Μαμές
Η μαμή ήταν πρόσωπο σεβαστό κι έχαιρε γενικής εκτίμησης στο χωριό σε αναγνώριση της προσφοράς της. Αιώνες ολόκληρους προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, με την εμπειρική και πολύτιμη γνώση τους. Οι γυναίκες που γεννούσαν σπίτι τους με μαμή ήταν τυχερές, αν ληφθεί υπ' όψιν ότι πολλές ήταν εκείνες που γεννούσαν μόνες τους στα χωράφια και φρόντιζαν μόνες τους το νεογέννητο. Πέντε ήταν τα βασικά στάδια που τελούσε η μαμή: ξεγεννούσε τη γυναίκα, αφαλόκοβε το νεογέννητο, το αλάτιζε, το σπαργάνιαζε και φρόντιζε τη λεχώνα.
Όταν λοιπόν ερχόταν η ώρα της γέννας, φώναζαν τη μαμή. Αν η μαμή διαπίστωνε ότι πράγματι «ήρθε η ώρα», άναβε φωτιά στη μέση του δωματίου σε μαγκάλι και έριχνε λιβάνι. Έφερνε γύρω γύρω από τη φωτιά την έγκυο ενώ κάθε τόσο της σήκωνε τη φούστα για να ζεσταθεί. Κατόπιν έβαζε τη γυναίκα να γονατίσει με τα πόδια ανοιχτά. Μόλις γεννιόταν το παιδί, του έκοβε τον ομφάλιο λώρο. Έπαιρνε το ύστερο (πλακούντας), τον οποίο και έθαβε. Μαρία Γ. Παπακωνσταντίνου
Έπαιρνε τα ρούχα, πήγαινε στο ποτάμι και τα έπλενε. Το νερό που είχε πλύνει το μωρό το έχυνε σε απόμερο σημείο. Κατόπιν αλάτιζε το μωρό παντού, εκτός από τα μάτια - σχεδόν το πάστωνε - το τύλιγε με τα σπάργανα και τις φασκιές. Πατούσε το κεφάλι του μωρού και το έδενε σφιχτά, για να μη γίνει μακρόστενο.
Για κάποια παιδιά που είχαν μακρουλό κεφάλι έλεγαν την εξής ιστορία: «Ντύθηκε ο Χριστός ζητιάνος και ζήτησε ψωμί. Ο πατέρας του παιδιού του είπε ψέματα ότι δεν έχει. Προσπαθώντας να το κρύψει αντί να καθίσει πάνω στο καρβέλι έκατσε πάνω στο κεφάλι του μωρού».
Η μαμή έτριβε την κοιλιά της λεχώνας με λάδι και την τύλιγε με πανί.
Πρώτο φαγητό της λεχώνας ήταν το λιχοζούμι ή κρεμμυδοζούμι, το οποίο μαγείρευαν με κρεμμύδι, λάδι και νερό. Το έτρωγε ζεστό για να ζεσταθεί και να καθαρίσει ο οργανισμός από τα υπολείμματα της γέννας. Το κρεμμύδι ήταν απαραίτητο, όπως πίστευαν, για να κατεβάσει μπόλικο γάλα. Ζέσταιναν επίσης και κρασί για να δώσουν στη λεχώνα να πιει. Την τρίτη ημέρα είχανε τα «πλυσίματα» ή «κολυμπούδια». Έπλενε η μαμή το μωρό στη σκάφη και γινόταν το ασήμωμα. Όσα χρήματα έπεφταν στη λεκάνη ήταν η αμοιβή της μαμής. Αυτή την ημέρα έφτιαχναν λουκουμάδες. Έως τις σαράντα ημέρες συνέχιζαν να αλατίζουν πριν φασκιώσουν τα μωρά αλλά αυτή τη φορά με ψιλό αλάτι. Σε πολλά χωριά παρέλειπαν αυτή τη διαδικασία, ενώ σε κάποια άλλα συνήθιζαν να «καθαρίζουν» τα αίματα. Ξυράφιζαν την πλάτη του μωρού (!). Αυτό το έκαναν γιατί πίστευαν ότι με το καθάρισμα του αίματος που έφευγε δεν έβγαιναν «καλόγεροι» και άλλες παθήσεις.
Κρεβάτι του μωρού ήταν ένα κουβέλι (παλιά κυψέλη) κομμένο στη μέση.
Στη Στενή παλιές μαμές ήταν η Γιαννούλα Καμαριώτη, η Κυριακή Πατερίτσα και η Αγγελού χήρα Δημητρίου Γαλάνη (γριά -κοντή), η οποία εκτός από μαμή ήταν και γιάτρισσα. Μεταγενέστερη ήταν η Σοφίτσα Παπαναστασίου. Το 1930 το χωριό απέκτησε και διπλωματούχο μαμή την Ελένη Τζίνη και το 1940 την επίσης διπλωματούχο Μαρία Παπακωνσταντίνου.
Γιάννης Μητάκης
Φωτογραφία.
Η Μαμή Μαρία Γ. Παπακωνσταντίνου