Δευτέρα, 04 Νοεμβρίου 2024

Η ΣΤΕΝΗ ΤΟΥ ΘΡΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ

ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Η ΟΡΕΙΝΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΡΦΥΩΝ

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Έρως - ήρως

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1897

➖➖➖

Τη μετατροπή του κειμένου στην

καθομιλουμένη δημοτική

έκανε ο

Ιωάννης Δ. Γιαννούκος

⭐⭐⭐

 

Η βάρκα ήταν αραγμένη στην ακρογιαλιά, η μπαρούμα δεμένη έξω σε ένα βράχο, δίπλα στην άμμο του Χειμαδιού, πάρα πέρα από το Μικρό Μουράγιο της Πιάτσας, κάτω από τον βραχώδη κρημνό του Πάνω Μαχαλά.

Και ο μικρός ναύτης, ο Γιωργής της Μπούρμπαινας, ξαπλωμένος πάνω στην πρύμνη, με μία βελέντζα τυλιγμένος, βωβός, ακίνητος, με ανοικτά τα μάτια, να σπινθηρίζουν στο σκοτάδι, έμοιαζε με το δράκο του παραμυθιού κατά τούτο, ότι κοιμόταν με ανοικτά τα μάτια.

Δεν έβγαινε στεναγμός ούτε πνοή από το στόμα του.

Το στήθος του δε φούσκωνε.

Θα έλεγες, ότι ανέπνεε προς τα μέσα, ότι ζούσε μόνο ζωή ενδόμυχη.

Είχαν περάσει τα μεσάνυκτα προ πολλού. Λίγα φώτα φαίνονταν ακόμα, που έλαμπαν αμυδρά στους φεγγίτες των σπιτιών, ολόγυρα, σιμά στην ακρογιαλιά. Γαλήνια η θάλασσα, κοιμόταν και μόνο στην ακροπελαγιά σαν ροχάλισμά της, ροχθούσε, φλοίσβιζε μελαγχολικά φωσφορίζοντας το κύμα. Και η βάρκα λικνιζόταν ελαφρά, σαν από το απαλότερο μητρικό χάδι.

Και ο φωσφορισμός του κύματος απαντούσε στο σπινθηρισμό του ματιού του ναύτη.

Ήταν καρφωμένο, μπηγμένο επίμονα το μάτι του σε ένα σημείο, σε ένα σπίτι, ψηλά, όχι μακριά, επάνω από τους βράχους.

Ανοικτά ήταν τα παράθυρα, τα τζάμια κλειστά, φως μεγάλο έφεγγε στα τζάμια. Και έβλεπες συχνά στο φως εκείνο, σκιές να κινούνται, φευγαλέες εικόνες, πρόσωπα και ινδάλματα.

Ο μικρός ναύτης κοίταζε άπληστα και δεν ανέπνεε ούτε μουρμούριζε.

Άκουγε μετά, πολλούς άλλους κρότους και ήχους και μετά ύπνους και όνειρα και νευρικά τινάγματα, άκουγε πότε-πότε να σιγούν και πάλι να θορυβούν για πολύ ώρα βιολιά, λαγούτα, λαλούμενα.

Και άκουγε καθαρά, ρυθμικό κρότο χορού και άκουγε τραγούδια και εκδηλώσεις χαράς και ευθυμίας. Και όλα του φαίνονταν ασυνάρτητα, ακατάληπτα και βόμβος άναρθρος ηχούσε στα αυτιά του.

Γι’ αυτόν δεν υπήρχε πλέον τραγούδι ούτε φθόγγος ούτε ήχος, ικανός να εκφράσει το τι υπέφερε.

* * *

Του είχε πει αποβραδίς ο κυβερνήτης της βάρκας, ο καπετάν Κωνσταντής ο Σιγουράντσας:

— Αύριο, πρωί-πρωί, με το καλό, έχουμε ναύλο, θα τους κουβαλήσουμε πέρα, (έδειξε τη συνοικία επάνω στο βράχο και έπειτα έκαμε κυματοειδή κίνηση του χεριού προς δυσμάς).

Νά 'χεις το νου σου.

— Ποιανούς θα κουβαλήσουμε; ρώτησε ο μικρός ναύτης.

— Δεν ξέρω τι ώρα θα ξεμπερδέψουνε, επανέλαβε ο κυβερνήτης, δείχνοντας επίμονα τη συνοικία. Μπορεί να μας σηκώσουν το ταχύ-ταχύ, πριν φέξει. Νά 'χεις το νου σου.

— Ποιοι είναι που θα μας σηκώσουν; ρώτησε πάλι ο Γιωργής.

— Καλά είναι να πλαγιάσεις μες στη βάρκα. Θέλεις πάλι να πας στη γριά σου να κοιμηθείς, πριν χαράξει, νά 'σαι στο πόδι, άμα βγει ο αστέρας.

Τάχατες πως ντρέπεται η νύφη, κατάλαβες, να την καραβώσουνε, να κινήσει απ' το χωριό μέρα μεσημέρι.

Νά 'χεις το νου σου.

— Ποια νύφη; ρώτησε με χάσκον το στόμα ο Γιωργής.

Αλλά ο Σιγουράντσας έφυγε, χωρίς να απαντήσει.

Ο μικρός ναύτης, δεν ήταν ενήμερος σε όλες τις ειδήσεις και σε όλα τα συμβάντα του χωριού.

Ταξίδευε δύο φορές την εβδομάδα, μικρά ταξιδάκια, πότε κατά διμηνία ένα μακρότερο, τα οποία όλα ο καραβοκύρης του, ο καπετάν Κωσταντής, περιέγραφε με επιρρήματα, ως εξής:

Πότε πέρα, πότε αντίκρυ, πίσω, μέσα, πάνω, πότε κάτω.

Μία φορά, χαριζόμενος σε έναν χερσαίο, ευαρεστήθηκε να επεξηγήσει τι σήμαιναν αυτά.

Ή πέρα, στα χωριά, ή αντίκρυ, στο Γριπονήσι, ή πίσω, στην Κεχρεά, ή μέσα, στη Στυλίδα, ή πάνω, στη Σαλονίκη, ή κάτω, στον Πειραιά.

Ο Σιγουράντσας είχε κάμει πολλά ταξίδια και πριν περάσει στα χαρτιά κυβερνήτης με τη φελούκα αυτή.

Είχε φάει τη θάλασσα με τη φούχτα. Απέκτησε δύο ή τρεις βρατσέρες δικές του, έπεσε έξω ή βούλιαξε και με τις τρεις και τώρα ήταν μόνο για τα “χαρτιά” καραβοκύρης.

Η βάρκα αυτή, η Ελεούσα, όπως την ονόμαζαν, ήταν κτήμα του Γιωργή του Μπούρμπα.

Την είχε αποκτήσει με τους κόπους του, όχι από κληρονομιά, ούτε από στραβού διαβόλου, ούτε από κελεπούρι. Μικρός-μικρός, από τότε που γύριζε ξυπόλυτος, μ' ένα βρακί, αιωνίως ανασηκωμένο ως τα γόνατα, μ' ένα πουκάμισο έως τους αγκώνες ανασκουμπωμένο, κρατώντας μικρό γάντζο με καλαμιά, τον οποίον παρ΄ ολίγον θα χρειαζόταν να μάθει ο ίδιος τη γύφτικη τέχνη για να τον κατασκευάσει, αφού επί εβδομάδες και μήνες παρακαλούσε το Γιαλαδρίτσα, το Γύφτο του ναυπηγείου, να του τον φτιάσει, προσφέροντας αυτός το σίδερο, το οποίο είχε κλέψει από τον πεσμένο έξω σκελετό μιας σκούνας και δεν τον έπειθε, τέλος, μετά πολλά, μία Κυριακή πρωί, πέτυχε να τον βρει ξεμέθυστο και τον κατάφερε να σφυρηλατήσει το σίδερο, αναλαμβάνοντας αυτός να δουλεύει τα φυσερά και έτσι αξιώθηκε να αποκτήσει γάντζο.

Από τότε, λέγω, που γύριζε με το γάντζο του από ακρογιαλιά σε ακρογιαλιά, θαλασσωμένος μέχρι τους μηρούς και τους βουβώνες, κυνηγώντας τα χταπόδια, βγάζοντας κοχύλια και σκουλήκια για δολώματα, πηγαίνοντας ως μούτσος με όλες τις βάρκες και τις ψαροπούλες, από τότε είχε αρχίσει να πιάνει λεπτά. Και είκοσι ετών ήδη, είχε αποκτήσει τη βάρκα αυτή με τον ιδρώτα του.

Αλλά ο γραμματεύς του λιμεναρχείου του γ' παραλίου τμήματος, δε θέλησε να του δώσει πασσάγιο ούτε δίπλωμα κυβερνήτη, λέγοντας ότι ήταν πάρα πολύ νέος για να κυβερνά πλοίο και φρονώντας ίσως ότι θα είχε ξοδέψει όλα όσα είχε στο ναυπηγείο και ήταν ανάγκη να κάμει λίγα ταξίδια, υπό άλλον κυβερνήτη, για να του μείνουν τίποτε λεπτά.

Παρόλα αυτά, ο Σιγουράντζας είχε τη συνήθεια, του να προστάζει και φερόταν προς τον Γιωργή σαν σε μούτσο, ή αν θέλετε, μούστο, δηλαδή, νέον ανάγκην έχοντα προστασίας και συμβουλών.

Ο νέος τον ανεχόταν προσωρινά, ελπίζοντας ότι τάχιστα θα αποκτούσε “τις απαιτούμενες ναυτικές γνώσεις” για να πάρει το δίπλωμα.

Χθες ακόμη, το Σάββατο, είχαν επιστρέψει από το τελευταίο ταξίδι και σήμερα Κυριακή το βράδυ, ο κυβερνήτης έδινε στο Γιωργή τις ατελείς εκείνες πληροφορίες και τις ασαφείς οδηγίες, ότι καλό θα ήταν να διανυκτερεύσει στη λέμβο, διότι είχαν ναύλο και πιθανόν ήταν να απέπλεαν πολύ-πολύ πρωί, καθόσον “η νύφη ντρεπόταν να μπαρκάρει μέρα μεσημέρι”.

Ποια νύφη;

* * *

Δεν ήταν ενήμερος στις ειδήσεις του χωριού. Ήταν άνθρωπος της θάλασσας και όχι της ξηράς. Αλλά ήταν πιστός στο καθήκον του.

Άμα νύχτωσε, δείπνησε λιτά με τη μητέρα του, τη γριά χήρα Μπούρμπαινα και με τα δύο μικρά παιδιά της παντρεμένης αδελφής του, έπειτα σηκώθηκε, φόρεσε τα ναυτικά του, άναψε το φαναράκι, καληνύχτισε τη γριά μητέρα του, πήρε την ευχή της, λέγοντας ότι θα κοιμηθεί στη βάρκα, γιατί θα έχουν ταξίδι αύριο το πρωί.

Η γριά θέλησε να του κάμει μερικές παρατηρήσεις, γιατί να κοιμηθεί στη βάρκα και όχι στο σπίτι, αλλά αυτός, μη γνωρίζοντας ποιες αφορμές είχε εκείνη, δεν έδωκε προσοχή, ούτε υποπτεύθηκε τίποτα.

Επέμεινε ότι ήταν καλύτερα να πλαγιάσει στη βάρκα και έφυγε.

Κατευθύνθηκε προς το βράχο του Πάνω Μαχαλά, κατέβηκε με ασφαλές βήμα, έφτασε στην ακρογιαλιά, έσυρε τη μπαρούμα, το σχοινί της βάρκας και πήδησε μέσα. Κρέμασε το φανάρι από ένα σκαλμό, προς τα μέσα της λέμβου, έψαξε κάτω από την πλώρη, έβγαλε μία καπότα, μία βελέντζα κι ένα προσκέφαλο, ξεντύθηκε την καμιζόλα του, έστρωσε επάνω στην πρύμνη, έκαμε τρεις σταυρούς προς ανατολάς και ξαπλώθηκε πάνω στο πρόχειρο στρώμα.

Αποκοιμήθηκε, σκεπτόμενος τους αινιγματώδεις λόγους του καπετάν Κωνσταντή, του καραβοκύρη.

Μετά πολλή ώρα, ανατινάχθηκε από σφοδρό κλονισμό και ξύπνησε. Τι ήταν;

Τουφεκιές, τρομπονιές. Φώτα και χαρές αντίκρυ.

Έπειτα πάλι ύπνος, όνειρο, εγρήγορση, πνίχτης, κακός εφιάλτης.

Έπειτα φθόγγοι μελωδικοί και βιολιά και λαγούτα.

Πού; Απέναντί του, πάνω απ΄τον κρημνό, πάνω από τον κατηφορικό βράχο, σε ένα μικρό σπίτι.

Τα παράθυρα κατάφωτα και ζωή και κίνηση εκεί, που διέκοπτε την ομαλή ηρεμία και τους μονότονους ψίθυρους της νύχτας.

Τι συνέβαινε;

Φαινόταν να είναι κάποια οικογενειακή χαρά και γιορτή.

Κάτι σαν γάμος.

Όταν είδε το σπίτι και το αναγνώρισε, ο νέος αισθάνθηκε μέσα βαθιά στα σωθικά του, σπαραγμό απερίγραπτο.

Παντρευόταν λοιπόν το Αρχοντώ; Αυτή τάχα ήταν εκείνη, περί της οποίας μιλούσε ο Σιγουράντσας;

Αυτή ήταν η νύφη;

* * *

Είχε μάθει προ ημερών, ότι η μάννα της την παντρολογούσε με ένα νοικοκύρη στεργιώτη, από κει πέρα απ' τα Εικοσιτέσσερα Χωριά.

Πού τον βρήκε;

Τάχα δεν υπήρχαν γαμπροί στην πατρίδα, στο ωραίο χωριό, το παραθαλάσσιο;

Και δεν ήταν αυτός, ένας μεταξύ όλων, καλός γαμπρός; Γιατί βιαζόταν η μάννα της;

Αλλά γιατί να υποπτευθεί ότι εκείνη, για την οποία είχε πει ο Σιγουράντσας, ήταν αυτή, η όμορφη κόρη;

Από πού κι ως πού; Τάχα δεν υπήρχαν άλλες νύφες;

Και γιατί αυτή;

Γιατί; Γιατί να, γάμος γινόταν, καθ' όλα τα φαινόμενα εκεί.

Δυνατόν να γινόταν γάμος. Καμία πτωχή εξαδέλφη της θα πανδρευόταν σε δανεικό σπίτι, στο σπίτι της μητέρας της Αρχόντως.

Όχι, δεν ήταν δυνατόν να το πιστέψει ότι ήταν αυτή.

Το Αρχοντώ είχε καιρό. Ήταν σχεδόν συνομήλικη με αυτόν, ένα χρόνο μικρότερη. Δεκαεννέα ετών.

Αυτός την είχε γνωρίσει από μικρή.

Μαζί έπαιζαν. Εκείνη με τις κούκλες της, με τα νινιά και με τα προικιά της. Αυτός με τα καραβάκια του, τ' αρμίθια και τις πετονιές του.

Εκείνη έπαιζε “τα συμπεθερικά” με δύο ή τρία άλλα κορίτσια, οπού πάνδρευαν τις κούκλες τους και ψέλλιζαν χελιδονιστί η μία με την άλλη:

— Αχ, σ' μπεθερίτσα μ' πλιό, να φέρουμε πλιό τον μπακλαβά, πως καμαρών' η νύφη, σ' μπεθερίτσα μ' πλιό. Να κι η τέμπλα με τα προικιά, νύφη, νύφη κι γαμπρός, σ' μπεθερίτσα μ' πλιό.

Κι αυτός, απ' έξω από το μικρό αυλόγυρο άκουε τους ψιθυρισμούς και τα κοριτσίστικα καμώματα και κολλούσε το μάτι του στην χαραμάδα της πόρτας, για να δει, που την είχαν μανταλωμένη από μέσα, κλείνοντας αυτόν έξω, οι σκληρές και τρυφερές και φίλαυτες.

Και άλλοτε η Αρχοντώ, έπαιζε ενώπιόν του το “ανέβα μήλο - κατέβα κίτρο” και αυτός έχασκε, βλέποντας και φλεγόταν να αρπάξει με τα δόντια το πορτοκάλι, καθώς ανέβαινε στο ύψος και κατέβαινε στο λευκό χεράκι της φιλοπαίγμονης μικρής.

Και άλλοτε πάλι, έπαιζαν οι δυο τους “τον δείχτη”, οπού ήταν μία απλή κόκκινη κλωστή, που μεταβαλλόταν τεχνηέντως στο χέρι της μικρής πότε σε πριόνι, πότε σε καράβι, πότε σε τραπέζι, πότε σε τυλιγάδι και σε αργαλειό.

Και πάλι άλλοτε έπαιζαν, εκείνη με τα δύο χέρια της, αυτός με το ένα δάχτυλό του, το «Δώ' μ' φωτίτσα - έλα παραπανίτσα», οπότε, καθώς ανέβαινε με το δάκτυλό του στο τελευταίο σκαλοπάτι, το σκυλί, το οποίο ενέδρευε από μέσα από τις δύο παλάμες της, οπού παρίστανε σπίτι και τα συνημμένα δάκτυλά της σκάλα, τον έπιανε και τον δάγκανε και τον κυνηγούσε, γαβ! γαβ!

Ω του αθώου παιχνιδιού, οπού είναι κρίμα να μην είναι κανείς ακόμη παιδί για να το παίξει!

* * *

Και τώρα, η μάννα της την προξένευε και την παντρολογούσε και ήθελε να την κάμει νοικοκυρά.

Το είχε ακούσει αυτός προ ημερών να ψιθυρίζεται στη γειτονιά, αλλά η μάννα της ήταν πολύ κρυφοδάκωτη γυναίκα και όσο και αν την ψάρευαν οι γειτόνισσες, δεν θα πρόδιδε ποτέ το μυστικό της.

— Λόγια του κόσμου, γειτόνισσα. Πού έχω 'γω καιρό ακόμα!

Εμένα το κορίτσι μ' δεν το επήραν τα χρόνια μπροστά, ας παντρευτούν οι μεγάλες δα! Του Κατερνιώ τ' Μπαρμπαγιάννη κι του Μαριώ τς Κάλληνας κι του Βασώ τς Χατζηγιώργινας, τί σ'νέριο τς έχει;

Εμένα τ' Αρχοντώ μ', τώρα ακόμα άρχισε να κεντά τα προικιά τς.

Πολλοί που την άκουαν να διαμαρτύρεται έτσι, την πίστευαν και οι γειτόνισσες έμεναν σε υποψία και δυσπιστία, αλλά χωρίς απόδειξη ή βεβαιότητα και μόνο ο Νταλντογιάννης, κατά το φαινόμενο απλοϊκός άνθρωπος, οπού γύριζε σε όλες τις γειτονιές και κουβαλούσε στα σπίτια στάμνες με νερό προς μια δεκάρα τη μια, βρήκε φράσεις για να ερμηνεύσει τις υποψίες όλων:

— Μην την ακούτε, έτσι τα λέει. Απ' την περηφάνια τς, γιατί θα κάμει καλό γαμπρό, νοικοκύρη απ' το Μπρομύρ'. Κι τα λέει τάχα για να ρίξ' όξου τς άλλες απού 'ναι ανύπαντρες. Δεν τ'νε βλέπετε που δεν μαζώνει τα χείλια τς απ' τη χαρά τς;

Αλλά ο Γιωργής, δεν έτυχε να ακούσει τα συμπεράσματα του Νταλντογιάννη και ήταν παιδί της θάλασσας, όχι από εκείνους που αγαπούν να κάθονται στην παραθαλάσσια αγορά και να αργολογούν.

Και πάλι ένας από εκείνους, είχε σπεύσει προ ημερών να του πάρει τα συχαρίκια, ότι παντρευόταν το Αρχοντώ, αλλιώς θα ήταν σε μακάρια άγνοια.

Και αφ' ετέρου η μάννα του, ήταν και αυτή κρυφή γυναίκα κατ' άλλον τρόπο και δεν επιθυμούσε μεν να παντρευτεί ο γιος της τόσο γρήγορα, χαιρόταν δε ενδόμυχα αν παντρευόταν το Αρχοντώ.

Την Πέμπτη, είχε αποπλεύσει ο νέος στο τελευταίο ταξίδι.

Την Παρασκευή, η γριά πληροφορήθηκε θετικά, ότι ο αρραβώνας είχε γίνει πολύ κρυφά και ότι ο γάμος θα γινόταν πάλι κρυφά, κατά το δυνατόν, την ερχόμενη Κυριακή.

Η Μπούρμπαινα ευχαριστήθηκε, ελπίζοντας ότι, κατά πάσα πιθανότητα, ο γιος της δεν θα επανερχόταν πριν από τη Δευτέρα και δεν θα ήταν εδώ στο γάμο.

Γιατί υποπτευόταν, ήξερε και αισθανόταν, ότι ο Γιωργής έτρεφε παιδικό αίσθημα προς την Αρχόντω.

Αλλά παρ' ελπίδα, η υπόθεση του ταξιδιού τελείωσε γρήγορα ή ο καιρός ήταν πολύ ευνοϊκός και η βάρκα επέστρεψε το Σάββατο, αργά τη νύκτα.

Τότε συγκινήθηκε η γριά και φοβήθηκε.

Ο Γιωργής δεν είχε μάθει τίποτε, παρά μόνο για επικείμενο αρραβώνα.

Την άδεια του γάμου είχαν αναβάλει να τη πάρουν την Κυριακή, άμα θα νύχτωνε.

Το μυστήριο θα ετελείτο παράωρα, μεσάνυχτα.

Ο Γιωργής δεν ήξερε τίποτε απ' όλα αυτά.

Όταν ο νέος ανήγγειλε, ότι θα είχαν ναύλο για τη Δευτέρα το πρωί, η γριά τον ρώτησε για που και ποιους θα μετέφεραν.

Ο Γιωργής είπε ότι ο κυβερνήτης του ήξερε, ότι δεν είχε εξηγηθεί και το κάτω-κάτω λίγο τον έμελλε.

Η γριά δεν είχε αφορμές να υποπτευθεί, ότι το ταξίδι αυτό είχε καμία σχέση με το γάμο.

Ειπώθηκε μεν, ότι η νύφη θα πήγαινε να κατοικήσει στο χωριό του γαμπρού, στα σπίτια του, στα νοικοκυριά του, αλλά πιστευόταν ότι θα περνούσαν μέρες μέχρι να μετοικήσουν.

Αλλά η γριά-Μαρουδίτσα, η μητέρα της Αρχόντως, φαίνεται ότι βιαζόταν να κουβαλήσει την κόρη της πέρα, καθώς είχε βιασθεί και να την “κουκουλώσει” μία ώρα αρχύτερα.

Άλλωστε, ποιαν τάχα εννοούσε ο Σιγουράντσας, ο καραβοκύρης, λέγοντας ότι “εντρέπετο να καραβωθεί η νύφη μέρα-μεσημέρι;»

Ποια νύφη;

* * *

Η γριά, τον παρακίνησε να μείνει στο σπίτι να κοιμηθεί.

Αναλογιζόταν ότι, αν και ήταν γείτονες με το σπίτι της μητέρας της Αρχόντως και αν άκουε θορύβους και εκρήξεις χαράς στον ύπνο του ο Γιωργής, αυτή θα τον παρηγορούσε και θα προσπαθούσε να τον παραπλανήσει και έπειτα θα τον είχε κοντά της, εμπρός στα μάτια της.

Ο Γιωργής όμως ήθελε να πάει στη βάρκα, όχι γιατί του είχε παραγγείλει έτσι ο κυβερνήτης του, αλλά γιατί πάντοτε του άρεσε και προτιμούσε να κοιμάται στη βάρκα.

Η μάννα του ήταν πλέον γριά και δεν εδύνατο να τον νανουρίσει στην κούνια του ούτε στην αγκαλιά της.

Η άλλη μάννα του, η θάλασσα, ακόμη τον λίκνιζε με τα κύματά της. Κι εκείνη είχε κούνια κι εκείνη είχε αγκαλιά και αγκαλιές πολλές.

Για την πρώτη μητέρα, ήταν πλέον μεγάλος και ηλικιωμένος γιος.

Για τη δεύτερη μεγάλη μητέρα, την προσφιλή και υγρή και άπιστη, ήταν ακόμη μικρό, πολύ μικρό τέκνο της.

Η γριά δεν επέμεινε περισσότερο να τον αποτρέψει.

Προσποιήθηκε μόνο, ότι γνωρίζει και αυτή από θάλασσα (και δε γνώριζε άλλο παρά τους καημούς της θάλασσας) και είπε, ότι το αγκυροβόλιο του βράχου δεν ήταν πολύ ασφαλές και του σύστησε να πάει να αράξει τη βάρκα από εκεί απ΄τους βράχους, νοτιότερα, προς τη Σπηλιά ή τις Πλάκες.

Τούτο το έκαμε για να είναι ο γιος της μακριά από τη συνοικία και σε μη ορατή θέση από το σπίτι, οπού θα ετελείτο ο γάμος.

Αλλά αυτός της είπε να ησυχάσει και έφυγε.

Όλα αυτά τα σκεπτόταν η ανήσυχη μητρική στοργή, αλλά η γριά Μαρουδίτσα, η μητέρα της Αρχόντως, ούτε ιδέα είχε ούτε υποψία ούτε έννοια αν ο Γιωργής, ο γιος της Μπούρμπαινας, ήταν ερωτευμένος με την κόρη της την Αρχόντω. Και αν είχε ιδέα, πάλι δεν θα την έμελλε τίποτε.

Και αν γνώριζε ότι η κόρη της ανταποκρινόταν στο αίσθημα, πάλι λίγο θα ανησυχούσε.

Τα κορίτσια δεν πρέπει να έχουν έρωτα, τι θα πει;

Το μόνο χρέος τους είναι να υπακούουν στους γονείς τους:

«Νυμφευμάτων μεν των εμών πατήρ εμός μέριμναν έξει».

Καθώς όλες οι γριές, η Μαρουδίτσα ήταν συμφωνότατη με τον Ευριπίδη, χωρίς να έχει την τιμή να τον γνωρίζει.

Τα κορίτσια δεν πρέπει να έχουν έρωτα. Δεν πρέπει, αλλά όταν ο Γιωργής άκουσε μέσα στον ύπνο του, τους δύο πυροβολισμούς, διότι αφού η “κουλούρα” μπήκε στο κεφάλι, δεν υπήρχε πλέον ανάγκη μυστικότητας και αυτός ο κίνδυνος, μήπως «ρίξουν τα κορίτσια της νύφης» πέρασε πλέον, διότι τα κορίτσια, καθώς είναι γνωστό σε πολλούς, τα ρίχνουν οι εχθρές της νύφης, ενόσω διαρκεί η ακολουθία του Αρραβώνα, ο οποίος και γι’ αυτό τελείται πολύ μυστικά, κατ' απαίτηση των πονηρών γραϊδίων, χωρίς να πάρει είδηση κανείς απ' έξω κι έπειτα, η Μαρουδίτσα είχε λάβει πρόνοια να οχυρώσει τους κόλπους της κόρης της, καθώς και του γαμπρού, με δύο μικρά ωραία χρυσοδεμένα τετραβάγγελα, οι δε πυροβολισμοί ρίχνονται κατά τη στιγμή του Στεφανώματος, αμέσως μετά την τελετή του Αρραβώνα.

Όταν, λέγω, ο Γιωργής άκουσε μέσα στον ύπνο του δύο τουφεκιές ή μάλλον τρομπονιές, ξύπνησε έντρομος με ανασκίρτημα και του φάνηκε ότι ήταν κακός εφιάλτης.

Αλλά δεν ήταν σωστό ξύπνημα.

Ο νέος βρισκόταν σε ημιασυνειδησία και δεν καταλάβαινε τίποτε.

Του φάνηκε ότι έβλεπε σε όνειρο εκεί, επάνω από το βράχο, σύρριζα στον κρημνό, ένα σπίτι εκτάκτως φωτισμένο. Έπειτα κοιμήθηκε πάλι και κοιμήθηκε για πολύ. Αλλά μέσα στον ύπνο του, είχε συνείδηση ονείρου μελωδικού, εφέρετο σαν σε φτερά μουσικών φθόγγων, σε πούπουλα αύρας εναρμόνιας, λιγυρής.

Μετά πολλή ώρα ξύπνησε.

Άκουσε ευκρινώς βιολιά, λαγούτα, λαλούμενα.

Τι ήταν;

Κοίταξε κατά το βράχο.

Ήταν πράγματι οικία λαμπρά φωτισμένη, ολόφωτη και η οικία αυτή ήταν της Μαρουδίτσας.

Πανδρευόταν λοιπόν το Αρχοντώ;

Γι' αυτό ο Σιγουράντσας του είχε πει “ντρέπεται η νύφη”;

Ποια νύφη;

Είχε ακούσει περί μνηστείας.

Ίσως να έκαναν μνηστεία και αυτά ήταν τα “μπασίδια” του γαμπρού. Διότι συνήθως, ευθύς μετά την απλή ανεπίσημη μνηστεία, “μπάζουν” το γαμβρό, δηλαδή τον εισάγουν επισήμως στο σπίτι της νύφης. Κι επειδή ο γαμβρός ήταν πέρα από τα Εικοσιτέσσερα Χωριά, νοικοκύρης άνθρωπος, θέλησαν να τον «εμπάσουν» εν πομπή στο σπίτι, διότι αύριο θα πήγαινε πάλι στην πατρίδα του και ο γάμος θα αναβαλλόταν μετά μήνες.

Αυτό θα ήταν.

Ζητούσε να βρει μικρή παρηγοριά, προσπαθούσε να πιαστεί από λίγη σφαλερή ελπίδα. Επιθυμούσε να πιστέψει ότι αυτό μόνο ήταν.

Ο γάμος θα αργούσε. Είχε καιρό εντωμεταξύ να βάλει μέσα σε ενέργεια για να χαλάσει τους αρραβώνες.

Ήταν ικανός αυτός, να το κλέψει το Αρχοντώ. Και με όλα τα δίκια του.

Διότι πίστευε, ότι διά της βίας ήθελαν να της δώσουν άνδρα ξένον άνθρωπο, νοικοκύρη.

Αλλά τόσα φώτα, τόση χαρά, τόσος θόρυβος, ήταν μόνο για τα μπασίδια;

Μπορούσε να το πιστέψει;

Έπειτα, εκείνες οι φράσεις του Σιγουράντσα έρχονταν πάλι στο νου του.

“Μπορεί να τους σηκώσουν πρωί, θα μπαρκάρουν τη νύφη.

Νά 'χει τον νουν του”.

Να ήταν λοιπόν αλήθεια; Ετελείτο γάμος εκεί επάνω;

Παντρευόταν το Αρχοντώ;

— Ώ, Τύχη και Πρόνοια! Ώ, βουλαί ανθρώπων υποβολιμαίοι, του Αχιτόφελ βουλαί!

* * * 

Τι να σκεφθεί! Τι να πει; Πώς ν' αρθρώσει λόγο;

Ήθελε, κατά το άσμα, «ν' αρχίσει να πει τα πάθη του τραγούδια».

Σύρε να πεις της μάννας σου να κάμει κι άλλη γέννα.

Όχι! Ανάθεμα τη μάννα σου!...

Γιατί κοιμάται; Πώς αγρυπνεί; Πώς μένει ξαπλωμένος; Και δεν βγαίνει πνοή και στεναγμός από το στόμα του και το μάτι του καρφώθηκε εκεί, απλανές και ζει και δεν ζει ενδόμυχη ζωή;

Τι σκέπτεται; Σκέψη χρειάζεται; Όχι, δράση. Να σηκωθεί... Να πηδήσει... Να τρέξει... να πετάξει... Ν' ανέβει το βράχο, σκαλοπάτια-σκαλοπάτια, στενούς δρομίσκους, λιθόστρωτα...

Να φθάσει εκεί επάνω... Να χυθεί, να ορμίσει... Να τους ταράξει.

Να τους θαλασσώσει... Να επιβάλει χείρα στη νύφη, οπού στέκει στολισμένη και καμαρώνει.

«Έλα εδώ, συ!»...

Να την αρπάξει... Να τη σηκώσει ψηλά... Να την κατεβάσει κάτω από τη σκάλα... θα εξαφανισθούν... θα μείνουν απολιθωμένοι... θα τον νομίσουν για τρελό... θα συνέλθουν... θα τρέξουν πίσω του...

Η γριά θα τραβήξει τα μαλλιά της, θα χυθεί επάνω του και θα τον σχίσει με τα νύχια της τα μαύρα... Οι άλλοι, καλεσμένοι, κουμπάρος, συγγενείς, θα του ριχθούν με τους γρόνθους, με ράβδους, με τις φιάλες τις κενές και με τις φιάλες τις μισογεμάτες... με τη σκούπα... με ότι τύχει.

Αυτός με το ένα χέρι θα σπρώχνει τη νύφη εμπρός, με την άλλη θα προσπαθεί να τους φέρει γύρω όλους!...

Και ο γαμβρός, ο νοικοκύρης, με το πανωβράκι του το τσόχινο, με το φέσι του το στιλπνό, με την τσάκα του τη βελουδένια, με το ζωνάρι του το μεταξωτό, θα τρέξει από πίσω του και θα γυρεύει να τους χωρίσει...

Όχι, θα του έλθει λιγοθυμιά και θα πέσει από πίσω από την πόρτα... και τότε οι γυναίκες θα βάλουν τις φωνές και θα πασχίζουν να ξελιγοθυμήσουν το γαμπρό... και θα επέλθει μικρός αντιπερισπασμός... κι αυτός θα σπρώχνει τη νύφη κατά το βράχο, σιμά στη βάρκα κάτω και με τους γρόνθους και με τους αγκώνες του, καταπληγωμένος, αφρίζων, ματωμένος, άγριος, θα απαντά στα κτυπήματα των λυσσασμένων.

Εμπρός! θάρρος, απόφαση.

Σηκώσου! θα κουνηθείς επιτέλους;

* * * 

Είχε κοιμηθεί αποβραδίς ο Σιγουράντσας, ο καραβοκύρης.

Στις δύο μετά τα μεσάνυκτα ξύπνησε. Είχε χορτάσει τον ύπνο.

Έτριψε τα μάτια του, χασμουρήθηκε, γόγγυσε, έριξε λίγο νερό στα βλέφαρά του, φόρεσε τη μικρή καπότα του και κατέβηκε.

Διευθύνθηκε στο σπίτι της χαράς, εκεί οπού γινόταν ο γάμος.

Δεν ήταν καλεσμένος, όχι, αλλά ήταν καραβοκύρης της βάρκας... του Γιωργή και ήταν ναυλωμένος να μεταφέρει το νέο ανδρόγυνο πέρα.

Η νύφη δεν είχε σπίτι για προίκα.

Η γριά της έδωκε δύο ή τρία μεταξωτά και λίγα βαμβακερά φορέματα, δύο χαλκώματα, μισή ντουζίνα χουλιαράκια του γλυκού, δύο προσκέφαλα, τρία σεντόνια, μία σκάφη και μία ανεμοδούρα, έγραψε στο προικοσύμφωνο πεντακόσιες δραχμές μέτρημα, τις οποίες είναι άγνωστο αν είχε σκοπό ποτέ να δώσει και με αυτά τους “εκουκούλωσε”.

Το να μην πάρει σπίτι ως προίκα η νύφη, σήμαινε ότι δεν θα έμενε κάτοικος στην πατρίδα της.

Ο γαμπρός, πέρα, στα χωριά τα δικά του, έλεγαν ότι είχε σπίτι και σπίτια πολλά. Και χωράφια όχι λίγα. Νοικοκύρης άνθρωπος.

Είχε αποφασισθεί, αμέσως μετά το γάμο, άμα ξημέρωνε, να μπαρκάρουν, ο γαμβρός, η νύφη, συνοδευόμενοι από τη γριά και να περάσουν πέρα στον Πλατανιά, σιμά στη Σηπιάδα άκρα, στα χωριά του γαμπρού, στα σπίτια του και στα νοικοκυριά του.

Είχαν συμφωνήσει με πολλή μυστικότητα, από το δειλινό της Κυριακής.

Τη μυστικότητα την ήθελε η γριά σε όλα, φυλασσόμενη από τις κακές γλώσσες του χωριού, ήθελε να αποκοιμίσει την κοινή περιέργεια, δεν της άρεσε να ακούει σχόλια, γιατί και πώς η γριά Μαρουδίτσα πάνδρευσε την κόρη της και την έστειλε σε ξένο μέρος και την ξεπάτρισε και την “εκαράβωσε” μέρα-μεσημέρι και επίσης, αν η νύφη είχε καλά προικιά και αν “εκαμάρωνεν” όταν θα πήγαινε να μπαρκάρει κ.τ.λ.).

Είχαν συμφωνήσει, λέγω, με τον Σιγουράντσα, τον καραβοκύρη, πρωί-πρωί να τους περάσει πέρα με τη βάρκα, τη βάρκα του Γιωργή.

Με αυτό το θάρρος πήγαινε ο καπετάν Σιγουράντσας, στις δύο μετά τα μεσάνυκτα στης χαράς το σπίτι, χωρίς να είναι καλεσμένος.

Είχε σκεφτεί, ότι καλό θα ήταν να χορτάσει τον ύπνο νωρίς, αφού ήταν για ταξίδι και βαθιά τη νύκτα, περί το δεύτερο λάλημα του πετεινού, να σηκωθεί να πάει απροσκάλεστος στης χαράς το σπίτι.

Αρκούσε μόνο να πει:

— Ε! τι κάνουμε; Καλορίζικα δα. Ας είναι στερεωμένα. Κοντεύει να φέξει.

Ο αστέρας θα βγει. Η Πούλια πάει μεσουρανίς. Να, τώρα θα χαράξει.

Εγώ λέω να τραβιόμαστε αγάλια αγάλια.

Τώρα με το απόγειο, το πρωί, θα κολλήσουμε μια χαρά πέρα, πριν ψηλώσει ένα κοντάρι ο ήλιος...

Ας είναι στερεωμένα, καλορίζικα! Με γιους! Εβίβα σας! Στερεωμένο το ανδρόγυνο! Στην υγειά σας! Καλορίζικα!

Και ύστερα, επί τρεις η τέσσερις ώρες, θα κερνιόταν και θα έπινε άνετα, σαν καλεσμένος με τους καλεσμένους, υπενθυμίζοντας μόνον από καιρό σε καιρό:

— Κοντεύει να φέξει... Να τραβιόμαστε σιγά-σιγά. Εβίβα σας! Καλορίζικοι! Στερεωμένοι!

— Ας φέξει! θα απαντούσαν εκάστοτε ο κουμπάρος και οι καλεσμένοι.

Και έτσι συνέβη.

Ήταν ήδη τέσσερις μετά τα μεσάνυχτα. Γλυκοχαράματα, απόπασχα, Απρίλιος ο μήνας. Τα πουλιά κελαηδούσαν στα δένδρα, γύρω στην ακρογιαλιά. Η αυγή έδειχνε τα ρόδινα δάκτυλά της ψηλά από την κορυφή του βουνού αντίκρυ και όλος ο αέρας μοσχοβολούσε από τα ρόδα των κήπων ολόγυρα, τα ρόδα τα οποία είχαν πλασθεί από το Δημιουργό χωρίς αγκάθια και τώρα, για να κόψει κανείς ένα από αυτά είναι ανάγκη να ματώσει τα δάκτυλα... και πάλι, όταν το ρόδο είναι ψηλά πολύ, δεν το φθάνει όσο και αν τανυσθεί κάποιος, μόνο αδίκως ματώνει τα δάκτυλα... και καμιά φορά πέφτει και σπάζει τα πόδια.

Ήταν τέσσερις η ώρα, γλυκοχαράματα και κανείς ακόμη δεν είχε κινηθεί από το σπίτι.

Τέλος, η γριά Μαρουδίτσα, που επιθυμούσε να γίνει το μπαρκάρισμα όσο το δυνατόν ενωρίτερα, πήρε δύο αβασταγές με ρούχα, τις οποίες είχε ετοιμάσει και αφού συνεννοήθηκε με το Σιγουράντσα, τις έδωκε σε δύο παιδιά, ανεψιούς της, να τις κουβαλήσουν κάτω στο γιαλό.

— Εκεί είν' η βάρκα, είπε ο καραβοκύρης, δείχνοντας από το παράθυρο.

Ο Γιωργής κοιμάται μέσα. Ας τον φωνάξουν να σηκωθεί, να του παραδώσουν τα πράματα. Κι ότι άλλο έχετε, στείλτε το.

Δώστε μου κι εμένα να κουβαλήσω τίποτα, τώρα που θα κατέβω. Στερεωμένοι! καλορίζικοι! Τέπερτε όλοι! Το ανδρόγυνο στερεωμένο!

* * * 

Να σηκωθεί... Να τρέξει... Να την αρπάξει μέσ' από τα χέρια τους...

Η γριά θα τον σχίσει με τα νύχια της... Αυτός θα την αρπάξει από το λαιμό να την πνίξει... Οι καλεσμένοι θα του ριχτούν με τις μπουκάλες, με τους γρόνθους και με τα ρόπαλα... Αυτός θα τους κυνηγήσει μ΄ ένα σκαρμό, μ' ένα μπάγκο με μια τροπωτήρα, οπού μπορεί να πάρει μαζί του από τη φελούκα... Οι γυναίκες θα βάλουν τις φωνές...

Ο γαμβρός θα τις καταπραΰνει. “Σωπάτε! σωπάτε!”.

Είναι ειρηνικός άνθρωπος, φρόνιμος νοικοκύρης.

Δεν σηκώθηκε... Δεν έτρεξε. Δεν ήταν πλέον καιρός.

Ο μακρός εφιάλτης τον είχε προδώσει.

Τα δύο παιδιά κατέβηκαν κάτω στην άκρη του βράχου, φέροντας τις δύο δέσμες των φορεμάτων.

Δύο φανάρια υπήρχαν εξ αρχής κρεμασμένα στο μπαλκόνι του σπιτιού. Τρίτο φανάρι προστέθηκε τώρα έξω από την πόρτα της αυλής, για να φέγγει το δρόμο σε αυτούς πού άρχισαν να κουβαλούν την αποσκευή.

Το ουράνιο δρέπανο, λευκό, στιλπνό, είχε ανατείλει πριν από ώρα και τώρα είχε ωχριάσει από τις ερυθρές και κυανές λάμψεις του λυκαυγούς.

Και τα ρόδα της αυγής κοκκίνιζαν ψηλά, πρωτογενή, άφθαστα ρόδα... φλόγινη ρομφαία στην πύλη του φωτός!

Τα δύο παιδιά φώναξαν το Γιωργή.

Αλλά ο νέος είχε σηκωθεί πριν τον φωνάξουν.

— Μπάρμπα, είπ' ου καπιτάνιους, να πάρ'ς, λέει τα ρούχα μέσ' τ' βάρκα.

— Είπε, λέει, η θειά μ' η Μαρουδίτσα, να τα βάνεις, λέει, σε καλή μεριά τα ρούχα, να μη βραχούνε.

— Να τα βάνεις, λέει, απουκάτ' απ' την πλώρ' τς βάρκας, όμορφα - όμορφα.

— Τα ρούχα, λέει, κι τα μάτια σ'.

Και συγχρόνως, ακούσθηκε από το ύψος του βράχου κατερχόμενη η μεγάλη φωνή του Σιγουράντσα:

— Αλέστα, Γιωργή! Τα πήρες τα πράματα μέσα;

Είχε βγει έξω από την πόρτα της αυλής κι εκεί προπεμπόμενος και ξεκολλώντας αργά-αργά, εξακολουθούσε να κερνιέται ακόμη.

— Γεια μας! Στερεωμένο τ' ανδρόγυνο! Καλορίζικοι! Καλό μας κατευόδιο!

Και μετά λίγα λεπτά κατέβαινε αργά την πλαγιά του βράχου, εξακολουθώντας να φωνάζει καθ' οδόν:

— Ασένιο, Γιωργή! Θά 'χουμε καλό ταξίδι.

* * * 

Δεν ήταν πλέον ψέμα, ήταν αλήθεια.

Ο Γιωργής έπλεε με τη βάρκα του και με τον Σιγουράντσα.

Έπλεε και μετέφερε την Αρχόντω, με τη μητέρα της και με το γαμπρό, την ώρα της αυγής.

Τους μετέφερε στη Σηπιάδα άκρα, στα χωριά του γαμπρού, στα σπίτια του, στα νοικοκυριά του.

Και πάλι μπορεί να ήταν ψέμα, ποιος μπορεί να είναι βέβαιος;

Ήταν όνειρο μαγικό, απαίσιο και τρομερό, όνειρο το οποίο έβλεπε με ανοικτά τα μάτια. Και σφαλούσε τα μάτια και ακόμη το έβλεπε.

Τα ρόδα της αυγής φυλλορροούσαν και κοκκίνιζαν οι παρειές της Αρχόντως ή κοκκίνιζαν μόνες τους στη θέα του Γιωργή;

Αυτός ήταν χλωμός, μαραμένος, αδρανής.

Τα ρόδα της αυγής δεν αρκούσαν για να τον κάμουν να κοκκινίσει.

Τα χέρια του μηχανικά, σαν ξυλιασμένα, τραβούσαν το κουπί.

Ξύλο κολλημένο επάνω στο ξύλο.

Μία φορά μόνο κοίταξε την Αρχόντω.

Το βλέμμα εκείνο ήταν η τελευταία συγκεντρωμένη ακτίνα της ψυχής του. Έπειτα εκείνη κατέβασε τα μάτια και το δικό του μάτι κατέστη απλανές.

— Καλό κατευόδιό σας!

— Παναγία μπροστά σας!

— Δούλευέ τα, καπετάνιο.

— Δούλευέ τα! δούλευέ τα.

Απομακρύνθηκαν, πελαγώθηκαν κι έφευγαν, έφευγαν.

Δεν μπορούσε να συγκεντρώσει το μυαλό του πλέον.

Δεν ήταν τάχα πλέον καιρός παλληκαριάς;

Παρήλθε η ευκαιρία για να ορμήσει επάνω στο σπίτι, να την αρπάξει από τα χέρια όλων, με τις γροθιές και με τα δόντια και με τα νύχια.

Η γριά δεν θα τον έσχιζε πλέον με τα νύχια της τα μαύρα...

Αυτός μπορούσε ακόμη να την πνίξει... να την πνίξει... Έβλεπε το γαμπρό και του φαινόταν σαν όρνιο, το οποίο είχε έλθει από ξένο τόπο για να αρπάξει την περιστέρα, την τρυγόνα.

Του ερχόταν να ξεστηθωθεί, να φτύσει στα χέρια και να του πει:

— Παλεύουμε, μπάρμπα;

Του ερχόταν να συγχαρεί τη γριά για το γάμο της, τάχα προσποιούμενος ότι πίστευε, ότι αυτή ήταν η νύφη... γιατί η ηλικία του γαμβρού φαινόταν για να είναι σχεδόν πατέρας της κόρης.

Και να συγχαρεί τη νέα διότι, μετά τόσα χρόνια ορφάνιας, είχε αποκτήσει τάχα δεύτερο πατέρα.

Έπειτα, του ήλθε να πει στον γαμβρό, δείχνοντας τη θάλασσα:

— Παραβγαίνουμε στο κολύμπι;

* * * 

Εκείνος θα κάγχαζε με την τρέλα του νέου.

Δεν είχε όρεξη για θαλάσσιο λουτρό.

Ήταν χερσαίος, θα πήγαινε σαν μολυβήθρα κάτω στο βυθό. Νοικοκύρης άνθρωπος, με τα χωράφια του, με τα σπίτια του, με τα καλά του.

Το απόγειο φυσούσε. Ο άνεμος δυνάμωνε. Θα δυνάμωνε πολύ.

Ήταν ημέρα πλέον και ο ήλιος θ' ανέτελλε πυρωμένος επάνω.

Και τα ρόδα στα μάγουλα της νύφης δεν θα εξαλείφονταν.

Και η χλωμάδα η δική του νικούσε το ηλιόκαμα του προσώπου του, που είχε αποκτηθεί από παιδί.

Ο άνεμος δυνάμωνε. Σαβούρα δε φρόντισαν να βάλουν. Ποιος να το θυμηθεί; Αυτόν δεν τον έμελλε.

Ο Σιγουράντσας ήταν “καπνισμένος”.

Ο γαμπρός δεν ήξερε από τέτοια. Ήταν στεργιώτης άνθρωπος, με τα χωράφια του, με τα υπάρχοντά του.

Ο άνεμος δυνάμωνε.

Τάχα δεν μπορούσε να δυναμώσει αρκετά, ώστε μ' ένα σαγανίδι να αναποδογυρίσει την ασαβούρωτη βάρκα;

Μ' ένα σαγανίδι μόνο. Με μικρή ανεπιτηδειότητα του Σιγουράντσα στο τιμόνι, μ' ελαφρά απροσεξία του Γιωργή στο πανί.

Και τότε, όλα θα έπλεαν στη θάλασσα... όλοι θα έπεφταν στο κύμα.

Ο γαμπρός θα πήγαινε μολύβι στον πάτο, χερσαίος, αθαλάσσωτος άνθρωπος.

Τη γριά Μαρουδίτσα ας την γλύτωνε, αν ήθελε, ο Σιγουράντσας.

Ο Γιωργής θα γλύτωνε την Αρχόντω κολυμπώντας.

«Κι εσένα να γλυτώσω, κορμί μου αγγελικό».

Ένα σαγανίδι (ξαφνική πνοή ανέμου), ένα σαγανιδάκι μόνο.

Και τούτο τι χρειαζόταν; Μία παρατιμονιά του Σιγουράντσα δεν αρκούσε;

Και αυτή τι χρειαζόταν; Ένα καργάρισμα του πανιού δεν ήταν αρκετό; Και δεν ήταν αυτό στο χέρι του Γιωργή και μόνο;

Με το χέρι του, μπορούσε να βιάσει το πανί και με το πόδι του μπορούσε να βγάλει τον πίρο της βάρκας.

Η βάρκα είχε οπή φραγμένη με πίρο, δίπλα στην καρίνα.

Ήταν τούτο σχέδιο του Γιωργή, ο οποίος έσωζε ακόμη κάποιες παιδικές κλίσεις στα θαλασσινά του και επιθυμούσε, καθώς βουλιάνε τα παιδιά τις μικρές φελούκες κολυμπώντας, να βουλιά συχνά τη βάρκα του, για να χορταίνει εκείνη θάλασσα και αυτός κολύμπημα.

Με ένα λάκτισμα, ακόμη λιγότερο, με ένα κτύπημα του δακτύλου του ποδιού, μπορούσε να στείλει στον άλλο κόσμο άναυλα τρεις ψυχές, το γαμπρό, την πεθερά και τη νύφη... εάν δεν ήθελε να γλυτώσει την τελευταία.

Ο κυβερνήτης, αν και βαρύς, θα κολυμπούσε όπως-όπως και θα γλύτωνε.

Δεν απείχαν μισό μίλι από την ακτή.

Ο γαμβρός θα πήγαινε βολίδα στον πάτο με όλα τα σπίτια του... ή μάλλον χωρίς τα σπίτια του, χωρίς τα χωράφια του και τα υπάρχοντά του.

Η γριά Μαρουδίτσα... αυτή το ψωμί της το είχε φάει. Την κόρη της την είχε “κουκουλώσει” και την είχε κάμει νοικοκυρά. Θα φρόντιζε αυτός να της κάμει τα κόλλυβα... μαζί με την Αρχόντω.

Εμπρός! Καρδιά! θάρρος!

Όχι, δεν έπρεπε να βουλιάξει τη βάρκα με το άνοιγμα της οπής.

Το μέσον αυτό δεν είχε παλληκαριά, ήταν δε και απαίσιο.

Έπειτα δεν θα ήταν πολύ ασφαλές, για την στον άλλο κόσμο προπομπή.

Με βουλιαγμένη βάρκα, σώθηκαν πολλοί που δε γνώριζαν να κολυμπούν. Με αναποδογυρισμένη βάρκα πολλοί και επιδέξιοι κολυμβητές χάθηκαν.

Όχι, δεν θα βούλιαζε τη βάρκα θα την αναποδογύριζε!

* * * 

Θα έβλεπε ευχάριστο θέαμα, το Σιγουράντσα να κολυμπά σαν φώκια μακριά του.

Θα ξεπιανόταν από το γαμπρό, θα απαλλασσόταν από την πεθερά, για να ριχτεί στη θάλασσα.

Η γριά μόλις θα πρόφθανε να κάμει τον τελευταίο σταυρό της και η φωνή της αγωνίας της θα πνιγόταν βαθιά κάτω.

Την επόμενη μέρα στο χωριό, οι ιερείς θα της έψαλλαν τον “κανόνα” της και θα προέτρεπαν τους παρεστώτες να κάμουν μετάνοιες για την ψυχή της.

Και επί σαράντα μέρες, όλες οι ευλαβείς γριές του χωριού θα έπαυαν να τρώγουν ψάρια, με την υποψία ότι αυτά είχαν αγγίσει την πνιγμένη.

Να δράξει την Αρχόντω από το βραχίονα... από τη μασχάλη... όχι, από τη μέση. Και έπλεε ήδη, έπλεε και κολυμπούσε μαζί της.

Για μία φορά ας γίνει γλυκιά η πικρή και αλμυρή θάλασσα.

Έφευγε, έφευγε σαν δελφίνι, φυσούσε και ξερνούσε το νερό σαν φάλαινα και προέβαλλε κοφτερό τον βραχίονα σαν ξιφίας.

Έπλεε με το δεξιό βραχίονα και σφιχταγκάλιαζε τη νέα με τον αριστερό.

Πάνω την κεφαλή της, πάνω. Ν' αναπνέει το δαχτυλιδένιο στοματάκι της... “Μη φοβάσαι, αγάπη μου!” Και σιγά σιγά θα απομακρυνόταν οργιές και οργιές... θα ζύγωνε, θα πλησίαζε στην ξηρά.

«Τώρα, τώρα, φτάσαμε, ψυχή μου». Κανένα δυστύχημα δεν έμελλε να συμβεί. Όλος ο κόσμος θα σωζόταν. «Εζαλίσθης, ψυχή μου; Όλα καλά τώρα. Επνίγη κανείς; Όχι, αφού εγλύτωσες συ». Ω, πως θα έπεφταν αφανισμένοι, μισοπνιγμένοι, στάζοντες θάλασσα, επάνω στην άμμο. Αναπλασμένοι και αναβαπτισμένοι. Νέος Αδάμ και νέα Εύα, φέροντες τα ενδύματά τους θαλασσοβρεγμένα κολλητά στην επιδερμίδα τους, περισσότερο παρά γυμνοί.

«Εκεί στο βράχο είναι μία σπηλιά. Ύπαγε εκεί μέσα, φιλτάτη μου, ν' αλλάξεις».

Εκείνη, αν είχε δύναμη να τον ακούει, θα τον κοίταζε κατάπληκτη.

Ν' αλλάξει με τι;

«Να στεγνώσεις, θα σου φέρω εγώ φύλλα, απ' όλα τα δένδρα του δάσους, αγάπη μου, να σκεπασθείς».

* * *

Τέλος, αναποδογύρισε τη βάρκα;

Έπνιξε τους επιβάτες;

Την έσωσε εκείνη;

Δεν ισχύει τηλαισθησία ούτε τηλεπάθεια, για να ζητήσουμε  2τις ψήφους των αναγνωστών, νοερά, ακαριαία, ούτε Κοινοβουλίου τέμενος είναι παρ' ημίν ιερόν, αλλά ναός Ευβουλίας. Κάθε συγγραφέας υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει τη μέση κρίση και το μέσο αίσθημα των αναγνωστών του.  Δεν την αναποδογύρισε, δεν τους έπνιξε. Λίγο ακόμη ήθελε για να το κάμει, αλλά το λίγο αυτό έλειψε. Έξαφνα είδε νοερά οπτασία, τη μορφή της μητέρας του της Μπούρμπαινας, εναέρια, παλλόμενη.  Τραβούσε τα μαλλιά της κλαίουσα και του έλεγε: “Αχ! γιε μου! γιε μου! Τ' είν' αυτό που θα κάμεις;” Έκαμε κρυφά το σημείο του σταυρού επί της καρδιάς, από μέσα από το υποκάμισό του. Θυμήθηκε και είπε τρεις φορές το “Κύριε Ιησού Χριστέ”, οπού του το είχε μάθει όταν ήταν μικρός, η μητέρα του και αυτός έκτοτε το είχε ξεχάσει.  Είπε: «Ας πάγει, η φτωχή, να ζήσει με τον άνδρα της! Με γεια της και με χαρά της!» Κατέστειλε το πάθος, πραΰνθηκε, συγκινήθηκε, έκλαψε και φάνηκε ήρως στον έρωτά του.

Έρωτα χριστιανικό, αγνό, ανοχής και φιλανθρωπίας.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

ΤΑ ΣΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ

ΚΑΤΣΑΝΑΣ

ΚΙΡΚΙΛΗΣ

ΚΟΝΤΟΣ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΑΡΧΕΙΑ

Επικοινωνήστε μαζί μας

Αναζήτηση αρχείου