Ε. Παλιές λέξεις
Έγκωσα:. Τη λέξη αυτή τη χρησιμοποιούμε, όταν μετά από ένα γρήγορο και ακατάστατο γεύμα, με μεγάλες μπουκιές, αισθανόμαστε μια «στενοχώρια» στο στήθος και πρέπει να πιούμε νερό, για να «κατεβεί» το φαγητό. Επίσης τη λέμε και όταν έχουμε παραχορτάσει και ενώ μας παροτρύνουν να φάμε κι άλλο εμείς απαντάμε. Δε μπορώ να φάω άλλο, έγκωσα.
Εκκλησάρισσα:. Η νεωκόρα και εκκλησάρης ο νεωκόρος.
Έμπλαξα:. Σε έμπλαξα ή τον έμπλαξα, λέμε όταν αναζητούμε και βρίσκουμε κάποιον ή όταν με κυκλωτική κίνηση τον έχουμε παγιδεύσει ή όταν συναντάμε κάποιον σε στιγμές που δεν μας περιμένει. (Τον έμπλαξα την ώρα που έβγαινε από το σπίτι).
Έργος:. Η γεωργική εργασία που γινόταν τμηματικά. Στο θερισμό. Χώριζαν το αθέριστο χωράφι σε τμήματα και αφού τελείωναν με το ένα άρχιζαν να θερίζουν το άλλο. Το κάθε τμήμα ήταν και ένας «έργος». Στα αμπέλια. Έσκαβαν μία σειρά σκώλια (κλήματα) και όταν τελείωναν μία σειρά, ξεκίναγαν την άλλη. Η κάθε σειρά ήταν και ένας «έργος». Αυτό γινόταν και για άλλες αγροτικές εργασίες.
Γιάννης Γιαννούκος