Τα σκαρκατζούλια
«Τώρα κι αν τα μεσάνυχτα πάνε στο μύλο τα ξωτικά κι οι νεράιδες, ποιόνε να βρούνε και ποιος να τις δει;»…
Το χειμώνα πολλοί μύλοι που δεν είχε δίπλα την κατοικία του ο μυλωνάς, ερήμωναν τα βράδια μιας και οι ιδιοκτήτες πήγαιναν σπίτι τους στο χωριό, οπότε στη φαντασία των κατοίκων γινόταν τόπος κατοικίας για τους καλικαντζάρους ή τις νεράιδες.
Οι καλικάντζαροι εμφανίζονταν το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων στους νερόμυλους και εκεί παρέμεναν μέχρι την ημέρα των Φώτων που αγιάζονταν τα νερά και τους έδιωχναν οι παπάδες με την αγιαστούρα. Ζαβολιάρικα πλάσματα οι καλικάντζαροι. Όλο ζαβολιές και καμώματα. Πότε άνοιγαν τα σακιά με τα γεννήματα και σκορπούσαν κάτω το αλεύρι, πότε σταματούσαν τη μυλόπετρα και πότε έπαιζαν παιγνίδια με το μυλωνά. Πρωί-πρωί, πριν από το χάραμα, με το λάλημα του πετεινού αποσύρονταν στο υπόγειο της φτερωτής. Το βράδυ άφηναν το καταφύγιο τους και άρχιζαν πάλι τα παιγνίδια.
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
Στη Στενή υπάρχουν αφηγήσεις και για τα τρία μοτίβα των παραμυθιών με καλικαντζάρους, που κυκλοφορούν σε όλη την Ελλάδα. Και τα τρία έχουν σχέση με μύλους. Το πρώτο είναι το κοριτσάκι που στέλνεται στο μύλο από την κακιά μητριά, το δεύτερο αφορά τη γέννα της καλικαντζαρούς και τη μαμή και τρίτο και τελευταίο αφορά τον έξυπνο μυλωνά και τον καλικάντζαρο. Στις αφηγήσεις αυτές οι ήρωες σώζονται είτε από φωτιά είτε από το λάλημα του κόκορα. Στην ιστορία με το μυλωνά σχεδόν λυπάσαι τον αγαθιάρη καλικάντζαρο ο οποίος ήταν πολύ φιλικός με το μυλωνά. Ακόμα και στο χωριό μας οι διαφορές των αφηγήσεων στο ίδιο παραμύθι είναι αρκετές μιας και ο κάθε αφηγητής προσθέτει ή αφαιρεί κατά το δοκούν. Τα παραμύθια που ακολουθούν μας τα διηγήθηκε η Μαρία Ντούρμα-Μητάκη.
Η Μάρω, η Μάμπω, η Πλούμπω και η Σαρτζαμέγκλα
Η Μάρω είναι μια παραλλαγή του παραμυθιού της Μάμπως και της Κάλως, της Πλούμπως κ.λπ. που έχουν διασωθεί στην υπόλοιπη Ελλάδα. Μια πολύ ωραία αφήγηση έχει διασωθεί και στο γειτονικό μας Θεολόγο. Το παραμύθι λέγεται «Η Σαρτζαμέγκλα» και όπως έλεγαν οι παραμυθάδες του χωριού, σημαίνει μάλλον κοπέλα ή κορίτσι στην γλώσσα των καλικαντζάρων. Επίσης ένα άλλο στοιχείο που προστίθεται σε κάποιες τοπικές αφηγήσεις είναι το λάλημα του κόκορα. Το πρώτο λάλημα είναι από άσπρο κόκορα και δεν το φοβούνται οι καλικάντζαροι, το δεύτερο από μαύρο κόκορα που επίσης δεν φοβούνται και το τρίτο από κόκκινο κόκορα που το φοβούνται και εξαφανίζονται.
Η ΜΑΡΩ
Μια φορά κι έναν καιρό
πίναν οι γάιδαροι νιρό
πάω κι εγώ εκεί κουντά
για να πιώ καμιά χουφτιά
κι αρχινίσαν την κλωτσιά!
Δρόμο παίρνω, δρομ’ αφήνου
διψασμένος θ’ απομείνου.
Αρχή του παραμυθιού: καλησπέρα στην αφεντιά σαs
Πριν πολλά χρόνια σε ένα χωριουδάκι ζούσε μια μάνα με την κόρη της, την όμορφη και καλόκαρδη Μάρω. Μέρες γιορτών και στο σπίτι είχαν μείνει από αλεύρι και έπρεπε να φτιάξουν τα γλυκά. Νωρίς έφτασε η Μάρω στο μύλο, αλλά η αράδα ήταν μεγάλη. Ώσπου να φτάσει η σειρά της είχε πια βραδιάσει. Αφού άλεσε, φόρτωσε το γαϊδουράκι της και πήρε τον δρόμο για το χωριό. Μόλις απομακρύνθηκε λίγο από τον μύλο πετάχτηκαν μπροστά της τα σκαρκατζούλια και την περικύκλωσαν απειλητικά.
-Πες μας ποιους αγαπάς από μας και ποιανούς θέλεις, τους ξουρισμένους ή τους αξούριγους;
Η Μάρω φοβήθηκε, αλλά κράτησε την ψυχραιμία της.
-Όλους σας θέλω και όλους σας αγαπάω.
-Τι θέλεις να σου δώσουμε; Πες μας Μάρω, πες μας!
-Θέλω μίρτζα νόρτζα.
- Μίρτζα νόρτζα. Μίρτζα νόρτζα. Μίρτζα νόρτζα…. φώναζαν τα σκαρκατζούλια για να μην ξεχάσουν τι τους είχε ζητήσει!
Επέστρεψαν και της γέμισαν με φλουριά το μισοάδειο τσουβάλι με το αλεύρι.
-Τι άλλο θέλεις; Πες μας Μάρω, πες μας!
Πες μας Μάρω, τι θέλεις να σου φέρουμε;
Η Μάρω φοβήθηκε και πάλι αλλά κράτησε την ψυχραιμία της.
-Θέλω μια βελόνα με δυο κώλους.
-Μια βελόνα με δυο κώλους, μια βελόνα με δυο κώλους, μια βελόνα με δυο κώλους…..
Φυσικά και δεν υπήρχε τέτοια βελόνα! Έψαχναν και έψαχναν και τότε η Μάρω βρήκε ευκαιρία να φύγει. Δεξιά το ένα σακί αριστερά το άλλο και αυτή στη μέση σκεπασμένη με ένα σεντόνι.
Όταν κατάλαβαν τα σκαρκατζούλια ότι τους κορόιδεψε και ξέφυγε έτρεξαν να την προφτάσουν.
-Από τη μια είναι το ένα σακί από την άλλη το άλλο σακί και στη μέση το πανωγόμαρο. Η Μάρω που είναι; Πού’ναι η Μάρω; Πού είναι;
Τότε λάλησε ο πετεινός και εξαφανίστηκαν.
Η Μάρω έφτασε σπίτι και εξιστόρησε τα πάντα στη μητέρα της.
Η μητέρα της Μάρως για να ξεχωρίσει τα φλουριά από το αλεύρι ζήτησε από την κακιά και κουτσομπόλα γειτόνισσα το κόσκινο. Η πονηρή γειτόνισσα σκέφτηκε ότι για να θέλει το κόσκινο τέτοια ώρα η γειτόνισσα κάτι συμβαίνει. Άλειψε το κόσκινο με μέλι και όταν της το επέστρεψε βρήκε κολλημένο ένα χρυσό φλουρί. Πίεσε την γειτόνισσα να της πει πού βρήκε το φλουρί και αυτή αναγκάστηκε να πει την αλήθεια. Την άλλη νύχτα η γειτόνισσα έστειλε στο μύλο τη δική της κόρη, που ήταν πιο κακιά κι από την ίδια. Πήγε λοιπόν στο μύλο και στο γυρισμό την περικύκλωσαν τα σκαρκατζούλια.
-Πες μας ποιανούς από μας θέλεις και ποιανούς αγαπάς;
Τους ξουρισμένους ή τους αξούριστους;
-Κανέναν σας δεν θέλω και κανέναν δεν αγαπάω. Είσαστε όλοι άσχημοι και σιχαμένοι! Φέρτε μου μίρτζα νόρτζα!
Τα σκαρκατζούλια τότε θύμωσαν, της έσφαξαν το γαϊδούρι και της τύλιξαν τον λαιμό με τα άντερά του. Κι όσο αλεύρι είχε το σακί της το έριξαν πάνω της. Έτσι γύρισε η κακιά γειτονοπούλα σπίτι της κι έτσι απότομα τελειώνει και το παραμύθι μας!
Ακριβής καταγραφή ντοπιολαλιάς.
Η ΜΑΡΟΥ
Πριν πουλλά χρόνια σένα χωριουδάκ’ έζγι μια μάννα μι τ’κόρητς. Όμουρφ’ κι καλή κουπέλα. Η κατακαλή τ’ χουριού. Τσ’γιουρτάδις είχαν ξιμίν’ π αλεύρι.
-Αι Μάρου σίρι στου μύλου ν’άλέισς. Νουρίς ιν’κομα, θα προυλάβς προυτού νυχτώσ΄.
Φόρτουσ’ του γαϊδούρ’ η Μάρου δυο σακιά μσογιμάτα και κίνσι κατά του μύλου. Νουρίς έφτασ’ αλλά η αράδα ήταν μιγάλ’. Ως νάρθ’ η σειράτς είχι βραδιάσ’.
-Κάτσι Μάρω φέις του προυί, να σ’ στρώσου δα, τσούπι η μυλουνού.
Η Μάρου σκέφτιταν τ’ μάνατς. Τι θα σκέφτιταν ούτ’ έπαθ’.
Φουρτών’ του γαϊδούρ κι κίνσε κατά του σπίτ’.
Κ’δά σαπέρα, πιτάγντι τα σκαρκατζούλια. Ήταν πουλλά κι χοροπήδ’γαν γύρου γύρου απ’ του γαϊδούρ’. Η Μάρου τρόμαξ’ αλλά άρχσ’ να σκέφτιτ.
Τα σκαρκατζούλια λύσαξαν γύρου γύρου.
-Πες μας, Μάρου πες μας, ποιανούς από μας αγαπάς, τσ ξουριζμένς ή τσ αξούργους. Ποιοί ινε οι πιο όμορφ’ που μας οι ξουρζμέν ή οι αξούργ’;
Ουλ’νούς σας αγαπάου κι ουλ’νούς σας θέλου, είστι ουλ καλοί κι όμορφ’.
Φχαριστήθκαν τα ξοποδώ.
-Τι θέλς να σ’δώσουμι.
-Μίρτζα νόρτζα, μίρτζα νόρτζα θέλου να μ’δώσιτι. Μίρτζα νόρτζα λεν τα σκαρκατζούλια τα φλουριά.
Ίδις έξυπν’ η Μάρου;
-Μίρτζα νόρτζα, Μίρτζα νόρτζα, Μίρτζα νόρτζα, έλιγαν τα σκαρκατζούλια για μη ξεχάσνε. Άκσε να δεις! Ινώ ίνε μουρλά κι βλαμμένα κι ξεχνάνι εύκουλα, γιαυτό λεν του ίδιο πράμα πολλές φορές κι όταν ιν να βρουν κατ’ του βρίσκνε. Πως γίνιτ’ αυτό κανένας δεν μπουρεί να του καταλάβ’. Η Μάρου προυχώραε με το γαϊδράκ’ μπας κι γλιτώσ αλλά αυτοί τα’ πρόκαμαν όξω που το χουριό. Τς γέμσαν του ένα μισουγιμάτου τσβάλ μι φλουριά.
Τα σκαλικάτζούρια άρχσαν πάλι.
-Πες μας Μάρου, πες μας τι άλλου θέλς;
Η Μάρου σκέφτκι τι να ζητήσ’ π΄ να μη μπουρούν να του βρούνι για να προυφτάς να πάει στου χουριό.
-Θέλου μια βελόνα με δυο κώλς.
-Μια βιλόνα με δυο κώλς, μια βιλόνα με δυο κώλς, άρχισαν πάλι τα σκαρκατζούλια για μη του ξεχάσνι. Που να τ’ βρούνι, σάμπουτς υπάρχνι;
Όσου έψαχναν η Μάρου έβαλ΄ πάνουτς ένα σιντόν΄ για να μη φαίνιτ’. Τα σκαρκατζούλια μιτά απού πουλύ ώρα κατάλαβαν ότι η Μάρω τα κουρόιδευ.
Το φτάσαν του γαϊδούρ λίγου όξου π’ του χουριό.
Απ’ τα μια μιριά του ένα σακί, απ’ τ΄ν άλλ΄ τ’άλλο σακί. Που παν’ του παναγώμαρου. Η Μάρου που ινι;
Τότες λάλσι ου πετνός κι έγιναν άμουρα.
Η Μάρου έφτασ’ σπίτ κι τα ξήγσι ούλα στ’ μάνα τς.
Η μάνα τς για να ξιχουρίς τα φλουριά π’ τ’αλεύρ’ πήγι στ γειτόνσα κι ζήτσι του κόσκνου. Η γειτόνσα ήταν κι κακιά και πουνηρή. Σκέφτκε ότ’ για να ζτάει τέτοια ώρα του κόσκνο η γειτόνσα κάτ’ τρέχ’. Άλειψ’ του κόσκνου μι μέλ’ κι μόλις του πήρε πίσου βρίκι ένα φλουρί κουλμένο πάν’.
Πίγι στ γτόνσα, τν έπριξ’ κι αυτή αναγκάστκι να τα’ τα πει ούλα. Τν άλλ’ μέρα η γτόνσα έστλι τν κόρητς στου μύλου ν’ αλέσ’ για να πάρ’κι αυτή φλουριά.
Η κόρτς ήταν πιο κακιά κι απ’ την ίδια. Πίγι, άλισ’ κι γύρναι σπίτ’. Νας πάλι τα σκαρκατζούλια να χοροπδάν γύρου γύρου.
-Ποιοι από μας σαρέσνε; Οι ξουρζμένοι ή οι αξούργ’ τ’ ρώτσαν τα σκαρκατζούλια.
-Ποιανούς από μας αγαπάς;
-Κανένα σας δεν αγαπάου κι είστι ούλ’άσχημ’ κι σχαμένοι! Φέρτεμ μίρτζα νόρτζα!
Ρε ντιπ μυαλό στου κεφάλι’ τ’ δεν είχι αυτό του κουρίτσι.
Τότες τα σκαρκατζούλια τσούσφαξαν του γαϊδούρ’ κι τα πέρασαν τα άντιρα τ’ γαϊδάρ’ στου λιμό. Τσούρξαν κι τ΄άλεύρ’ που πάν και έτσ’ τν έστλαν στ’ μάνατς.
Τα σκαρκατζούλια και η μαμή Σοφίτσα
Ήταν μια καλικαντζαρού έτοιμη να γεννήσει στο μύλο της Μαυροπλιάς (εκεί που είναι σήμερα η καφετέρια Μύλος στην Πάνω Στενή). Πήγανε τα σκαρκατζούλια στη μαμή Σοφίτσα (Σοφία Παπαναστασίου-Νικολάου 1866-1962, πρακτική μαία). Αυτή βγήκε έξω με ένα δαδί γιατί φοβόταν. Τα σκαρκατζούλια φοβούνται τη φωτιά. Μπροστά η μαμή με το δαυλί και πίσω τα σκαρκατζούλια που δεν ζύγωναν και πολύ έφτασαν στο μύλο. Η μαμή τους έβγαλε έξω για να την ξεγεννήσει. Τα σκαρκατζούλια φώναζαν απ’ έξω. «Άμα κάνει αγόρι λίρες και φλουριά, άμα κάνει κορίτσι άντερα και κοιλιές». Η καλικαντζαρού γέννησε κορίτσι. Η μαμή φοβήθηκε και έβαλε ένα κέρινο τσουτσούνι. Τύλιξε καλά το μωρό για να μην φαίνεται. Άνοιξε την πόρτα, τους είπε ότι είναι αγόρι και να μην ανοίξουν τις φασκιές. Πήρε τα φλουριά και έφυγε. Από τη χαρά τους τα σκαρκατζούλια δεν κρατήθηκαν και άνοιξαν τις πάνες. Το κερί είχε παγώσει και ξεκόλλησε. Τα σκαρκατζούλια πήγαν τότε έξω από το σπίτι της μαμής και φώναζαν. «Ψεύτικα τα ψωλιά, κάρβουνο τα φλουριά». Η μαμή πήρε ένα δαυλί βγήκε έξω και τα σκαρκατζούλια εξαφανίστηκαν.
Ακριβής καταγραφή ντοπιολαλιάς
Τα σκαρκαντζούλια κι η μαμή Σουφίτσα
Ήταν μια καλικαντζαρού γκαστρουμένη κι ήταν έτοιμ’ να γιννήσ’ στου μύλου τσ Μαυρουπλιάς. Πήγαν’ τα σκαρκατζούλια στ’ μαμή Σουφίτσα λέει, αυτή βγήκε όξου με το δαυλί γιατί φουβόταν. Αν βγαίν’ς μι δαυλί τα σκαρκαντζούλια φοβούντι. Μπρουστά η μαμίτσα με το δαυλί με πίσω τσ’ καλικατζάρους, δε ζυγώναν πουλύ αυτοί, φτάσαν’ στο μύλου. Η μαμίτσα τσ’ έβγαλ’ όξου κι μπήκι να ξιγηννήσ’. Τα σκαρκατζούλια φώναζαν απ’ όξου «Άμα κάν’ αγόρι, λίρις και φλουριά, άμα κάν’ κουρίτσι, άντιρα κι κλιές». Η καλικαντζαρού γέννσι κουρίτσι. Η μαμίτσα φουβήθκε κι έβαλ’ ένα τσουτσούν’ που’κιρί. Τύλξε καλά του μουρό να μη φαίνετ’. Άνξι στα σκαρκαντζούλια, τσ’ λέει «αγόρ’ είνι» και τσ’ λέει να μην ανοίξνε τα φασκιά ως να πάει σπίτ’. Πήρι τα φλουριά κι έφγε. Τα σκαρκατζούλια δεν κρατήθκαν απ’ τ’ χαρά τσ’ κι αν’ξαν τσ΄ πάνες. Έλα π’ το κηρί είχι παγώσ’! Ξικόλσε, του κηρί, πάει. Τα σκαρκατζούλια λύσσαξαν τώρα. Κάν’νε στου σπίτ’ τσ΄ μαμίτσας κι έσκουζαν: «Μαμίκο, μαμίκο, κιρένια τα ψουλιά, κάρβνο τα φλουριά.» Η μαμίτσα βγαίνει όξου μ’ ένα δαυλί και χάθκαν τα σκαρκαντζούλια
ΟΥ ΕΞΥΠΝΟΥΣ ΜΥΛΟΥΝΑΣ
Ήταν ένας μυλουνάς π΄ δε φουβόταν τα σκαρκατζούλια. Άκγε αλλά δε πίστιυι. Αυτός δεν είχι δει ποτέ τ΄. Μια χρουνιά είπι να ψήσ’ του γρούν και νάρθνε τν άλλ’ μέρα του σόι κι οι φίλοι τ’ να φάνι. Ήταν Χριστούγιννα. Άναψι φουτιά, έβαλ’ του γρούν στ’ σούβλα κι άρχισ’ να του γυρνάει. Ως τν άλλ’ μέρα θα ΄χε ψθεί. Όπως γύρναε τ’ σούβλα γυρνάει του κιφάλι’ τ΄ κι τι να δει; Ένα σκαρκατζούλ’ είχι πιράσ΄ ένα βατράχ’ σε ένα καλάμ’ και κάθιταν δίπλα τ’.
-Να ψήσου κι εγώ το βατραχάκι μ’. Χουρίς να τουν ρουτίσ’ έβαλ’ του βατράχ’ στου λίπους τ’ γρουνιού κι άρχσ’ να του ψήν’. Λιγουρέυιταν όμους του γρούν τ’ μυλουνά. Του κριάς τ΄γρουνιού αρέσ΄ στα σκαρκατζούλια. Τού ΄πιφταν τα σάλια. Ου μυλουνάς τουν τήραϊ και σκέφτιταν τι να κάν’. Του σκαρκατζούλ’ ήθιλ΄ κι κβέντα.
-Πως σι λένε; ρώτσι του μυλουνά; Ου μυλουνάς ήταν έξυπνους.
-Ου ιαυτός μου μι λένι.
-Ουραίου όνουμα ειπι του σκαρκατζούλ. Ου μυλουνάς όσου τουν τήραϊ να μαγαρίζ’ του γρούν τόσου θύμουν’. Βτάει απ’ τα νεύρατ ’τ’ σούβλα και τ΄ τρυπάει του πουδάρι. Ως να καταλάβ’ του έξουπουδω τι έγιν΄, φόρτουσ΄ του μλάρ΄ δυο σακιά αλεύρ’ ανέβκι κι αυτός έβαλ’ ένα σιντόν’ πάνου τ’ κι λάκσε κατά του χουριό ου μυλουνάς.
Ο σκαλκάτζαρος έβαλ΄ τς φουνές.
-Τριχάτι αδέρφια, τριχάτι μι μσέρεψαν.
–Ποιος στου έκαν’ άυτό;
-Ου ιαυτός μ’.
Γέλαγαν κι κουρόιδιυαν τ΄ άλλα σκαρκατζούλια.
Ώς να καταλάβνι τι είχι γίν’ πέρασ’ η ώρα. Έτριξαν κι πρόλαβαν’ του μυλουνά έξου π’ του χουριό.
-Διξά σακί, ζιρβά σακί, πανουγώμαρ’ του σιντόν’, ου μυλουνάς που ίνι; Χουρουπήδαγαν γύρου γύρου τα σκαρκατζούλια ώς να σκώσνι του σιντόν’. Του μ’λάρ είχι μπει στου χουριό. Άρχσι τα ρεκατά ου μυλουνάς. -Βγικάτι όξου χουριανοί μι κνηγάν τα σκαρκατζούλια. Βγήκαν ούλ’ οι χουριανοί μι δαυλιά, λάλσι κι ου πιτνός και τα σκαρκατζούλια έγναν άμουρα. Που να ξανακαθήσ’ νύχτα στου μύλου!
Ο έξυπνος μυλωνάς
Ήταν ένας μυλωνάς που δεν φοβόταν τα σκαρκατζούλια. Άκουγε πολλά, αλλά δεν πίστευε τίποτα από αυτά. Αυτός δεν είχε δει ποτέ του. Μια χρονιά είπε να ψήσει το γουρούνι και να έρθουνε την άλλη μέρα το σόι και οι φίλοι του να φάνε. Ήταν Χριστούγεννα. Άναψε φωτιά, έβαλε το γουρούνι στη σούβλα και άρχισε να το γυρνάει. Έως την άλλη ημέρα θα είχε ψηθεί. Εκεί που έφερνε γυροβολιά το χοιρινό στη σούβλα, γυρνάει το κεφάλι του και τι να δει; Ένας καλικάντζαρος που κρατούσε στο χέρι του ένα βάτραχο καρφωμένο σε μια βέργα και καθόταν δίπλα του.
-Δεν σε πειράζει να ψήσω κι εγώ το βάτραχό μου; Και χωρίς να περιμένει απάντηση έβαλε τον βάτραχο στο λίπος του γουρουνιού και άρχισε να τον ψήνει. Λιγουρευόταν όμως και το γουρούνι του μυλωνά. Στα σκαρκατζούλια αρέσει το κρέας του γουρουνιού. Του έπεφταν τα σάλια.
Ο μυλωνάς κοιτούσε αποσβολωμένος τον καλικάντζαρο να λιπαίνει το βάτραχο με το κρέας του χοιρινού του που ψηνόταν και να το μαγαρίζει. Σκεφτόταν πώς να αντιδράσει, ενώ ο καλικάντζαρος γλυκοκοίταζε το χοιρινό, μιας και ήταν πιο νόστιμο από το βάτραχό του και είχε όρεξη για κουβέντα.
-Πώς σε λένε;
Ο μυλωνάς ήταν έξυπνος
-Με λένε ο εαυτός μου!
-Ωραίο όνομα, λέει ο καλικάντζαρος.
Ο μυλωνάς όσο τον έβλεπε να μαγαρίζει το γουρούνι τόσο θύμωνε. Βουτάει από τα νεύρα του την σούβλα και του τρυπάει το ποδάρι. Ώσπου να καταλάβει το έξω από δω τι έγινε, φόρτωσε στο μουλάρι δυο σακιά αλεύρι, καβάλησε το μουλάρι έριξε κι ένα σεντόνι πάνω του και έφυγε για το χωριό.
Ο καλικάτζαρος μόλις συνήρθε έβαλε τις φωνές: «Αδέλφια τρέχτε να με σώσετε»!
Έτρεξαν οι καλικάτζαροι…
-Τι έγινε ποιος σε πείραξε;
-Ο εαυτός μου!
Βάλανε τα γέλια οι υπόλοιποι και ώσπου να καταλάβουν τι είχε γίνει είχε περάσει ή ώρα. Κυνήγησαν το μυλωνά και τον πρόλαβαν κοντά στο χωριό.
-Από δεξιά σακί, από αριστερά σακί και πανωγόμαρα σεντόνι, ο μυλωνάς πού είναι;
Χοροπηδούσαν γύρω γύρω οι καλικάντζαροι ώσπου σήκωσαν το σεντόνι.
Το μουλάρι εν τω μεταξύ είχε μπει στο χωριό. Βάζει τις φωνές ο μυλωνάς: «Βγαικάτε έξω χωριανοί! Με κυνηγάνε τα σκαρκατζούλια»!
Τότε βγήκαν έξω από τα σπίτια όλοι οι χωριανοί με δαυλιά λάλησε κι ο πετεινός και οι καλικάντζαροι εξαφανίστηκαν. Που να ξαναμείνει ο μυλωνάς νύχτα στο μύλο!
Γιάννης Μητάκης