Η γριά που ήθελε να παντρευτεί
Ήταν μια γριά, πολύ γριά ήταν αυτή, κι ήταν με το γιό της, που την κούναγε σε κούνια για να κοιμηθεί. Τόσο πολύ τη φρόντιζε.
Μια φορά περνά ένας πραματευτής. Ήταν αυτοί που πουλούσαν διάφορα πράγματα, κουβαρίστρες, βελόνες, υφάσματα κλπ κι έπαιρναν αυγά, καρπούς κ.α.
Μια φορά πέρασε κάτω απ’ το μπαλκόνι της γριάς. Την τήραγε που την είχαν σε κούνια και λέει: «Καλά είσαι ρε γριά, αλλά να ’χες κι ένα γέρο, ακόμα καλύτερα.» Πάει η γριά στο γιο τσ’ και τ’ λέει: «Γιέ μου, καλά μ’ έχεις ιδώ, θέλω κι ένα γέρο.» «Τι λες, ρε μάνα, που σ’ έχω δω και σ’ έχω καλά κι σε φρουντίζω κι εσύ θες και γέρο να μας κάν’ς ριζίλι;» «Ιγώ θέλου γέρου να μου βρεις».
Με τα πολλά της λέει ο γιος της: «Θα σου βρω του γέρου, αν κάνεις αυτό. Να πας και να κάτσεις στην ταράτσα ούλη νύχτα κι αν κρατήσεις θα σου βρω γέρου.» Πηγαίνει κι η γριά στην ταράτσα και κάθισε κι έκανε ένα κρύο. Που να κρατήσ’ η γριά η κακουμοίρα.
Κι έλεγε: «’Ποψι με τουν άνιμου. Αύριου με τον άντρα μου.»
Αλλά, ήταν και ξαστεριά. Που να ζήσει η γριά η καημένη, κοκάλωσε κι έλεγε: «ποπ’, ποπ’»
Δε μπορούσε να του πει η καψόγρια «’ποψι με τουν άνιμου», κι έλεγε «ποπ’, ποπ’» απ’ το κρύο.
Διήγηση Μαρία Ντούρμα-Μυτάκη.
---
Ανάλυση
Η Γριά που Ήθελε να Παντρευτεί.
Η κοινωνική σάτιρα
Εδώ έχουμε μια άλλη όψη του γάμου, εκείνη που κατακρίνεται από τον κοινωνικό περίγυρο. Το παραμύθι είναι φτιαγμένο να σατιρίσει τη γριά που θέλει να παντρευτεί. Έχουμε κι εδώ τον εθιμοτυπικό, ακατόρθωτο
όρο, μόνο που εδώ αναθέτεται στη νύφη αντί για τον γαμπρό. Κι έτσι έχουμε στην ταράτσα την γκροτέσκα φιγούρα της γριάς-νύφης που παίρνει από μόνη της την πρωτοβουλία να παντρευτεί, η οποία κάθεται μες στο κρύο με συντροφιά τις φρούδες ελπίδες της και το μόνο που μπορεί να αρθρώσει είναι «ποπ’, ποπ’».
Η τραγελαφική αυτή εικόνα έρχεται σε χτυπητή αντίθεση με την κοινωνικά αποδεκτή, υγιή και νέα νύφη που δεν καταδέχεται το φλερτ και απολαμβάνει τη χαρά να απορρίπτει τον αντρικό πληθυσμό με ένα απόλυτο «όχι».
Γεωργία Καρδιόλακα