Πυρκαιά
Ήρθε η στερνή μας ώρα;
Είναι απομεσήμερο, η ώρα δυο. Δεν υποφέρνεται η κάψα! Τι κάημα, τι λιοπύρι! Θαρρείς, καίγεται ο τόπος. Στην Κλεισούρα που ξέρουνε-το καλοκαίρι-τι θα πει κάψα, σήμερα νιώθουνε τον αέρα ζεστό και τους πιάνεται ο ανασασμός! Δεν θυμούνται άλλη τέτοια κουφόβραση. Τα ζωντανά στους ήσκιους λαχοδέρνουνε κι οι άνθρωποι έχουνε καρώσει.
«Τι λίβας είναι Παναγία μου! Αν δεν μας λυπηθεί ο Θεός να δροσίσει θα σκάσουμε!» Έτσι είπε μία γριά.
Δεν είχε προλάβει, να τελειώσει καλά-καλά το λόγο της και να, ένας τσοπάνος αγναντεύει το καταρράχι, χουγιάζει και τρέχει κιόλας τον κατήφορο κατά το χωριό φωνάζοντας άπαυα.
«Τι φωνάζει αυτός; Κάτι τρέχει!» λέει ο κάθε χωριανός και πετιούνται από τον ήσκιο τους
Ακροάζονται, βάνουνε τις παλάμες τους, για να μεγαλώσουνε τα αυτιά τους. Και κάποια στιγμή πρώτος ο δασοκόμος ξεχωρίζει τη φωνή:
«Φωτιά! Φωτιά!»
Τρέχει μόνος του και κρεμιέται από το σκοινί της καμπάνας.
Στο άκουσμα αλλάλαξε το χωριό. Αυτοί που φαινόντανε, πως είχανε παραλύσει από τη ζέστη, τιναχτήκανε, σα να πέρασε ηλεκτρισμός από το κορμί τους. «Πυρκαϊά !» βαρεί η καμπάνα. Δεν είναι μικρό!
Φροντίδες, κόποι και όνειρα τόσων χρόνων σβήνουνε τούτη την ώρα! Πυρκαιά στο λόγγο! Κι όταν θα γίνει το δάσος στάχτη, θα πάνε κατανέμου μαζί με αυτή κι οι ελπίδες των χωριανών. Και θα κατέβει κατόπι στο ποτάμι….
«Ήρθε η στερνή μας ημέρα;» « Ως τα τώρα ήμαστε;» αναρωτήθηκε καθένας μέσα του.
Δυο λεπτά χρειάστηκε ο τσοπάνης, ως να φτάσει στο χωριό. Αιώνες φάνηκε στους χωριανούς αυτό το διάστημα.
Τον τριγυρίζουνε:
«Πού;» τόνε ρωτούν όλοι από ένα στόμα.
-«Στον Απόγκρεμνο!»
Ευτύχημα για την Κλεισούρα. Είναι ακόμη μακριά και μπορούνε να προλάβουν. Είναι πέντε ώρες μακριά, αλλά τήνε βοηθάει ο άνεμος, φυσάει δυτικά και τήνε φέρνει ανατολικά. Έχει θεριέψει μέσα σε πευκιάδες, που έπεσε.
Καιρό δεν έχουν οι χωριανοί για χάσιμο. Γοργά ετοιμάζουνε τα φτυάρια, τα τσαπιά και τα τσεκούρια.
Αντιπυρική ζώνη
Στο τρίστρατο βγήκε μπροστά τους ο Γιάννης, κατεβαίνοντας από την «Κερασιά». Δεν είχε ακούσει τις καμπάνες, αλλά ψηλά, καθώς ήταν, είδε τον καπνό και δεν τόνε χώρεσε ο τόπος.
Όλοι μαζί τραβήξανε βορειοδυτικά, και σε δυο ώρες έχουνε φτάσει στις «Αλαταρές».
«Σταθείτε», τους είπε ο δασοκόμος κι αφού καταπάτησε το μέρος συνέχισε:
«Χωριστείται σε δυο! Οι μισοί, να κόψετε τα δέντρα εδώ και να θαμνέψετε καλά τα χαμόκλαρα. Ρίζα να μην αφήσετε. Να πιάσετε από δω και να βγείτε ως πάνω στο ξέφωτο. Να ανοίξετε μια λουρίδα.
Οι άλλοι μισοί ελάτε μαζί μου, να κατεβούμε, να αρχίσουμε από χαμηλά και να φτάσουμε ως εδώ.
Ένα φαράγγι κατέβαινε και σκημάτιζε ορθή γωνία με την ίσια γραμμή που του ερχότανε κάθετα, από το μέρος της φωτιάς. Αυτό το φαράγγι ήταν όριο του δάσους της Κλεισούρας. Οι χωριανοί σταματήσανε σε μια ράχη παράλληλη στο φαράγγι. Από αυτή ως βαθιά στο φαράγγι η πλαγιά ήταν ελατιάς. Ο καστανιάς έφτανε ως τη ζύγρα.
Στο ζυγό, αγνάντια κατά το φαράγγι , τους τοποθέτησε ο δασοκόμος, να ανοίξουνε την αντιπυρική ζώνη.
«Το φαράγγι είναι βαθύ, αλλά δεν ωφελεί «σκέφτηκε ο δασοκόμος». Τα κουκουνάρια σκάζουνε και σίγουρα θα περάσουνε στην αποδώθε πλαγιά, δρασκελώντας το φαράγγι. Εδώ στη ζύγρα μόνο μπορεί να κοπεί η φωτιά».
Οι χωριανοί ριχτήκανε στη δουλειά. Συντηχτήκανε κι έτσι προλάβανε, νάναι έτοιμοι την ώρα που χρειαζόταν. Ίσια-ίσια τελειώσαν: η φωτιά το πέρα δάσος κι αυτοί την αντιπυρική ζώνη.
Τώρα η φωτιά είναι στο χείλι του φαραγγιού. Από χίλιους γκρεμούς, σα φουσκωμένα κόκκινα πανιά θεόρατων καραβιών, ανεμίζουν οι φλόγες, να περάσουνε στη δώθε μεριά.
Αυτό όμως για μια στιγμή. Πίσω βλέπεις, έχει γίνει στάχτη το δάσος και μπρός τους δεν βρίσκουν οι φλόγες τι να φάνε.
Συμμαζεύονται για αυτό, κομματιάζονται, τυλίγεται κάθε μια σε έναν πεύκο, σε έναν έλατο, που έχει το κορμί πιο πυρό κι από τη φλόγα και κατόπι σβήνουν αυτές κι αφήνουνε να κοκκινίζει το καρβουνιασμένο κορμί με τα πυροφαγωμένα κλωνάρια, καρβουνιασμένα κι αυτά.
Το γλιτώνουνε το δάσος
Έπειτα έρχεται η σειρά του καπνού. Βέβαια, ύστερα από τη σπίθα, αυτός παρουσιάζεται πρώτος, αλλά η φλόγα τόνε μεριάζει και προσπαθεί, να το καρβουνιάσει όλο το ξύλο. Έρχεται ωστόσο η στιγμή, που πέφτει η φλόγα και τότε αυτός μένει κυρίαρχος στον αέρα, ώσπου να γίνει το καθετί στάχτη.
Ημέρες ύστερα από την πυρκαιά, καπνοί βαρείς ανεβαίνουνε από τα μαύρα κούτσουρα πλαγιαστά στον αέρα, όπως σηκώνονται στο φτερό τα χορτάτα όρνια, τότε που θερίζει τα κοπάδια ο ψόφος.
Οι χωριανοί ανασαίνουνε βαθιά. «Κόπηκε», λένε και παρακολουθούνε τις φάσεις της πυρκαιάς: φλόγα, κάρβουνο κι ύστερα…Δεν έχουνε φτάσει στον καπνό, όταν φουντώνει αποδώθε η πλαγιά, σε δέκα μεριές.
Ο δασοκόμος δεν έπεσε έξω στους λογαριασμούς του. Τα κουκουνάρια διαβήκανε το φαράγγι.
Όσο να γυρίσουν οι χωριανοί να δούνε, το κατάπιε ο κόκκινος δράκος το δάσος της πλαγιάς και σύρθηκε βουίζοντας, φυσώντας, σκάζοντας, τρίζοντας ως την αντοπυρική ζώνη. Εδώ δε βρίσκει τι να φάει.
Καταχώνιασε δάσος οχτώ ώρες μάκρος κι έξι πλάτος! Κι όμως τόνε βασανίζει αχορτασιά και πέφτει στη γης να ψοφήσει από την πείνα!
Όταν τόνε βλέπει ο άνεμος, να παραδέρνει, συμμαζεύει όλη του τη δύναμη, ξεσηκώνει αναμμένα κλαριά και τα σπρώχνει να προσπεράσουνε την αντιπυρική ζώνη για να σύρουν από κοντά το δράκο, να βάνει δόντι στον καστανιά.
Αλλά σκοντάφτει σ’ αξεπέραστα εμπόδια. Οι φίλοι του πράσινου, κρατούνε διχαλωτά κοντάρια, μακριά σα φουρνόξυλα. Χτυπούνε μ’αυτά τα αναμμένα κλαριά τα κατεβάζουν από τον αέρα και τα κολλούνε στη γης. Τα ξαναχτυπούν εκεί, τα πατούνε, ρίχνουν απάνω τους φτυαριές χώμα κι έτσι το σβήνουνε.
Πολλοί έχουνε τσουρουφλιστεί από τη φωτιά.
Ο Γιάννης μάλιστα έχει και καψίματα. Κάποια στιγμή, που όρμησε, να γυρίσει πίσω τ’αναμμένα κλαριά, τόνε τύλιξε η φωτιά, του άγλειψε το πρόσωπο, του έκαψε τα μουστάκια και τα φρύδια και φούντωσε η φουστανέλλα του .Σώθηκε γιατί είχε την ψυχραιμία να κυλιστεί στο χώμα και βοηθήσανε κι οι άλλοι να τόνε σβήσουνε.
Όλη τη ξαγρυπνήσανε στο πόδι οι χωριανοί.
Η φωτιά σαν αποκαρωμένος βόας έτρωε τα αποκαΐδια της πυρκαιάς.
Πρωί, την άλλη ημέρα ήτανε φανερό πια, πως δε χρειαζόταν τόσος κόσμος στη γραμμή. Η μάχη είχε τελειώσει Συνταχτήκανε τότε σ’ένα μέρος, για να αποφασίσει ο αρχηγός-ο δασοκόμος-τι θα γίνει.
«Όλα τα σημάδια δείχνουνε πως κόπηκε, αλλά δεν είμαι κι εκατό τοις εκατό βέβαιος. Στη φωτιά δε βάνω μπιστοσύνη. Το καλύτερο είναι, να μείνω εγώ και μερικοί από σας. Οι άλλοι να κατεβείτε στο χωριό. Δε χρειάζεται εδώ τόσος κόσμος», είπε ο δασοκόμος.
«Όπως διατάζεις», απάντησαν όλοι με μια γνώμη, με μια φωνή.
Ο Γιάννης θέλει κι αυτός να μείνει. Με μεγάλη επιμονή τον καταφέρνουνε να φύγει για το χωριό. Είναι ανάγκη να τόνε φροντίσει γιατρός, γιατί το πρόσωπο του έχει σηκώσει φουσκάλες. Είναι φανερό, πως θα υποφέρει ημέρες. Ευχαριστημένος φεύγει, σα να μη του συμβήκε αυτό το δυσάρεστο.
«Πόλεμο είχαμε παιδιά! Που ακούστηκε μάχη χωρίς πληγωμένους! Το καλό είναι πως νικήσαμε. Τα άλλα όλα γιατρεύονται. Φυλάχτε καλά λεβέντες! Γεια σας!» είπε αποχαιρετώντας το δασοκόμο και τους φίλους του πράσινου. Και κατηφόρισε.
ΓΙΩΡΓΟΥ ΝΤΕΓΙΑΝΝΗ
ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΛΟΓΓΟΥΣ