Σιδεράδες στη Στενή
Με τα τρία στοιχεία της φύσης στη διάθεσή του (φωτιά, αέρα και νερό), τα δυνατά του χέρια και το κοφτερό μυαλό, εδώ και χιλιάδες χρόνια το επάγγελμα του σιδερά βοήθησε την ανθρωπότητα να επιζήσει και να προοδεύσει.
Ο Σιδεράς, με τη φωτιά για να λιώνει το σίδερο, τον αέρα για να φυσάει τη φωτιά για να δυναμώνει και το νερό για να εμβαπτίζει τα πυρωμένα σίδερα, αλλά και με το σφυρί και την τανάλια, βοήθησε τους ανθρώπους να κάνουν πιο εύκολη τη ζωή τους, να διεκπεραιώνουν πιο εύκολα τις δουλειές τους και να αναπτύξουν την παραγωγή τους.
Όλοι περίμεναν από το σιδερά να τους ετοιμάσει τα εργαλεία τους. Ο γεωργός, ο τσοπάνης, ο μελισσοκόμος, ο πεταλωτής τα νοικοκυριά και τόσοι άλλοι.
Και τι δεν έφτιαχνε ο σιδεράς με ένα καμίνι (φούρνο), ένα φυσερό, ένα σφυρί και μια τανάλια.
Πυροστιές, κλαδευτήρια, σφυριά, καρφιά, υνιά, μασιές, συνδαύλιστρα, τσεκούρια, τσάπες, δικέλια, αξίνες, πέταλα, κουδούνια, δόκανα, μελισσομάχαιρα, μεταλλικά εξαρτήματα αργαλειού, μεταλλικά εξαρτήματα αλετριού και πολλά άλλα.
Τα εργαλεία του ήταν: Το καμίνι (ο φούρνος) με πυρωμένα κάρβουνα τα οποία με τη βοήθεια του φυσερού, εκτόξευαν τη θερμοκρασία στα ύψη ώστε να λιώνει το σίδερο. Το φυσερό ήταν ένα ασκί από δέρμα, το οποίο δέσμευε αέρα και τραβώντας μία χειρολαβή ο σιδεράς, εκτόξευε τον συγκεντρωμένο αέρα με δύναμη πάνω στη φωτιά, από μια μικρή οπή που ήταν στο φυσερό με τέτοια δύναμη, ώστε η φωτιά θέριευε κι η θερμοκρασία έφτανε τόσο ψηλά ώστε να λιώνει το σίδερο.
Με λίγα λόγια, το φυσερό αποτελείται από δύο βασικά μέρη: Τον μοχλό και την φυσαρμόνικα. Τραβώντας τον μοχλό, ανεβοκατεβαίνει το κάτω μέρος του φυσερού για να φυσά δυνατά και να διατηρεί την φωτιά του καμινιού αναμμένη, έτσι ώστε να πυρώνει το σίδερο Μετά άφηνε το σίδερο να στερεοποιηθεί, όχι πολύ, αλλά να αποκτήσει μια ελαστικότητα, και κρατώντας το με μια λαβίδα (τανάλια), το έβαζε πάνω στο αμόνι και άρχιζε να το κτυπά δίνοντάς του τη μορφή που ήθελε.
Από την αυγή, μέχρι που έπαιρνε να βραδιάσει, μπορούσες να ακούσεις από αρκετή απόσταση το χτύπημα του σφυριού πάνω στο αμόνι.
Χτυπούσαν αδιάκοπα, μία στο πυρακτωμένο σίδερο, για να του δώσουν το σχήμα που έπρεπε, μία στο αμόνι για να πάρει «ανάσα» και να ζυγίσουν με το έμπειρο μάτι τους το σημείο που θα ξανακτυπούσαν.
Η φωτιά με τη βοήθεια του φυσερού, πάντα αναμμένη για να πυρακτώνει τα σίδερα και δίπλα στο αμόνι, το δοχείο με το νερό για να σβήνουν το έτοιμο πια εργαλείο.
Έπειτα σειρά είχε το «ξυλοφάι», που ήταν μια λίμα με την οποία τροχούσαν τα εργαλεία εκείνα που χρειαζόταν να είχαν αιχμηρές άκρες (τσεκούρια κλπ).
Στο μικρό σχετικά χώρο του εργαστηρίου, έβλεπες στοιβαγμένα διάφορα εργαλεία, άλλα έτοιμα και άλλα που περίμεναν τη σειρά τους για να επισκευαστούν.
Όλα σιδερένια. Αλέτρια, κασμάδες, αξίνες. δρεπάνια, κόσες, κλαδευτήρια, φαλτσέτες και ότι άλλο εργαλείο χρησιμοποιούσαν οι αγρότες στις δουλειές τους και όχι μόνο.
Όταν τα εργαλεία από την πολύ χρήση είχαν αρχίσει να «στομώνουν», τα πήγαιναν στο σίδερα και αυτός τα έβαζε στο καμίνι, πρόσθετε και κομμάτι σίδερο πυρωμένο, ύστερα τα έβαζε στο αμόνι και με το σφυρί τα χτυπούσε και τα ένωνε και στη συνέχεια με το ξυλοφάι έκανε αιχμηρές τις άκρες του.
Οι σιδεράδες υπήρχαν μέχρι τη δεκαετία του 1950.
Όταν μπήκε στη ζωή μας η ηλεκτροκόλληση τα πράγματα άλλαξαν ραγδαία. Έπαψε να υπάρχει η φαντασία και η δημιουργία του τεχνίτη. Τώρα πια δεν μιλάμε για σιδεράδες αλλά για συγκολλητές που αγοράζουν έτοιμα κομμάτια και απλώς τα συγκολλούν
Σιδεράδικα στη Στενή είχαν.
Ο Καραγιάννης Ανέστης (Κανέστας)
Ο Στέλιος Κατσαρής και μετά ο γιος του, Γιάννης Κατσαρής (Ταρατούμης)
Ο Γιάννης Κατσαρής (Γκούμας)
Ο Γιάννης Στεφανής και ο Γιώργος Φραγκάκης (για λίγο χρονικό διάστημα). Αργότερα ο Γιάννης Στεφανής άνοιξε σιδεράδικο στους Βούνους)
Στην Κάτω Στενή είχαν σιδεράδικα ο Μήτσος Κατσαρής και ο Βαγγέλης Κατσαρής.
Γιάννης Γιαννούκος