Στρίγγλα μάνα
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1902
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Πώς το είχε πάθει, να καταντήσει σχεδόν τρελός, κανείς δεν ήξερε.
Άλλοι έλεγαν ότι του είχε προέλθει από έρωτα, άλλοι έλεγαν ότι, όταν υπηρετούσε ως κληρούχος στο πολεμικό ναυτικό, ο κυβερνήτης του πλοίου, για μικρό πταίσμα του είχε επιβάλει υπέρμετρα σκληρή και βάρβαρη τιμωρία, άλλοι έλεγαν, ότι η ίδια η μάνα του τον είχε τρελάνει, με τις στριγλιές και με τις βλασφήμιες της.
Πήγαινε κάποιες φορές για χταπόδια ή για ψάρια με τις βάρκες.
Αν του έδιναν μερίδιο από το ψάρεμα, το έπαιρνε, αν δεν του έδιναν, δε ζητούσε. Η μητέρα του έτρεχε με τις φωνές στα σπίτια των ψαράδων και ζητούσε διά της βίας το μερίδιο, φώναζε ότι αδικούσαν το παιδί της «ο Θεός κι η γης να τους βρει!»
Η γυναίκα του βαρκάρη με όρκους διαμαρτυρόταν, ότι δεν έβγαλε ο άνδρας της ψάρια, ούτε γαρίδα! Η μητέρα του Ζάχου δεν τα πίστευε αυτά, επειδή πολλές φορές είχε καεί η γούνα της!
Αυτή η ίδια τον πίεζε να πηγαίνει με τις βάρκες, αυτή τον ανάγκαζε να πάει να σκάψει τ' αμπέλι, γιατί δεν είχε να πληρώσει μεροκάματα, αυτή τον υποχρέωνε να κάνει όλες τις δουλειές.
Εκείνος υπέκυπτε στη θέλησή της την υπέρτερη, σαν να ήταν ακόμη παιδί. Και ήταν ως εικοσιπέντε χρονών. Τον περισσότερο καιρό, όταν δεν είχε δουλειά ή όταν δεν του είχε βρει δουλειά η μητέρα του, τον περνούσε καθισμένος επάνω σε μία πεζούλα, αντίκρυ στο παραθυράκι της κουζίνας του νέου δημάρχου.
Ο νέος δήμαρχος ήταν άγαμος και είχε αναλάβει υπό την προστασία του τη δασκάλισσα, ως ξένη και απροστάτευτη νέα, η οποία κατοικούσε αντίκρυ από το σπίτι του από τον επάνω δρόμο, παράλληλο της παραθαλάσσιας αγοράς, προς την οποία έβλεπε από την άλλη πλευρά το σπίτι του δημάρχου.
Εκεί, κάτω από τα παράθυρα της νεαρής δασκάλας και αντίκρυ από τη δημαρχιακή οικία, καθόταν ο Ζάχος μονότονα επί ώρες κι έπαιζε μονότονους ήχους, σχεδόν χωρίς ρυθμό και μελωδία με το μπουζούκι του.
Εκεί, το δειλινό καλοκαιρινής ημέρας, τραγουδούσε το άσμα·
«Κρέμετ' η καπότα στην
αλυγαριά, ντέρτι και μαράζι
κι αναπαραδιά!»
Με το τραγούδι τούτο και αν ζητούσε να ελκύσει την προσοχή των νεαρών γειτονισσών, ακριβή συνείδηση δεν είχε του πράγματος, αλλά μάλλον, «Σαούλ άμα και Δαυίδ» στον εαυτό του, προσπαθούσε με τη μουσική αυτή να διασκεδάσει την ίδια τρέλα του.
Αλλά τότε, καθώς είχε αρχίσει να τονίζει το άχαρο τραγούδι, μόλις περνούσαν λίγα λεπτά και ακουόταν φοβερή οξεία φωνή από το πέρα μπαλκόνι, από την άκρη της σειράς, πέντε ή έξι σπίτια πάρα πέρα, προς το δυτικό μέρος.
– Ε! σκασμός! ...έλα γλήγορα!... Η βάρκα καρτερεί...
Ο Ζάχος καταρχάς δεν έδιδε προσοχή ή μάλλον δεν αντιλαμβανόταν με ευκρίνεια κι εξακολουθούσε να παίζει το μπουζούκι του. Ήταν δειλινό και ήταν γλυκιά δροσίτσα στο μπογάζι εκείνο του δρομίσκου.
Με το τραγούδι του νανούριζε το μεσημεριανό ύπνο της δασκάλας, η οποία είχε κάμει εξετάσεις και απολάμβανε την άνεση των διακοπών και με το τραγούδι του, σαν με παράγγελμα, συνόδευε τα πλυσίματα των πιάτων, τα σφουγγαρίσματα και όλα τα ανεβοκατεβάσματα της Αμέρσας, της θεραπαινίδας του δημάρχου, η οποία ξυπόλυτη, ξεσκούφωτη, ξεκάλτσωτη, έκανε τις δουλειές της και δε φαινόταν να δίνει προσοχή στο τραγούδι και στον τραγουδιστή.
Καταδεχόταν μόνο να γελά κάποιες φορές, όταν άλλες γειτόνισσες πείραζαν με τα λόγια το Ζάχο. Αυτή δεν του είχε αποτείνει ποτέ το λόγο.
– Αχ! Ζάχο μου, Ζάχο! έλεγε η Ακρίβω η Ανυφαντίνα.
«Όποιος θέλει ν' αγαπήσει, θέλει να χασομερήσει! ...».
Κι εσένα, που σ' αφήνει να χασομερήσεις η προκομμένη η μάνα σου!
Δεύτερη φωνή ερχόταν από το πέρα μπαλκόνι. Η Ζωγάρα, η μητέρα του Ζάχου, εξακολουθούσε να φωνάζει:
– Βρε συ, τίνος το λέω;... Θα τσακιστείς από κει γλήγορα ή θά 'ρθω να σου κάμω τα μούτρα σου... μαύρα σαν το μπουζούκι!...
Ο Ζάχος σε απάντηση, γελούσε το γέλωτά του, το σκαιό και θλιβερό.
Η φωνή της μητέρας του δεν επενεργούσε σ΄ αυτόν από μακριά, αλλά η παρουσία της πλησίον του, ήταν εξαιρετικά επιβάλλουσα.
Ήταν Αύγουστος μήνας, καιρός που λαβαίνουν τα μέτρα τους οι άνθρωποι, όσοι μιμούνται τον μύρμηγκα, όχι τον τζίτζικα και θέλουν να ξεχειμωνιάσουν. Η Ζωγάρα είχε διαθέσει ήδη το γιο της, τον είχε νοικιάσει, τον είχε βάλει σε αγώγι.
Μεγάλες βάρκες θα έπλεαν για να κόψουν και να μεταφέρουν καυσόξυλα στις έρημες ακρογιαλιές, μακριά από το λιμάνι, κάτω από τους πευκώνες και τους δρυμούς του νησιού.
Σε μία απ' αυτές τις βάρκες η Ζωγάρα είχε στρατολογήσει το Ζάχο.
Της χρειάζονταν καυσόξυλα για το χειμώνα.
Σαν είδε η Ζωγάρα, ότι ο γιος της δεν είχε ανταποκριθεί στις δύο προσκλήσεις της, πήρε μία μακριά στραβολέκα ή μαγκούρα την οποία είχε για στήριγμα στις εκδρομές της ανά τους αγρούς – η οποία της χρησίμευε επίσης και για να φθάνει τα σύκα στα ξεκλώναρα των δένδρων, των δικών της, καθώς και των γειτονικών, όσα ευρισκόμενα στο σύνορο σκίαζαν το αμπέλι το δικό της - και κατέβηκε στο δρόμο. Λίγα βήματα και βρέθηκε κοντά στο Ζάχο.
– Γκρεμοτσακίσου τώρα κι άφσε το μπουζούκι σου! ... Να κάθονται τρεις νομάτοι να σε καρτερούν εσένα! ... Θα πας για ξύλα, τώρα, είπαμε!...
Αυτό δα είναι κοντά στο νου!...
Ο Ζάχος, σαν είδε τη μητέρα του, είδε και τη μαγκούρα, άκουσε και τη φωνή της κοντά εκεί, σηκώθηκε, πήρε το μπουζούκι του κι έφυγε τρέχοντας.
Πήγε στο σπίτι, φόρεσε τα ρούχα «της φωτιάς», πήρε το ζεμπίλι του και τα εφόδια και τα σύνεργα, αξίνα και κλαδευτήρι κτλ., τα οποία είχε έτοιμα η μάνα του και πήγε να της φέρει ξύλα για να ζεσταίνεται το χειμώνα.
* * *
Έλεγαν πως τον είχε τρελάνει η μάνα του!... Αυτό το παιδί της είχε μείνει μόνο... Δύο άλλοι γιοι της είχαν ξενιτευτεί στην Αμερική, στον Ειρηνικό Ωκεανό, στην Πολυνησία...
Είχε στείλει γράμματα σε πρόξενους και σε αρχές, στις αστυνομίες των αμερικανικών πόλεων του Σικάγου και της Φιλαδέλφειας...
Δύο ή τρεις άλλοι «σουρτούκηδες», γιοι άλλων μητέρων, είχαν ανευρεθεί άλλοτε με τον τρόπο αυτό. Αλλά οι γιοι οι δικοί της δεν ανακαλύφθηκαν πουθενά. «Μήτε γράμμα μήτε απολογία».
Ούτε φωνή ούτε ακρόασης.
Ο κόσμος έλεγε, ότι αυτή με την αστοργία της τους είχε αποξενώσει, αυτή τους είχε κάμει να σουρτουκέψουν.
Είχε δύο θυγατέρες και ήταν χήρα και οι γιοι της την είχαν παρατήσει κι έκλαιε και οδυρόταν και «εψήλωνεν ο νους της»! ...Πώς θα τις πανδρέψει, πώς θα τις αποκαταστήσει!... Και τις βλασφημούσε και τις καταριόταν, να μην είχαν ποτέ γεννηθεί, να μη σώσουν να πάνε παραπάνω!...
Και τις πάνδρεψε καλά... Τις στόλισε και τις στεφάνωσε, τη μία μετά την άλλη... και τις σκέπασε και τις κουκούλωσε με το χώμα... «Πήραν την πλάκα πεθερά, πήραν το μνήμα προίκα, το μαύρο χώμα σύντροφο!...»
Τα δύο κορίτσια, ως φαίνεται, είχαν γίνει φθισικά και πέθαναν όπως είχαν γεννηθεί, η μία δεκαοκτώ μήνες μετά από την άλλη...
Κι έτσι η μάνα τους δεν είχε πλέον καημό, πως θα τις πάνδρευε...
Έλεγε ο κόσμος, ότι αυτή τις είχε ψωμοφάει με την γρίνια, με τη στριγκλιά της, με τις βλαστήμιες και τις κατάρες... Κι οι δύο κόρες έλιωσαν και μαράθηκαν και κοιμήθηκαν βαθιά στον τάφο και δεν ήταν φόβος πλέον να της ζητήσουν προικιά! ...
Κι αυτή τις μακάριζε, διότι επήγαν, αθώες, στον Παράδεισο.
Της είχε μείνει μόνο αυτός ο γιος, ο Ζάχος, τον οποίο αυτή ονόμαζε «ο ζουρλός, ο αχαΐρευτος!» Και τον έστελνε για να κάνει όλες τις αγγαρείες και να της φέρει και ξύλα.
Α! αυτός ποτέ δε θα της ζητούσε προικιά.
Η μόνη προίκα του ήταν αυτό το μπουζούκι, με το οποίο, μελαγχολικός Σαούλ, άχαρος Δαυίδ, διασκέδαζε την τρέλα του...
Πλια αυτό το έρμο το μπουζούκι, η μάνα του το είχε «αγκάθι στα μάτια της» και σκεπτόταν καμία μέρα να του το πετάξει, να το σφεντονήσει εκεί που, αν ήθελε, ας πήγαινε να το εύρισκε!
Πίστευε, ότι αυτό εμπόδιζε το Ζάχο να είναι προκομμένος και τον έκανε ανίκανο να εκτελεί όλες τις αγγαρείες που ήθελε αυτή.
Το είχε κρύψει μία φορά ή δύο. Δίσταζε να το πετάξει ολωσδιόλου ή να το σπάσει και να το καταστρέψει... Ίσως να ήταν καλό για την Κυριακή και τις γιορτές, όχι να κάθεται τις καθημερινές το δειλινό, την ώρα που η Εύα κρύφτηκε στον Παράδεισο σαν κροτίσθηκε με τ' αυτιά της και να τραγουδεί την «καπότα στην αλυγαριά» αντίκρυ στα παράθυρα του δημάρχου, για να γελούν μαζί του η δασκάλισσα, κι η Ακρίβω η Ανυφαντίνα κι η Αμέρσα κι ο ίδιος ο δήμαρχος! Το είχε κρύψει λοιπόν, (για να μην το παρακάνει) κάτω στο κατώγι του σπιτιού, τη μία φορά μέσα σε ένα πιθάρι άδειο, με σπασμένο στόμιο και το στόμιο το κάλυψε με ένα κόσκινο, την άλλη φορά ανάμεσα στα καυσόξυλα, από κάτω στο σοφά, στο σκοτάδι και στην υγρασία.
Αλλά και τη μία και την άλλη φορά ο Ζάχος έψαξε, το βρήκε, γέλασε πολύ με παράφρονη χαρά, το πήρε πάλι και της έφυγε και άρχισε «να το ρίχνει έξω» και να τραγουδάει την «καπότα στην αλυγαριά».
Τέλος την ημέρα εκείνη, κατόρθωσε αυτή να τον φέρει σε θεογνωσία και τον κατάφερε να πάει να της κουβαλήσει καυσόξυλα, για να έχει να ζεσταίνεται το χειμώνα.
* * *
Σιμά σε όλα τ' άλλα, ο κόσμος την είχε για «γρουσούζα», για «γουρνοπόδαρη». Ήταν απαίσια. Άμα επρόκειτο να αποπλεύσει καμία βάρκα ή κανένα καΐκι και ο καραβοκύρης ή οι σύντροφοί του τη συναντούσαν στο δρόμο, γύριζαν πίσω και ανέβαλλαν την αναχώρηση.
Όταν κάποια συνοδεία ήταν έτοιμη να αναχωρήσει σε εξοχική εκδρομή και την εύρισκε καθ' οδόν, έμενε, δεν αναχωρούσε.
Εάν ξεκινούσε κανείς για εμπορική ή άλλη επιχείρηση, αλλοίμονο αν την εύρισκε μπροστά του!
Όταν πρόκειταν για αρραβώνα ή γάμο και η πεθερά ή η γυναικαδέλφη την εύρισκε μπροστά της και αυτή της ευχόταν «ώρες καλές!» ω! οι ώρες εκείνες γίνονταν κακές ώρες και σήμαιναν ότι δεν ήταν «κεσμέτι» να γίνει το μελετώμενο συνοικέσιο!
* * *
Όταν μετά δύο μέρες επέστρεψε ο Ζάχος από τα ξύλα, αφού τα ξεμπαρκάρισαν και κουβάλησε κι' αυτός το μερίδιό του, - η μητέρα του φρόντισε να είναι παρούσα, καθώς θα έλεγε η γειτόνισσα δασκάλα, σε όλο το ξεμπαρκάρισμα και το μοίρασμα, για να μη γελάσουν το Ζάχο και του δώσουν μισό μερδικό - και γέμισε το κατώγι του σπιτιού της μητέρας του, αισθάνθηκε την ανάγκη της ψυχαγωγίας και «το έριξε» χειρότερα έξω, αυτός και το μπουζούκι του.
Επί τρεις ημέρες, όχι μόνο παράκουσε τις διαταγές της μητέρας του, αλλά ούτε παρουσιάσθηκε στα μάτια της. Είχε δραπετεύσει, είχε ξεπέσει σε άλλη γειτονιά, όπου «δεν έφθανε η χάρη της».
Αυτή τον κυνηγούσε και δε μπορούσε να τον συμμαζώξει, δε μπορούσε να τον ανακαλύψει.
Ούτε ήλθε στο σπίτι για να κοιμηθεί τη νύκτα. Κοιμόταν, αυτή δεν ήξερε που, σε μικροκαπηλειά, στον Απάνω Μαχαλά ή στο ύπαιθρο.
Μερικοί εύθυμοι νέοι, που έκαμναν θόρυβο στις γειτονιές τη νύκτα, τον είχαν κάμει «παρέα» και τον έσερναν μαζί τους, για να τους παίζει την «καπότα στην αλυγαριά» και άλλα τραγούδια.
Επί τρεις μέρες και δύο νύκτες αυτός βρισκόταν και έκανε συντροφιά μαζί τους.
Φαινόταν ότι η συντροφιά εκείνη τον έτρεφε με λωτό, ότι τον πότιζε το ύδωρ της Λήθης και ξέχασε ο πτωχός τη μητέρα του.
Τότε η Ζωγάρα έγινε σκύλα, έγινε τούρκα, μετανόησε πικρά γιατί να μην το έχει σπάσει, γιατί να μην το έχει κάψει στο τζάκι της μία ημέρα χειμωνιάτικη το μπουζούκι του γιου της, αφού τούτο, όπως της φαινόταν, τον έκανε να χάνει τα μυαλά. Στο θυμό της, δεν υπέφερε αυτή να χολοσκάνει και να βράζει επί πολύ, όπως άλλες γυναίκες μέσα της, αλλά προέβη ευθύς σε γενναία απόφαση.
Το κατάστημα της τότε νεοϊδρυθείσης στρατιωτικής αστυνομίας, τύχαινε να είναι γειτονικό, κοντά στο σπίτι της.
Βλέποντας δύο νεαρούς χωροφύλακες μπροστά στην θύρα του στρατώνα, πλησίασε και τους λέγει:
– Δεν κάνετ' ένα έλεος παιδιά, έτσι να σας δεχτούν με το καλό οι μανάδες σας, να πάτε να βρείτε κείνον το γιο μου, τον παλαβό, να του πάρετε κείνο το μπουζούκι απ' τα χέρια του;...
– Το μπουζούκι είπες κυρά; ρώτησε ο ένας.
– Κείνο το μπουζούκι! ... έτσι να σας χαρούν οι μανάδες σας! ...
Γιατί σουρτούκεψε και μουρλάθηκε κι έχασε το μυαλό του... και δεν μπορώ να τον μαζώξω!... όλο απ' αυτό το μπουζούκι...
– Καλά κυρά.
Οι δύο νεαροί χωροφύλακες, μόνο αφορμή ζητούσαν. Το να αρπάξουν δύο ένοπλοι ένα πράγμα από τα χέρια ενός άοπλου, δύο φρόνιμοι, ένα μουσικό όργανο από τα χέρια τρελού, ακίνδυνου μάλιστα τρελού, είναι τόσο εύκολο και τόσο διασκεδαστικό.
— Κι έτσι το βράδυ εκείνο, ο Ζάχος βρέθηκε χωρίς μπουζούκι...
Έχασε το όργανό του ο πτωχός τρελός, ο υποχονδριακός Σαούλ, ο ατερπής Δαυίδ και τώρα κλαίει, χωρίς ρυθμό και μελωδία, κλαίει μέσα του τη συμφορά του, την οποία πικρά μισοαισθάνεται.
Δεν είχε πάει στον Ειρηνικό Ωκεανό για να βρει τους δύο αδελφούς του και δεν κατήλθε υπό την κρύα πλάκα στη μαύρη γη για να συναντήσει τις δύο αδελφές του. Έμεινε κτήνος άμουσο και άχαρο στην υπακοή της μητέρας του, για να της κουβαλάει ξύλα, όσο βαστούν οι πλάτες του! Και ως πόσα θα της κουβαλήσει ακόμα! Και ως πόσους χειμώνες θα ζεσταίνεται αυτή!
Μόνο μία ημέρα της είπε με ύφος πολύ ταπεινό.
– Δεν λες μάνα της Ακρίβως, να πει της Αμέρσας, να πει της δασκάλας, να πει του δημάρχου κι ο δήμαρχος να πει του αστυνόμου κι ο αστυνόμος να διατάξει τους χωροφυλάκους, να μου δώσουν το μπουζούκι μου πίσω!
Έβλεπε τάχα, ως τρελός, την ιεραρχική αλυσίδα, με την οποία φαίνονταν να είναι δεμένοι όλοι οι φρόνιμοι;
Και αισθανόταν ότι αυτός δεν ήταν απαλλαγμένος από την περίσφιγξη της αλυσίδας αυτής;
Ποιος έμαθε αν του απέδωκαν ποτέ το άχαρο μπουζούκι, το όργανο της παρηγοριάς του;
* * *
Μετά καιρό έγινε γνωστό, ότι ο ένας από τους δύο νεαρούς χωροφύλακες είχε μετατεθεί και έλαβε φύλλο πορείας. Ενώ αυτός επρόκειτο να επιβιβασθεί σε πλοίο για να απέλθει στη Στερεά, μεγάλη έριδα και λογομαχία άναψε μεταξύ των δύο συναδέλφων σχετικά με την κατοχή του μπουζουκιού. Αυτός που έφευγε επέμενε να το πάρει μαζί του, αυτός που έμενε ήθελε να το κρατήσει.
Ο δεύτερος κρατούσε την κεφαλή του οργάνου, ο πρώτος τραβούσε την ουρά. Αυτός ήταν πολύ θυμωμένος και πείσμων και πολύ οργισμένος έκραξε:
– Το σπάζω καλύτερα! απ' το παράθυρο το ρίχνω, όχι!... θα το κρατήσεις εσύ! ... Και «αμ' έπος αμ' έργον».
Ο νεαρός αυτός χωροφύλακας έμοιαζε με τους αιρετικούς, οι οποίοι, διότι τους ξέφυγε, επάνω στη σειρά της διαλεκτικής τους, μια κακοδοξία, εννοούν να εμείνουν μέχρι θανάτου σε αυτήν, για να μη χάσουν τη φήμη ότι είναι αλάνθαστοι.
Στην αρχή, μάλλον μισοαστειευόμενος και μισοθυμωμένος, εξέφερε την απειλή αυτή, έπειτα, για να μη φανεί ότι μάταια απειλούσε, θέλησε να πραγματοποιήσει την απειλή. Με δυνατή κίνηση, απέσπασε το όργανο από τα χέρια του άλλου, που είχαν χαλαρωθεί προς στιγμήν από την απορία με την οποία εκείνος κοίταζε το σύντροφο του και από το ανοικτό παράθυρο το εκσφενδόνισε έξω.
Κάτω ακριβώς από το παράθυρο του πατώματος, ήταν το σιδηρόφρακτο παράθυρο του ισογείου, το οποίο χρησίμευε ως κρατητήριο.
Μία προβατίνα βαθύμαλλη, με τα δύο αρνιά της, τα οποία δεν είχαν ανάγκη να δεθούν για να μη φύγουν, ήταν δεμένη από τα σίδερα του παραθύρου τούτου, η οποία είχε οδηγηθεί εκεί από κάποιον αγροφύλακα ίσως.
Το μπουζούκι, καθώς είχε εκσφενδονισθεί, περιστράφηκε για λίγο στον αέρα και έπειτα έπεσε ακριβώς επάνω στην πολύμαλλη ράχη της προβατίνας, η οποία βέλαζε θρηνωδώς.
Το όργανο, ταλαντεύθηκε προς στιγμήν εκεί επάνω, λιγόστεψε η ορμή της πτώσης του κι έπεσε στο έδαφος τόσο μαλακά, ώστε δεν έπαθε τίποτε.
Την ίδια στιγμή, ένα παιδί δέκα ετών, ο μικρός Αλέξης της Βάσως, της γειτόνισσας, περνούσε τρέχοντας μπροστά από το στρατώνα. Είχε ακούσει την ιστορία του μπουζουκιού και αγαπούσε πολύ το Ζάχο, ο οποίος ήταν κι αυτός ένα μεγάλο παιδί.
Καθώς είδε το όργανο να πέφτει, πλησίασε, έσκυψε, το άρπαξε, έτρεξε αμέσως στο σπίτι της Ζωγάρας και φώναξε το Ζάχο:
– Να!... έλα πάρε το μπουζούκι σου!
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης