Πέμπτη, 12 Δεκεμβρίου 2024

Η ΣΤΕΝΗ ΤΟΥ ΘΡΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ

ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Η ΟΡΕΙΝΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΡΦΥΩΝ

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Τ. Παλιές λέξεις της Στενής

T. Palies leksis

Ταγάρι:. Σάκος υφαντός με πολλά κεντίδια, χοντρός και ανθεκτικός, με το ταγαρόσκοινο, με το οποίο μπορούσες να κρεμάσεις το ταγάρι στον ώμο σου Υπήρχαν και ταγάρια διάφορα, όπως απλό, ανταμωτό κ.α. που τα χρησιμοποιούσαν για διάφορες δουλειές, ενώ τα κεντητά τα χρησιμοποιούσαν κυρίως για επίσημες περιπτώσεις, όπως τα πανηγύρια στα εξωκκλήσια, όταν κατέβαινα για ψώνια στη Χαλκίδα και αλλού.

Ταΐ:. Το φαγητό των ζώων.

Ταΐστρα:. Σκεύος από το οποίο ταΐζονται τα ζώα, κυρίως τα οικόσιτα.

Τακίμι:. Πολλά πράγματα του ίδιου τύπου, που τα χρησιμοποιούν για τον ίδιο σκοπό. (θα πάρω αυτά τα πιατάκια, γιατί είναι τακίμι με τα μεγάλα που έχω).

Τακιμιάζω:. Γίνομαι φίλος με κάποιον, γιατί ταιριάζουμε.

Τάλια:. Μονάδα μέτρησης δημητριακών και οσπρίων. Μία τάλια ισοδυναμεί με δέκα ξάια.

Ταμάχι:. Πλεονεξία, απληστία. Και ταμαχιάρης, ο πλεονέκτης, ο άπληστος, που τα θέλει όλα και γρήγορα. (Το πολύ ταμάχι, χαλάει το στομάχι).

Ταμπάκικο:. Βυρσοδεψείο.

Ταμπάκος:. Σκόνη που γίνεται από ξηρά φύλλα καπνού και εισπνέεται από τη μύτη και γενικά ο λεπτοκομμένος καπνός.

Ταμπής:. Αυτός που έφτιαχνε τον καφέ. Στα καφενεία των πόλεων, υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι έφτιαχναν όλων των ειδών τους καφέδες και έκαναν μόνο αυτήν τη δουλειά. Βέβαια στα χωριά δεν υπήρχε η πολυτέλεια να έχουν τα καφενεία ξεχωριστό υπάλληλο που να φτιάχνει μόνο καφέδες, αλλά αν κάποιος καφετζής έφτιαχνε καλό καφέ, τον αποκαλούσαν οι πελάτες ταμπή, για να τον ευχαριστήσουν.

Ταμπλάς:. Ο δίσκος της ζυγαριάς του μπακάλη και μεταφορικά, κόλπος, αποπληξία, (του ΄ρθε ταμπλάς, όταν άκουσε τα μαντάτα).

Τανιέμαι:. Τεντώνομαι, τσιτώνομαι, σφίγγομαι, κυρίως κατά τον τοκετό ή την αφόδευση.

Τάπια:. Το ανάχωμα ανάμεσα σε δύο βραγιές. Επίσης κάθε είδους ανάχωμα που διαμορφωνόταν για καθορισμό συνόρων ή για στήριξη του κτήματος ή για διαμόρφωση επίπεδων κομματιών σε επικλινή κτήματα.

Τ΄απίστωμα:. Πέσιμο προς τα πίσω.

Τάραχος:. Ταραχή, ανακατωσούρα, σύγχυση. (Έπαθα των παθών του τον τάραχο), τράβηξε πολλά, βασανίστηκε πολύ, υπέστη τα πάνδεινα.

Ταρεί:. Όταν κάτι με βολεύει και με κάνει να αισθάνομαι άνετα ή μπορώ να λειτουργήσω και να κάνω οποιαδήποτε δουλειά. (Σου ταρεί εκεί που κάθεσαι;), (κάνε πιο ΄κει για να μου ταρεί και μένα), (έχεις γεμίσει τη σκάλα με πράγματα και δε μου ταρεί να περάσω).

Ταρίζω:. Πετυχαίνω κάτι, που με κούρασε αλλά τελικά τα κατάφερα. (κουράστηκα να το φτιάξω, αλλά τελικά το τάρισα). Επίσης και μορφή απειλής, (πρόσεξε γιατί θα σε ταρίσω).

Ταρπί:. Η κόφα, μεγάλο καλάθι, κοφίνι, στο οποίο βάζουμε διάφορα στερεά φαγώσιμα, ρόδια, σύκα κ.α.

Ταχιά:. Αύριο.

Τεζάκι:. Πάγκος καταστήματος και ιδιαίτερα καφενείου.

Τέμπλα:. Μακρύ ξύλο που τίναζαν (ράβδιζαν), ελιές, καρυδιές κ.α.

Τετοιώνω:. Κάνω κάτι (τέτοιωσα το φαΐ) δηλαδή μαγείρεψα. Ψάχνω κάτι (μήπως είδες το τέτοιο;). Κυρίως όμως αναφέρεται στην σεξουαλική πράξη. Κάνω τη σεξουαλική πράξη (τετοιώνω). Έκανα τη σεξουαλική πράξη (τέτοιωσα). Έκαναν τη σεξουαλική πράξη (τετοιώθηκαν) κ.λπ.

Τέρμινο:. Μονάδα χρόνου. Ημέρα, εβδομάδα, μήνας, χρόνος κ.ο.κ. Τη λέξη αυτή τη χρησιμοποιούσαν κυρίως γύφτισσες, που μας έλεγαν τη μοίρα, (σε τρία τέρμινα, θα περάσεις μια μεγάλη πόρτα).

Τετράδη:. Ιδιωματική ονομασία της Τετάρτης (μέρα της εβδομάδος).

Τζερεμές:. Πρόστιμο ή ζημιά που πληρώνει κανείς άδικα (σκότωνε μουρλούς, πλήρωνε τζερεμέδες). Αλλά και άνθρωπος αργοκίνητος, δύστροπος, ιδιότροπος.

Τζιροστιά:. Η πυροστιά, ο πυροστάτης.

Τζοβαΐρια:. Χρυσαφικά, κοσμήματα, όπως δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, γιορντάνια, φλουριά, αλυσίδες, πολύτιμες πέτρες κ.α. Από δω και η προσφώνηση «τζοβαΐρι μου», που σημαίνει θησαυρέ μου, χρυσέ μου.

Τζουρτζούνα:. Ο εξευτελισμός, το ρεζίλεμα, τα δυσμενή σχόλια σε βάρος μας, με στοιχεία ειρωνείας και χλευασμού, για κάποια έκνομη πράξη κοινωνικού ή ηθικού χαρακτήρα. Αλλά και γενικά για πράξεις που δεν συνάδουν με τον τρόπο ζωής και σκέψης του κοινωνικού μας περιβάλλοντος.(Πρόσεχε να μην κάνεις καμιά ανοησία και σε πάρει ο κόσμος τζουρτζούνα).

Τηράω, τράω, τράου:. Κοιτάζω, παρατηρώ, βλέπω. Από την αρχαιοελληνική λέξη τηρέω. (Μη με τρας. Μη με κοιτάζεις).(Πειράζει που σε τράω;).

Τίγκα:. Με τη λέξη αυτή εκφράζαμε την πληρότητα, σ΄ ότι αφορούσε τη χωρητικότητα. Δοχείο γεμάτο ως επάνω, ξέχειλο. Αλλά χρησιμοποιείται και για άλλος χώρους (ο ντάλαρος είναι τίγκα με αλεύρι), (ο μπλέχτης είναι τίγκα στο άχυρο), (η πλατεία ήταν τίγκα από κόσμο).

Τιναχτής:. Αυτός που τινάζει, που ραβδίζει τις ελιές. Πάντα ήταν άντρας και έπαιρνε περισσότερο μεροκάματο.

Τοιχογύρι:. Η πέτρινη περίφραξη της αυλής ή άλλων κοντινών προς το χωριό χώρων. Ιδιαίτερα όμως της αυλής. Συνήθως με ξερολιθιά.

Τοκάρια:. Έπιαναν τη σεγκούνα με τα τοκάρια στη μέση για να μην ανοίγει. Τα κάλυπταν τα ζγατζούδια. Μερικοί τα τοκάρια τα λέγανε και κλειδωτήρια.

Τούλουι:. Εκφράζει ερώτηση και απορία (τούλουι τα πέρασες;). (τούλουι, δε θα πας στο παζάρι;). Σημαίνει και γιατί (τούλουι δε θα ΄ρθεις;).

Τουλούμι (τλουμ):. Ασκί δερμάτινο από τομάρι γίδας κυρίως, που έβαζαν το τυρί ή το ξινοτύρι. Διάφορες φράσεις που χρησιμοποιούνται, είναι μεταξύ των άλλων και οι εξής. Θα σε κάνω τουλούμι στο ξύλο (θα σε δείρω πάρα πολύ). Ρίχνει με το τουλούμι (βρέχει πάρα πολύ). Τουλουμιάζω, βάζω κάτι στο τουλούμι ή δέρνω κάποιον πάρα πολύ και τουλουμίσιο, αυτό που έδει διατηρηθεί στο τουλούμι (τουλουμίσιο τυρί, τουλουμοτύρι κ.λ.π.).

Τουλούπα (τλούπα):. Τούφα μαλλιού, η οποία προσαρμοζόταν στη ρόκα και γνέθανε το νήμα.

Τούμπανο:. Ταμπούρλο. Και μεταφορικά, οτιδήποτε έχει παραφουσκωθεί. Πρήξιμο (το πόδι μου έγινε τούμπανο). (Τον βρήκαν τούμπανο) που σημαίνει τον βρήκαν νεκρό και πρησμένο. (Το έκανε τούμπανο) το διέδωσε. (Η κοιλιά μου έγινε τούμπανο) έφαγα πολύ. (Ο κόσμος το ΄χει τούμπανο και συ κρυφό καμάρι) το ξέρουν όλοι, ενώ εσύ πιστεύεις ότι δεν το ξέρουν.

Τούρλα:. Οτιδήποτε έχει στρογγυλό και εξογκωμένο σχήμα και συνήθως (όχι πάντα) με μυτερή κορφή. Στην περιοχή μας η λέξη τούρλα περιοριζόταν μόνο σε εδαφικές επιφάνειες, που ήταν λίγο εξογκωμένες σα μικροί λόφοι. (Πού είναι το χωράφι σου; Στην πέρα τούρλα).

Τουρλίδα:. Έγινε τουρλίδα, λέμε γι αυτόν που είναι πολύ μεθυσμένος και δεν μπορεί να ελέγξει τη συμπεριφορά του.

Τουρλώνω:. Όταν κάποιος λυγίσει τα γόνατά του και σκύψει τη μέση του έτσι, ώστε να τονίζονται τα οπίσθιά του, λέμε ότι (αυτός τούρλωσε τον πωπό του). Όταν πάλι ξαπλώνουμε και σηκώνουμε τα πόδια μας ψηλά, λέμε ότι (έπεσα τούρλα ή τουρλώθηκα).

Τουρτούρα:. Το «σόλο κλαρίνο» με πολλά «σπασίματα» και γρήγορη, ευχάριστη μουσική (μόλις άκουσα τις τουρτούρες από τη μεριά του χωριού, λέω μέσα μου. Τώρα αρχίζει το πανηγύρι). Τουρτούρα λένε και το τρυγόνι.

Τπουζ:. Μερικές φορές στα ζώα (μουλάρια ή γαϊδούρια), αλλά περισσότερο στα γαϊδούρια, χτυπιούνταν μεταξύ τους τα πόδια τους κατά το περπάτημα ή τα μπροστινά ή τα πισινά, αλλά περισσότερο τα πισινά. Αυτή η κατάσταση τα έκανε να ματώνουν και να υποφέρουν. Κατά συνέπεια, δεν μπορούσαν να αποδώσουν στη δουλειά. Για τα ζώα αυτά λέγαμε ότι «τα βάρεσε τπουζ».

Τράγαλα:. Των Αγίων Θεοδώρων έβραζαν σιτάρι και πήγαιναν στην εκκλησία του νεκροταφείου. Το στάρι διαβαζότανε και γινότανε κανονικό μνημόσυνο. Παράλληλα όμως, όλες οι οικογένειες είχαν μαγειρέψει διάφορα όσπρια, κυρίως φασόλια ή ρεβίθια (τράγαλα) και με ελιές και κρασί για συμπλήρωμα, κάθονταν η κάθε οικογένεια δίπλα στο μνήμα των δικών της ανθρώπων και έτρωγαν, ενώ παράλληλα πρόσφερε ένας στον άλλον λίγο απ΄ το φαΐ τους (τα τράγαλά τους).

Τράγιο (τράιου):. Ήταν κλινοστρωμνή από τραγίσιο μαλλί, σκληρό, βαρύ και πολύ ανθεκτικό.

Τραγκανιάρης:. Μικρόσωμος, αδύνατος, λιγόφαγος, με κάποια προβλήματα σωματικής ανάπτυξης κατά την περίοδο της παιδικής ηλικίας.

Τρακάδα:. Καυσόξυλα τοποθετημένα σε σειρές (ντάνες), στο κατώι ή στην αυλή του σπιτιού.

Τραφτό:. Είναι το σύστημα εκείνο με το οποίο τα ζώα τραβάνε το υνί κατά τη διάρκεια του οργώματος. Είναι δύο σκοινιά, δεμένα το καθένα από ένα ζώο, τα οποία καταλήγουν στις δύο άκρες ενός οριζόντιου ξύλου. Από τις άκρες του ξύλου τα σκοινιά προχωρούν και ενώνονται στο σημείο από το οποίο δένονται με το υνί και το τραβάνε. Σε περίπτωση που τα ζώα που χρησιμοποιούσαν δεν είχαν την ίδια δύναμη ή ήταν διαφορετικά,(π.χ βόδι με μουλάρι), τότε το σκοινί που τραβούσε το ποιο αδύναμο ζώο, ήταν λίγο μεγαλύτερο για να μην δέχεται την ίδια πίεση με το δυνατότερο.

Τραχανάς (ξινός):. Ζύμωναν το αλεύρι με ξινισμένο γάλα. Χώριζαν τη ζύμη σε μικρά κομμάτια και την άφηναν να στεγνώσει. Ύστερα σε μικρότερα και πάλι μικρότερα, ώστε να περνάνε μέσα από κόσκινο.

Τραχανάς (γλυκός):. Έβραζε το γάλα και έριχναν μέσα το μπουλουγούρι (πλιγούρι). Το υλικό έμενε 4–5 ώρες στην κατσαρόλα μέχρι να ρουφήξει το γάλα. Ύστερα το άπλωναν σε χώρο που αεριζόταν για να στεγνώσει.

Τριβέλα:. Είναι ένα σιδερένιο λοστάρι με ξύλινη λαβή, με το οποίο ανοίγουν βαθιές τρύπες και φυτεύουν τις κληματόβεργες.

Τριβόλια:. Αγκαθωτοί σπόροι αγριόχορτου.

Τριγυρίστρα, (τρουϊρίστρα):. Φλεγμονή με πύον, γύρω από το νύχι.

Τρίγκωμα:. Το τέντωμα γενικώς. Πιο πολύ αποκαλούσαν τρίγκωμα, τη στύση του ανδρικού γεννητικού οργάνου.

Τρίφτης:. Ξύλινο, μακρύ και λίγο πλακερό ξύλο, με χέρι απ΄ το ίδιο, γυριστό σαν ραβδί. Ανακατεύουν μ΄ αυτό το γάλα όταν βράζει.

Τριψίδια ή τριμλίδια:. Κάτι που κόβω σε πολύ μικρά κομμάτια. Το θρυμματίζω, το κάνω θρύψαλα. Για το ψωμί όταν το κάνουμε ψίχες, (για να φτιάξουμε μπουκουβάλα, θέλουμε ψίχες ψωμί και τριψίδια «τριμλίδια» τυρί).

Τρόγαλο:. Το υγρό που μένει μετά το πήξιμο του τυριού. Και από αυτό μετά γίνεται η μυζήθρα.

Τροκάνι:. Μεταλλικό κουδούνι, που κρεμούσαν στο λαιμό των προβάτων και των κατσικιών.

Τρυγητής:. Ο μήνας Σεπτέμβρης.

Τρύφος:. Το πηγμένο τυρί, πριν ακόμα μπει στην τσαντίλα για να στραγγίξει.

Τσάγαλα:. Αμύγδαλα που είναι αγίνωτα.

Τσαγκάδα ή τσαγκάδι:. Κατσίκα ή προβατίνα που είχε χάσει πρόσφατα το μικρό της.

Τσακίδια:. Μέρος όπου μπορεί κανείς να γκρεμιστεί. Χρησιμοποιείται στη φράση (άι στα τσακίδια), σαν βρισιά ή για να διώξουμε κάποιον.

Τσακόλς:. Το περπάτημα προς τα πίσω από άνθρωπο η ζώο (φέρε το γαϊδούρι τσακόλς για να το ξεφορτώσουμε, γιατί δεν μου ταρεί εδώ που είναι).

Τσακουτρούς:. Κάνω κάτι χωρίς πρόγραμμα, χωρίς υπολογισμό, χωρίς σκέψη. Ανοησία, απερισκεψία, αμυαλιά, κουτουράδα.(Αυτός κλωτσάει τη μπάλα τσακουτρούς), (είχαμε πάει για κυνήγι και πυροβολούσε τσακουτρούς, πώς να χτυπήσει λαγό;).

Τσακτσάκς:. Όταν περπατούσαμε με το ένα πόδι, στα παιχνίδια κυρίως, λέγαμε ότι αυτός περπατάει τσακτσάκς. Υπήρχαν παιχνίδια που παιζόντουσαν κυρίως με το ένα πόδι, όπως τα Φεγγαρόλια.

Τσαμούσικο:. Το μουλάρι ή το γαϊδούρι που κλώτσαγε.

Τσανάκα:. Μεγάλο πήλινο ή ξύλινο πιάτο.

Τσανακογλύφτης:. Αυτός που γλύφει τις τσανάκες και μεταφορικά ο κόλακας, ο παράσιτος, ο ευτελής, ο σελέμης.

Τσάντζαλο:. Ρούχο κουρελιάρικο. Ράκος, κουρέλι. Και τσάντζαλα όλα τα παλιά μας ρούχα και μικροπράγματα, (μάζεψε τα τσάντζαλα σου και άδειασέ μας τη γωνιά).

Τσαντίλι:. Έβαζαν μέσα τη λιωμένη ελιά (φαΐ), που είχε πατηθεί από τις ρόδες στο αλώνι του λιοτριβιού και το έβαζαν στην πρέσα, για να πιεστούν και να βγει το λάδι.

Τσαντίλες:. Μάλλινα υφάσματα, φτιαγμένα κατάλληλα για να στραγγίζουν το τυρί τη μυζήθρα και το ξινοτύρι. Επίσης για να στραγγίζουν το γιαούρτι προκειμένου να γίνει πιο πηχτό (γιαούρτη τσαντίλας). Σήμερα τα τσαντίλια είναι συνήθως βαμβακερά.

Τσαούλι - Τσαούλια:. Τα οστά του προσώπου που σχηματίζουν το στόμα και κρατούν τα δόντια. (Δεν κουράστηκαν τα τσαούλια σου;) λέμε για κάποιον που τρώει πολύ. (Κλείσε τα τσαούλια σου επιτέλους) λέμε για κάποιον που μιλάει πολύ).

Τσαούσα και τσαούσης:. Τσαούσα η δυναμική και αυταρχική γυναίκα. Τσαούσης ο αυταρχικός άνδρας.

Τσαρδάκι και τσαρδί:. Παράγκα, καλύβα, το καταφύγιό μου, το σπίτι μου.

Τσάρκος:. Μάντρα που βάζουν τα αρνιά και τα κατσίκια που δεν απογαλακτίστηκαν ακόμα, όταν οι μητέρες τους βρίσκονταν στη βοσκή.(το λέμε και Μπλέτς).

Τσατάλια (τσατάλι):. Ραβδί που έχει διχάλα στην άκρη του, αλλά και κάθε τι από το οποίο θα μπορούσαμε να αγκιστρώσουμε κάτι ή να κρεμάσουμε, όπως π.χ. τα σιδεράκια στα σαμάρια των ζώων από όπου κρεμάμε διάφορα πράγματα και οτιδήποτε θα μπορούσε να τοποθετηθεί κάπου, όπου μπορούμε να κρεμάμε ή να αγκιστρώνουμε διάφορα αντικείμενα. Επίσης οι διχάλες των γεωργικών εργαλείων. Καρπολόι, δικούλι κ.α.

Τσατί:. Ήταν διαχωριστικό δωματίων. Κάρφωναν δοκάρια, μεταξύ του πατερού και της στρώσης και στη συνέχεια πάνω στα δοκάρια κάρφωναν πηχάκια και από τις δύο μεριές του δοκαριού, βάζοντας ανάμεσα λάσπη ανακατεμένη με αστοφιές, άχυρο και τραγόμαλο. Απέξω το σοβάτιζαν και έμοιαζε σαν κανονικός τοίχος.

Τσάτρα–πάτρα:. Κουτσά- στραβά, έτσι κι έτσι. ‘Όταν κάνω κάτι πρόχειρα και ανοικοκύρευτα. Γρήγορα-γρήγορα, χωρίς ιδιαίτερη επιμέλεια.

Τσατσά:. Θεία ή γιαγιά. Γενικά γυναίκα μεγάλης ηλικίας.

Τσεβρές:. Μεταξωτό, κεντητό ύφασμα.

Τσερβέλο:. Μυαλό, νους, κεφάλι, εγκέφαλος (τόσα πράγματα που είδα σήμερα, μου ΄φυγε το τσερβέλο).

Τσέργα:. Φλοκάτη από προβατίσιο μαλλί χρωματιστή.

Τσεργιά:. Τα χοντρά υφαντά μάλλινα κλινοσκεπάσματα και κατ΄ επέκταση όλα τα κλινοσκεπάσματα και κλινοστρωμνές. (Είναι ώρα για ύπνο, άντε χώσου μες΄ στα τσεργιά σου).

Τσιβή:. Το υποκοριστικό του ονόματος Παρασκευή.

Τσιδάς:. Έτσι ακριβώς. Όπως τα λες. ΄Έτσι είναι (τα πράγματα είνι τσιδάς, όπους τα λες), (τσιδά, τα φτιάχνου κι γω τα μαλουμακάρνα). Σημαίνει και το έτσι απλά (πως κι πέρασις απού δω; Τσιδάς ήρθα).

Τσιληβήθρα- τσιληβήθρας:. Άνθρωπος (κυρίως γυναίκα), μικροκαμωμένος και αδύνατος.

Τσιλιγκίρης:. Ο σιδεράς.

Τσίμπλα:. Λιπαρό έκκριμα των ταρσαίων αδένων των βλεφάρων (τσιμπλιάρης, τσιμπλιάρα, τσιμπλιάρικο, τσιμπλιάζω, τσιμπλιασμένος).

Τσιριτσάντζουλα:. Κόλπο, νάζι. Μας κάνει τσιριτσάντζουλες, λέμε γι αυτόν που προσπαθεί με διάφορα τεχνάσματα (κόλπα), να μας παραπλανήσει, με σκοπό να κερδίσει κάτι.(Μη μου κάνεις εμένα τσιριτσάντζουλες, γιατί σε ξέρω καλά).

Τσίρλα:. Διαρροϊκή αφόδευση, διάρροια. Και τσιρλιάρης, αυτός που έχει συχνά διάρροια και μεταφορικά ο φοβητσιάρης.

Τσιρλονέρι:. Το νερό που έχει καθαρτικές ιδιότητες.

Τσίτες:. Λεπτά ξύλα (βέργες), που στηρίζουν τα κεριά μέσα στα κουβέλια.

Τσοκανίδα, τσουκανίδα:. Η παγίδα, η φάκα. Όταν πιάνουμε κάποιον επ΄αυτοφόρω (στα πράσα). (Σαν πολλά μας τα κάνεις, αλλά που θα μου πας; Κάποτε θα σε πιάσει η τσοκανίδα).

Τσόνι:. Το ωδικό πτηνό σπίνος.

Τσόρτσον:. Στο παιχνίδι με τους βόλους, όταν έλεγα «τσόρτσον», μπορούσα να καθαρίσω το χώρο, ώστε να κυλάει ο βόλος του άλλου και να μην μπορεί να μου κάνει «σπιθαμή».

Τσούλα:. Γίδα ή προβατίνα με μικρά αυτιά. Αλλά και γυναίκα με πρόστυχη διαγωγή.

Τσουράπι:. Πλεχτή κάλτσα ψηλή ως το γόνατο, αλλά χωρίς πατούσα.

Τύλος:. Είναι οι δύο τρύπες που ανοίγονται στο μπροστινό φούντωμα του βαρελιού και είναι κλεισμένες με ξύλινες τάπες. Στον κάτω τύλο θα μπει αργότερα η κάνουλα και ο επάνω ανοίγει στην αρχή για να δοκιμάσουν το κρασί και να αεριστεί.

Γιάννης Γιαννούκος  

ΤΑ ΣΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ

ΚΑΤΣΑΝΑΣ

ΚΙΡΚΙΛΗΣ

ΚΟΝΤΟΣ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΑΡΧΕΙΑ

Επικοινωνήστε μαζί μας

Αναζήτηση αρχείου