Η Ξομπλιαστήρα
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1906
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Όταν γύριζαν το βράδυ απὸ τη βρύση, φορτωμένες τις στάμνες τους, το Ορσάκι, η ωραία μελαχρινή παιδίσκη του καπετὰν Λιμπέριου και το Μορφούλι, ομήλική της ορφανή ξαδέλφη, την οποία είχαν στο σπίτι τους και ανάτρεφαν και το Μονεβασώ, ωραία γειτονοπούλα, κόρη του Αποστόλη του πρωτομάστορη, συνήθως μόλις κρατούμενες και μόλις δυνάμενες να βαστάνε τις στάμνες τους, απὸ τα γέλια, έκαμναν και όλες τις ηλικιωμένες του σπιτιού και της γειτονιάς να ξεκαρδίζονται, με τις φαιδρές ιστορίες τους.
Διηγούνταν όλα τα συναπαντήματα του δρόμου, του Λιβαδιού και της βρύσης, όσα τις είχαν συμβεί απὸ τη στιγμή που είχαν ξεκινήσει απὸ το σπίτι, ως τη στιγμή που έφθασαν γυρνώντας απὸ την εύθυμη αγγαρεία τους.
Πως στο δρόμο το Μορφάκι, με ένα τολμηρό για την ηλικία και το φύλο της κίνημα, έτρεψε σε άτακτη φυγή μία ολόκληρη συμμορία απὸ μάγκες, στην εσχατιά του χωριού, στα Λιβάδια, οι οποίοι επέμεναν να τις πετροβολούν, βρίσκοντας διασκέδαση αν κατόρθωναν, να σπάσουν τις στάμνες τους, τότε η μεγαλόσωμη και μόλις έφηβη παιδίσκη με το ρωμαλέο βραχίονά της, ξάμωνε και κουνούσε τη στάμνα εναντίον τους, προσποιούμενη ότι την θυσίαζε και ήταν έτοιμη να τη ρίξει στα κεφάλια τους.
Η διήγηση, φάνηκε στη γριά Μορισίνα, τη μητέρα της Μονεβασώς, ως σύμβολο πράγματι της πρώιμης αλκής της ορφανής κόρης και ως χαρακτηριστικό, ότι αυτή η αδυναμία της γυναίκας, εύθραυστη όπως η στάμνα της, αυτή γίνεται φοβερό όπλο κατὰ της κεφαλής του ανδρός, όταν εκείνη θελήσει.
Πως στη βρύση, δύο γυναίκες καυγαδίζουν, περί του ποια είχε σειρά να γεμίσει απὸ τον έναν κρουνό της βρύσης, πιάστηκαν χέρια με χέρια, μαλλιά με μαλλιά, με κίνδυνο να σπάσουν και τις δύο στάμνες τους, τότε, με πλατιά γέλια, βρήκαν ευκαιρία τα τρία κορίτσια, γέμισαν, χωρὶς να έχουν αράδα τις στάμνες τους, η μία μετά την άλλη κι έφυγαν τρέχοντας.
Πως στην επιστροφή, ένας ερωτοχτυπημένος νέος τις παρακολούθησε, ενώ νύχτωνε ήδη, δείχνοντας σημεία βαθιάς και δειλής προσήλωσης, ποιος ξέρει προς ποια εκ των τριών.
Τότε το Μονεβασώ, σε κάποια ερημική καμπή του δρόμου, στράφηκε ήρεμα προς το μέρος του νέου και με ένα ειρωνικό αχ! πουλάκι μου, τον έκαμε να χάσει ο δυστυχής τα μυαλά απὸ τη χαρά του.
* * *
Αλλά, πολύ μεγάλη διασκέδαση εύρισκαν οι τρεις ζωηρές κόρες, στο να παρενοχλούν πολὺ συχνά, σχεδόν κάθε μέρα, στο σπιτάκι της, μία εκτάκτως παράξενη γερόντισσα, τη γριά-Καντούσαινα.
Η γριά-Καντούσαινα, χήρα απ΄τα νεανικά της χρόνια, χωρὶς θυγατέρα, με δύο γιους ξενιτεμένους απὸ χρόνια στους ωκεανούς, οι οποίοι εδώ και καιρό είχαν ξεχάσει τη μητέρα τους - πήγαν, όπως αυτή έλεγε καταριόντας, «στην αγυρισιά» και είχαν ρίξει πέτρα πίσω τους - ζούσε σε μικρή καλύβα, στην άκρη του χωριού, με μία αυτοσχέδια αυλή ξερολίθι, επαγγελλόμενη ενίοτε τη μαμή, στις σπάνιες εγκύους, όσες αποφάσιζαν να την καλέσουν, μη φοβούμενες τη μετέπειτα κακολογία της (διότι συνήθιζε να ξαναλέγει μεγαλοφώνως όλα τα ψεγάδια, όσα θα έβλεπε τυχόν στη Λεχώνα και στο περιβάλλον) και ασχολείταν από το πρωί μέχρι το βράδυ, να διώχνει με μία καλαμιά τις ξένες κότες απὸ την αυλή της, αναθεματίζοντας και καταβλαστημώντας όλες τις γειτόνισσες.
Η καλύβα και η μικρή περιοχή της Καντούσαινας, εξείχε απὸ την ευθεία γραμμή κι έκοβε απότομα το δρόμο, αναγκάζοντας το διαβάτη να εκτελέσει μεγάλη καμπύλη.
Τώρα, τα τρία κορίτσια, η Όρσα, το Μορφούλι και το Μονεβασώ, επειδή ήταν ο δρόμος τους, άρεσε και αυτές «να κόφτουν δρόμο» και όταν έβλεπαν, ότι η γριά δε βρισκόταν τη στιγμή εκείνη έξω στην αυλή, αδιάφορο αν ήταν μέσα στην καλύβα, όπως απεδείκνυε ο καπνός, που ανέβαινε απὸ τη μικρή καπνοδόχο της στέγης και ας ήταν και η πόρτα της καλύβας ανοικτή, υπερπηδούσαν τολμηρά τον σπιθαμιαίο τοίχο της αυλής, διασκέλιζαν τον περίβολο, πατούσαν στη μικρή πρασιά την οποία καλλιεργούσε η γριά - το Μορφάκι συνήθως έσκυβε κι έκοβε κλωνάρι απὸ την πιπερόριζα ή απὸ το δυόσμο που ευωδίαζε εκεί σε δύο ή τρεις γλάστρες - και με κρότο και με πνιγμένα γέλια εξέρχονταν θριαμβευτικά από τον αντικρινό τοίχο.
* * *
Λοιπόν, η μικρή Μόρφω, που κατὰ βάθος έμοιαζε πολὺ κατὰ την ιδιοσυγκρασία με τη γριά-Καντούσαινα - τούτο έμελλε να φανεί, αν είχε τύχη η κόρη να ζήσει και να γεράσει, όπως εκείνη - και ήταν «ξομπλιαστήρα» όσο ήταν αυτή, προκειμένου για τις μικρές ελλείψεις των λεχών, όσες είχε ξεγεννήσει, άμα επέστρεφαν στην οικία δεν παρέλειπε να αναπαριστά ζωντανά όλες τις θύελλες και τους κεραυνούς, όσους εκσφενδόνιζε τότε η γριά-Καντούσαινα εναντίον τους, πως εξορμούσε απὸ την πόρτα της καλύβας, κρατώντας πάντοτε την καλαμιά της, σαν να ήταν αυτές κότες για να τις διώξει.
―Μωρὴ σεις, τρελοξούδες! Μωρή, ξιφοστλιάρες!
Μωρή, μαυραγκαθιές! Που να κοπούν τα ποδαράκια σας!
Που να πιαστούν τα χεράκια σας!
Μωρή, δεν ντρέπεστε να πηδάτε μες στην αυλή, να μου πατάτε τα χορταράκια, να μου κόβετε τα βλασταράκια μου;
Που να κοπεί η μεσίτσα σας! Που να πέσουν οι ποδιές σας! Που να καούν τα φουστανάκια σας! Δεν έχετε πόνο, δεν έχετε αίστημα, να με συχύζετε, γριά γυναίκα;
Δεν έχετε ντροπή, κοτζάμ μαλλιαρομούστακες… πολυποδαρούσες!
* * *
Λοιπόν, μετά καιρό, η γριά-Καντούσαινα αποφάσισε αίφνης να ξοδέψει όλο το κομπόδεμά της – που ανερχόταν περίπου σε σαράντα ρηγίνες, ήτοι γερμανικὰ τάλιρα - για να κτίσει έναν καλό περίβολο γύρω στην αυλή της, ώστε να απαλλαγεί συνάμα απὸ τις κότες και απὸ την καλαμιά, απὸ τις έριδες με τις γειτόνισσες και απὸ τις κατάρες, απὸ τις ενοχλήσεις των μαγκών του δρόμου και απὸ τις επιθέσεις των νεροκουβαλητριών κορασίδων, που τολμούσαν να καταπατούν την περιοχή της.
Ένα φθινοπωρινό δειλινό, την ώρα που άναβαν τους λύχνους, ανέβηκε με όλα τα γεράματά της στον Επάνω Μαχαλά και ήλθε στο σπίτι του καπετὰν Λιμπέριου.
Τα δύο κορίτσια, η Όρσα και το Μορφούλι, άμα την είδαν έξαφνα, νόμισαν ότι ήλθε να τις μαρτυρήσει στον πατέρα τους, να παραπονεθεί για τις ενοχλήσεις, όσες της είχαν προξενήσει κατά καιρούς στην αυλή της.
Η Όρσα, κατέβηκε κάτω στο κατώγι και προσπάθησε να κρυφθεί πίσω απὸ δύο πιθάρια λαδιού και πλησίον στην καρούτα, όπου πατούσαν τα σταφύλια στον καιρό του τρύγου.
Η Μόρφω, βγήκε έξω στο μπαλκόνι που έβλεπε προς το γιαλό, υπεράνω του βράχου, έκλεισε την πόρτα απ΄έξω κι έμεινε κοιτάζοντας στο κύμα και ρεμβάζουσα και σκεπτόμενη, αν δε θα ήταν καλό, να είχαν και οι κορασίδες φτερά για να πετούν, όπως οι καλλικατζούνες, οι καρακάξες, οι κουκουβάγιες και τόσα άλλα όρνεα.
Αλλά ήταν μακριά απ’ την αλήθεια και οι δύο.
Η γριά-Καντούσαινα ήταν προφανές, ότι δεν ήξερε καν τίνος ήταν τα τρελοκόριτσα που την ενοχλούσαν στην αυλή της, ούτε τις είχε δει ποτὲ κατὰ πρόσωπο, κατὰ τις ώρες εκείνες του σουρουπώματος.
Η Μόρφω τέντωσε τα αυτιά έξω απ΄την πόρτα του εξώστη και άκουσε.
* * *
Η Σεραϊνώ, χήρα Θεοδώρου Καντούσου, μαία το επάγγελμα, είχε έλθει για να παρακαλέσει τον καπετὰν Λιμπέριο, επειδή και του περνά απ᾿ το χέρι, ως μέλος της Δωδεκάδας όπου ήταν, να παρακαλέσει προς χάριν της το Δήμαρχο και όλη τη δωδεκάδα - είχε πάει η ίδια και σε άλλους εκ της Δωδεκάδας για τον ίδιο σκοπό - ως χήρα γυναίκα που ήταν και δεν είχε κανένα να την υπερασπισθεί, επειδή θέλησε στα τόσα χρόνια να χτίσει ένα ντουβάρι γύρω στην αυλή της, για να γλυτώσει απὸ τα βάσανα και τους μπελάδες της γειτονιάς και είχε αποφασίσει να θυσιάσει όλο το μικρό της κομπόδεμα προς το σκοπό τούτο.
Τώρα λοιπόν, όλοι οι γειτόνοι και οι γειτόνισσες σηκώθηκαν στο ποδάρι και ζητούν να την πνίξουν, με πρόφαση ότι δεν είναι τάχα δικός της ο τόπος τον οποίο αυτή ως αυλή της διεκδικεί (που να μη βρεθεί τόπος να τις θάψουν!).
Και πώς αυτή, χήρα γυναίκα, χωρὶς άνδρα και υπερασπιστή, θα κατείχε τόσα χρόνια τον τόπο, με κείνο το πρόχειρο ξερολίθι που είχε για περίβολο, ανίσως ο τόπος δεν ήταν δικός της;
Ο καπετὰν Λιμπέριος απάντησε ότι, καθώς ξέρει και καθώς έμαθε τώρα στα τελευταία, που είχε πάθει απὸ τα πόδια και αναγκάσθηκε να μείνει έξω απὸ το καράβι και οι πατριώτες του τον είχαν εκλέξει δημοτικό σύμβουλο, αυτά τα πράγματα λέγονται δικαστικά και το Συμβούλιο, δεν έχει μεγάλη δικαιοδοσία στα τοιαύτα, αλλά η θεια-Σειραϊνώ, ως πρωτινή όπου είναι, φαντάζεται ότι είναι όλα το ίδιο - δικαστικά και διοικητικά - όπως ήταν στα παλαιὰ χρόνια. Μ᾿ όλα ταύτα, ότι περνά απ᾿ τα χέρια τους, θα φροντίσουν για το δίκαιό της, αυτός και οι άλλοι σύμβουλοι.
* * *
Η γριά-Καντούσαινα τους καληνύχτισε και κατέβαινε τη σκάλα.
Η μικρή Μόρφω, είχε ανοίξει την πόρτα του μπαλκονιού, διέσχισε τη σάλα κι έφθασε μπροστά της στο κεφαλόσκαλο, όπου πήρε και το λύχνο του μαγειρείου, για να της φέξει.
Τότε γελώντας της είπε:
― Μας θυμήθηκες, βλέπω, θεια-Σειραϊνώ, εμάς τις… πολυποδαρούσες;…
Η γριά στάθηκε χωρίς να δείξει ότι εκπλήσσεται ή πτοείται και απάντησε:
―Α! εσείς ήσαστε, πουλάκια μου, που περνούσατε απ᾿ την αυλή;…
Δεν έρχεσαι να σε φιλέψω όσο θέλεις δυόσμο και ταμπαρόριζα και βασιλικό;… να ζήσεις, πουλάκι μου!
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης