Θάνατος κόρης
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1907
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Είχαν παλαιὰ φιλία ο κυρ-Αρέθας απὸ το Μπρομύρι και ο κυρ- Φλώρος απὸ τη νήσο την αντικρινή, προεστοί και οι δύο στα τερπνά, ωραία χωριά τους.
Ο κυρ-Φλώρος, σπανιότερα πήγαινε από το νησί του στα χωριά πέρα, μη έχοντας συχνά αφορμή.
Ο κυρ Αρέθας, συχνά ερχόταν απὸ μία εξοχή εκεί, απὸ τα κράσπεδα τα ανατολικά του Πηλίου κι επισκεπτόταν τη νήσο την αντικρινή.
Εκεί ενθρονιζόταν κι εγκαθίστατο στο παλαιό αρχοντόσπιτο του κυρ- Φλώρου, στη μεγάλη κάμαρα τη χειμωνιάτικη, όπου ο οικοδεσπότης του παραχωρούσε τη θέση της τιμής, δίπλα στο μεγάλο στρογγυλό φουγοπόδαρο του τζακιού.
Διάλεγε μεταξὺ οκτώ ή δέκα μακριών τσιμπουκιών από κερασιά, όλα με κεχριμπαρένιο επιστόμιο, ακουμπημένα στη γωνία, το μακρύτερο και το μεγαλοπρεπέστερο, το γέμιζε απὸ το πιθαράκι, το πάντοτε γεμάτο από καπνό, με σπόγγο και με πανί βρεγμένο από πάνω για να διατηρείται δροσερός ο καπνός, το άναβε και άρχιζε να διηγείται παλαιές ιστορίες.
Ο κυρ-Φλώρος, λίγο παραπέρα καθήμενος, στο ίδιο μιντέρι το μαλακό, άναβε και αυτός το τσιμπούκι του και άκουε φιλοσοφικώς, τα ίδια τα οποία είχε ακούσει και άλλοτε απὸ τον ίδιο τον Αρέθα, τα ίδια τα οποία είχε δει με τα μάτια του στους χρόνους της μεγάλης επανάστασης, καθώς και στο αρχαιότερο κίνημα του Νικοτσάρα και Βλαχάβα στα 1808 και τα άκουε τόσο παραλλαγμένα απὸ στόμα σε στόμα, ώστε απορούσε αν αυτά τα οποία άκουε ήταν τα αληθινά ή εκείνα τα οποία είχε δει με τα μάτια του και σκεπτόταν ότι, όπως είναι αδύνατον να μένει κάποιο προϊόν ή εμπόρευμα ανόθευτο στην αγορά, αδύνατον και περί του ελαχίστου συμβάντος να γίνει γνωστό, είτε στους σύγχρονους είτε στους μεταγενέστερους, η ακριβής αλήθεια και ότι δεν πρέπει να υπάρχουν άλλα αληθινά παρά μόνο όσα… δεν συνέβησαν.
Απὸ τις δύο μεγάλες θυγατέρας του, πανδρεμένες ήδη απὸ εικοσαετίας, είχε ήδη ο κυρ Φλώρος ολόκληρη δωδεκάδα εγγονών.
Τελευταία, κατὰ το Φεβρουάριο του περασμένου έτους, είχε παντρέψει το μονάκριβο γιο του, σε ηλικία εικοσιτριών ετών.
Του έμενε μία κόρη δεκαεννέα ετών, η Σειραϊνώ, άγαμη.
Η οικία την οποία κατείχε ο κυρ Φλώρος, μεγάλη, με ευρεία αυλή, με διάφορα ισόγεια εντὸς και εκτός της αυλής οικήματα, αποτελείτο απὸ δύο ευρύχωρες αίθουσες, χωριζόμενες από στενό πρόδομο.
Η σκάλα έξω πέτρινη, πλατιά, ψηλή, ανερχόταν σε τεράστιο χαγιάτι ή απλωταριά, προς νότο, αντικριστά με μικρό βορεινό εξώστη.
Και τα δύο αυτά ενώνονταν διὰ του μεσαίου διαδρόμου.
Πελώρια μουριά καταμπροστά της απλωταριάς, έφερε μεγάλα μούρα εκλεκτού είδους σπάνια και όταν μία Κυριακή του τέλους Μαΐου, θα κλείνονταν οι δύο αυλόπορτες και θα ανερριχάτο στον ψηλό χονδρό κορμό της μουριάς η Αθηνιὼ της Μερεγκλίνας - μία απὸ τις πλέον ευνοούμενες αναδεξιμιές της κυρά-Σοφούλας, συζύγου του κυρ Φλώρου - ευκίνητη, μεγαλόσωμη, σαν ουρακοτάγκος ανερχόμενη στους κλώνους, στα ξεκλώναρα, για να τινάξει τα μούρα, μεγάλο πανηγύρι θα ήταν όχι μόνο για τις προνομιούχες γειτόνισσες και γειτονοπούλες, όσες θα έμεναν μέσα στην αυλή μετά το μαντάλωμα των δύο πορτών, όχι μόνο για τ᾿ αγυιόπαιδα τα οποία αναρριχούνταν στον καβαλάρη του περίβολου της αυλής για να πηδήσουν μέσα, αλλά ακόμη και για τις όρνιθες, τις χήνες και τα κοτόπουλα.
Υπήρχαν επίσης, μέσα στην τεράστια αυλή, λαδαριὰ και ληνοί για τον τρύγο και πατητήρια για τις ελιές, όπως και κηπάρια με γλάστρες, με ροδιές και πορτοκαλιές.
Ήταν αληθινό αρχοντόσπιτο του παλαιού ρυθμού.
Όμοιο μ΄αυτό δεν υπήρχε σε όλο το χωριό.
Ο κυρ Φλώρος είχε δύο άλλα σπίτια, που ήταν διαρκώς νοικιασμένα στο δημόσιο.
Όχι απὸ πλεονεξία ή επιτηδειότητα του ιδιοκτήτη, αλλά γιατί δεν υπήρχαν στο νεόκτιστο χωριό άλλα κατάλληλα κτίρια.
Η μία, που ήταν η και μεγαλύτερη των δύο, ήταν, το μεν ισόγειο Λιμεναρχείο και στο πάτωμα κατοικούσε με τη φαμίλια του ο κεντρικός Λιμενάρχης του Γ´ Παραλίου Τμήματος, ο καπετὰν Ανδρέας Αποστόλης ο Ψαριανός, τον βαθμό πλωτάρχης.
Η άλλη χρησίμευε ως υποτελωνείο και συγχρόνως ως κατοικία του υποτελώνη, του γέρο-Λιβαδά, Κεφαλλήνιος.
Το σπίτι το οποίο θα λάβαινε, κατὰ το έθιμο του τόπου, ως προίκα ο κυρ-Αλέκος, ο άρτι νυμφευθείς γιος του γέρο-Φλώρου, κατείχε ακόμη η φαμίλια του πεθερού του.
Έμελλε να την αδειάσει αργότερα.
Οπότε ο κυρ Φλώρος, επειδή άλλο σπίτι εύκαιρο δεν είχε, αν και δεν ήταν στον τόπο συνήθεια να οικίζονται τα νέα ανδρόγυνα στην ίδια στέγη με τους γονείς, αυτός προσέλαβε το γιο του με τη νεαρή νύφη πλησίον του. Έτρεφε φιλοστοργία που έφτανε μέχρις αδυναμίας προς το γιο του.
Συναίνεσε και η γριά η μητέρα να κατοικεί η νύφη πλησίον της, βέβαια προσωρινά, εωσότου ευκολυνθεί ο συμπέθερος να εκκενώσει την προικώα οικία και γιατί δεν άρμοζε να κατοικήσει αλλού ο μοναχογιός της, ως ξένος, πληρώνοντας ενοίκιο.
* * *
Θεωρείταν ακόμη ως αρχοντόπουλο, αν και η οικογένειά του, με τις ραγδαίες μεταβολές της νέας κοινωνίας, είχε εκπέσει οικονομικά, ο Σταθάκης, ο γιος του Αρέθα.
Ήταν ωραίος νέος, με ανοικτό πρόσωπο, φορώντας το εγχώριο ένδυμα, με έκφραση εκστατική, τριάντα δύο ετών, αλλά φαινόταν μεγαλύτερος, φρόνιμος και με καλή ανατροφή.
Ως τέτοιον τον προτίμησε και έδωκε ψήφο ο κυρ Φλώρος, για να τον κάμει γαμβρό στην τελευταία κόρη του.
Το συνοικέσιο συνεκφωνήθηκε κατὰ την τελευταία επίσκεψη και φιλοξενία του γέρο-Αρέθα, κατὰ τον Ιούνιο του 185…
Πέρυσι, κατὰ το Φεβρουάριο, είχε στεφανωθεί ο κυρ Αλέκος, ο μοναχογιός.
Τώρα ερχόταν η σειρά της κόρης.
Ο γάμος αποφασίσθηκε μεταξὺ των δύο γερόντων, να γίνει το προσεχές φθινόπωρο.
Τον Ιούνιο τελέσθηκε ο αρραβώνας.
Αναχώρησε στο χωριό του ο γέρο-Αρέθας, αφού υποσχέθηκε ότι κατὰ την εποχή του γάμου θα έλθει πάλι.
Η μνηστευθείσα νέα, ήταν ωχρή, συμπαθής και ανήσυχη, πλήρης δισταγμών και φόβων.
― Πώς σου φαίνεται, νονά;… Τι να λέει τάχα ο κόσμος;
Νονά είχε κατ᾿ έθιμο οικογενειακό την αδελφή της τη δευτερότοκο, μεγαλύτερή της κατὰ δεκαπέντε έτη και μητέρα οκτώ τέκνων.
Ο αδελφός της είχε νονά την πρωτότοκο, εξίσου σχεδόν πολύτεκνη.
― Πώς ήθελες να μου φανεί; απήντησε συνετά η νονά…
Και τι μπορεί να πει ο κόσμος;… Μορφονιός, απὸ σόι, σημαδιακός άνθρωπος είναι.
Η νεαρή κόρη έδειχνε ότι επείθετο, πλην είχε μέσα της ενδοιασμούς ακόμη.
Η αδελφή της, την οποία αποκαλούσε νονά, ανήσυχη είχε υποπτευθεί - αν και θα φανεί παράδοξο - ότι το περισσότερο αυτή συναίνεσε στο γάμο, για να απαλλαγεί τάχιστα της συνοικήσεως με τη νύφη της.
Ο συμπέθερος είχε υποσχεθεί, ότι θα άδειαζε το σπίτι εντὸς τριών μηνών, έπειτα υποσχέθηκε να το αδειάσει τη νέα χρονιά, το Σεπτέμβριο, έπειτα υποσχέθηκε ότι θα το άδειαζε προ του Πάσχα.
Αλλά πέρασε και το θέρος και ο χειμώνας, παρήλθαν και δύο Πάσχα, μπήκε νέο θέρος και απὸ δέκα εξ μηνών εξακολουθούσε να κατέχει το σπίτι ο συμπέθερος.
Οι δύο νεαρές γυναίκες, ήταν φίλες πριν γίνουν νύφη και ανδραδέλφη.
Η νύφη ήταν αβρή, ωραία, με ρόδινο χρώμα, αλλά ασθενής και αδέξια σε κάθε οικιακό έργο.
Η ανδραδέλφη ήταν ωραία, χλωμή, μελαχρινή, σωματικά ασθενής, με θέληση και πείσμα ισχυρό, πολύ επιδέξια. Φαίνονταν πλασμένες για να ταιριάσουν.
Ίσως θα ταίριαζαν, αν ήταν άνδρας και γυναίκα.
Αλλά τώρα ήταν νύφη και ανδραδέλφη υπό την ίδια στέγη.
* * *
Τι είναι λοιπόν οι συνοικήσεις;… Φυτώρια καλλιέργειας αντιπαθειών;…
Και που η φιλοστοργία η άνευ υστεροβουλίας και αφιλοκερδής;
Δεν αρκούν οι αντιπάθειες, που καλλιεργούνται μεταξὺ των εξ αίματος συγγενών, γονέων και τέκνων, αδελφών και αδελφών, ανιψιών και θείων, αλλά έπρεπε να συνοικούν και οι εξ αγχιστείας;
Βεβαίως οι πατέρες αγαπούν τους γιους και θεωρούν αυτούς ως καλούς να θητεύουν, για να βοηθήσουν προς «αποκατάστασιν» των αδελφάδων τους.
Αντιποιούνται και αξιώνουν δεσποτική εξουσία επ᾿ αυτών.
Οι μητέρες πάλι, αγαπούν τους γιους και θεωρούν αυτούς ως καλούς σωτήρες της προίκας (την οποία αυτές έχουν «διάφορο») και γηροτρόφους.
Αγαπούν άλλο τόσο τις θυγατέρες, αισθανόμενες ως μεγάλο βάρος αυτές, το οποίο, όταν εκφορτωθούν στους ώμους του γαμπρού, δοκιμάζουν μεγάλη ανακούφιση και συνθέτουν με την πλέον δύσφημη, δυσώδη λέξη, το «τσουβάλι» το οποίο ξεφορτώθηκαν.
Που είναι λοιπόν αυτή η περίφημη αφιλοκέρδεια;
Βεβαίως εὰν υπάρχει κάπου, δεν βρίσκεται στη φιλοστοργία.
Αλλά νύφη και ανδραδέλφη, μόλις δυνάμενες να στέργουν ενίοτε η μία την άλλη, κατά τις περιόδους της διαχύσεως ή κατὰ τις υφέσεις της ιδιοτελούς αντιζηλίας περί προικών και κληρονομιών, όταν ζουν μακριά η μια απ΄ την άλλη… πως δύνανται να συγκατοικούν υπό την ίδια στέγη;
Το πράγμα είναι δεινό. Η δοκιμασία υπερέβαλλε κάθε μέτρο.
Λόγου χάριν, η Σειραϊνὼ ήταν συνηθισμένη να μην αναθέτει στην Αθηνιὼ ή και σε άλλα φτωχοκόριτσα της γειτονιάς παρά μόνο το σκούπισμα της αυλής, το άντλημα απὸ το πηγάδι της αυλής, το κουβάλημα απὸ τη βρύση και το πλύσιμο των πιάτων.
Τη μαγειρική και αυτό το σκούπισμα των δωματίων και άλλες ακόμη εντὸς των τεσσάρων τοίχων του οίκου εργασίες, όλα τούτα τα εκτελούσε μόνη της.
Αφ΄ ετέρου η Μπραϊνώ (το όνομα της νύφης), ήταν ρητά και δεδηλωμένο κόρη «του μεντεριού».
Πριν την πανδρέψει ακόμη, ο ίδιος ο πατέρας της την προσαγόρευε «κυρία Μπραϊνώ». Και ο Δασκαλίδης (ο πατέρας της) από ταπεινή οικογένεια καταγόμενος, διὰ του γάμου του μόνο συγγένευε με τις καλές οικογένειες του τόπου, μόνο γιατί είχε ευτυχήσει να μάθει γράμματα.
Ήταν ο δεύτερος γραμματισμένος του τόπου, αυτός κι ο γέρο-Μπονάκης, οι δύο τους.
Είχε εκλεχθεί δήμαρχος και είχε σταλεί πληρεξούσιος στην εν Αθήναις Συνέλευση του 1843.
Αλλά για όλα αυτά, η Μπραϊνὼ ίσως θεωρούσε τον εαυτόν της ως ευγενέστερη, ακόμη και απὸ την ανδραδέλφη της, η οποία καταγόταν μεν εκ της πρώτης οικογένειας του τόπου, αλλά ο πατέρας της, ολιγογράμματος, δεν είχε χρηματίσει ούτε πληρεξούσιος, ούτε δήμαρχος.
Η Σειραϊνὼ λοιπόν, ενώ είχε όλη την προθυμία να εκτελεί όλες τις ρηθείσες υπηρεσίες για τους γονείς της, όπως και για τον αδελφό της, ενόσω αυτός ήταν άγαμος, δεν ήταν πρόθυμη, εννοείται, να τις εκτελεί και για τη νύφη της.
Γεννιόντουσαν μικρές έριδες μεταξὺ των δύο γυναικών.
Ήταν καλή, ευαίσθητη, υπόμονη, η χλωμή Σειραϊνώ.
Είχε χριστιανική ταπείνωση αλλά ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Ω! η νύφη ήταν καλή, έλεγε η νεανίδα, αλλά ήταν λίγο «φαντασμένη» σκεπτόταν. Είχε «μύτη». Με κάθε αμεροληψία, φαίνεται, ότι δεν ήταν ελεύθερη απὸ το ελάττωμα της υπεροψίας, η καλή και ευειδής νύφη, η Μπραϊνώ.
Η Σειραϊνὼ έμοιαζε πολὺ της μητέρας της, αλλά δεν ήταν και τελείως αθώα περιστερά, όπως φαινόταν εκείνη να είναι.
Είχε κάποια μικρή υποστάθμη πικρίας και πεισμονής στο αίμα της.
Η κυρά-Σοφούλα ήταν η ευγενέστερη, η χρηστότερη γυναίκα του τόπου, η πρώτη νοικοκυρά του χωριού.
Το πρόσωπό της ήταν εικόνα πραότητας και εγκαρτέρησης, όλο μειδίαμα και γλυκύτητα. Τα χείλη της έσταζαν μέλι ανόθευτο, αμιγές. Δεν ήξερε υπέρμετρες, κίβδηλες φιλοφρονήσεις. Δεν αγαπούσε την επίδειξη. Οι ελεημοσύνες της ήταν κρυφές, οι τρόποι της απλοί, εγκάρδιοι.
Η κυρά-Σοφούλα, όταν στην εκκλησία, τα Χριστούγεννα ή Μεγάλη Πέμπτη ή Πάσχα, πλήθος γυναικών έρχονταν να της βάλουν μετάνοια πριν προσέλθουν να κοινωνήσουν, έλεγε: «Με σέβονται, παιδάκι μ᾿, σαν γεροντότερη».
Δεν ήθελε να πει ότι την τιμούσαν σαν αρχόντισσα ή την ευγνωμονούσαν για τις ευεργεσίες της.
Ήταν πλήρης απλότητας, πραότητας και μετριοφροσύνης.
Όλες τις μικρές έριδες, τις μεταξὺ της νύφης και της ανδραδέλφης, προλάβαινε ή θεράπευε συνετά η κυρά-Σοφούλα.
Εὰν ήταν άλλη πεθερά ούτε θα δεχόταν τη νύφη πλησίον της.
Εὰν ήταν άλλη μητέρα, θα έδινε όλα τα δίκαια στην κόρη της.
Αυτή απεναντίας έριχνε σχεδόν όλα τα βάρη στην κόρη της κι έλεγε ότι αυτή τα φταίει όλα, όχι η Μπραϊνώ.
* * *
Μία ήμερα εορτής, τον Ιούνιο μήνα, λίγο μετά τη σύναψη του αρραβώνα και ευθὺς μετά την αναχώρηση του γέρο-Αρέθα, η Σειραϊνὼ και η Μπραϊνὼ, έστησαν ένα μικρά καυγά στο σπίτι.
Η μνηστευμένη νέα είχε χάσει την υπομονή. Διότι η νύφη της την είχε ερεθίσει υπερβολικά με τον υπεροπτικό τρόπο της.
Εκτός των άλλων, είχε ρίξει μικρή διαβολή μπροστά στην πεθερά της, για έλλειψη οικονομίας κατὰ της ανδραδέλφης της και την είχε ονομάσει «σκορπαλευρού».
Βλέποντας ότι, αφού ζύμωσε η Σειραϊνώ, είχε κατασκευάσει και πέντε ή έξι μικρές κουλούρες ή «κοκκώνες», καθώς τις ονόμαζαν και είχε φιλέψει μ΄αυτές φτωχά γειτονόπουλα, αναδεξίμια της μητέρας της, (τέτοια αναδεξίμια είχε πάνω από εκατό όλη η οικογένεια, πενήντα είχε μόνο η κυρά-Σοφούλα υπό τον τράχηλό της), η Μπραϊνὼ νόμισε, ότι όφειλε να διδάξει τη φειδώ στη νεαρή ανδραδέλφη της και έριξε εναντίον της σαν βέλος το επίθετο «σκορπαλευρού».
Αλλά η Σειραϊνὼ, είχε πάρει το παράδειγμα τούτο απὸ την μητέρα της, η οποία συνήθιζε τις ελευθεριότητες αυτές.
Σε απάντηση, γέλασε πικρά και είπε, ότι στο σπίτι τους τα συνηθίζουν αυτά κι ίσως της νύφης της να της φαίνεται παράξενο, επειδή δεν τά ΄βλεπε στο πατρικό της το σπίτι.
Τη λέξη, το «πατρικό της το σπίτι», πρόφερε η Σειραϊνὼ με κάποια έμφαση, ίσως γιατί εκουσίως θυμόταν το σπίτι «το προικιό» της νύφης της, το οποίο τόσο αργούσε ο συμπέθερος να αδειάσει.
Η Μπραϊνὼ εξήφθη υπέρμετρα και όλως δυσανάλογα προς την υπόθεση.
Είπε ότι τέτοιες γαλαντομίες μπορούσε η Σειραϊνὼ να κάμνει απὸ την προίκα της, όταν τη λάβει στα χέρια, αυτή κι ο αρραβωνιαστικός της.
Όχι όμως από το βιο του γέρο-Φλώρου, το οποίο είναι «καλολογάριαστο», τάχα σαν να είναι απὸ τούδε «ξένο βιο» γι’ αυτήν.
Και όσο για το σπίτι της το πατρικό, το δικό της, να ξέρει η Σειραϊνὼ, ότι στο σπίτι της μάλιστα, είχαν μεγαλύτερες αρχοντιὲς παρ᾿ όσες στο σπίτι του πεθερού της.
Επειδή ο πατέρας της έκαμε «σε μεγάλες θέσεις» κι είναι απὸ μεγαλύτερο σόι και φιλοξενούσαν όλο καλούς και σημαντικούς ανθρώπους στο σπίτι του πατέρα της κι όχι να μαζεύουν όλα τα «ξυπόλυτα» και τα «αναχόρταγα» της γειτονιάς, να τα ταΐζουν και να τα ποδένουν.
Τη λογομαχία άκουσε η γριά Σοφούλα κι έσπευσε να επέμβει.
― Τι έχετε πάλι; Δεν θα ησυχάσεις, Σειραϊνώ;
Πριν ακούσει ακόμη, εκ προκαταβολής έσπευδε να επιρρίψει το άδικο στην κόρη της.
Η Μπραϊνὼ έβγαλε τότε γλώσσα και διεκτραγώδησε τη θέση της, ενώπιον της πεθεράς, ως τελείως αφόρητη.
Αυτή έλπιζε, είπε, όταν βγήκε απὸ το σπίτι του πατέρα της, ανέβγαλτη καθώς ήταν και μεταξωτή, «μη μου άπτου», έλπιζε, ότι δεν θα βρει διαφορά απὸ το σπίτι του πατέρα της, ότι πήρε «άνθρωπον απ᾿ ανθρώπους» και όχι να βρει μια τέτοια νέα φιδογλωσσού, που να την κεντά κάθε λίγο με τη γλώσσα της, να ονειδίζει το σπίτι του πατέρα της και να την ονομάζει «ξεσόϊαστη».
Η γριά οργίστηκε κατὰ της Σειραϊνώς.
― Να πιαστεί η γλώσσα σου! είπε,
Η Σειραϊνὼ, δεν ήταν συνηθισμένη να ακούει την μητέρα της να καταριέται…
― Μάννα… δεν την είπα ξεσόϊαστη… ψέλλισε.
― Και τ᾿ είναι κείνα που μού ᾽πες…
― Δεν σ᾿ είπα ξεσόϊαστη, όχι… μοναχή σου το λες.
― Σκασμός! Είπα, φώναξε η γριά.
― Μάννα, λέει ψέματα… Αυτή με είπε σκορπαλευρού… κι εγώ, της είπα, ότι ίσως δεν θα συνηθίζουν να φιλεύουν τ᾿ αναδεξίμια στο σπίτι τους… και μού ᾽πε απ᾿ την προίκα μου να δίνω… και πως το βιο του πατέρα μου είναι «καλολογάριαστο» και μού ᾽πε πως δε συνηθίζουν στο σπίτι τους να μαζεύουν όλα τ᾿ αναχόρταγα της γειτονιάς να τα ταΐζουν..
Η γριά είχε εξέλθει απὸ τη συνήθη αταραξία της.
― Λούφαξε, σου είπα, δεν θα μου σταίνεις καυγά στο σπίτι…
Να έχεις ένα λόγο παρακάτω απ᾿ τη νύφη… Άκουσες τι είπε, η θέση της εδώ μέσα κατάντησε ανυπόφορη!
― Για μένα κατάντησε ανυπόφορη! είπε κλαίγοντας η Σειραϊνώ… Αλήθεια, καλύτερα να μην έσωνα να βρεθώ εδώ μέσα.
― Να μη σώσεις!… Να σε κουβαλήσω μιαν ώρα αρχύτερα… Να σε νεκρασπασθώ… Να μη σαραντίσεις!…
Ήταν τόσο σπάνιο πράγμα να καταραστεί η γριά-Σοφούλα και όμως καταράστηκε.
Λέγουν ότι οι κατάρες εκείνων των γυναικών πιάνουν, οι οποίες σπανίως καταριόνται…
* * *
― Πώς είσαι σήμερα, Σειραϊνώ;
― Καλύτερα είμαι αφέντη, δεν έχω τίποτα, απήντησε η νεανίδα με ασθενή, ασθματική φωνή.
Η προσηγορία αφέντη, στο στόμα της χλωμής, ευαίσθητης κόρης, έχανε όλη την έκφραση της υποτέλειας και γινόταν αβρή και χαρούμενη, πολὺ τρυφερότερη απὸ το καθολικότερο και προκριτότερο άλλως όνομα, το «πατέρα» και ασυγκρίτως εκφραστικότερο απὸ το βάρβαρο και ξενίζον «μπαμπά», το οποίο παρεισήλθε εσχάτως, μετά πολλών άλλων κηλίδων, στα ήθη μας.
Η Σειραϊνὼ είχε πέσει στό κρεβάτι την επομένη, μετά τη σκηνή την οποία περιγράψαμε ανωτέρω. Την τρίτη ημέρα απαντούσε στον πατέρα της ότι είναι «καλύτερα» και «δεν έχει τίποτα». Το βράδυ της ίδιας ημέρας βάρυνε και ο πυρετός αύξησε. Την τέταρτη ημέρα έχασε τη φωνή της, δε μπορούσε πλέον να μιλήσει. Η μητέρα της ως πρώτη κατάρα είχε εκτοξεύσει κατ᾿ αυτής «να πιαστεί η γλώσσα της». Μετά δύο ημέρες, ο εγχώριος γιατρός, ο εκ Βαυαρίας Γουλιέλμος Βίλδ, είπε με βαθιά λύπη ότι δεν δύναται να αποφανθεί, παρά μόνο αν βοηθήσει ο Θεός και η φύση.
Υπέδειξε ότι καλό θα ήταν να καλέσουν και άλλους γιατρούς. Έστειλαν δύο βάρκες στα χωριά τα αντικρινά κι έφεραν δύο άλλους γιατρούς.
Και οι τρεις σε συμβούλιο διαφώνησαν και βρίσκονταν σε απορία, πως να χαρακτηρίσουν τη νόσο.
Η ασθενής έδειξε ότι καλυτέρευε λίγο κατὰ τις επόμενες ημέρες.
Οι δύο γιατροί υπέδειξαν διάφορα φάρμακα και έφυγαν.
Μετά τρεις ημέρες, νέα επιπλοκή επήλθε. Ο Βαυαρὸς γιατρός και πάλι δυσκολευόταν να αποφανθεί.
Τέτοια ασθένεια δεν του παρουσιάσθηκε άλλη φορά, είπε, με ποικίλα και μαχόμενα συμπτώματα.
Ήταν χαμαιλέων, Πρωτεὺς των νόσων. Η νοσούσα δεν είχε αναλάβει τη χρήση του λόγου. Η μητρική κατάρα την είχε καταδικάσει να μην ομιλεί και δε μιλούσε.
Τέλος, μετά πέντε εβδομάδες και μισή, η αγωνία έλαβε τέλος.
Έφυγε η νόσος, έφυγε και η ζωή μαζί της.
Η Σειραϊνὼ, πράγματι «έπεσε κι απέθανε», κατὰ τη λίαν παραστατική κοινή έκφραση.
Θα μπορούσε κανείς να πει, ότι αυτή το έκαμε επίτηδες!
Τόσο ραγδαίο και ανέλπιστο υπήρξε το πράγμα.
Η μητέρα της, την είχε καταραστεί «να μη σαραντίσει» και δε σαράντισε.
Απέθανε πράγματι την τριακοστή ενάτη ημέρα απὸ της σκηνής εκείνης!
* * *
Ας ειπωθεί σύμπτωση ή οτιδήποτε.
Πιστεύω κι εγὼ ότι η αίσθηση της βαθύτατης λύπης, ότι ο πόνος ο δριμύς, τον οποίον αισθάνθηκε η κόρη απ΄την ασυνήθη και όλως απροσδόκητη κατάρα, την οποία εκτόξευσε κατ᾿ αυτής η μάννα της, αυτό και μόνο την έκαμε να αρρωστήσει, σε συνδυασμό προς την επίδραση προγενέστερων κόπων και συγκινήσεων, οι οποίες είχαν υποσκάψει ήδη την υγεία της, παρ᾿ όσον συνετέλεσε αόρατα και άσχετα η κατάρα αυτή καθ᾿ εαυτή.
Αλλά όμως, το γεγονός της κατάρας μένει και η σύμπτωση του ότι η κόρη πέθανε ακριβώς προ της τεσσαρακοστής ημέρας, την οποία είχε ορίσει η μητέρα της!
Αλλά τώρα θα ειπωθεί, που το δίκαιον και δεν είναι όλα τυφλή ειμαρμένη;
Και κατὰ τι είχε φταίξει η κόρη για να τιμωρηθεί τόσο σκληρά;
Εμείς λέμε, ότι η κόρη δεν τιμωρήθηκε ολοκληρωτικά ή τιμωρήθηκε λίαν πρόσκαιρα, ακαριαία και ίσως χωρὶς πόνο. Είναι δε πολύ πιθανό, σχεδόν βέβαιο, ότι εκείνο το οποίον αντάλλαξε αντί της κοινοτοπίας του γάμου και των άλλων κοινοτοπιών, δεν δύναται παρά να είναι καλύτερο. Διότι αδύνατον να είναι χειρότερο.
Εκείνη που τιμωρήθηκε πολὺ διαρκέστερα, ήταν η γριά μητέρα.
Και τιμωρήθηκε διότι χάριν απλής ευπροσωπίας, για να μη πει ο κόσμος ότι δεν μεταχειριζόταν καλά τη νύφη της, σκληρύνθηκε εσκεμμένα αλλά και υπέρμετρα, κατὰ της ίδιας θυγατέρας της.
Τιμωρήθηκε, όπως τιμωρούνται όλοι οι γονείς, όσοι βλέπουν τα τέκνα τους να τα θερίζει ο χάρος και νομίζουν μάλιστα, ότι ίσως έφταιξαν προς τούτο.
Ο γέρο Φλώρος επέζησε ένδεκα έτη. Η μητέρα της κόρης έζησε άλλα δεκατρία μετά το σύζυγο και εικοσιτέσσερα μετά το θάνατο της χλωμής Σειραϊνώς.
Τα δεκατρία τελευταία έτη, η γριά τα πέρασε «εις της νύμφης της τα χέρια» (ο μοναχογιός είχε κληρονομήσει όλη την περιουσία, ως και αυτή την προίκα της Σειραϊνώς), χρονικό διάστημα αρκετό, για να πληρώσει η θεια-Σοφούλα όλες τις αμαρτίες της.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης