Οι μυλωνάδες
Ο μυλωνάς σπάνια ήταν ιδιοκτήτης του μύλου. Συνήθως ήταν ενοικιαστής και πλήρωνε τον ιδιοκτήτη σε είδος (το ενοίκιο λεγόταν πάκτος, από το αρχαίο ρήμα πακτόω-πακτώ που σημαίνει δένω, καθιστώ κάτι σταθερό).
Η αμοιβή των μυλωνάδων για την άλεση μετριόταν σε ξάι (από τη λατινική λέξη exagium που σημαίνει δικαίωμα) λεγόταν αλεστικό και ήταν ποσοστό που ποίκιλε από 5 έως 12 τοις εκατό.
Από το αλεύρι που έπαιρναν από τα ποσοστά οι μυλωνάδες κάλυπταν τις οικογενειακές ανάγκες τους και πουλούσαν ό,τι περίσσευε. Τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο μετά το αλώνισμα, οι μύλοι είχαν την περισσότερη δουλειά. Μπορεί να δούλευαν ακόμα και όλο το εικοσιτετράωρο. Οι μυλωνάδες πολλές φορές κοιμόντουσαν όσο διαρκούσε το άλεσμα και ξυπνούσαν μόλις έφτανε στο τέλος του. Αντιλαμβάνονταν μάλιστα ότι πλησίαζε το τέλος επειδή αραίωνε το σιτάρι και άλλαζε ο ήχος. Ο καλός ο μυλωνάς ήταν και επισκευαστής του μύλου του. Ο μυλωνάς έπρεπε να ξέρει να επισκευάζει ή να αντικαθιστά συνεχώς τα ξύλινα εξαρτήματα και τα εργαλεία. Βασική εργασία ήταν το χάραγμα των μυλόπετρων. Οι καλύτερες μυλόπετρες ήταν από τη Μήλο και την Κίμωλο.
Μεγάλη γιορτή για τους μυλωνάδες της Κρήτης είναι στις 2 Φεβρουαρίου, της Υπαπαντής, ημέρα κατά την οποία γιορτάζει η Παναγία η «Μυλιαργούσα». Όπως έφεραν το Χριστό τρείς φορές οι ιερείς μέσα στο ιερό, όπως γίνεται και σήμερα για τα αγόρια, έτσι να γυρίζει και η μυλόπετρα. Εκείνη την ημέρα δεν δούλευαν και, όπως έλεγαν ακόμα κι ο μυλωνάς να ήθελε να δουλέψει, δεν θα δούλευαν οι μύλοι από μόνοι τους. Κατ’ επέκταση αφού δεν υπήρχε δουλειά και για το μεταφορικό μέσο, βγήκε και η παροιμία, «όταν οι μύλοι αργούν κι οι γάιδαροι σκόλην έχουν ». Η προσφορά των μυλωνάδων ήταν τεράστια για αρκετές εκατοντάδες χρόνια στη διατροφή των κατοίκων και στην κοινωνική ζωή. Όσοι πήγαιναν να αλέσουν στους νερόμυλους έμεναν εκεί ώσπου να πάρουν σειρά και να τελειώσουν το άλεσμα. Φιλοξενούνταν ακόμα και διανυκτέρευαν κι έτσι οι μύλοι ήταν επίσης τόποι κοινωνικής συναναστροφής. Φιλόξενοι οι μυλωνάδες, ένα επάγγελμα που χάνεται στην παραδοσιακή του μορφή, ήταν σημαντικά πρόσωπα στην εποχή τους και ο κινητήριος μοχλός της αγροτικής οικονομίας. «Στο μύλο και στο καφενέ μην το πεις» λέει μια παλιά παροιμία, πράγμα που δείχνει και ποια ήταν τα κοινωνικά κέντρα της εποχής. Οι μύλοι ήταν τόποι συγκέντρωσης για όλους τους κατοίκους των χωριών. Οι ζευγολάτες, οι κυνηγοί, οι περιβολάρηδες, οι περαστικοί όλοι σταματούσαν στο μύλο για να κουβεντιάσουν και να μάθουν τα νέα. Οι μυλωνάδες είχαν έντονη κοινωνική ζωή και είχαν και τη φήμη «μπερμπάντηδων», καλαμπουρτζήδων και καταφερτζήδων.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Ο ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ
ΓΙΑΝΝΗ ΜΗΤΑΚΗ