Οι αδούλωτοι
Τη ζωή των Στενιωτών στα χρόνια της τουρκοκρατίας, περιγράφει ο Γιώργος Ντεγιάννης με συναισθηματισμό και λογοτεχνική διάθεση σε ένα απόσπασμα του βιβλίου του «Μέσα στους λόγγους», που αφορά τον αγώνα για επιβίωση, τον τρόπο που αντιμετώπιζαν τους τούρκους στις διάφορες επιδρομές που πραγματοποιούσαν στη Στενή, τα καλύβια, που κρύβονταν τα γυναικόπαιδα σε περιόδους εντάσεων κ.α
Ο Γέρο Κάτζος που αναφέρεται στις περιγραφές είναι ο Αντώνης Καμαριώτης.
Την Άνω Στενή την αποκαλεί «κλεισούρα».
Νέος Στέντορας
Εκεί που βγαίνει το ποτάμι από το φαράγγι της Κλεισούρας και παίρνει το στρωτό δρόμο ανάμεσα στον κάμπο, δεξιά μεριά της ρεματιάς, υψώνεται βράχος θεόρατος, που βλέπει σε όλον τον κάμπο.
Στην κόχη αυτού του βράχου έχει στήσει το καραούλι του ο γέρο-Κάτζος.
Συχνά πυκνά φέρνει την παλάμη επάνω από τα φρύδια κι αγναντεύει μακριά, όσο φαίνεται κι όσο κόβει το μάτι του.
Μάτι αϊτού κι ας πλησιάζει τα εβδομήντα ο αγωνιστής.
Κι αν είναι έτοιμος και ικανός, αν το φέρει η ανάγκη, με μια μόνο φωνή του να ξεσηκώσει το χωριό, όλους όσους κατοικούνε στη χαράδρα και δουλεύουνε σκόρπιοι από την έξοδο της ως ψηλά στο βουνό.
Πενήντα άνδρες μαζί δεν θα καταφέρνανε να βγάνουν τόση φωνή. Νέος Στέντορας είχε γεννηθεί.
Τόνε βοηθούσε κι ο τόπος.
Μόλις έστριβε ο γέρο-Κάτζος κατά τη χαραμάδα κι έριχνε τη φωνή, ο αέρας την άρπαζε και τηνε χτυπούσε στο βράχο, που υψωνότουν από πέρα.
Κι ο αντίλαλος γύριζε στον αποδώθε και τούτος ο βράχος τον έστελνε πάλι στον άλλονε, που ήταν από πέρα, αλλά πάρα πάνω. Κι έτσι με σύρε κι έλα το απόφωνο περνούσε τη χαράδρα κι έβγαινε στο απλόχωρο δάσος. Εκεί έσβηνε ο αντίλαλος.
Στα άρματα
Στο βάθος του ορίζοντα θέλεις σύγνεφο, θέλεις ήσκιος προβάλλει κάποια στιγμή. Μικρός, ακούνητος, αξεδιάλυτος. Απάνω του καρφώνει το μάτι ο γέρο-Κάτζος. Δεν το αφήνει στιγμή. Όσο περνάει η ώρα ο ήσκιος μεγαλώνει, αργοσαλεύει, κομματιάζεται.
Φτάνει, δε χρειάζεται να κοιτάξει άλλο. Ο γέρος κατάλαβε.
«Καβαλάρηδες» λέει μέσα του. «Άλογα πιλαλούνε στον κάμπο».
Και παίρνοντας μέτωπο προς την Κλεισούρα και φέρνοντας δεξιά κι αριστερά στο στόμα τις παλάμες: «Τούρκοι…οι…οι…οι…οι…οι» και ρίχνει μια φωνή.
Γέροι, άντρες και νέοι-όσοι σηκώνουν άρματα-στο άκουσμα της ζωντανής σάλπιγγας αδράχνουνε το καριοφύλι και πετιούνται από τα σπιτάκια του χωριού, που είναι στριμωγμένο μέσα στη χαράδρα, αριστερά καθώς κατρακυλάει το ποτάμι. Τραβούνε τον κατήφορο κατά την έξοδο του φαραγγιού. Από τα πλάγια ροβολούν άλλοι-όσοι είχανε ξεμακρύνει από το χωριό-φτάνουνε στα σπίτια, μπαίνουνε, ξεκρεμούνε βιαστικά το τουφέκι, παίρνουνε μπαρούτι, βόλια και τρέχουνε τον κατήφορο να ανταμώσουνε τους πρώτους.
Εποχή πικρής δουλείας
Την πατρίδα μας τηνε πάταε τότε του Τούρκου το ποδάρι. Λίγο πριν από το ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ. Στο πέρασμα του οι προγονοί μας προλάβανε να αποτραβηχτούν από τον κάμπο. Το χωριουδάκι-την Κλεισούρα-που είναι τώρα σφηνωμένο στη χαράδρα δεν το πατάει άλογο.
Αλλά κι εδώ δεν είναι πέρα-πέρα ασφαλισμένοι. Γιατί ο Τούρκος με τα ξημερώματα ανεβάζει τις σιδερόπορτες του κάστρου και ξεχύνεται παγάνα στον κάμπο. Φτάνει ως τα ριζά να αρπάξει ζωντανά, να αναγκάσει τους σκλάβους, να του κουβαλήσουνε «πεσκέσια» και δοσίματα.
Στην Κλεισούρα ο γέρο-Κάτζος με τους χωριανούς το έχουνε ξεκόψει τι θα του στέλνουνε :Βόλια με το καριοφίλι!
Ο Τούρκος όμως το αποφεύγει. Πιλαλώντας κατά την Κλεισούρα σταματάει μια τουφεκιά τόπο μακριά. Γιατί ακούγεται μια μπαταριά από το στενό και βόλια βροχή σπέρνουνε τη γης μπρός από τα πόδια των αλόγων.
Πέρασε η μπόρα, λένε οι χωριανοί. Αλλά δεν είναι κι ολότελα σίγουροι. Υποψιάζονται τον Τούρκο μην τους αποκοιμίσει, πως τάχα έφυγε και γυρίσει κατόπι άξαφνα, να τους βρει ξένοιαστους.
Το καταφύγιο
Γι αυτό δεν αφήνουνε τις θέσεις τους.
Κι από πριν το έχουν αποφασίσει να παίρνουνε κι άλλα μέτρα στον κίντυνο. Για καλό και για κακό! Με Τουρκιά έχουνε να κάμουν. Μιλιούνια, άμμο της θάλασσας, ήταν οι Τούρκοι. Χωρατά το έχεις; Κάμαν έτσι μπήκανε στο χωριό. Τότε τι γίνεται; Από πριν τα προβλέπουν αυτά. Και την ώρα που παίρνουν οι άντρες τον κατήφορο για την έξοδο του φαραγγιού, γυναίκες με μωρά στην αγκαλιά κι ανήλικα ξοπίσω, γέροι και γριές σκεβρωμένες από τα χρόνια σκηματίζουνε πορεία αντίθετη. Καταπάνω! Για που; Γιατί;
Δεξιά κι αριστερά οι πλαγιές της χαράδρας είναι ντυμένες πεύκο, που ξεπερνάει τις λεύκες στο ύψος.
Και μέσα στη ρεματιά έχουνε θεριέψει τα πλατάνια.
Κι από το χωριουδάκι τον ανήφορο-ανάμεσα στα πεύκα και δίπλα στα πλατάνια-εδώ μια καστανιά, εκεί ένας δέντρος, πιο πέρα άλλη, πιο πάνω άλλος κι άλλος, ώσπου βγαίνοντας τέλος από την χαράδρα γίνονται σύδεντρο και σκεπάζουν ίσαμε την κορφή ένα χωματοβούνι.
Για κει, για αυτόνε το λόγγο ξεκίνησε από το χωριό η πορεία των αδύνατων, την ώρα που ακούστηκε η φωνή του γέρο-Κάτζου.
Τι λαχάνιασμα γέρων, παιδιών και φορτωμένων μητέρων!
Επί τέλους! Τάφερε ο Θεός δεξιά .Όπως και τόσες άλλες φορές. Ασφαλισμένοι τώρα μέσα στο δάσος, απιθώνουνε τα μωρά να ξεμουδιάσουν, κάθονται στη ρίζα των δένδρων, ξεγέρνουν τους κορμούς.
Ανασαίνουνε βαθιά να ξεπλακωθούνε τα στήθια τους. Να γκρεμιστεί από πάνω των το διπλό βάρος που τους πάταε: η φοβέρα του Τούρκου κι ο κόπος της ανηφοριάς.
Θα κοιμηθούνε στο δάσος
Άμα ξεκουράστηκε η συνοδεία, ξεκίνησε πάλι τον ανήφορο. Θα ανέβουνε ψηλά, στη μέση του λόγγου. Θα βρουν εκεί τα καλύβια θα μπούνε μέσα, θα ξεκρεμάσουνε το φυλάκι με το αλεύρι, θα ζυμώσουνε, θα ψήσουν ψωμί στη χόβολη και θάναι έτοιμοι, αν τους έρθει από χαμηλά το μήνυμα, να σβήσουνε τις φωτιές, γιατί μπορούν αυτές να τους προδώσουν, άμα φανεί ο οχτρός.
Κι όταν βραδιάσει με καλό, εκεί θα περάσουνε τη νύχτα των. Δεν έχουνε καμιά ασφάλεια να κατεβούν ημέρα στο χωριό. Και τέτοια συνοδεία δεν είναι για νυχτοπερπάτημα
Αυτή τη φορά όμως έχει παρουσιαστεί κι άλλο εμπόδιο.
Από το μεσημέρι βρέχει συγκρατητά. Άνοιξαν οι καταρράχτες του ουρανού. Και σίγουρα τα παλληκάρια θα γίνουνε παπί ως να ανέβουνε στα καλύβια.
Ωστόσο κάποια στιγμή-αργά το δειλινό-τα παιδιά βλέπουνε χαρούμενη την ίριδα. Η βροχή έχει κόψει.
Απόβροχο-ηλιοβασίλεμα-σούρουπο
Από τη γης ανεβαίνει μισογάλανη ομίχλη, διάφανη, μυρωμένη με τα βάλσαμα του δάσους. Μέσα από αυτή οι σιλουέτες των δένδρων φαίνονται θαμπές.
Σε λίγο ξανοίγει. Ο συνεφένιος πέπλος ξεσκίζεται κατά τη δύση. Μια πελώρια σκισματιά ανοίγει ξεχειλωμένη ολόγυρα. Από το άνοιγμα φαίνεται ο χρυσός δίσκος του ήλιου, έτοιμος να βουτήξει στη θάλασσα.
Προλαβαίνει να στριφώσει με χρυσαφιές κλωστές το ξεχείλωμα των συγνέφων. Και στέλνει κιόλας τις τελευταίες του αχτίδες στα καλύβια που είναι ψηλά. Και στο δάσος. Το φως του ήλιου χρυσώνει καλύβια και κλαριά, κι ανεβαίνει κατόπι, κυνηγημένο από τον ήσκιο ως τις κορφές κι από κει πηδάει στα σύγνεφα.
Ένας αϊτός, περνώντας αυτή τη στιγμή πάνω από τα καλύβια, πετάει πέρα ψηλά κατά την αετοφωλιά, φαντάζοντας σα χρυσαφένιος.
Αεράκι κατεβαίνει ανασαλεύοντας άπαυα τις φυλλωσιές. Σιγοβουίζουν αυτές και σούσουρο ακούγεται από τα φύλλα, που είναι στρωμένα στη γης. Γιατί τινάζεται από τα δέντρα το νερό που είχε κρατήσει η φυλλωσιά.
Τινάζονται και τα πρόβατα. Το κοπάδι όσο έβρεχε, στεκότανε στον τόπο σαν καρφωμένο. Μόλις όμως ξέκοψε η βροχή, ένα διαδοχικό κουδούνισμα ρυθμικό έφτασε πέρα από το σύδεντρο ως τα καλύβια. Τα ζωντανά αναταράζανε το κορμί τους για να τιναχτεί στη γης το νερό και δίνανε κατόπι στα κουδουνίσματα το ρυθμό της βοσκής. Αρχίζει να μουχρώνει. Το αεράκι πιρουνιάζει. Τα παιδιά ανατριχιάζουν. Πηγαίνουνε να μπούνε στα καλύβια. Αυτή τη στιγμή μια νυφίτσα προβάλλει από την κουφάλα μιας καστανιάς και στη στιγμή κρύβεται πάλι.
Απλώνεται το σούρουπο. Τα σκυλιά αρχίζουνε να γαυγίζουν κι όσο θαμπώνει τόσο και πιότερο αναδριμώνουν. Μακριά ακούγεται το βραχνό ούρλιασμα του λύκου.
Εκεί που τους καλεί το καθήκον
Κι ο γέρο-Κάτζος με τους αγωνιστές; Πως πέρασαν αυτοί την ημέρα και που βρίσκονται τώρα;
Η βροχή τους στεναχώρησε. Να φύγουν; Ούτε λόγος! Να μείνουν εκεί κατάλακα; Δεν τους στοίχιζε τόσο πως θα βραχούν, όσο ο κίντυνος να νοτίσει το μπαρούτι και να μην παίρνει το καριοφύλι φωτιά.
Και τότε; Μια φούχτα παλληκάρια τι αποτέλεσμα μπορούνε να φέρουν με τα γιαταγάνια; Όσους και να κόβανε θα μένανε πάντα Τούρκοι αρκετοί, για να ριχτούνε τέλος στο χωριό.
Ριζώσανε λοιπόν τα παλληκάρια στα στεφάνια και στις αχιβάδες, που σχημάτιζαν οι βράχοι. Η βροχή τα περάτωσε. Δεν τους έμεινε γλώσσα στεγνή. Όμως μπόρες έχουν δεχτεί πολλές στη ράχη των. Και δεν είναι λίγες φορές που στέγνωσαν πάνω τους τα ρούχα. Το σπουδαίο είναι πως δε βράχηκε το μπαρούτι. Το φυλάξανε σαν τα μάτια τους. Μείνανε στις θέσεις των ως το ηλιόγερμα. Ο Τούρκος χάθηκε. Από αλλού γύρισε στο κάστρο του να κοιμηθεί ασφαλισμένος. Νύχτα δεν εξώμεινε.
Κατά το χωριό
Τότε κι οι αγωνιστές παίρνουνε καθένας το μονοπάτι του για το χωριό κι ύστερα πιο πάνω για τα καλύβια.
Περνούν ανάμεσα στο πευκοδάσος. Βούισμα ακούνε. Γιατί το αγέρι αναδεύει τη δασιά φυλλωσιά των πεύκων, τη βελονωτή και τηνε παρουσιάζει κιόλας σαν μαυροπράσινη θάλασσα με κυματισμούς.
Τα πεύκα στέκονται εκεί κολώνες, σα γίγαντες κι ο κάθε κορμός φαντάζει σα να είναι σκούρος βαμμένος. Εμείς σίγουρα δεν ξεχωρίζαμε ποιος είναι ο ένας κορμός και τίνος πεύκου είναι ο άλλος.
Οι αγωνιστές όμως τους γνωρίζουν όλους και βρίσκουν ανάμεσα σε αυτούς το δρόμο και με κλειστά τα μάτια.
Δε χάνονται ούτε και πιο πέρα στο ρουμάνι, που έχουνε μπλέξει τα κλαδιά των ο σκίνος με το πουρνάρι, η φιλλυριά με την αριά, η κουμαριά με τη μυρτιά. Και πιο απάνω στο λογγάκι που είναι δασιά δασιά πευκάκια σα σπαρτό κι έχουν αναμεσά τους από κανένα γεροπεύκο για να έχει στον ήσκιο του.
Η νύχτα στη χαράδρα
Πάντα στην Κλεισούρα νυχτώνει νωρίς. Μα σήμερα θα νυχτώσει πιο γρήγορα από άλλες ημέρες.
Ένας ουρανός βαρύς, σταχτύς έχει απλωθεί απάνω από τη χαράδρα, σαν τέντα δεμένη στην από πέρα και στην από δώθε ράχη της Κλεισούρας. Ως εκεί έχουνε χαμηλώσει τα σύγνεφα.
Ένα κοπάδι κουρούνες πετούνε σκούζοντας και φαίνεται σαν να κολυμπούνε στο σταχτύ αέρα. Πηγαίνουνε να κουρνιάσουν.
Το αεράκι δυναμώνει. Τα πεύκα σκύβουνε τις κορφές τους, να τους αφήσουν ελεύθερο το δρόμο. Κι όπως τροχιούνται τα κλαδιά τους το ένα στο άλλο, ακούγεται ένα στριγγλό τρίξιμο.
Οι αγωνιστές προχωρούνε. Στο δρόμο τους προλαβαίνει το σούρουπο. Και σε λίγο φτάνει η νύχτα κι απλώνει στη γης το μαύρο πέπλο της. Τώρα πλησιάζουνε στο ποτάμι. Σκοτάδι πηχτό απλώνεται γύρω των. Για μια στιγμή όμως ανοίγουνε τα σύγνεφα και τότε προβάλλοντας από ψηλά το φεγγάρι λούζει τη ρεματιά με το ασημένιο φως. Μοιάζει λυχνία κρεμασμένη στο θόλο του ουρανού.
Τα παλληκάρια βλέπουνε πως ανακατεύει ο άνεμος τις μαύρες φυλλωσιές των πεύκων. Και πηγαίνουν πέρα δώθε τα κλαδιά, που ρίχνουνε χαμηλά τα πλατάνια και πως ανεμίζουν αυτά τα κλαδιά σα ουρές από ξωτικά άλογα.
Τα λιθάρια στις ακροποταμιές και μέσα στην κοίτη, καθώς τα ξεσκεπάζει έπειτα το νερό που κυλάει κυματιστά, λαμποκοπάνε σα να ρουφάνε κομμάτια κομμάτια το χλωμό φως του φεγγαριού.
Τέλος φτάνουνε στην Κλεισούρα. Λίγοι θα κοιμηθούν εδώ. Οι πολλοί θα ανεβούνε στο δάσος. Περνώντας οι τελευταίοι τη χαράδρα ακούνε από πέρα κι από δώθε το κλαψιάρικο σκούξιμο της κουκουβάγιας και πότε πότε το φτεροκόπημα της από κοντά. Το νυχτοπούλι περνάει μπροστά σα μαύρος ήσκιος.
Τα «Άγια των Αγίων»
Από βραδύς, δυο ώρες νύχτα φτάσανε τέλος στα καλύβια: στην «Κερασιά». Έτσι το λέγαν εδώ το μέρος οι αγωνιστές. Όποιος περάσει σήμερα από την τοποθεσία που ήτανε τα καλύβια της Κερασιάς, ζήτημα είναι αν θα προσέξει τα λίγα χαλάσματα αυτών των καλυβιών .Οι χωριανοί μάλιστα πιο πολύ δεν τα βλέπουν. Δε ρώτησαν από τις πρώτες ημέρες-όταν ήτανε παιδιά-για αυτά τα χαλάσματα. Νομίσανε πως από μόνοι των το καταλάβανε τι είναι. Γιατί μοιάζουνε με τα συνηθισμένα καλύβια που σκαρώνουν οι τσοπάνηδες, τα συντηρούν έναν καιρό-όσο τα χρειάζονται-κι έπειτα τα αφήνουνε να γκρεμιστούν.
Που να ξέρουν οι χωριανοί πως αυτά είναι τα Άγια των Αγίων της Κλεισούρας. Εκεί μέσα φυλάχτηκε η Πίστη κι ο Εθνικισμός των πατέρων μας. Αυτά κι άλλα σαν αυτά σταθήκανε εργαστήρια όπου σφυροκοπήθηκε η ελευθερία, που μας αφήσανε κληρονομιά οι παππούδες μας με τους αγώνες τους.