Σεβρήκας
Το πιο πεισματάρικο σούρουπο σ’ αυτά τα μέρη ήταν το σούρουπο της Κλεισούρας. Μέσα στη χαράδρα, σαράντα καλύβια όλα κι όλα κι ο ήλιος ίσα που τα καταδεχόταν. Τρεις τέσσερις ώρες της ημέρας μόνο κατάφερναν να μπουν ακτίνες να ζεστάνουν τον τόπο. Κατατρεγμένο το φως, όπως κι οι κάτοικοι, κυνηγημένοι όλοι τους πάππου προς πάππου, κληρονομιά αιώνων η φυγή. Για την οικογένεια του Καπετάνιου έλεγαν ότι ήταν εκεί απ’ την εποχή που αφέντες στον Έγριππο ήσαν ακόμα οι Ενετοί. Από πολύ παλιά έβρισκαν καταφύγιο κάτω από τη Δέλφη, οι διωγμένοι και οι κυνηγημένοι. Πίστευαν στο βουνό. Τους τάιζε, τους πότιζε και τους προστάτευε. Ακόμη κι ο ίσκιος ήταν καλοδεχούμενος εκεί. Γιατί κάθε καλός Κλεισουρίτης το ’ξερε πως ήταν η σκιά της αρχαίας «αγίας». Κι αν και σπουδές δεν ξέρανε να μάθουν τ’ όνομά της, την ξέρανε ότι ήταν εκεί, με τις φτερούγες ανοιχτές σα μάνα να τους φυλάει απ’ το κακό.
Οι Κλεισουρίτες δεν έλεγαν τον εαυτό τους Κλαρίτες όπως τους έλεγαν όσοι έμεναν στα γύρω χωριά, ούτε είχαν ιδιαίτερες ονομασίες για τη χούφτα των καλυβιών τους που ήταν σπαρμένα δώθε κείθε. Τον τόπο τους τον έλεγαν «το χωριό», τα καλύβια τους τα ήξεραν σαν «το καταφύγιο». Μέσα στο πυκνό δάσος, δίπλα σε πηγές και με αρκετές προμήθειες μπορούσαν να μείνουν εκεί κρυμμένοι για πολύ καιρό, ακόμα και μέσα στη βαρυχειμωνιά. Ήταν τραχύ το δάσος όπως κι οι Κλαρίτες - σκληροτράχηλοι και ψηλοί, με μακριά γένια. Πρώτοι στα πανηγύρια, λεβέντες στο χορό και επιβλητικοί στο μάτι, εντυπωσίαζαν και μαγνήτιζαν τους κατοίκους των γύρω χωριών. Οι μεγάλοι τους θαύμαζαν κι οι μικροί ήθελαν να τους μοιάσουν. Σε όλους, ακόμα και σ’ αυτούς που τα έργα ήταν λιγότερα απ’ τη φήμη. Όλα χάρη σ’ εκείνη τη ρομαντική αύρα του φυγά και του επαναστάτη, που μύριζε αφοβιά και ανεξαρτησία, σα να ’ρχόταν από άλλον κόσμο. Οι πολιτικές συγκυρίες βοηθούσαν να χτίζεται τέτοιο το κύρος τους, γιατί οι Κλαρίτες είχαν κάνει τη δική τους τάξη, χωρίς κοτζαμπάση. Ήταν γνωστό ότι τα δρώμενα του πασά δεν τους επηρέαζαν ιδιαίτερα. Κι αυτό οφειλόταν τόσο στην παλικαριά των Κλαριτών, όσο και στην αδιαφορία του πασά. Τα τελευταία είκοσι χρόνια οι Τούρκοι τους είχαν αφήσει ήσυχους. Ο φτωχός τόπος τους δεν είχε να προσφέρει τίποτα κι ο πασάς δεν τον ήθελε γιατί απλούστατα δεν είχε πλιάτσικο. Δεν άξιζε να μπούνε στον κόπο για μερικά γιδοπρόβατα και λίγα τσουρομαδημένα περιβόλια. Μια φορά τα ’χε βάλει μαζί τους ο Ταχίρ-πασάς σαν ήτανε μικρός. Τους πολέμησε και του βγήκε απ’ τη μύτη. Ακόμα και μικρός, ο πασάς δεν ήταν άμαθος στα τσαλίμια των γκιαούρηδων. Και σε μάχες είχε ψηθεί και η ζωή του είχε κινδυνέψει πολλές φορές. Στην Κλεισούρα, όμως, μεγάλη κι αν ήταν η ζημιά που έκανε, ήταν η πρώτη φορά που είδε με τα μάτια του τον Αλλάχ. Του εμφανίστηκε ανάμεσα στα πτώματα δικών και οχθρών, πάνω απ’ τη ματωμένη κοιλιά του. «Όρε Ταχίρ,» του είχε πει ο Αλλάχ, «βλέπεις γκιαούρηδες πουθενά δω γύρου;» «Όχι, Εφέντημ’», είχε απαντήσει ο πασάς. «Βλέπεις περβόλια; Βλέπεις κομμάτι πλούσια γη; Βλέπεις παχιά γυναίκα;» Όχι κι όχι, απαντούσε ο πασάς. «Ε, τότε, ορέ Ταχίρ,» του λέει ο Αλλάχ, «σαν τι κάμεις εδώ πάνου μες στα αίματα;». Από εκείνη την πλέον παραγωγική συνομιλία με τον Αλλάχ, ο πασάς άφησε ήσυχους τους Κλαρίτες, κι οι Κλαρίτες άφησαν ήσυχο τον πασά. Έκτοτε σφραγίστηκε μια σιωπηλή συμφωνία ανακωχής. Τελευταία όμως τα πράγματα είχαν αλλάξει. Ο Αλή-μπέης ο γιος του πασά το είχε βάλει πείσμα να πατήσει την Κλεισούρα. Ελεύθερος από δεισιδαιμονίες και άπιστος στα οράματα των βαριά τραυματισμένων, είχε πάρει ελαφρά τη συνάντηση του πατέρα του με τον Αλλάχ. Ως άξιος ηγέτης που ήταν, δεν το χωρούσε το μυαλό του πως υπήρχε σπιθαμή στην περιφέρειά του που δεν υποτασσόταν σ’ εκείνον. Οι Κλαρίτες του ’χαν γίνει αγκάθι στη φτέρνα. «Και τα αγκάθια τα ξεριζώνουν!» φώναζε στον πατέρα του. Ο γέροντας κοιτούσε τον ήλιο που έπαιρνε να γέρνει πίσω απ’ τις πλαγιές. Εκείνη την ώρα στον κάμπο, ο μπάρμπα-Κωνσταντής είχε σταβλίσει τα πράματα. Ο γιος του ο Γιάννος είχε χαθεί από ώρα, κυνηγιόταν με τον Αράπη, το μεγάλο τσοπανόσκυλο και το κυνήγι τούς είχε πάρει μακριά, πέρα απ’ το μάτι του πατέρα του. Ήταν ήσυχος, όσο ήταν ο Αράπης κοντά στο γιο του, γιατί το σκυλί ήταν παλικάρι. Σε καβγάδες με αγνώστους και γνωστούς, ήταν το σκυλί που γλίτωνε τον μικρό. Ορμούσε μπροστά απ’ το παιδί με ράχη κυρτή κι έτριζε τις δοντάρες του μια γύρα - η ψωριάρικη τριχόμπαλα - μην τολμήσει και του πειράξει κανείς το αφεντικό. Κούνησε το κεφάλι ο γέρος, σκεπτόμενος τα κατορθώματα του παιδιού του και του σκυλιού του και κάθισε να λιγδώσει το άντερό του. Ψωμί, ελιές, κρεμμύδι, λίγο τυρί και φρέσκο γάλα είχε βγάλει και το γλεντούσε μοναχός ματιάζοντας γύρω την περιοχή. Δεν ήξερε πώς ή από ποιον είχε χτιστεί ο Παλιόπυργος, όμως τον εμπιστευόταν για νυχτερινό του καταφύγιο. Όλα τα εμπιστευόταν εκεί γύρω. Τα χώματα, τη μυρωδιά, ακόμα κι εκείνα τα άγνωστα τα «πράγματα σαν κούτσικα λιβανιστήρια» που έβρισκε όταν έσκαβε. Κάθε δέκα μέτρα και πραγματάκι. Σαν τι ήταν τούτα δεν ήξερε, μα έλεγε με το νου του ότι ήταν τόσο παλιά όσο κι εκείνη η αγία, η προστάτισσά τους. Κοιτούσε γύρω γύρω ο γέρος μασουλώντας και σκεφτόταν πως οι Δακριές είναι μέρος μαγεμένο! Τίποτα άλλο δεν είχε, παρά εκείνο το μυστήριο να κρέμεται πάνω της. Πράμα δεν ήξεραν για τον τόπο, μα υπήρχαν χνάρια και σημάδια, πιο αρχαία απ’ τον παππού του, κι απ’ τον παππού του παππού του, κι απ’ τον παπού του παππού του παππού του. Καθόταν έτσι κι έβγαζε ιστορίες μοναχός του, χαμογελούσε και τα ψίχουλα στο μουστάκι του χοροπηδούσαν. Κλωθογύριζε εκδοχές στο μυαλό του, πολλές μαζί κι όχι πολύ σαφείς. Γιατί οι πιο ωραίες ιστορίες είναι οι ανείπωτες. Ώσπου στο βάθος μακριά άκουσε το γαύγισμα του Αράπη. Αλλιώτικο όμως, θυμωμένο. Σηκώθηκε ο γέρος ν’ αγναντέψει. Από συνήθειο παρά ανάγκη-μιας κι ο ήλιος είχε πέσει από ώρα-σκίασε τα μάτια με την παλάμη του. Είδε μες στις σκιές κάποιον να έρχεται τρεχάλα κι απ’ την ταχύτητα κατάλαβε πως ήταν ο Γιάννος. Ο Γιάννος στα 15 του ήταν ο πιο γρήγορος στην περιοχή, τόσο γρήγορος που ούτε οι Κλαρίτες δεν τον έπιαναν στο τροχάδι. Τέτοιο τρέξιμο όμως, ο μπάρμπα-Κωνσταντής δεν είχε ματαδεί, γιατί δεν έτρεχαν μοναχά τα ποδάρια, μα και τα χέρια και το κεφάλι κι όλο το κορμί του μαζί, σα να πετούσε. Όταν έβλεπαν άνθρωπο να τρέχει έτσι, το μυαλό σ’ ένα μόνο κακό πήγαινε, ότι θα έχουν προβλήματα με τους Τούρκους. Όμως ο γέρος ήταν ήπιος και φιλήσυχος άνθρωπος. Δεν είχε να φοβηθεί, μιας και το φόρο του πλήρωνε στον μπέη των τεσσάρων Πύργων και τα είχε και καλά μαζί του, όπως όλοι άλλωστε. Όμως το τρέξιμο του Γιάννου, έκανε τις τρίχες στο σβέρκο να ορθωθούν. Ώσπου το παιδί ζύγωσε κι οι φόβοι επαληθεύτηκαν. «Τούρκοι!» ανάσανε με την ψυχή στο στόμα όσο δυνατά μπορούσε. «Τούρκοι!» κι αγωνίστηκε να πιάσει την ανάσα του. «Τούρκοι; Που ’ναι, μωρέ;» φώναξε ο πατέρας του. «Πάνε πάνω, κατά την Κλεισούρα!» «Είναι πολλοί;» «Στρατός! Κι οπλισμένοι! Στο καραούλι δεν είναι κανένας!» Χρόνια είχαν οι Κλαρίτες να ενοχληθούν απ’ τους Τούρκους κι είχαν εφησυχάσει. Το τουρκικό ασκέρι είχε προφανώς μελετημένες εντολές, σα να ήξερε πότε και πώς να δράσει. Γιατί την ώρα που φάνηκε, όλοι οι Κλαρίτες είχαν μαζευτεί στο χωριό. Οι ζευγολάτες τα είχαν από ώρα μαζέψει και είχαν φύγει. Κανένας δε θα έβλεπε την απειλή. «Τρέχα Γιάννο!» βρόντηξε ο μπαρμπα-Κωνσταντής. «Τρέχα να ειδοποιήσεις τον καπετάνιο!» Μα ο Γιάννος είχε ήδη γίνει καπνός κι έτρεχε κατά την Κλεισούρα, να ειδοποιήσει φίλους και συγγενείς. Ο μπάρμπα-Κωνσταντής έκανε κατά το μεγάλο μονοπάτι κι εκεί ξαπλώθηκε και παρακολουθούσε τους Τούρκους. Ξεπέζεψαν αυτοί και άφησαν τα άλογά τους. Μια ομάδα δέκα νοματαίων ξεχώρισε κι έκανε τρέχοντας προς τα πάνω. Οι υπόλοιποι ξεκίνησαν με το πάσο τους. Τους έβλεπε να προχωρούν αθόρυβα, κάνοντας νοήματα. Σαν τι σχέδια είχαν δεν καταλάβαινε. Αυτός ήλπιζε μοναχά, πως ο Γιάννος θα προλάβαινε να ειδοποιήσει. Φοβόταν για τους Κλαρίτες, φοβόταν και για τον γιο του. Μόλις ειδοποιούσε θα καταλάβαινε να φύγει από πάνω ή θα έμενε εκεί από παιδικό πείσμα για να πολεμήσει; «Ο Θεός ας μας βοηθήσει,» μονολόγησε κι έκανε κατά τους μύλους. Σε μισή ώρα θα ήταν εκεί. Θα ειδοποιούσε και τους μυλωνάδες και θα φρόντιζε να στείλει μήνυμα και στον καλόγερο του Αϊ-Δημήτρη. Γιατί κι αν γλίτωναν την Κλεισούρα, ποιος ήξερε τι θα διαγούμευαν οι Τούρκοι στον γυρισμό; Ο Γιάννος έτρεχε. Έτρεχε να προλάβει το κακό. Μπήκε αλαφιασμένος στο χωριό. «Τούρκοι! Τούρκοι!» Όλος ο κόσμος βγήκε ξαφνιασμένος με τα φαγιά στο χέρι και τα μουστάκια λαδωμένα, μιας και ήταν η ώρα του φαγητού. Γύρεψαν να μάθουν τι γίνεται. Ο καπετάν Θανασούλας ανέλαβε το γενικό πρόσταγμα. Γύρισε προς τον Γιάννο, τον είδε αποκαμωμένο και δεν του έδωσε δουλειά. «Μόλις πιάσεις ανάσα, ακολούθα στο καραούλι. Γιώργη και Μήτσο στον κάμπο, αλλά μη σας πάρουνε χαμπάρι. Μόλις τους δείτε να έρχονται γυρίστε πίσω τρέχοντας. Θανάση, στο καραούλι μέχρι να έρθουν οι άλλοι!» Στο πρόσταγμα, οι Κλεισουρίτες ανασυγκροτήθηκαν κι άρχισαν τις προετοιμασίες. Οι άνδρες πήραν τα όπλα τους και μπόλικες προμήθειες αφού δεν ήξεραν πόσο θα μείνουν στο καραούλι. Οι γυναίκες ετοίμασαν τα παιδιά, πήραν τα χρειαζούμενα κι έκαναν κατά τα καλύβια. Οι άντρες έφυγαν και γρήγορα χάθηκαν απ’ τα μάτια των γυναικών. Ώσπου να φτάσουν στη μέση της απόστασης για τα καλύβια αυτές, οι άντρες είχαν ήδη ταμπουρωθεί. Οι πιο πολλοί στο καραούλι στο μεγάλο βράχο κι οι υπόλοιποι στην απέναντι πλαγιά. Ο καθένας πήρε τη θέση του κι η Κλεισούρα ασφαλίστηκε. Μπαρούτι είχαν μπόλικο κι οι θέσεις ήταν δίπλα σε πηγές κι εφόδια. 50 άντρες μπορούσαν να κρατήσουν το μέρος για μήνες και τα γυναικόπαιδα ήταν ασφαλισμένα έτσι κι αλλιώς στα καλύβια. Για τα υπόλοιπα, τον λόγο είχε ο Θεός. Ο Καπετάνιος στεκόταν ήρεμος πάνω στον βράχο και περίμενε. Όλοι περίμεναν. Τους είχε πει να κοιμούνται με βάρδιες, αλλά αυτοί που είχαν σειρά να κοιμηθούν έσφιγγαν τα όπλα τους με τα μάτια ορθάνοιχτα και τα δόντια να τρίζουν. Μιλούσαν ψιθυριστά. Έλεγαν πρόστυχα αστεία κι έπειτα πίεζαν τις παλάμες στο στόμα για να πνίξουν τα γέλια, μα τα δόντια δε σταματούσαν να τρίζουν. Γιατί περίμεναν. Περίμεναν να χαράξει. Τότε, ήταν σίγουροι, ότι οι Τούρκοι θα έκαναν το πρώτο γιουρούσι. Ο Γιάννος έμεινε πολλή ώρα στο χωριό, με τα πόδια κομμένα απ’ το τρέξιμο. Βαριανάσαινε και τα μάτια του έκλειναν. Σαν όλα τα θερμόαιμα παλικαράκια, προσπαθούσε ν’ ανακτήσει τις δυνάμεις του γρήγορα για να πάει κι εκείνος στον βράχο μαζί με τους φίλους του. Ο Γιώργης και ο Δημητρός θα ήταν ήδη εκεί τώρα με τους άντρες. Κι εκείνος είχε μείνει μόνος στο χωριό και προσπαθούσε ν’ ανασάνει ακόμα. Βράδιασε. Μπήκε στο σπίτι του μπάρμπα του κι έβαλε κόκκινο κρασί, να στυλωθεί. Κι εκεί, ούτε που το κατάλαβε πώς, τον πήρε ο ύπνος. Έτσι, οι άντρες φύλαγαν καραούλι στον βράχο, ο Γιάννος κοιμόταν στο χωριό, κι οι γυναίκες περίμεναν να χαράξει για να ξεκινήσουν πάλι το ταξίδι τους για τα καλύβια. Το βράδυ είχαν προχωρήσει όσο τις έπαιρνε. Μα όταν καλοέπιασε το σκοτάδι, ήξεραν πως έπρεπε να περιμένουν. Κούρνιασαν κατάχαμα όλες, η μια πάνω στην άλλη για να ζεσταίνονται. Όταν θα ξημέρωνε, θα συμμάζευαν με την ησυχία τους και θα έκαναν αργά κατά τα καλύβια. Εκείνες δε χρειαζόταν να κινούνται γρήγορα. Τα χνάρια τους τα έσβηνε γρήγορα το δάσος κι οι άντρες θα κρατούσαν τους Τούρκους αρκετά. Χωρίς φρέσκα χνάρια κανένας ξένος δεν έβρισκε το δρόμο για τα καλύβια ζωντανός. Τον κατάπινε το δάσος. Ο Γιάννος πετάχτηκε τρεις φορές στον ύπνο του και κάθε φορά πήγαινε και κοιτούσε έξω απ’ το παράθυρο να δει αν ξημέρωσε. Την τρίτη φορά, δεν είδε ξημέρωμα, μα είδε δέκα νοματαίους σκόρπιους κατάχαμα να ψάχνουν για χνάρια. Από τα ρούχα τους κατάλαβε πως είναι Τούρκοι. Έτριψε τα μάτια του, γιατί σκέφτηκε πως ονειρευόταν. Μα όταν άνοιξε ξανά τα βλέφαρα και τους είδε πάλι εκεί, τον έπιασε τρεμούλα. Δεν τολμούσε να βγει, μα ούτε και να μείνει, γιατί είχε ακούσει κι είχε δει, πώς αμπάρωναν τα σπίτια και τα έκαιγαν μαζί με ότι ζωντανό και μη είχε μέσα. Κοίταξε δεξά ζερβά, και το μάτι του έπεσε στο τζάκι. Χώθηκε μέσα και πήρε να σκαρφαλώνει μες στην καμινάδα. Του πήρε ώρα, γιατί γλιστρούσε κι έπεφτε κι άντε πάλι σφήνωνε τα μέλη του στα τοιχώματα για να καταφέρει να βγει, με μεγαλύτερη αγωνία κάθε φορά, στην ιδέα ότι θα τον κάψουν ζωντανό σαν ποντίκι. Με τα πολλά, βγήκε στη στέγη και κόλλησε το κορμί του πάνω στα κεραμίδια. Παρακολουθούσε τους ιχνηλάτες για πολλή ώρα να κοιτούν για πατημασιές, ίχνη, σπασμένα κλαδάκια και προσπαθώντας ν’ αποκρυπτογραφήσουν τον δρόμο των γυναικών. Κάποιος φώναξε κάτι κι ο Γιάννος έκρυψε το κεφάλι στα μπράτσα περιμένοντας να πεθάνει. Μα αφού δεν άκουγε κανέναν να πυροβολεί, τόλμησε και κοίταξε με το ένα μάτι, ανοίγοντας δυο δάχτυλα. Οι Τούρκοι είχαν φύγει. Ο Γιάννος σήκωσε το κεφάλι ψηλότερα και ψηλότερα, μέχρι που σηκώθηκε ολόρθος στις μύτες των ποδιών, για να δει πού είχαν πάει οι Τούρκοι. Το μάτι του έπιασε κάνα δυο στην έξοδο, πάνω στο δρόμο για τα καλύβια. Οι γκριμάτσες του φόβου λείαναν και τα φρύδια του Γιάννου έσμιξαν. Να ειδοποιήσει τους άντρες δεν μπορούσε, ούτε και να τα βάλει μόνος με 10 Τούρκους. Κι έτσι ο Γιάννος έκανε αυτό που ήξερε καλύτερα. Πήδηξε απ’ τα κεραμίδια κι άρχισε να τρέχει. «Θα τους βγω μπροστά! Θα τους βγω μπροστά!» σκεφτόταν και το είπε και δυνατά κάνα δυο φορές. Έφτασε στα βράχια κι άρχισε να σκαρφαλώνει σαν αγριοκάτσικο. Έπεφτε, χτυπούσε, τσακιζόταν, μα έτρεχε και σκαρφάλωνε σα μουρλός, μέχρι που είδε από μακριά την αργοκίνητη φάλαγγα των γυναικών ν’ ανεβαίνει στο βουνό, αθόρυβα. Δε φώναξε, γιατί δεν ήξερε πόσο κοντά είχαν φτάσει οι Τούρκοι απ’ τον άλλο δρόμο, παρά μπήκε ανάμεσά τους και μια με νοήματα μια με ψίθυρους τις έκανε να καταλάβουν ότι έφταναν οι Τούρκοι. Ο πανικός ήταν σιωπηλός, γιατί ήξεραν από ένστικτο ότι η φωνή θα τις έριχνε στα χέρια των κυνηγών τους. Άλλες πήραν να τρέχουν μπροστά, άλλες πίσω. Μα η Μαριώ, η νύφη από τα Βάβουλα τις άρπαζε μία μία και άλλοτε με βλέμμα αυστηρό άλλοτε με χαστούκια τις έβαζε να τρέχουν στο σωστό δρόμο. Πέταξαν τα πράγματα καταγής, άρπαξαν τα παιδιά και με τα πόδια στο κεφάλι έκαναν κατά τα καλύβια. Μόνο μια δεν πρόλαβε ν’ αρπάξει το δικό της το παιδί. Το ’χε ξαπλώσει κάτω από μια βαλανιδιά και μόλις που είχε προλάβει να το αλλάξει και να το φασκιώσει όταν ο όχλος και το στριμωξίδι την παρέσυραν. Αγωνίστηκε να κρατήσει ενάντια στο ρεύμα για να φτάσει το παιδί της. Με τα νύχια και με τα δόντια έσκαβε την κοσμοσυρροή, μέχρι που την είδε η πεθερά της. Γυναίκα χειροδύναμη σαν άντρας, την άρπαξε και την έσυρε. «Το μωρό! Μάνα! Έχασα το μωρό!» ούρλιαξε σαν παλαβή κι έσπασε τη σιωπή. Η άλλη την τραβούσε βάναυσα από το χέρι, τόσο αλαφιασμένη που δεν άκουγε. «Σώπα!» μουρμούρισε. «Το μωρό! Το μωρό!» έκρωζε σαν πέρδικα που της πήραν τα νεογνά. Μα η πεθερά της δεν άκουγε τις κραυγές της νύφης της, άκουγε μόνο σιωπηλά βήματα Τούρκων ξωπίσω της που αν τις έπιαναν θα τις έγδερναν και θα τις σούβλιζαν και θα τις έκοβαν κομματάκια. Έσερνε τη νύφη της σα σακί, μέχρι που τη σφήνωσε ανάμεσα στις κοιλιές και τα στήθια των άλλων γυναικών που έτρεχαν σαν πρόβατα. Η πέτρα της απώλειας χτύπησε στο κεφάλι τη μάνα. Ξέρασε τα άντερά της και έπεσε. Όταν ξύπνησε την είχαν ήδη σύρει ως τα καλύβια. Τα χέρια της ήταν σταυρωμένα στο στήθος σα να κρατούσε το μωρό. Τα έσφιξε κι ως είδε πως το μωρό δεν ήταν μέσα πήγε να σκούξει, μα κάποια της έκλεισε το στόμα. Κατάλαβαν όλες τι είχε γίνει, αλλά δεν την άφησαν να γυρίσει πίσω. Όλες τους ήξεραν τους τρόπους των Τούρκων. Μια να έπιαναν θα την έκαναν να μιλήσει, κι αν μιλούσε ήταν όλες τους χαμένες κι αυτές και τα παιδιά τους και οι άντρες τους. Πάνω απ’ το φιμωμένο κλάμα της κυράς ακουστήκαν οι πρώτες τουφεκιές. Η μάχη ξεκινούσε. Ο Γιάννος από μακριά παρακολουθούσε τους δέκα ξεστρατημένους Τούρκους. Ήταν εκείνος που είχε πάρει τα πράγματα των γυναικών και τα είχε σκορπίσει μες στο δάσος, σε άγνωστα μονοπάτια και αδιέξοδα. Οι Τούρκοι έχασαν το δρόμο, χάθηκαν και μεταξύ τους και γύριζαν σαν τις άδικες κατάρες για ώρα στα μονοπάτια μα άκρη δεν έβρισκαν. Δεν έβρισκαν τα γυναικόπαιδα, ούτε και το δρόμο του γυρισμού κι όλο κι έκαναν κύκλους μέσα στο δάσος. Όσο άναβε το τουφεκίδι, μεγάλωνε κι η αγωνία τους. Προσπαθούσαν να ακολουθήσουν τη φασαρία, μα όσο πιο κοντά ακουγόταν η μάχη, τόσο πιο πολύ χάνονταν. Αν έμεναν μαγκωμένοι μέσα στην Κλεισούρα ήταν χαμένοι και το ήξεραν. Μα δρόμο έπαιρναν, δρόμο άφηναν, δεν κατάφερναν να βγουν από το δάσος. Κανείς δεν ξέρει πόση ώρα βολόδερναν στα ίδια και τα ίδια σημεία μέχρι να χαθούν ολότελα. Όμως γι’ αυτούς δεν ακούστηκε ποτέ ξανά τίποτα. Οι υπόλοιποι Τούρκοι είχαν ήδη αποδεκατιστεί κι υποχώρησαν τρέχοντας προς τον κάμπο, κυνηγημένοι απ’ τα τελευταία πυρά απελπισίας. Βόλια, βράχους, ακόμα και μελίσσια τους έριχναν οι υπερασπιστές της Κλεισούρας. Όσοι πρόλαβαν να φτάσουν στα άλογα, σώθηκαν. Οι υπόλοιποι άφησαν τα τρυπημένα, λειωμένα και μελισσοτσιμπημένα τους κουφάρια στον κάμπο μαζί με τα Κλαρίτικα. Όταν το μακελειό έπαψε, έδωσαν το σήμα. Ο Γιάννος χαμογέλασε κι ανηφόρισε σιγά σιγά κατά τα καλύβια. «Κατεβείτε, έφυγαν. Όλοι έφυγαν. Ώρα να πάμε σπίτια μας», είπε. Ήξεραν ότι οι Τούρκοι θα ξανάρχονταν, και θα ξανάρχονταν δυνατότεροι, μα η μάχη είχε τελειώσει και ο πανικός σηκώθηκε από πάνω τους. Τότε θυμήθηκαν το χαμένο παιδί της γυναίκας που ακόμα έσκουζε πνιχτά ανάμεσα στα χέρια τους. Χωρίς να το συνεννοηθούν, ξεχύθηκαν όλες να βρουν το παιδί. Η μάνα αλαφιασμένη, με το βλέμμα τρελής στα μάτια και με φτερά στα πόδια, έφτασε πρώτη στο μέρος που είχε χάσει το παιδί. Κοιτούσε παντού, ακόμα και στον ουρανό για να βρει το βρέφος. Μπήκε στο κακοτράχαλο μονοπάτι, μα ούτε εκεί το είδε το παιδί της, μόνο πράγματα δικά του δώθε κείθε. Έβρισκε ένα φασκί εδώ, ένα πανί εκεί, κι εκεί μέσα σε όλα στα πράγματα του μωρού κοκκίνισε ένα τούρκικο φέσι. Η κραυγή που έβγαλε η γυναίκα έφτασε ως το καραούλι. «Μου το πήρανε οι Τούρκοι! Μου το πήρανε!» Και τότε, τα ξεφωνητά της ξύπνησαν βρεφικά κλάματα και παράπονα. Η μάνα μουγγάθηκε. Τέντωσε τ’ αφτιά και κοίταξε πέρα δώθε, μέχρι που κατάλαβε ότι ήταν ο θάμνος στα αριστερά της που έκλαιγε. Έχωσε τα χέρια της μέσα, κι έβγαλε απ’ τα σπλάχνα του το καταγραντζουνισμένο και καταταλαιπωρημένο της βρέφος. «Σε βρήκα!» ούρλιασε η δύστυχη. Το άρπαξε και το έσφιξε στην αγκαλιά της τόσο δυνατά που αυτό έκρωξε φωνή διαμαρτυρίας. Έκλαιγε το μωρό με λυγμούς, έκλαιγε και η μάνα φωνάζοντας υστερικά: «Σε βρήκα! Σε βρήκα!» και για ώρες άλλη κουβέντα δεν της πήρε κανείς. Σε βρήκα αντήχησαν τα βουνά, σε βρήκα αντήχησαν τα λαγκάδια κι όλα έμαθαν το όνομα του παιδιού, που έκτοτε το έλεγαν Σεβρήκα.
Γεωργία Καρδιόλακα