Παρασκευή, 13 Δεκεμβρίου 2024

Η ΣΤΕΝΗ ΤΟΥ ΘΡΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ

ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Η ΟΡΕΙΝΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΡΦΥΩΝ

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Το πάθημα του χασάπη

Ο Γιώργος Ντεγιάννης, αναφέρεται σε φωτιά όπου όλο το χωριό έτρεχε να βοηθήσει στο σβήσιμό της εκτός από μια εξαίρεση:

Ο χασάπης λαχταράει πότε να φτάσει η φωτιά να φάει το δάσος.

Ξεχώριος από όλους είναι ο χασάπης. Κρυφογελάει μέσα του Θέλει, λαχταράει πότε να φτάσει η φωτιά, να φάει το δάσος! Να γίνει ο λόγγος κάψαλο, να χωθεί στο χορτάρι, να πετάξει για κλαρί, για να βοσκήσουνε, να παχύνουνε τα σφαχτά του. Χρήματα θέλει αυτός. Για το χωριό δεν τόνε μέλλει! Άς χαλάσει, να πηγαίνει και σφάζει αλλού.

Αυτά σκέφτεται!

Αλλά δεν τόνε ρωτάς, τολμάει να το πει σε κανέναν; Με τις πέτρες θα τόνε θάψουνε, να πάει πρώτος αυτός κι ύστερα το δάσος.

Δεν κοτάει μάλιστα, ούτε να μείνει στο χωριό. Όχι από το Νόμο, που τον υποχρεώνει να δώσει χέρι, για να σβήσει η πυρκαϊά, παρά από την οργή του λαού.

Για αυτό μόλις το μάθανε, κατά που είναι η φωτιά, κι είπανε ποιο δρόμο θα πάρουνε, για να τις βγούνε μπροστά, ο χασάπης ξέκοψε πρώτος και μόνος του τον ανήφορο. «Εγώ πηγαίνω» είπε, «άμα ετοιμαστείτε, έρχεστε κι εσείς από κοντά!»

Αλλά μόλις ξεμάκρυνε ως χίλια μέτρα από το χωριό, ρίχνει ολόγυρα μια ματιά, κι αφού βεβαιώθηκε, πως κανείς δεν τόνε βλέπει, αφήνει το δρόμο, περνάει το ποτάμι και χώνεται σε μια πλατάνα κουφάλα, στην πέρα μεριά.

Χοντρός όμως όπως ήτανε ,δε χωρούσε καλά και δεν κρύφτηκε όλος. Τα πόδια μείναν έξω και τα συμμάζεψε κατά το κορμί της πλατάνας. Φαινόταν η ούγια της φουστανέλας του.

Έτσι, όταν ανηφόρισαν οι χωριανοί και τραβούσαν ίσια, ολότελα στην τύχη τόνε λόγιασε το μάτι του μπάρμπα-Κώστα του Καλιμπά. Και τόνε γνώρισε κιόλας στη στιγμή.

«Α, χασάπης!» «Α, χασάπης!»Ήθελε να πει: «Να ο χασάπης!» και γέλασε για το χάλι του.

Όλους τους έκαμε να γελάσουνε, χωρίς να έχουν όρεξη. Όπως η γριά Ιάμβη η υπηρέτρια του Κελεού, του βασιλέα της Ελευσίνας με τα χωρατά της, έκαμε για πρώτη φορά τη Δήμητρα να γελάσει. Η θεά τριγυρνούσε παντού, εννιά νύχτες νηστική και μεταμορφωμένη σε γριά γυναίκα. Κρατώντας αναμμένα δαδιά έψαχνε να βρει την Περσεφόνη της. Τότε τήνε φιλοξένησε ο Κελεός κι αυτή τη φορά ήτανε, που είπε τα αστεία η Ιάμβη.

Ο αστυνόμος έστειλε ένα χωροφύλακα και τον έφερε το χασάπη με τη βία. Ακολουθούσε με κρεμασμένα μούτρα, σα μουτζουρωμένος.

 

Γιώργος Ντεγιάννης   «Μέσα στους λόγγους»

ΤΑ ΣΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ

ΚΑΤΣΑΝΑΣ

ΚΙΡΚΙΛΗΣ

ΚΟΝΤΟΣ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΑΡΧΕΙΑ

Επικοινωνήστε μαζί μας

Αναζήτηση αρχείου