Φορτωμένα κόκκαλα
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1907
➖ ➖ ➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Ανεβαίνουμε το βουνό, πεζοί, με το γαϊδουράκι φορτωμένο, ο παπ᾿ Ανδρέας, ο καλός μας ευχέτης κι ο μακαρίτης ο Λαμιαίος κι εγώ κι ο Αλέκος το Φωτάκι, ο μικρός και πρόθυμος φίλος μας.
Σε όλα ήταν πάντοτε έτοιμος ο Αλέκος, να τρέχει ακούραστος, ότι ήθελες να τον διατάξεις. Να πάει στο χωριό για θέλημα, δύο ώρες δρόμο και πάλι φορτωμένος, πίσω να έλθει, να σκουπίσει όλο το εξωκκλήσι και τον αυλόγυρο και τα κελιά, με πρόχειρη σκούπα από σπάρτα και θάμνους, να τρέξει κάτω στο γιαλό, για να μας φέρει πεταλίδες και κοχύλια και πετροκάβουρα, για το ορεκτικό δείπνο μας και να γυρίσει μετά μία ώρα με μία ποδιά γεμάτη, έπειτα να ανάψει φωτιά, να ψήσει, να μαγειρέψει όλα τα εδέσματα και να έχει την επιστασία του παγουριού και της φλάσκας, για να βρίσκονται δροσερά στο ρέμα, ακριβώς κάτω από τη βρύση.
Σε όλα ήταν μονάκριβος.
Έκτος, μας είχε ακολουθήσει ο σκύλος του Σταμάτη του Αλεξανδράκη, σκύλος προορισμένος οπωσδήποτε να μείνει αδέσποτος.
Ο άτυχος και κακοκέφαλος φίλος μας, ο Σταμάτης, αφού μάλωσε με όλους τους συγγενείς και τους φίλους του και σχεδόν με όλον τον κόσμο, άρχισε να πάσχει από περιοδικές αφάνειες, που ήταν τα προανακρούσματα της οριστικής εξαφάνισής του από το μάταιο κόσμο.
Πότε κρυβόταν, όπως έλεγαν, σε μία ερημική σπηλιά, πότε πήγαινε να μείνει λίγες ημέρες στο Μοναστήρι, πότε ταξίδευε, άγνωστο που και όλες αυτές τις φορές, τον άτυχο Σαψώνη, τον άφηνε στο έλεος του Θεού και των ανθρώπων της αγοράς, αν θα ευαρεστούνταν κάποτε να του ρίξουν ένα ξεροκόμματο.
Συχνά ο Γιώργος ο Λαυκιώτης, ο ιδιοκτήτης του αρχαιοπρεπούς και αναλλοίωτου καφενείου στην παραθαλάσσια, αν και του είχε φάει κάποιες εκατοντάδες δραχμές, καλή τη πίστει, ο αφέντης του Σαψώνη, λυπόταν το άκακο θρέμμα και του έριχνε λίγα κόκκαλα.
Εμένα, αφού με κατασκόπευε ο Σαψώνης, από καφενείο σε ύπαιθρο και από κιόσκι σε τέντα, στην προκυμαία, τέλος με ακολουθούσε οριστικά στο σπίτι, όπου έπρεπε να του ρίξω κάτι απ΄ το υστέρημα.
Αλλά και στα καλά του όταν ήταν ο Σταμάτης, για τον περιπαθώς αφοσιωμένο σκύλο του δεν είχε λάβει άλλη πρόνοια, παρά να τον ρίχνει αιφνιδίως στο κύμα, γαυγίζοντα και μη θέλοντα, για να κολυμπά.
Τον είχε αφήσει ακούρευτο και βαθύτριχο από χρόνια πολλά.
Ήταν πολὺ μαλλιαρός σκύλος.
- Τη φορά αυτή, αφού μας μυρίσθηκε πως ετοιμαζόμασταν για εκδρομή, είχε δείξει ανήσυχη περιέργεια, όταν φορτωνόταν το γαϊδουράκι και είχε πλησιάσει να μυριστεί τι περιείχε ο σάκος εκείνος, τον οποίο ο Αλέκος είχε περιδέσει και φορτώσει στο σαμάρι, στην αριστερή πλευρά του ζώου.
Δεξιά είχε φορτωθεί ο μάρσιπος με τα ιερὰ του παπά, ένα καλάθι με τρόφιμα και μία φλάσκα με κρασί.
Έπειτα, μας ακολούθησε με βήμα, χωρίς να τον καλέσει κανείς.
* * *
Πριν αρχίσουμε να ανεβαίνουμε το βουνό, είχαμε κάνει μια στάση στο Συνοδάρι, μία ωραία τοποθεσία, βαθιά, μεταξύ των ελαιώνων, σε ένα ζυγό, στην κορυφή ενὸς ρέματος, όπου ακουγόταν μονότονος ο ρυθμικός κρότος της φτερωτής των νερόμυλων.
Ήταν ωραίο καλοκαιράκι του Αγίου Δημητρίου, 19η Οκτωβρίου. Μαργαριτάρια ρευστά, αστεροειδή, έσταζαν τρέμοντα, φλογοβολώντας, από την αεικίνητη φτερωτή, στην εκβολή του νερού, στην κάτω βάση του τοίχου, φθινοπωρινά έντομα βομβούσαν γύρω στους θάμνους, θρόισμα πτερών ακουγόταν βαθιά στη φυλλωσιά, αύρα στέναζε που δονούσε τους κλώνους της πλατάνας και νοτερή ανεμώνη φύτρωνε κάτω στη ρίζα του θάμνου.
Ο Αλέκος είχε βάλει το παγούρι στη βρύση να δροσισθεί και μετά από μικρή ξεκούραση εξακολουθήσαμε την οδοιπορία.
Τέλος, περί τη δύση του ήλιου, φθάσαμε στην κορυφή του πρώτου βουνού και αντικρίσαμε τον σταχτερό γυμνό κώνο του Κουρούπη, όπου βράχοι κρεμαστοί φαίνονται να κατέρχονται μάλλον από πάνω, προεξέχοντες στο μέτωπο, σχηματίζοντες λάκκο προς το βάθος, επιστέφοντες το κορύφωμα του απάτητου βουνού.
Μόνο ο κουμπάρος ο Θεοδόσης, με τα ελαφρά πέδιλά του και με το πτερωτό βήμα του, έχει το χάρισμα να ανεβαίνει στα ύψη εκείνα, τείνοντας τη μακριά ράβδο και οδηγώντας τις γίδες του, μη τυχόν αποπλανηθεί και βραχωθεί καμία σε τόπο άβατο, απ΄όπου να μη μπορεί να επιστρέψει πλέον, όπως συμβαίνει κάποτε.
Και τα γεράκια με τους πένθιμους κρωγμούς τους, ζηλότυπα φρουρούν τις ακρότητες εκείνες, ενεδρεύοντας πότε-πότε για να αρπάξουν καμιά όρνιθα ή άλλο θρέμμα από τις σποραδικές καλύβες των βοσκών.
* * *
Ο ναΐσκος του Αγίου Χαραλάμπους, λευκός, άσπιλος, με τα κελιά του τα λευκά, δύο κόρδες χαμηλά, μονώροφα και μία γωνία ψηλή, βορειοδυτική, που χρησίμευε ως ξενώνας - όπου χαίρεται η θλιμμένη ψυχή, άμα ανεβείς και κοιτάξεις από το παράθυρο τους πελώριους βράχους του βουνού επάνω και το πέλαγος του βορρά απλωμένο προς τη Χαλκιδική και τον θεσπέσιο Άθωνα - με το κωδωνοστάσιό του, με τις δύο καμπάνες, που καλούν με γλυκιά παραπονετική φωνή τους Χριστιανούς τους αμελείς που δεν τηρούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.
Είναι ποθεινό προσκύνημα όλων των νησιωτών και των κατοίκων ακόμη και της αντικρινής κωμόπολης, που λευκάζουν απέναντι τα σπίτια της πάνω στις πολυσχιδείς πλαγιές της κορυφογραμμής.
Εκεί φτάσαμε. Μπήκαμε στο μοσχομυρισμένο ναό και κάμαμε με συγκίνηση το σταυρό μας.
Η φτωχή καλόγρια, μας υποδέχθηκε μετά χαράς. Βοήθησε τον Αλέκο να ξεφορτώσει το γαϊδουράκι και ανέλαβε αυτή το αριστερό φορτίο, το σάκο εκείνο, να τον αποθέσει καταγής, χωρὶς να ξέρει μήτε να ενδιαφέρεται για το τι περιείχε.
Τότε ο Σαψώνης πλησίασε, έβαλε το ρύγχος του μεταξὺ των δύο χεριών της γριάς και σιμά στο δεμένο στόμιο του σάκου και άφησε μικρό γαύγισμα. Η γριά τον έδιωξε.
― Μήτερ Ευπραξία, είπε ο Λαμιαίος, καθώς βγήκαμε από το ναό, πάρε εκείνο το προσόψι, το δεμένο από το κοφίνι το Τριεστίνικο και το δίσκο που είναι μέσα και λάβε τον κόπο να στολίσεις τα κόλλυβα. Μέσα σε ένα άσπρο δέμα θα βρεις σταφίδες, κουφέτα και ρόιδα.
― Τα κόλλυβα; επανέλαβε ζητώντας μικρή εξήγηση η καλόγρια.
― Θα κάμουμε τα ξεχώματα του παιδιού, είπε βιαστικά ο Λαμιαίος.
* * *
Εντωμεταξύ, ο μάρσιπος με τα ιερά του παπά, είχε μεταφερθεί στο ιερό βήμα. Ο σάκος, που είχε αποτελέσει το αριστερό φόρτωμα του γαϊδουριού, είχε αποτεθεί στην πεζούλα έξω, σύρριζα στο δυτικό τοίχο, στην πρόσοψη του ναΐσκου.
Ο Σαψώνης, αφού έτρεξε γαυγίζοντας εδώ κι εκεί κι έφαγε μεγάλο κομμάτι ψωμιού, το οποίο του είχε ρίξει ο Λαμιαίος, γύρισε πάλι κοντά μας, καθώς είχαμε καθίσει αντίκρυ από το ναό, έκανε ένα βήμα προς το σάκο, έπειτα ένα βήμα προς εμάς, εξέπεμπε μικρά γαυγίσματα και δεν έπαυε να κοιτάζει και να οσφραίνεται προς το μέρος του σάκου.
Ψάλαμε τον Εσπερινό νύκτα. Είχε στολίσει η Ευπραξία το δίσκο των κολλύβων και ο ιερέας στο τέλος, με το Τρισάγιο, μνημόνευσε «υπέρ αναπαύσεως του δούλου του Θεού Ευθυμίου».
Δειπνήσαμε στο ύπαιθρο έξω, μπροστά από το ναό, υπό το φως δύο κεριών και τη βαθιά αστροφεγγιά. Αλλά ήταν ήδη ψύχρα και η καλόγρια, χωρὶς να μας πει, είχε ανάψει στο κελί, το διπλανό προς την ίδια κατοικία της, μεγάλη φωτιά στο τζάκι. Μας κάλεσε δε, αν θέλαμε, να ανεβούμε και να ξεκουραστούμε στους δύο χαμηλούς σοφάδες, δίπλα στο λαμπερό τζάκι.
Η πρόταση ήταν πολύ ελκυστική, ύστερα από τη μικρή κούραση και την πολλή δροσιά, την οποίαν είχαμε απολαύσει στην ωραία, μελαγχολική εκδρομή μας.
Πριν κοιμηθούμε, ο Λαμιαίος (ήταν ως τριανταπέντε χρόνων τότε, γλυκός φίλος και πολὺ προσφιλής σε εμένα. Εμπορευόμενος και ένας απ΄ τους καλύτερους του τόπου μας, πέθανε σαράντα ετών) φώναξε την καλόγρια και της έδωκε, με σιγανή φωνή, την εξής παραγγελία:
― Μήτερ Ευπραξία, πάρε το κεφαλάκι του παιδιού και τις δύο πλάτες και βάλε τα μες στο πανέρι. Βάλε τα αποκάτω απ᾿ την εικόνα του Χριστού, μες στην Εκκλησία και σκέπασέ τα με το ίδιο προσόψι που θα στρώσεις αποκάτω.
Θα διαβαστούν το πρωί.
Και το σακί με τα κόκκαλα, αύριο, τα ρίχνεις στο Κοιμητήρι, επάνω εκεί στ᾿ Αλώνι.
* * *
Ξυπνήσαμε κι αρχίσαμε τον όρθρο στις τρεις μετά τα μεσάνυκτα. Ήταν μνήμη του Αγίου Αρτεμίου και του Αγίου Γερασίμου του εν Κεφαλληνία.
Ψάλαμε τον Άμωμο, όπως συνηθίζεται στο Άγιον Όρος και τον θεσπέσιο εκείνο νεκρώσιμο Κανόνα του Θεοφάνους, το «Εν ουρανίοις θαλάμοις…» Έπειτα μπήκαμε στη Λειτουργία και απολύσαμε μία ώρα πριν ανατείλει ο ήλιος.
Και το τρυφερό μικρό κρανίο κι οι αβρές και λεπτές ωμοπλάτες, ευλογήθηκαν και μνημονεύθηκαν κι αγιάσθηκαν, χωρὶς να έχει ανάγκη τούτου ο μικρός Ευθύμιος, του οποίου η ψυχή άκουε το τροπάριο, «Του παραδείσου πολίτην και γεωργόν», ενώ ήταν πολίτης του παραδείσου από τριετίας ήδη.
Και ο φίλος μας Χρίστος, ο πατέρας του μικρού Ευθύμιου (γαμβρός επ᾿ αδελφή του Λαμιαίου), φανταζόταν ότι ο μικρός, που είχε σβήσει σε τετραετή ηλικία, είχε ανάγκη δακρύων και κεριών και κολλύβων.
Και δε βαστούσε η πατρική ψυχή του να δει τα κόκκαλα του παιδιού και το κρανίο του, τοποθετημένα μέσα σε κάνιστρο, στον ενοριακό ναό και για τούτο μας είχε στείλει στο βουνό, για να τελέσουμε τα της ανακομιδής κρυφά και εν παραβύστω στην έρημη μοναξιά.
Και το πρωί, όταν ψήλωσε ως μία καλαμιά ο ήλιος, ο Σαψώνης, ο σκύλος του Σταμάτη ο αδέσποτος, ακολούθησε την καλόγρια επάνω στ᾿ Αλώνι, στο Κοιμητήρι του παλαιού μονυδρίου και καθώς εκείνη άδειαζε το σάκο μέσα στο οστεοφυλάκιο, ο γηραιός σκύλος ανορθωνόταν και στυλωνόταν προς τον τοίχο του μικρού κτιρίου κι εξέπεμπε γογγυσμούς συνεσταλμένης επιθυμίας, σαν να ήθελε να πει:
«Κρίμα, τόσα κόκκαλα!»
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης