Σάββατο, 14 Δεκεμβρίου 2024

Η ΣΤΕΝΗ ΤΟΥ ΘΡΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ

ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Η ΟΡΕΙΝΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΡΦΥΩΝ

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Ο Κοσμολαῒτης

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1903

➖➖➖

Τη μετατροπή του κειμένου στην

καθομιλουμένη δημοτική

έκανε ο

Ιωάννης Δ. Γιαννούκος

⭐⭐⭐

 

Έναν καιρό, ο πατέρας του ήταν ευκατάστατος έμπορος στον Πειραιά, ύστερα ήλθαν δυστυχίες και ο άνθρωπος ξέπεσε.

Αλλά και αν διατηρείτο έκτοτε το μαγαζί, είναι ζήτημα αν ο Στέλιος θα είχε την ικανότητα να εξακολουθήσει επωφελώς το έργο, μετά το θάνατο του πατέρα του.

Είχε μάθει λίγα κολλυβογράμματα. Έτρεφε καλογηρικές κλίσεις, σύχναζε στους ναούς, είχε συλληφθεί από το πνευματικό αμφίβληστρο του ιερομόναχου Μεθοδίου, ο οποίος ησύχαζε εκείνη την περίοδο σε ένα μονύδριο πάνω σε ένα λόφο, κοντά στην Αθήνα.

Ο Στέλιος, είχε γίνει κατά κάποιον τρόπο καλός διαβαστής στις ιερές ακολουθίες.

Εσείετο όλος όταν διάβαζε το Συναξάρι της ημέρας.

Συχνά έψαλλε τον μικρόν Πολυέλεον (ψαλμόν του οποίου όλοι οι στίχοι λήγουν στη φράση «ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού» και από κει και πέρα ονομάστηκε «πολυέλεος» και το πολυλάμπαδο το οποίο κρέμεται στο μέσον του ναού, το οποίον και σείουν κατά την ώρα που ψάλλεται αυτός ο ψαλμός) ένας, ο οποίος ήθελε να κάμει τον αστείο - διότι δεν λείπουν και την ώρα της ακολουθίας ακόμα τέτοιοι πειρασμοί μέσα στο ναό - έλεγε:

«Μην κουνάτε τον πολυέλεο, κουνιέται ο Καλοχεράκης». 

Όταν καταχώριζε καμιά μικρή διατριβή σε εφημερίδα, υπέγραφε:

«Στυλιανός Καλοχεράκης, δημοσιογράφος».

Για ένα φεγγάρι είχε εκδώσει στον Πειραιά εφημερίδα,

«Ο Θρίαμβος», θρησκευτική, πολιτική και εμπορική.

Τέλος, ο Στέλιος φάνηκε ότι έμελλε μία ημέρα να φθάσει στο τέρμα του προορισμού του, στον πρόσκαιρο τούτο κόσμο.

Κάποιος έκπτωτος ηγούμενος από το Άγιον Όρος είχε έλθει στην Αθήνα.

Αυτός δεν είχε τις στενές ιδέες εκείνων των αυστηρών μοναχών, οι οποίοι δεν έχουν εξέλθει ποτέ από το Ορος, οι οποίοι συνηθίζουν να αποθαρρύνουν σκληρά κάθε νέο που προσέρχεται με πόθο για να ενδυθεί το μοναχικό σχήμα.

«Ημείς, παιδί μου, που μας βλέπεις εδώ, είμεθα μετανοημένοι που ήρθαμε, έτσι βρεθήκαμε κι ημείς. Τώρα είναι εις παρακμήν το μοναχικόν τάγμα.

Αχ! το αγγελικόν σχήμα, παιδί μου, είναι μεγάλο πράγμα... Βλέπεις τον Καλόγηρον, πως τον έχουν ζωγραφίσει καρφωμένον εις τον Σταυρόν, εις όλους τους νάρθηκας των ναών, εις το Όρος!...

Σύρε πίσω στον κόσμο, παιδί μου.

Στην ευχή του Θεού! Εις οδόν ειρήνης, τέκνον μου».

Αλλά δεν πίστευε έτσι και ο πρώην καθηγούμενος, που ήλθε στην Αθήνα.

Αυτός είχε φιλοδοξία επαινετή να κάμει προσηλυτισμό για το Τάγμα.

Βρίσκονταν τότε δέκα ή δώδεκα νέοι που έτρεφαν, όπως φαντάζονταν τουλάχιστον, κλίση στην καλογηρική, όπως αυτοί την εννοούσαν.

Γι’ αυτό δεν ήταν ανάγκη ούτε διδαχής ούτε πειθούς μεγάλης.

Ήταν προθυμότατοι κι εύκολα σχετίστηκαν με τον πρώην ηγούμενο.

Τον άλλο μήνα, όλη η αγέλη μπαρκαρίστηκε με ιστιοφόρο από τον Πειραιά και ακολούθησε τον ιερομόναχο στον Άθωνα.

Επήγαν στη Μονή του Σιμμένου (Εσφιγμένου), στη βορειότερη εσχατιά της χερσονήσου.

Ω! μεγάλη δοκιμασία ήταν γι αυτούς.

Τόσο πάγωσαν άμα έφθασαν εκεί, τόσο τρόμαξαν από το μεγαλείο των θρησκευτικών συνάξεων, από την ακριβή τάξη του κοινοβιακού βίου, από την αυστηρότητα των προσώπων εκείνων των γηραιών μοναχών, ώστε ένας απ' αυτούς, όπως ο ίδιος διηγείτο αργότερα, σε τόση αθυμία έφθασε, ώστε του υπέβαλε ο διάβολος στο νου, να ριχτεί από την «απλωταριάν», τον ψηλό εξώστη του μοναστηριού και να αυτοκτονήσει...

Τον άλλο μήνα, σχεδόν όλοι, οι ένδεκα, μπαρκαρίζονταν πάλι από ένα νότιο όρμο, τη Δάφνη και κουβαλιόνταν πίσω στην Αθήνα. Ένας και μόνος έμεινε και φόρεσε το μοναχικό σχήμα, αλλά αυτός, για να παρηγορηθεί, επέστρεψε μετά από λίγο στην Αθήνα και ζητούσε θέση νεωκόρου σε έναν απ΄ τους ενοριακούς ναούς.

Όσο για τον Καλοχεράκη, αυτός είχε πάει μαζί με τους άλλους, τρέφοντας ανώτερη φιλοδοξία.

Είχε πάει εκεί, όπως αυτός έλεγε, υπό τον ρητό όρο να διορισθεί αμέσως γραμματεύς του μοναστηριού.

Δεν είναι πιθανόν ο πρώην ηγούμενος να του υπέβαλε τέτοια ιδέα, ίσως μόνο την άφησε να τρέφεται και δεν την πολέμησε φανερά.

Κάπως έτσι γίνονται στον τόπο μας όλων των ειδών τα παζάρια.

Αλλά ο Καλοχεράκης, όσα κολυβογράμματα κι αν ήξερε, ήταν πολύ αμφίβολο αν θα λάβαινε ποτέ τέτοιο οφίκιο σε Μονή του Αγίου Όρους και αν επί εικοσαετία ολόκληρη έμενε μονάζοντας εκεί.

Επιζητώντας δε τέτοιο αξίωμα, έμοιαζε μάλλον με τον Γλαύκωνα του Αρίστωνος, ο οποίος φιλοδοξούσε να κυβερνήσει την πόλη των Αθηνών, χωρίς να έχει μελετήσει ποτέ μήτε τα πολιτικά, μήτε τα οικονομικά και τα στρατιωτικά πράγματα...

Και πολλοί άλλοι, ικανότεροι του Καλοχεράκη, θα απεκρούοντο, εάν μάλιστα κατάγονταν από την ελεύθερη Ελλάδα.

***

Επέστρεψε λοιπόν μαζί με τους άλλους στην πρωτεύουσα του Κράτους μας.

Περνούσε τη ζωή του με ηρεμία. Σύχναζε στα εξωκκλήσια. Βοηθούσε τους ιερείς στις λειτουργίες.

Έκτοτε αναλάμβανε εργολαβικά ιεροπραξίες. Επισκεπτόταν τα σπίτια των «ευλαβητικών», ανδρών και γυναικών, 120όσοι σύχναζαν στις θρησκευτικές συνάξεις. Δεχόταν πολλές φορές περιποιήσεις, γεύματα, κλπ. Κάποτε εισέπραττε συνδρομές, κατ' εντολή ή χωρίς εντολή. Πότε έμενε ευχαριστημένος και συχνότερα απογοητευόταν. Ο κυρ Μικέλης ο Βάλθης, ντόπιος νοικοκύρης, σεβάσμιος ηλικιωμένος, που τον τιμούσε με τη φιλία του, τον παρηγορούσε συχνά, άμα τον έβλεπε στενοχωρημένο. Υπομονή και φόρτσο γινάτι! του έλεγε. Ο Καλοχεράκης, περισσότερο φουρκιζόταν όταν άκουγε τη φράση αυτή.  Αλλά ο κυρ Μικέλης του εξήγησε ότι «γινάτι» δεν σημαίνει οργή αλλά θυμός, ότι αδύνατον να έχει την υπομονή εάν δεν έχει «φόρτσο γινάτι», δηλαδή ισχυρό θυμό. Πρέπει να μάθεις να σηκώνεις πειρασμό, του έλεγε. Ο Καλοχεράκης, συνέβαινε να λαβαίνει μικρές προκαταβολές από πέντε ή οκτώ δραχμές, για να τελέσει λειτουργίες ή παννυχίδες, για να φροντίσει να βρει παπά, να λάβει πρόνοια για τα κεριά, για το πρόσφορο, την αρτοκλασία κτλ. Έπειτα, τη συγκεκριμένη ημέρα γινόταν άφαντος, χωρίς μήτε να αποδώσει, μήτε να χρησιμοποιήσει προς το σκοπό τα χρήματα. Έστελνε δε τότε γράμμα παραπονετικό προς τους εντολείς και τους προπληρώσαντες γράφοντας ότι αυτός «έκαμε τόσους κόπους», κτλ.

Γινόταν αόρατος και βράδυνε πλέον να εμφανισθεί.

Μία χρονιά, στα 189... ο Ευαγγελισμός ήταν τη Δευτέρα του Πάσχα. Επρόκειτο στο ένα παρεκκλήσιο να γίνει παννυχίδα, τη Δευτέρα ξημέρωμα. Η κ. Π..., η ιδιοκτήτρια του ναΐσκου, είχε καλέσει σε δείπνο στο σπίτι της το βράδυ του Πάσχα, δύο άλλους απ΄ αυτούς που επρόκειτο να συμμετάσχουν στην παννυχίδα και τον Καλοχεράκη.

Αφού τίμησαν καλά το πασχάλιο δείπνο, κατέβηκαν στο ναό για να αρχίσουν την ακολουθία.

Αλλά ο Καλοχεράκης έγινε άφαντος «γαλλικώ τω τρόπω», χωρίς να τους αποχαιρετίσει και πήγε να κοιμηθεί.

Είχε φάγει και πιει πολύ καλά.

Αυτή τη φορά, δεν φρόντισε να γράψει ούτε παραπονετικό γράμμα.

Στην επιστολογραφία άλλωστε πολύ διέπρεπε.

Στους αποδημούντες κατά καιρούς από την Αθήνα, από το μικρό κύκλο των «ευλαβητικών», έγραφε μακρές επιστολές, σε τέσσερις κόλλες χαρτιού, με αραιά και μεγάλα γράμματα.

Αρκούσε να πληρώσει κανείς τα ταχυδρομικά και να προσφέρει το γεύμα.

Στα δοκίμια τούτα, γινόταν ο ίδιος Συναξαριστής και μετερχόταν ύφος Αγαπίου του Κρητός.

«Λοιπόν, αδελφέ, παρακαλώ την αγάπην σας να μας ενθυμείσθε και ημείς δεν παύομεν να ενθυμούμεθα την λογιότητά σας. Και να είσθε φιλάδελφος, μεταδοτικός, πράος και ελεήμων... Τώρα εις το μέρος όπου διατρίβετε, να κάμετε οικονομίαν, επειδή όλα είναι ευθηνά εις τας επαρχίας... Αλλά περιμένομεν την αγάπην σας, διά να γίνει μικρά παράκλησις εις τους αδελφούς (γι΄ αυτούς που δε γνωρίζουν, σημειώνουμε ότι παράκλησιν εννοούσε το γιουβέτσι), να πίωμεν και μερικά κρασοβόλια...»

*** 

Από δεκαετίας, όποτε γινόταν λόγος περί ηλικίας, έλεγε ότι ήταν τριάντα οκτώ ετών, ξυριζόταν δύο φορές την εβδομάδα και είχε λευκό μουστάκι.

Φαίνεται ότι του βρισκόταν κάπου κανένα ξυράφι, από τον καιρό της πατρικής ευπορίας.

Έλεγε ότι είχε δύο κατοικίες, μία στην πόλη και μία στην εξοχή.

Συχνά γινόταν άφαντος και πάλι εμφανιζόταν.

Έλεγε, ότι έξω στα Σεπόλια, τον είχε βάλει να κατοικήσει κάποιος εύπορος φίλος του.

Αν πλήρωνε νοίκι, άγνωστο.

*** 

Δεύτερη απόπειρα να καλογερέψει έκαμε το 188...

Αποφάσισε να πάει σε ένα βορεινό νησί, όπου υπήρχε ηγούμενος κάποιος Αγιορείτης, άνθρωπος με φήμη.

Ο κυρ Μικέλης του είπε:

- Δεν είσαι συ για κείνα τα μέρη... Πήγες και στο Όρος και τι κατάλαβες;

Εσύ είσαι για τη Μονή των Κλειστών, για το όρος των Αμώμων (δηλαδή την Πάρνηθα), για κανένα μέρος εδώ κοντά... Να είσαι ο μισός στο μοναστήρι κι ο μισός στην Αθήνα...

Είσαι φτιαγμένος να ζεις σαν κοσμοκαλόγερος... είσαι κοσμολαΐτης και τίποτε παραπάνω...

Τον είχε συστήσει εκεί σε έναν παπά, κάποιος γνώριμος από την Αθήνα.

Κατέβαινε συχνά από το μοναστήρι και πήγαινε στο σπίτι του παπά, να κάμει κονάκι.

Βλέποντας ότι ο παπάς είχε δύο παπαδοπούλες ηλικιωμένες, νόστιμες πολύ, με αδιακρισία ρώτησε:

-Γιατί δεν παντρεύεται καμία απ' αυτές;

Γιατί δεν τις παντρεύετε;

Ουδεμία απάντηση του δόθηκε.

Οι δύο παπαδοπούλες όμως σιωπούσαν περιφρονητικά.

Την άλλη ημέρα ο παπάς έκλεισε την πόρτα του στον ξένο, ο οποίος είχε έλθει στον τόπο για να καλογερέψει κι αργοπορούσε στο χωριό τη νύκτα, φαινόταν δε να ασχολείται με πράγματα κοσμικά.

*** 

Αφού ξεχειμώνιασε καλά, επέστρεψε στην Αθήνα ο Καλοχεράκης.

Αμέσως τότε αποτάθηκε σε ένα γνώριμό του, από τον κύκλο των ευλαβητικών, ο οποίος έτυχε να εργάζεται σε γραφείο εφημερίδας.

Ζητούσε απ΄αυτόν να βάλουν στην εφημερίδα τον πάτερ Συνέσιο, τον ηγούμενο του Κοινοβίου, όπου είχε παραχειμάσει ο Καλοχεράκης, δήθεν ως καταχραστή.

Ο φίλος του τον ρώτησε αν είχε πάει εκεί για να καλογερεύσει ή για να διαπομπεύσει τους καλόγηρους.

Ο Καλοχεράκης απάντησε, ότι ήθελε να «διορθώσει τα πράγματα».

Ο άλλος τον ρώτησε πάλι, αν νομίζει ότι έλαβε από το θεό τέτοια εντολή και αν θεωρεί τον εαυτό του ικανό να διορθώνει τους άλλους.

-Μάλιστα, άρχισε ο Καλοχεράκης.

«Παιδεύετε τους ατάκτους...»

Ο άλλος τον διέκοψε, λέγοντάς του κατηγορηματικά, ότι «δεν τα συνηθίζει αυτά, ούτε ανακατεύεται».

Ο Καλοχεράκης θέλησε κάτι να πει ακόμη, αλλά εκείνος έκαμε χειρονομία ανυπομονησίας και τον άφησε.

***

Βλέποντας οι φίλοι, ότι ο Καλοχεράκης εξακολουθούσε να ξυραφίζεται ακόμη και να μη λέγει τα χρόνια του, άρχισαν να τον πειράζουν.

Αφού επιτέλους η καλογηρική δεν τον είλκυε οριστικώς, καλό θα ήταν να αποφασίσει να μπει στον κόσμο και να γίνει «παπάς με την παπαδιά».

Είπαν σε μία γερόντισσα να του βρει μία ηλικιωμένη, η οποία να είναι «ευλαβητικιά» και να θέλει να γίνει παπαδιά.

-Αν έχει και κανένα μπ... καμωμένο ως τώρα κρυφά, δεν πειράζει, κυρά-Ρήνη...

-Τι λες, χριστιανέ μου! είπε η αγαθή γερόντισσα.

-Μα, τι να πω κι' εγώ... Τόσες ευλαβητικές που αγαπούν τα θεία και να μην τον παίρνει καμιά το φίλο μας το Στέλιο...

Μα καμιά δεν θα θέλει να γίνει παπαδιά!

Ο Στέλιος αλήθεια, διέπρεπε και στο να εκφωνεί λόγους επικήδειους στους νεκρούς, για όσους δεν ήταν εύκολο να βρεθούν άλλοι ρήτορες.

Είχε πράγματι πολύ το ρητορικό στη στάση και την απαγγελία και σε όλο το άτομό του.

Το ύφος του δεν διέφερε πολύ από το της επιστολογραφίας, μόνο ότι είχε πολλές ονομαστικές απόλυτους και ανακόλουθα.

«Το λοιπόν ακούσατε, ευλογημένοι χριστιανοί, πως η μακαρίτης αυτή, η αείμνηστος νεκρά, έχουσα φόβον Θεού και ανατρέφουσα τα τέκνα της εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου, ήλθεν ο καιρός να πληρώσει το κοινόν χρέος. Προπέμποντες γουν ημείς αυτήν σήμερον, μέλλει να επιστρέψει εις την γην, εξ ης ανελήφθη και ας είπωμεν όλοι εν ευλαβεία και φόβω θεού το: 

Αιωνία η μνήμη τρις...»

Τέτοιους επικήδειους είχε πολλούς στην τσέπη του ο Στέλιος, αρκούσε να είναι βέβαιος, ότι θα έβγαινε κάτι τι, έστω και δίδραχμο ή λιγότερο...

Αλλά δεν ήταν ρήτορας μόνο για τους νεκρούς.

Ήταν και για τους ζώντες.

Στις εκλογές του 189... χώθηκε όλος μέχρι τους αγκώνες τα και γόνατα και προοιωνίσθηκε τον αγώνα, τον οποίο στους λόγους του ονόμαζε, όπως και οι εφημερίδες του κόμματος, «τον ευγενέστατον των αγώνων».

Γύριζε από καφενείο σε καφενείο και αγόρευε.

Μία μάλιστα φορά, όπως διηγείται ο ίδιος, παράδοξο πράγμα του συνέβη.

Από τη συγκίνηση, από τη ρητορική την πολλή, χωρίς άλλη αιτία, ενώ εκφωνούσε πολιτικό λόγο μέσα σε ένα καφενείο, έξαφνα, χωρίς να τον σπρώξει κάποιος, έπεσε κάτω και έμεινε επί ώρα αναίσθητος...

Άλλοι έλεγαν, ότι είχε φάει ένα γρονθοκόπημα από έναν κουτσαβάκη αντιφρονούντα, χωρίς να το καταλάβει.

Όταν τον σήκωσαν και ήλθε στις αισθήσεις του, δεν θυμόταν πλέον από ποια αφορμή είχε πέσει κάτω.

Ευτυχώς το κόμμα νίκησε και ήλθε στα πράγματα.

Στον Καλοχεράκη είχαν υποσχεθεί μία θέση καλή, αλλά δεν του την έδωκαν.

Ο κυρ Μικέλης τον παρηγορούσε και πάλι.

-Υπομονή και φόρτσο γινάτι!

***

Δεν διέπρεπε μόνο στις εκλογές των βουλευτών ο Στέλιος.

Δεινός ήταν και στις εκλογές των ηγουμένων.

Από καιρό σε καιρό, γινόταν άφαντος επί πολλές ημέρες και δεν ερχόταν να βρει τους φίλους του, να καπνίσει ναργιλέ και να συζητήσει πολιτικά και θρησκευτικά, μαζί με τον Μικέλη και τους λοιπούς.

Αργότερα συνέβη να μάθουν οι φίλοι, ότι ο Καλοχεράκης διέμενε επί ημέρες στην ιερά μονή Π.

Ο ίδιος είχε πει ότι είχε εκεί έναν αυτάδελφο μοναχό.

Την εβδομάδα του Πάσχα στα 19... επρόκειτο να γίνει εκλογή ηγουμένου στην πλούσια εκείνη Μονή.

Του τέως ηγούμενου, ο οποίος είχε κατηγορηθεί για καταχρήσεις αλλά απηλάχθη, για έλλειψη αναμάρτητου, ο οποίος πρώτος να βάλει τον πρώτο λίθο, είχε λήξει η θητεία.

Υποψήφιοι ήσαν, ο ίδιος πάλι και ένας άλλος αντίπαλός του.

Η εκλογή έμελλε να γίνει την Κυριακή του Θωμά.

Τη Δευτέρα του Πάσχα, ο Στέλιος αποχαιρέτισε τους φίλους του και τους είπε φανερά αυτή τη φορά, ότι πηγαίνει στη μονή της Π., ότι θα εργασθεί για την εκλογή, ότι είναι σφόδρα υπέρ του πρώην ηγουμένου και ότι η εκλογή του θεωρείται βεβαία.

Πρόσθεσε πολλά υπέρ του πρώην ηγουμένου, λέγοντας ότι είναι χρηστός και όσιος και ότι οι εχθροί του τον είχαν συκοφαντήσει.

Ας όψεται η πολιτική!

Οι άλλοι ευχήθηκαν απλώς καλή επάνοδο στο Στέλιο και δεν είπαν τίποτε άλλο.

Ήλθε η Κυριακή του Θωμά.

Το πρωί της επομένης όλες οι εφημερίδες ανέγραψαν τα της εκλογής της προηγουμένης και το αποτέλεσμά της.

Ηγούμενος εκλέχτηκε όχι ο πρώην, αλλά ο αντίπαλός του.

Ο Καλοχεράκης δε φάνηκε ούτε τη Δευτέρα, ούτε την επομένη.

Μόνο στα μέσα της εβδομάδος παρουσιάστηκε, φαιδρός, εύθυμος και προθυμότατος να κεράσει τους φίλους.

-Πως άργησες; Ακόμα επάνω ήσουν; τον ρώτησε ο κυρ Μικέλης.

-Βέβαια... έμεινα να εορτάσω τα νικητήρια.

-Πώς!; Εσύ ήσουν με τον αποτυχόντα!

-Σφαχτά και σπληνάντερα και κοκορέτσια και κρασοβόλια άφθονα! εξακολούθησε ενθουσιασμένος ο Καλοχεράκης, χωρίς να απαντήσει απ' ευθείας στην παρατήρηση του φίλου του.

Το κάψαμε! Μη ρωτάς!...

-Μα! δεν ήσουν με τον αποτυχόντα; επανέλαβε και πάλι ο Μικέλης.

-Όταν πήγα επάνω και είδα τα πράγματα, απάντησε θαρραλέα ο Καλοχεράκης, αμέσως κατάλαβα τι έτρεχε...

Γλυτώσαμε το μοναστήρι τριακόσιες χιλιάδες δραχμές...

Δάση, βοσκές, λατομεία, όλα ήθελε να τα κάμει γυαλιά-καρφιά ο πρώην. Ήταν του διαβόλου φάμπρικα!... κι εμείς του την καταφέραμε.

Και άρχισε να δίνει περισσότερες εξηγήσεις, απ΄τις οποίες οι συνομιλητές του ένα μόνο κατάλαβαν, ότι ο Καλοχεράκης τα είχε γυρίσει λίγο προ της εκλογής, ή επάνω στην εκλογή ή και μετά απ΄αυτήν.

-Και τι μπορούσες να κάμεις εσύ! Μήπως είχες ψήφο;

Είπε ο άλλος φίλος, ο οποίος δεν είχε μιλήσει ακόμη.

-Εγώ;... ψήφους, όχι ψήφο!... και χωριστά ο αδελφός μου, που ψηφίζει κιόλα...

Στο τέλος της ομιλίας, ο Καλοχεράκης υπεστήριξε στον κυρ Μικέλη, ότι περίμενε να διορισθεί σε θέση έμμισθη, στην υπηρεσία της Μονής.

***

Μετά μερικές εβδομάδες, ο Στέλιος διοριζόταν σαν «κουνακτσής» ή επιστάτης σε ένα μετόχιο της Μονής εντός της πόλεως.

Η υπηρεσία του συνίστατο στο να μην κάμνει τίποτε.

Κατ' εκείνο το χρόνο έγινε πλέον ακριβοθώρητος και προφασιζόταν ότι είχε πολλές «υποδοχές» και φασαρία πολλή στο Μετόχι.

Πριν περάσουν δύο μήνες παύτηκε από τη θέση.

- Ήταν επόμενο, εξήγησε στους φίλους του.

Αφού διά κάθε θέση του Μοναστηριού υπάρχουν είκοσι, τριάντα απαιτητές υποψήφιοι... παραπάνω από ένα μήνα ή πέντε εβδομάδες δεν μένει κανείς στη θέση, αμέσως τον παύουν για να έλθει άλλος.

«Σήμερα εμού, αύριον ετέρου και ουδέποτέ τινος».

- Ε! τι να γίνει; Υπομονή και φόρτσο γινάτι, του είπε οι κυρ Μικέλης.

Τι έχασες εσύ; Κοσμολαΐτης ήσουν και κοσμολαΐτης έμεινες.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

ΤΑ ΣΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ

ΚΑΤΣΑΝΑΣ

ΚΙΡΚΙΛΗΣ

ΚΟΝΤΟΣ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΑΡΧΕΙΑ

Επικοινωνήστε μαζί μας

Αναζήτηση αρχείου