Σάββατο, 14 Δεκεμβρίου 2024

Η ΣΤΕΝΗ ΤΟΥ ΘΡΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ

ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Η ΟΡΕΙΝΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΡΦΥΩΝ

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Τ΄ Αερικό στο δέντρο

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1907

➖➖➖

Τη μετατροπή του κειμένου στην

καθομιλουμένη δημοτική

έκανε ο

Ιωάννης Δ. Γιαννούκος

⭐⭐⭐

 

Κάτω στα Bουρλίδια, καθώς κατηφορίζεις από τις Βίγλες, ανάμεσα στην Πλατάνα και το Πετράλωνο, κοντά στης Γανωτίνας το Μύλο, εκεί κατεβαίνει το ρέμα χείμαρρος, νάμα, δρόσος και ίαμα, από τα όρη του θεού.

Εκεί μεγάλη ευχαρίστηση ορνέων, κατοικίες σειρήνων και καλαμιές και χλόη, εκεί το μάτι απολαμβάνει γωνία παραδείσου και η ψυχή δροσίζεται, κινώντας τα χείλη σε προσευχή, χωρίς να ακούγεται η φωνή της, φωνή που ψιθυρίζει μυστηριωδώς στην καρδιά:

«Συ εποίησας πάντα τα ωραία της γης, θέρος και έαρ συ έπλασας αυτά.»

Τέσσερα ή πέντε καλύβια αγροτών και βοσκών, που αντίκριζαν το ένα το άλλο, ήταν κτισμένα και στις δύο πλαγιές της κοιλάδας.

Όλα τα ανήλικα παιδιά των αγροδίαιτων αυτών οικογενειών, συγκεντρώνονταν καθημερινά προς το βάθος της ρεματιάς  27και κυλιόνταν μέσα στα παχιά χόρτα, ανάμεσα στις πυκνές λόχμες και τους καλαμώνες, παίζοντας στον ίσκιο των βαθύφυλλων δένδρων, τα οποία αγκάλιαζε ο κισσός από τη ρίζα, ανεβαίνοντας σπειροειδώς μέχρι την κορυφή, κοντά στο διαυγές ρέμα του οποίου ακουγόταν ο ψίθυρος, κελαρύζοντας βαθιά στην ψυχή, ενώ η αύρα έσειε μυστικά τους βαθυπράσινους θάμνους και οι παπαρούνες έβαφαν με κόκκινα στίγματα όλα τα κατηφορικά χωράφια γύρω, εν μέσω πλήθους άλλων ποικιλόχρωμων ανθέων, που θύμιζαν το άσμα που ψέλνεται στις εκκλησίες τη μέρα εκείνη τη σεβάσμιο:

«Ανεδήσω στέφανον ύβρεως, ο την γην ζωγραφήσας τοις άνθεσι και την χλαίναν την κοκκίνην εφόρεσας...»

Κι εκεί, τα πουλιά ευχαριστημένα, πετούσαν από κλαδί σε κλαδί, ανταποκρινόμενα χαρούμενα με τα κελαηδήματά τους στις χαρμόσυνες κραυγές των παιδιών.

Ήταν ο Στάθης κι ο Λευτέρης της Κρατήρας, δίδυμα επτά ετών κι ο Γιώργης κι η Μαλάμω του Καρυοφύλλη, επτά και έξι ετών κι ο Κώτσος του Κοντονίκου, οκτώ ετών κι ο Χαράλαμπος και το Τσιτσώ του Καλλιμάνη, έξι και πέντε ετών, όλα χαρούμενα, έπαιζαν μέσα στις λόχμες, πηδώντας τα μικρά χαντάκια, που παρέσυραν σαν καραβάκια φύλλα δένδρων ή μικρά ξυλαράκια στο νερό του ρυακιού.

* * *

Το πρωί εκείνο του Μεγάλου Σαββάτου, μία μικρή σπείρα από μάγκες της πολίχνης, ηλικίας από δώδεκα μέχρι δεκαπέντε ετών, είχε βγει για εκδρομή στην κοιλάδα, για να κόψουν βέργες ίσως, για να φάνε κότσικα που ανθοβολούσαν στις λόχμες, για να κλέψουν ρόδα από τις αιμασιές και τους φράκτες των περιβολιών ή για να κυνηγήσουν φωλιές πουλιών.

Η συμμορία εισέβαλε με θόρυβο μέσα στα Βουρλίδια, ακούγονταν οι άγριες φωνές της μακριά, ατακτούσαν και κτυπούσαν τους θάμνους και έγερναν τις καλαμιές στο έδαφος.

Η μικρή αγέλη των παιδιών του χωριού, άμα είδε και άκουσε τη σπείρα των παιδιών της πόλης, τα οποία ήταν πολύ μεγαλύτερα στην ηλικία και το ανάστημα - φαίνονταν δε αγριότερα από τα παιδιά των αγροδίαιτων της κοιλάδας - ετράπησαν σε άτακτη και ραγδαία φυγή.

Οι μάγκες της πόλης, έμειναν κύριοι του πεδίου, αμαχητί.

Ένας μόνος από τη σπείρα τους, ο Μιχάλης ο Βεργής, κρατώντας μακριά βέργα, την οποία πρόσφατα είχε κόψει από ένα δένδρο και την είχε πελεκήσει με το γκέκα, τον κυρτό σουγιά του, θέλησε να κυνηγήσει ένα παιδάριο της συνοδείας, τον Κώτσο του Κοντονίκου, ο οποίος είχε μικρή χωλότητα στο αριστερό πόδι του κι ακροπατούσε, μένοντας τελευταίος από όλη την αγέλη που έφευγε πανικοβλημένη.

Ο Μιχάλης ο Βεργής τον έφθασε, τον ακούμπησε με τη μακριά ράβδο και τον έκαμε να πέσει κάτω, αν δεν είχε πέσει ήδη από το φόβο του, πριν τον φθάσει η βέργα του Μιχάλη.

Το παιδί, άρχισε να κραυγάζει και πριν πέσει, έβαλε σπαρακτικές φωνές, αφού έπεσε και βάρεσε ως φαίνεται, στο πόδι του το πονεμένο.

Όλοι οι ήχοι των κοίλων βράχων και των απότομων γκρεμών και των κάθετων πλαγιών της βαθιάς κοιλάδας, ξύπνησαν από τις κραυγές του μικρού Κώτσου, καθώς είχε πέσει στο ολισθηρό χώμα, δίπλα στον υγρό χορταριασμένο βράχο, πάνω από το ρέμα.

Από το αντικρινό καλύβι, το πλησιέστερο στο βράχο, που βρεχόταν από το ρυάκι, κάτω από το φύλλωμα των κισσοειδών θάμνων και το σύμπλεγμα της αγραμπελιάς και των αιγοκλημάτων, βγήκε η γριά–Κοντονίκαινα, η γιαγιά του μικρού Κώτσου.

Είχε πεθάνει η νύφη της πριν χρόνια και αυτή είχε αναθρέψει το παιδί και το αγαπούσε ως «δυο φορές παιδί της».

Χωρίς να εξακριβώσει καλά τι είχε συμβεί, αρκούσε ότι είδε το Μιχάλη να κρατεί ακόμη τεταμένη τη βέργα του και το παιδί να βρίσκεται χάμω, αισθάνθηκε ότι το εγγόνι της είχε πάθει κάποιο κακό από το μάγκα της πόλης και άρχισε ενώνοντας τα χέρια, να φωνάζει και να καταριέται.

- Βρε συ, σκύλε αγαρηνέ, τι έκαμες! … Τι σου έφταιξε το παιδί, το σακάτικο και το κυνηγάς; … Κακό αερικό να σού ‘ρθει απάνω σου, να σε μαράνει, σαν εκείνο το δεντρί, εκεί!

Όλη η μικρή συμμορία των μαγγών της πόλης τότε, με ένα βλέμμα και με ένα κίνημα, κοίταξε στο μέρος όπου έδειξε με τη χειρονομία της η γριά.

Υπήρχε πράγματι μία κηλίδα στη φαιδρή πασχαλινή εικόνα της άνοιξης και της καλλονής.

Ένα δέντρο, αχλαδιά, ήταν εκεί στην κατηφόρα της πλαγιάς, με μαραμένα φύλλα και άνθη, με χρώμα τέφρας στην κορυφή και τα κλωνάρια του. Πολύκλαυστο κούτσουρο, απειλητικό, παραπονεμένο.

Είχε περάσει «αερικό» από πάνω του και το είχε μαράνει διά μιας, πρόωρα, όταν ήταν σε πλήρη άνθιση.

Στεκόταν ανάμεσα στα άλλα δένδρα, σαν φάντασμα ανάμεσα σε ζωντανούς.

Τα παιδιά τράπηκαν σε φυγή. Η πικρή κατάρα της γριάς και το θέαμα του ξηραμένου δένδρου, τα φόβισε.

Αλλά ο Μιχάλης του Βεργή έμεινε τελευταίος, πίσω από τους άλλους, καθώς είχε μείνει πριν λίγα λεπτά, τελευταίος από τη συνοδεία του, ο Κώτσος του Κοντονίκου.

* * *

Τη νύχτα εκείνη, νύκτα Αναστάσεως, η Ανάσταση γινόταν στο ναΐσκο του Αϊ - Γιώργη της Χριστοδουλίτσας, που βρισκόταν χίλια βήματα πάνω από τον ανήφορο του λόφου, όχι μακριά από τα τέσσερα καλύβια της κοιλάδας των Βουρλιδίων.

Εκεί ανάφθηκαν λαμπάδες ανάμεσα στα δένδρα, κάτω από τα γλυκά λάμποντα άστρα του ουρανού, πριν ανατείλει ακόμη η σελήνη.

Και ήταν εκεί όλοι οι βοσκοί κι οι βοσκοπούλες του διαμερίσματος, φορώντας τα στολίδια τους τα πασχαλινά, ευχαριστημένες και απολαμβάνοντας την ανείπωτη χαρά και ευωδία του Πάσχα.

Στο τέλος της χαρμόσυνης λειτουργίας, όλοι οι αγρότες, χριστιανοί και χριστιανές, μετάλαβαν εκ «του καινού της αμπέλου γεννήματος».

Αλλά η γριά Κοντονίκαινα είχε εξομολογηθεί στον παπά- Ησύχιον, πριν αρχίσει ακόμη η θεία ακολουθία.

Ο παπάς αρνήθηκε να τη μεταλάβει.

Της διηγήθηκε δύο ή τρία αληθινά γεγονότα, πως, πριν από λίγα χρόνια, η γριά Κυρατσούλα το Μοσχοβάκι, (είχε πεθάνει το 1864) ενώ πήγαινε ένα πρωί στο σπίτι του γιού της, σπρώχτηκε καθ’ οδόν από ένα άτακτο παιδί, γιο οικογενείας, τον Ευτύχη του Παυλίνη και πέφτοντας πάνω σε κοφτερή γωνία μιας οικοδομής - του δημοτικού Σχολείου - έσπασε ένα από τα πλευρά της.

Η γριά έβγαλε ένα γογγυσμό και μία κατάρα.

«να κοπεί το χεράκι του!»

Και ύστερα από χρόνια, ο Ευτύχης του Παυλίνη, όταν έγινε άνδρας, επέστρεψε από την Αίγυπτο, όπου είχε διαμείνει για καιρό εμπορευόμενος, μ’ ένα και μόνο χέρι.

Είχε χάσει το δεξιό του χέρι εν ώρα συμπλοκής, ποιος ξέρει, ίσως από μεθύσι.

«Τώρα, τι κέρδισε η γριά-Κυρατσούλα;» πρόσθεσε ο ιερέας.

«Εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω, λέγει Κύριος.»

Παλαιότερα ακόμη, η γριά-Σινιώρα, η μητέρα αυτής της Κυρατσούλας, ζούσε ογδόντα ετών, ενώ οι τρεις γιοι της ιερομόναχοι, που μόναζαν στην Παναγία την Κουνίστρα - ο παπα-Καλλίνικος, ο παπα-Ιωσήφ και ο παπα-Ευγένιος - είχαν πεθάνει.

Μία ημέρα, ο προεστός του χωριού, ο γέρο-Καλοειδής, την ενόχλησε και της είπε:

Εσύ γριά στρίγγλα, που εψωμόφαες και τους τρεις γιους σου και συ ακόμη ζεις!

Η γριά-Σινιώρα ταράχθηκε, έγινε κάτωχρη, και τρέμοντας είπε:

«Όπως με τάραξε να τον ταράξει!».

Λίγο καιρό μετά, τρεις γιοι του Καλοειδή χάθηκαν, ο ένας από πνιγμό, ο άλλος από συγκοπή και ο τρίτος από φωτιά και ο γηραιός πατέρας τους ζούσε ακόμη.

«Τώρα τι κέρδισε η γριά-Σινιώρα; …

«Ευλογείτε και μην καταράσθε, είπεν ο Κύριος ...»

Που να μας ξεσυνερισθεί ο Θεός! είπε ο ιερέας.

Είναι μεγάλη η μακροθυμία του.

Ευτυχώς δε μας ξεσυνερίζεται, αλλά όμως συμβαίνουν κάποτε ή και σπανίως, παράδοξα πράγματα, τα οποία είναι προορισμένα να χρησιμεύσουν ως παραδείγματα.

Στα χίλια ένα !

Το καλό είναι να φυλάγει κανείς το θυμό του και τη γλώσσα του και αν τυχόν αδικείται, «έκαστος έχει τον κρίνοντα αυτόν».

* * *

Και μάλιστα, είπε ο πάπα-Ησύχιος, «χρονιάρα μέρα», τέτοια υψηλή και πανσέβαστο ημέρα, υπερέχουσα πασών των ημερών, όπως το Μέγα Σάββατο, πρέπει πολύ να προσέχει κανείς, ώστε να μην εξέλθει κατάρα από το στόμα του.

Πολλάκις δε η τιμωρία φαίνεται δυσανάλογη προς το πταίσμα και φαίνεται σαν να έγινε προς τιμωρία, όχι τόσο του πρώτου φταίχτη, όσον εκείνου ο οποίος βαρυθύμησε και χολώθηκε και άφησε πικρή κατάρα να ξεφύγει έξω απ’ τα δόντια του.

Περί τα μέσα της Διακαινησίμου εβδομάδος, ήλθε στα Καλύβια η είδηση, ότι ο Μιχάλης του Βεργή, είχε πέσει αιφνιδίως άρρωστος από το δειλινό του Μεγάλου Σαββάτου και μετά με συνεχή πυρετό επί τρείς ημέρες, σηκώθηκε από το κρεβάτι πελιδνός, σκελετώδης, δυσκίνητος και αναπνέοντας δύσκολα.

Φαινόταν ότι είχε περάσει «αερικό» από πάνω του και τον μάρανε.

"Ευλογείτε και μη καταράσθε, είπεν ο Χριστός."

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

ΤΑ ΣΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ

ΚΑΤΣΑΝΑΣ

ΚΙΡΚΙΛΗΣ

ΚΟΝΤΟΣ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΑΡΧΕΙΑ

Επικοινωνήστε μαζί μας

Αναζήτηση αρχείου