οφθαλμών, με ωραία λεπτά ρόδινα ή αβρά και κοράλλινα χείλη, με κυανίζουσες φλέβες, με χαρίεντες λυκίσκους και γελασίνους κάτω από τις παρειές, με αναστήματα νεόφυτων κυπαρισσιών, με λευκά τουλουπάνια, με λεπτά και διαφανή αλέμια γύρω στο κεφάλι, με κοντά φουστανάκια, με λευκές κάλτσες και με στρωτά παπούτσια.

Συγκεντρώθηκαν εκεί, ψηλά στην ταράτσα, όπως τα χελιδόνια στον άνω πυργίσκο του μαρμάρινου κωδωνοστασίου το καλοκαίρι και μιλούσαν και κελαηδούσαν και γελούσαν και τερέτιζαν και συζητούσαν και τιτίβιζαν.

Η μία επιχειρούσε να διηγηθεί κάτι τι και το άφηνε μισό, γιατί η άλλη την διέκοπτε με ερωτήσεις, με επιφωνήματα και με παρατηρήσεις. Η τρίτη άρχιζε τραγούδι και έλεγε μόνο ένα στίχο και μισό, η τέταρτη έσυρε τέσσερα ή πέντε βήματα καλαματιανού και έπαυε. Η άλλη συνέπλεκε κατά κάποιον τρόπο τους βραχίονες σταυρωτά με άλλες δύο και τις εβίαζε να χορέψουν την «καμάρα», τραγουδώντας συγχρόνως αργά και μελωδικά:

«Καμάρα χτί, καμάρα χτί,

καμάρα χτίζω στο γιαλό. . .»

Και η καμάρα δε στέριωνε και καμία επιχείρηση δεν τελείωνε και καμία συζήτηση δε λάβαινε τέλος.

Δεν υπήρχε έννοια, δεν υπήρχε σκέψη και στοχασμός και σκοτούρα. Μάτια έλαμπαν, παρειές ανθούσαν, χαμόγελα ανάτελλαν, άσματα ψιθυριστά και αισθήματα εμβρυακά και βαθιές πνοές και ελαφροί στεναγμοί και αύρες της νεότητας ρίπιζαν, αέριζαν, δρόσιζαν, τα σώματα και τις καρδιές.

* * * 

Περί τις δώδεκα και μισή, δεν είχε μείνει πλέον καμία από τις ευλαβείς γριές έξω από το μετόχι του παπά-Ισαακίου.

Ο παπαγάλος από πολλή ώρα δεν είχε ακούσει τη φωνή του αποκαμωμένου διδασκάλου να υψωθεί και δεν είχε εκπέμψει και αυτός τη συνήθη κραυγή του.

Τα κορίτσια ετοιμάζονταν να χωρισθούν και είχαν κατεβεί από την ταράτσα. Βρίσκονταν τώρα κάτω στο προαύλιο του σπιτιού και μεγαλοφωνούσαν και έκαναν τόσο θόρυβο, όσο δεν θα έκαναν ποτέ παιδιά αυτής της ηλικίας.

Η συναναστροφή τους πολλαπλασίαζε την τρέλα τους και κάθε μια απ΄ αυτές φαινόταν να έχει τόση τρέλα, όση θα είχαν όλες μαζί. Αντίκρυ τους, στην αυλή του σπιτιού της μάγισσας, στεκόταν μια άσχημη γριά, με άτακτο κτένισμα και ενδυμασία και τις κοίταζε με αλλόκοτο βλέμμα.

Ώρα μία παρά τέταρτο, κατέβηκε τέλος από το ύψος του πατώματος του σχολείου ο διδάσκαλος και αμέσως μετά κατέβηκαν οι μαθητές με αλαλαγμό και θόρυβο. Ήταν πολλαπλή χαρά την ημέρα εκείνη. Ήταν το τελευταίο μάθημα προ των διακοπών των Χριστουγέννων.

Η αγέλη των μαθητών, αντίκρισε την αγέλη των κοριτσιών και τα βλέμματα έβαλαν κατ’ ευθείαν προς το προαύλιο του μεγάλου σπιτιού με την ταράτσα και τα πόδια αρνούνταν να βαδίσουν προς άλλη διεύθυνση.

Αλλά την ίδια στιγμή, η άσχημη γριά η οποία κοίταζε τα κορίτσια, σκανδαλισμένη ήδη από τις τρέλες τις οποίες έβλεπε, νόμισε ότι ένα από τα κορίτσια είπε ένα αστείο σε βάρος της και ότι οι άλλες γέλασαν με τούτο.

Της φάνηκε ότι άκουσε ευκρινώς τη λέξη «μάγισσα».

Δεν χάνει καιρό, αρπάζει μία μεγάλη τρικοκκιά από το φράκτη της γειτόνισσας και τρέχει προς το μέρος όπου ήταν τα κορίτσια.

Οι πολλές απ΄ αυτές, όσες δεν ήταν του σπιτιού, αποχαιρέτισαν τις τρεις αδελφές και άρχισαν να απομακρύνονται.

Η απαίσια γριά έτρεξε, με ξέπλεκα ψαρά μαλλιά, με μισή μαντήλα, με σχισμένη και μπαλωμένη κόκκινη μαλλίνα, κοντή εμπρός, ξηλωμένη από τη μέση και συρόμενη πίσω, με μία μάλλινη, ρυπαρή, σχισμένη γύρω από τα δάκτυλα και τη φτέρνα κάλτσα, με ένα πόδι γυμνό, ρικνή, βλοσυρή, με το ένα τσουλούφι της κόμης κρεμασμένο έως τον ώμο, με το άλλο κοντό και κυρτωμένο αποκάτω στη μαντήλα, έτρεξε με τη μεγάλη τρικοκκιά, που είχε οξεία και τσουχτερά τα αγκάθια, για να βγάλει, αν ήταν δυνατόν, τα μάτια ή τουλάχιστον, να σχίσει τις αβρές σάρκες των κοριτσιών.

Ο σκύλος της έτρεχε από πίσω γαυγίζοντας με μανία, σημαίνοντας την έφοδο. Ο παπαγάλος, από πάνω απ΄ τον εξώστη της Σοφιανίνας, ερεθίσθηκε κι άρχισε να κράζει:

— Παπαγάου! παπαγάου!

* * * 

Ήταν αυτή, η ίδια η Βότσαινα, η μάγισσα.

Ημέρα μεσημέρι, όσοι περνούσαν έξω από το σπίτι της, όλοι σταυροκοπιούνταν.

Τη νύκτα κανείς δε θα τολμούσε να περάσει.

Είχε μεγάλη φήμη στην τέχνη της. Εάν συνέβαινε κανένα ντόπιο πλοίο να μην έχει ακουσθεί από καιρό και να είναι ύποπτο, αυτή ήταν ικανή να δείξει μέσα σε ένα αυγό, στη γυναίκα ή τη μητέρα του ναυτικού, την τύχη του πλοίου.

Πότε το πλοίο ήταν σώο μαζί με το πλήρωμα και αυτή το έδειχνε βουλιαγμένο μέσα στο αυγό. Πότε το πλοίο είχε ναυαγήσει πράγματι κι εκείνη το έδειχνε να πλέει ορθό μέσα στον κρόκο.

Τούτο κανονιζόταν, όχι από την αμοιβή την οποία ήλπιζε να λάβει, αλλά από τα αισθήματα τα οποία έτρεφε η ίδια προς τη γυναίκα ή τη μητέρα του καραβοκύρη. Αλλά η έκβαση δεν ζημίωνε πολύ τη φήμη της. Ήταν πάντοτε η Βότσαινα η μάγισσα.

Πώς τα κατάφερνε!

Έτρεχε κουνώντας στο χέρι την πελώρια τρικοκκιά, με το ένα τσουλούφι των μαλλιών της να σείεται πάνω στον ώμο της, με τα σκληρά και χελωνόδερμα πόδια της να χτυπούν το έδαφος σαν πέταλα φοράδας.

Οι παιδίσκες είχαν χωρισθεί εντωμεταξύ κατά πολλές διευθύνσεις.

Αυτή, με το μάτι της, εξέλεξε μεταξύ όλων των συμπλεγμάτων το πολυαριθμότερο εναντίον εκείνου έστρεψε τη μανία της.

Ήταν πέντε ή έξι από τα κορίτσια. Δεν είχαν καταλάβει τίποτε κι εξακολουθούσαν να βαδίζουν αργά και συνομιλώντας.

Η μάγισσα, όσο πλησίαζε, χαμήλωνε το βήμα της και δεν ακουόταν πλέον ο κρότος των πετάλων. Επιθυμούσε να απολαύσει την ηδονή να σχίσει το λαιμό ή το μάγουλο μιας ή περισσοτέρων από τις νεανίδες, πριν πάρουν αυτές είδηση.

* * *

Συγχρόνως, οι νέοι της Γ' τάξης του ελληνικού σχολείου είχαν παρατηρήσει την έφοδο και δύο ή τρεις απ΄αυτούς, οι ζωηρότεροι, χωρίς να διστάσουν, πέταξαν τα βιβλία τους στο έδαφος, άρπαξαν λίγα χαλίκια και όρμησαν να κυνηγήσουν τη μάγισσα.

Έτρεχαν πίσω της και σε κάθε πέντε βήματα έσκυβαν βιαστικά, άρπαζαν λιθάρια και βώλους γης και την πετροβολούσαν.

Τρεις ή τέσσερις άλλοι, έτρεξαν πίσω τους, κρατώντας τα βιβλία κάτω από τη μασχάλη.

Η εξαγριωμένη μάγισσα είχε φθάσει ήδη τα μικρά κορίτσια και αυτές είχαν αισθανθεί τέλος την καταδίωξη, τάχυναν δε το βήμα απορώντας και γελώντας.

Ο σκύλος έτρεχε πίσω από τη Βότσαινα γαυγίζοντας με μανία, οι τρεις μαθητές του σχολείου έτρεχαν πίσω από το σκύλο ρίχνοντας πέτρες και βώλους. Ο παπαγάλος από μακριά, από τον εξώστη της Σοφιανίνας, επαναλάμβανε:

— Παπαγάου! θέλεις καφέ;

* * *

Ο αέρας μόνο της τρικοκκιάς και η άκρη ενός από τα πολύκλαδα αγκάθια της, άγγιξε τα μαλλιά ενός των κοριτσιών, της δωδεκαετούς Μαχώς, της κόρης του Πορταρίτη.

Συγχρόνως, πέτρα που ρίχτηκε εύστοχα από τον ψηλό και ισχνό μαθητή, εκείνου στο αυτί του οποίου είχε ψιθυρίσει ένας των συμμαθητών του το ανωτέρω παρατεθέν δίστιχο και ο οποίος ήταν ο πρώτος που πέταξε τα βιβλία του και τρέχοντας, κτύπησε τόσο καίρια, και κλόνισε τόσο σφοδρά την πελώρια τρικοκκιά στο χέρι της Βότσαινας, ώστε η μάγισσα αισθάνθηκε δεινό τον αντίκτυπο, το χέρι της πόνεσε και άφησε το όπλο της να πέσει κατά γης.

Ο υψηλόκορμος νέος πάτησε θριαμβευτικά πάνω στην πολύκλαδη τρικοκκιά και η μάγισσα τράπηκε σε ραγδαία φυγή, ενώ οι άλλοι την κατεδίωκαν ακόμη πετροβολώντας την, ο σκύλος τους γαύγιζε φοβερά και ο παπαγάλος φώναζε κατά πρόσωπο της μάγισσας:

— Θέλεις καφέ; Θέλεις καφέ;

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

ΤΑ ΣΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ

ΚΑΤΣΑΝΑΣ

ΚΙΡΚΙΛΗΣ

ΚΟΝΤΟΣ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΑΡΧΕΙΑ

Επικοινωνήστε μαζί μας

Αναζήτηση αρχείου