Παιδική Πασχαλιά
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1891
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Το Γιο της, τον καπετάν Κομνιανό, τον παντρολογούσε ήδη η γριά-Κομνιανάκαινα, αν και δεν είχε χρονίσει ακόμη η νύφη της, η μακαρίτισσα.
Τα δύο ορφανά, μια κόρη οκτώ ετών και ένα παιδί τεσσάρων ετών, φορούσαν μαύρα, κατάμαυρα, που στενοχωρούσαν και χλώμιαναν τα πτωχά κάτισχνα κορμάκια τους και ήταν καημός καρδιάς να τα βλέπει κανείς. Θύμιζαν το δημώδες δίστιχο.
«Βαρύτερ’ απ’ τα σίδερα είναι τα μαύρα ρούχα,
γιατί τα φόρεσα κι εγώ για μιαν αγάπη πούχα.»
Η γριά ήταν στο κρεβάτι όλη την εβδομάδα των Παθών, γογγύζοντας, ροχαλίζοντας, φωνάζοντας.
Βεβαίωνε ότι «αγγελιάστηκε» και ετοιμαζόταν να πεθάνει.
Επέβαλλε στη Μόρφω, τη μικρή εγγονή της, εργασίες ανώτερες της ηλικίας του πτωχού κοριτσιού.
Ξαφνικά, ανάμεσα σε δύο γογγυσμούς, έβαλλε μια φωνή κι έκραζε από το κρεβάτι προς τη μικρή εγγονή της που βρισκόταν έξω από το ισόγειο δωμάτιο και πηγαινοερχόταν κάνοντας διάφορες δουλειές.
― Μη χύνεις στην αυλή τα νερά, χίλιες φορές στο είπα, στο νεροχύτη!
Κι επαναλάμβανε τους αφόρητους στεναγμούς, επιτείνοντας μάλιστα αυτούς όσες φορές τύχαινε, κάποια πτωχή γειτόνισσα, μη τολμώντας να εισέλθει, ερχόταν δειλά μέχρι την πόρτα και ρωτούσε πώς ήταν η ασθενής.
Βεβαίως η γριά-Κομνιανάκαινα έπασχε, αλλά ίσως μεγαλοποιούσε το πράγμα.
Έκλαιγε «τα νιάτα της», έλεγε ότι δεν θα προφτάσει να κάμει φέτος Πάσχα.
Η γειτόνισσα η Μηλιά βεβαίωνε, ότι η γριά είχε και «κομπόδεμα», αλλά που να μπάσει μέσα καμία απ’ τις γειτόνισσές της!
Ελλείψει άλλης ασθένειας ήταν ικανή να πεθάνει από τη φιλαργυρία της.
Δε βαστούσε η ψυχή της, να δώσει κάτι τι σε μία πτωχή γυναίκα για να την «κοιτάξει» κι επέβαλλε βαριά αγγαρεία στη Μόρφω, στην οκτώ ετών εγγονή της.
Κάποιες φορές παραληρούσε αληθινά.
Έπειτα έβαλλε άγρια κραυγή. Φώναζε στο κορίτσι να την σκεπάσει με το σεντόνι, αλλά χωρίς αυτή να την αγγίσει καν, η γερόντισσα έβαλλε τέτοια δυνατή κραυγή, ώστε η μικρή κατατρόμαξε.
Ο καπετάν Κομνιανός, έλειπε με το γολετί κι αναμενόταν να έλθει.
Είχε μαζί του, με το γολετί και τον πρωτότοκο γιο του, το Γιώργη, δώδεκα ετών παιδί.
Τούτο ήταν ένας από τους καημούς της γριάς, ότι έμελλε να πεθάνει, όπως έλεγε, χωρίς να ξαναδεί το γιο της και τον εγγονό της το μεγάλο, ο οποίος έμοιαζε τόσο με το μακαρίτη τον παππού του.
Και ποιος να της σφαλίσει τα μάτια;
Οι ανεψιές της, παντρεμένες και οι δύο, της βαστούσαν κακία για κάτι κληρονομικές διαφορές και δεν έσπασαν το πόδι «οι λαχταρισμένες, οι αχρόνιαστες!» να έλθουν να τη δουν.
Έτσι της ερχόταν και αυτής να πεθάνει στο πείσμα τους, να πεθάνει, χωρίς να της φιλήσουν το χέρι.
Γιατρός πού να βρεθεί; Είχε αυτή να πληρώνει; Αυτή όφειλε να κάνει οικονομία για τα ορφανά και δεν έπρεπε να φθείρει το βιος του γιου της σε γιατρικά και δεν ξέρω τι.
Ψευτογιάτρισσες! Κάμε τη δουλειά σου!
Έχουν εμπιστοσύνη τώρα αυτές οι γυναίκες;
Ο κόσμος χάλασε, τι τα θέλεις!
Έβαζε αυτή μες στο βιος της, μες στα καλά της, ξένη γυναίκα;
Της ερχόταν να επαναλάβει προς τις γειτόνισσες την ιδία κραυγή, με την οποία έδιωχνε παλιά, παρείσακτη κότα από το κοτέτσι της.
Ξου, ξένη!..
Ως τόσο, επιθυμούσε να ερχόταν ο γιος της για να τον παντρέψει, να του δώσει και την ευχή της.
Σαράντα χρόνων άνθρωπος κι ο κόσμος είναι πέλαγο, σαν εκείνο που αρμένιζε τώρα. Πώς να περάσει τη ζωή του, χωρίς να έλθει σε δεύτερο γάμο; Και τα ορφανά και αυτά θα εύρισκαν μητέρα, μία καλή νοικοκυρά, η οποία από τώρα προσφερόταν μάλιστα να έλθει, να την υπηρετήσει στην ασθένειά της. Αλλά η γριά Κομνιανάκαινα, μη θέλοντας να παραβεί την αρχή της, δε δέχθηκε την εκδούλευση.
Το βέβαιο είναι, ότι απ’ τα δύο ορφανά, η Μόρφω, η οποία πια καταλάβαινε, αν δεν επιθυμούσε να αποκτήσει μητέρα, θυμόταν και λυπόταν τη μητέρα της. Ο Ευαγγελινός, νήπιο τριών ετών απ’ τον καιρό της συμφοράς, ούτε ήξερε τίποτε ούτε θυμόταν. Έκλαιγε μόνο όταν η γιαγιά τον πίεζε να φορέσει τον κατάμαυρο σάκο του.
Η Μόρφω, λευκή και ωχρή, με τα μαύρα φουστανάκια της και με το μαύρο μαντήλι, που σκέπαζε τα ξανθά της μαλλιά, ήταν κατηφής και θυμόταν το περσινό Πάσχα, όταν ζούσε η μητέρα της.
Η άτυχη γυναίκα, είχε πεθάνει από τη γέννα της το περασμένο καλοκαίρι και το βρέφος μαζί μ΄αυτήν.
Τώρα το κορίτσι, είχε αντί της καλής και πονετικής μητέρας, τη γιαγιά με την αφόρητη παραξενιά της, η οποία, ενώ βεβαίωνε ότι όλα της πονούσαν, κεφάλι, λαιμός, χέρια, πόδια, πλάτες, κοιλιά, μέση και τα λοιπά, πνιγμένη δε από το βήχα και γογγύζοντας δυνατά και βγάζοντας κραυγές άγριες, τσιγκουνευόταν να δώσει σε γιατρούς και φάρμακα, ξαφνικά σηκωνόταν, κρατώντας την κοιλιά της, έβγαινε μέχρι την πόρτα, έριχνε βλέμμα στον έξω κόσμο, κι έλεγε.
― Αχ! τι γλυκιά που ᾽ν᾽ η ζωή!
***
Πέρυσι, ω! πέρυσι, τη Μεγάλη Πέμπτη πρωί, αφού γύρισαν από την εκκλησία, όπου είχαν μεταλάβει όλοι, η καλή και προκομμένη μητέρα, αν και ήταν στον έβδομο μήνα της εγκυμοσύνης της, ανασκουμπώθηκε και άρχισε να βάφει στη χύτρα τα αυγά, με ριζάρι, κιννάβαρι και ξύδι.
Έπειτα άρχισαν να έρχονται στην πόρτα ανά ζεύγη τα παιδιά της πολίχνης, με τον ψηλό καλάμινο σταυρό, στεφανωμένο με ρόδα ευώδη και με τριαντάφυλλα κατακόκκινα, με δενδρολίβανο και με ποικιλόχρωμα αγριολούλουδα, με τον αποσπασθέντα απ΄το Οχτωήχι χάρτινο Εσταυρωμένο στο μέσον του σταυρού και με κόκκινο μαντήλι να κυματίζει, τραγουδούσαν το άσμα:
«Βλέπεις εκείνο το βουνί με κόκκινη παντιέρα;
Εκεί σταυρώσαν το Χριστό, τον πάντων βασιλέα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Σύρε μητέρα μ᾽, στο καλό και στην καλή την ώρα,
κι εμένα να με καρτερείς το Σάββατο το βράδυ,
όταν σημαίνουν εκκλησιές και ψέλνουνε παπάδες,
τότες και συ, μανούλα μου, νάχεις χαρές μεγάλες.»
Και τι χαρές μεγάλες, πράγματι, τι χαρές για όλα τα παιδιά!
Και η καλή η μητέρα της, προθυμότατα έδινε ανά δύο φρεσκοβαμμένα αυγά σε όλα τα παιδιά, δύο αυγά κόκκινα και τι ευτυχία! τι νίκη! ενώ η γιαγιά φώναζε, ότι αρκετά παιδιά ήλθαν και αρκετά τραγούδησαν και ότι έπρεπε να πάνε και αλλού.
Μετά απ’ αυτά, η μητέρα άρχισε να ζυμώνει και έπλασε αρκετές κουλούρες με τα αυγά για το σύζυγο, που ήταν εδώ τότε, για την πεθερά της, για τον εαυτό της, για τις κουμπάρες, ως και μικρές «κοκκώνες» για τη Μόρφω, για τον Ευαγγελινό, για τα βαφτιστήρια της και για τα πτωχά παιδιά της γειτονιάς. Κι επειδή ο μικρός Ευαγγελινός έκλαιγε, λέγοντας ότι δεν είναι αρκετά μεγάλη η κοκκώνα του, η μητέρα του έδινε άλλη να διαλέξει, αλλά αυτός δεν ημέρωνε, ούτε ήθελε να συμβιβαστεί. Το βέβαιο είναι, ότι τις ήθελε όλες για τον εαυτό του. Και τότε η μητέρα τον παρηγορούσε, λέγοντας, ότι «το Σαββάτο το βράδυ θα ‘ρθεί η κουρούνα (κρα, κρα!), να φέρει το τυρί και το κρέας (τσι, τσι!) και τότε να δεις χαρές ο Ευαγγελινός, σαν ακούσει κρα, κρα! την κουρούνα να χτυπά το παραθύρι.
Πάρε Βαγγελινέ το τυρί, πάρε και το τσί-τσί, να φάτε!» και ο μικρός ψέλλιζε και αυτός, «θα ᾽θεί κουούνα να φέει του τσι-τσι» και ενώνοντας τα χέρια, δάκτυλα μεταξύ δακτύλων, κατά το υπόδειγμα της μητέρας, μιμείτο την κίνηση των πτερών της κουρούνας, το δε παιδί της γειτόνισσας της Μηλιάς, έξι ετών, άνιπτο, ρακένδυτο, καθισμένο σε μία γωνία, κρατώντας την κοκκώνα του, την οποία σκεπτόταν αν δεν ήταν καλό να την φάγει τώρα που είναι ζεστή, διαμαρτυρόταν γρυλλίζοντας και λέγοντας:
«Ναι! Θά ΄ρθει η κουρούνα! αμ᾽ δε θά ‘ρθει!»
***
Και τη Μεγάλη Παρασκευή, περί τη δύση του ήλιου, η μητέρα οδήγησε τα δύο παιδιά στην εκκλησία, όπου, αφού έκαμαν τρεις γονυκλισίες μπροστά απ’ το ανθοστεφές κουβούκλιο, ασπάσθηκαν τον ευωδιασμένο Επιτάφιο, το αργυρόχρυσο Ευαγγέλιο με τα αγγελούδια και το Σταυρό, με τ᾽ ανθρωπάκια και τις Παναγίτσες, (τι χαρά, τι δόξα!) και έπειτα πέρασαν τρεις φορές κάτω από τον ψηλό, μεγαλοπρεπή Επιτάφιο, ο δε Ευαγγελινός (όλα τα θυμόταν η μικρή Μόρφω) ανέτρεψε από απροσεξία ένα πήλινο δοχείο με νερό, από εκείνα που βάζουν κάτω από τον Επιτάφιο προς αγιασμό, για να μεταχειρισθούν το νερό στο καματερό, δηλαδή τους μεταξοσκώληκες και άλλες εργασίες, οι νεότερες μυροφόρες γυναίκες, που διακαώς ποθούσαν «να ξενυχτίσουν το Χριστό» μένοντας άγρυπνες στο ναό πέραν του μεσονυκτίου, γιατί η ακολουθία του Επιταφίου ψάλλεται εκεί το Μέγα Σάββατο, πριν τα ξημερώματα.
Το δοχείο πέφτοντας έσπασε, η γυναίκα που ήταν δικό της, οργίσθηκε και είπε ότι το έχει «σε κακό της!».
Τότε η μητέρα του Ευαγγελινού, αφού μάλωσε αυστηρά το παιδί, είπε, ότι «αν είναι κακό, ας είναι για μένα!».
Και την πτωχή δεν τη βρήκε ο χρόνος!
***
Το Μέγα Σάββατο, λίγο μετά τα μεσάνυκτα, η μητέρα ξύπνησε τον Ευαγγελινό και τη Μόρφω κι ενώ σήμαιναν για πολύ ώρα οι καμπάνες, πήγαν στην εκκλησία, όπου εψάλη το «ώ γλυκύ μου έαρ» και άλλα ακόμη παθητικά άσματα.
Έπειτα, οι πιστοί όλοι, με αναμμένες λαμπάδες βγήκαν στο ύπαιθρο, κάτω από το σκούρο φέγγος της σελήνης που έφευγε, ενώ η αυγή έλαμπε ήδη ρόδινη και ξανθή, ακολουθώντας τον Επιτάφιο ολόφωτο με σειρές λαμπάδων. Και η αύρα, μαλακή, κινούσε ήρεμα τις φλόγες των κεριών, χωρίς να τις σβήνει και η άνοιξη έστελνε τα εκλεκτότερα αρώματά της στον Παθόντα και Ταφέντα, σαν να συνέψαλλε και αυτή, «ώ γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον!» και η θάλασσα φλοισβίζοντας και μουρμουρίζοντας επαναλάμβανε, «οίμοι γλυκύτατε Ιησού!».
Τα δε παιδιά προπορευόμενα της πομπής, μεγαλοφώνως έκραζαν:
Κύριε ελέησον! Κύριε ελέησον!
Ο Ευαγγελινός ψέλλιζε μαζί με τα άλλα:
Κύιε έησον! Κύιε έησον!
Και ύστερα, όταν ανέτειλε ο ήλιος του Μεγάλου Σαββάτου, διαλύοντας την απαραίτητη ομίχλη της Μεγάλης Παρασκευής, (η οποία καθιστά μελαψή μιγάδα την ημέρα και κατάμαυρη αράπισα τη νύκτα), ο Ευαγγελινός ξύπνησε από τα βελάσματα του αρνιού, το οποίο ετοιμαζόταν να σφάξει για την οικογένεια του καπετάν Κομνιανού ο γείτονας ο Νικόλας, ο σύζυγος της Μηλιάς.
Ο Ευαγγελινός και η Μόρφω, βγήκαν στο προαύλιο.
Τι ωραίο, τι ήμερο, τι λευκόμαλλο που ήταν το αρνί!
Και πως βέλαζε (μπε! μπε!) το καημένο.
Εντούτοις δεν φαινόταν πολύ δυσαρεστημένο, γιατί έμελλε να σφαγεί.
Και άλλος Αμνός άμωμος. Αμνός αίρων την αμαρτίαν του κόσμου και άλλος ατίμητος Αμνός εσφάγη…
***
Το βράδυ, έφερε στο σπίτι ο πατέρας τις πασχαλινές λαμπάδες, ωραίες, λεπτές, περίτεχνες.
Τι χαρά! τι θρίαμβος! Φαντασθείτε ωραίες μικρές λαμπάδες, με άνθη τεχνητά, με χρυσόχαρτα.
Ο Ευαγγελινός ήθελε να πάρει τη λαμπάδα της αδελφής του, λέγοντας, ότι εκείνη είναι μεγαλύτερη.
Η μητέρα του την έδωσε, αλλά ο μικρός την έσπασε, εκεί που έπαιζε με αυτήν, έσπασε και τη δική του και ύστερα έβαλε τα κλάματα.
Ο πατέρας του αγόρασε άλλη, αφού τον υποχρέωσε να υποσχεθεί, ότι δεν θα την πιάσει στα χέρια, ως τα μεσάνυκτα, όταν θα πάνε στην Ανάσταση.
Ο μικρός αποκοιμήθηκε, κλαίγοντας και χαρούμενος.
Μετά τα μεσάνυκτα, αφού έγινε η Ανάσταση και άστραψε ο ναός όλος, άστραψε και η πλατεία από το φως των κεριών, τα παιδιά άρχισαν να καίνε με κρότο σπίρτα και μικρά πυροκρόταλα έξω στον πρόναο και μερικά παιδιά δέκα ετών πυροβολούν με μικρά πιστόλια, άλλοι έριχναν μέσα στο ναό στις πλάκες του εδάφους τα βαριά καρφιά με τα καψύλλια φοβίζοντας και εξοργίζοντας τις πτωχές γριές, οι οποίες, παρά τον διωγμό που κινούσαν κατ᾽ αυτών τη Μεγάλη Εβδομάδα κάθε έτος οι επίτροποι, αξιώνοντας να περιορίσουν αυτές στον γυναικωνίτη, αυτές επέμεναν και εισέδυαν εντός του ναού αριστερά, στη μία κόγχη.
Ένας δε επίτροπος της επάνω ενορίας, άνθρωπος προοδευτικός, βλέποντας ότι όλοι οι εθελοντές ψάλτες, νεανίες εικοσαετείς, πήγαιναν κατά προτίμηση στην κάτω εκκλησία, στη δε επάνω αναγκάζονταν να ψάλλουν οι ιερείς, τι σοφίσθηκε;
Πιάνει και βγάζει από το γυναικωνίτη τα καφάσια, τα δικτυωτά, πίσω απ’ τα οποία κρύβονταν οι γυναικείες μορφές από τα βλέμματα των ανδρών και αφήνει το γυναικωνίτη άφρακτο.
Τότε διά μιας, όλοι οι ευλαβείς και μουσόληπτοι νεανίσκοι, αφήσαν την κάτω εκκλησία έρημη ψαλτών κι έτρεξαν όλοι στην επάνω.
Έπειτα, τα μικρά παιδιά και μερικές παιδίσκες τεσσάρων ετών, με τις κομψές ποικιλτές λαμπάδες, κάθισαν κοντά στα αναλόγια και παρά το εικονοστάσι και άρχισαν να θορυβούν, να παίζουν και να στάζουν στους λαιμούς ο ένας του άλλου το λιωμένο κερί και να τσουγκρίζουν τα αυγά τους. Και ένα παιδί έξι ετών, πονηρότερο από τα άλλα (ήταν ο γιός της Μηλιάς της γειτόνισσας) είχε πλαστό αυγό στον κόρφο του, πορώδη λίθο στρογγυλεμένο, βαμμένο κόκκινο και μ΄αυτό έσπαζε τα αυγά όλων των παιδιών και τα έπαιρνε, κατά την συμφωνία και τα έτρωγε.
Μία παιδίσκη και ένα παιδί πέντε ετών, άρχισαν να φιλονικούν περί του ποιου η λαμπάδα ήταν ομορφότερη.
―Όχι, η δική μου η λαμπάδα είναι καλύτερη.
―Όχι, η δική μου.
―Εμένα ο πατέρας μ᾽ την εδιάλεξε, κι είναι πλιό καλή.
―Εμένα η μάνα μ᾽ την εστόλισε μοναχή της.
―Και ξέρει να κάμει λαμπάδες η μάνα σ᾽;
―Όχι, δε ξέρει; Σαν τη δική σ᾽!
―Τέτοια παλιολαμπάδα!
― Ναι, παλιολαμπάδα;… να!…
― Να κι εσύ!
― Να κι άλλη μια!
Και άρχισαν να κτυπούν αλύπητα τα κεφάλια αλλήλων με τις λαμπάδες τους, ώσπου έβαλαν τα κλάματα και οι δύο.
Το απόγευμα πάλι, αφού εψάλη η Δεύτερη Ανάσταση κι έγινε η Αγάπη, πήγαν όλοι στην πλατεία και έβλεπαν την πυρπόληση του Εβραίου.
Τι άσχημος και τι ομορφοκαμωμένος που ήταν ο Εβραίος! Είχε μία χύτρα για κεφάλι, είχε και λινάρι για γένια. Έφερε και ζεύγος γυαλιά (η Μόρφω τα θυμόταν όλα), όμοια μ᾽ εκείνα που φορεί η γριά γιαγιά της όταν ράβει ή μπαλώνει τα παλιά ρούχα της.
Είχε κι ένα σακούλι ή πουγγί, κρεμασμένο στο αριστερό πλευρό του. Φορούσε μακριά, μακριά φορέματα, παρδαλά, ραβδωτά!
Και αφού τον κρέμασαν ψηλά ψηλά, έως επτά οργιές επάνω, άρχισαν οι άνδρες να τον ματιάζουν, να τον τουφεκίζουν όλοι, έως ότου τον έκαψαν.
Και ύστερα, η μητέρα έστρωσε το τραπέζι στο σπίτι και παρέθεσε τα αυγά τα κόκκινα, το τυρί, που είχε φέρει η κουρούνα και το αρνί το ψημένο και τα παιδιά κάθισαν στο τραπέζι και άρχισαν να τσουγκρίζουν τα αυγά τους.
Τι χαρά! τι αγαλλίαση!
***
Εφέτος, δηλαδή κατά το έτος εκείνο της δυστυχίας για τα δύο ορφανά, δεν ήταν πλέον εκεί ούτε ο πατέρας τους, ο οποίος έλειπε, ούτε η μητέρα τους, η οποία πήγε μακρύτερα ακόμη.
Αντί των δύο, ήταν η γριά μάμμη, που ρόγχαζε στο κρεβάτι και γόγγυζε.
Αντί των κόκκινων αυγών, ήταν τα φλέγοντα απ’ τον πυρετό μάγουλά της.
Αντί των επίχρυσων λαμπάδων, ήταν οι δύο τρεμοσβήνοντες και βλοσυροί οφθαλμοί της.
Αντί της αθώας χαράς, αντί της άφατης ευτυχίας του παιδικού Πάσχα, ήταν η λύπη η βαριά, η ανεπανόρθωτη συμφορά.
Ευτυχώς, η γριά-Κομνιανάκαινα δεν πέθανε και ο γιος της έφθασε απόπασχα με το γολετί και άρχισε να καλλωπίζεται και να στρίβει το μουστάκι, αποβλέποντας σε δεύτερο γάμο.
Αλλά, για τα δύο παιδιά, τάχα θα επανερχόταν πάλι η χαρά εκείνη, θα ανέτελλε εκ νέου γλυκιά η παιδική Πασχαλιά;
Για τον Ευαγγελινό ίσως, για τη Μόρφω όμως ποτέ.
Αυτή αισθανόταν την απουσία της μητέρας της και ήξερε ότι δεν έμελλε να την ξαναδεί πλέον επί της γης.
Γλυκιά Πασχαλιά! η μήτηρ της χαράς! Γλυκιά μήτηρ, της Πασχαλιάς η ενσάρκωση!
Αλλά ο Χριστός, υποσχέθηκε να πιει με τους εκλεκτούς του καινόν το γέννημα της αμπέλου εν τη βασιλεία του Πατρός Του και οι υμνωδοί έψαλλον:
«Ώ Πάσχα το μέγα και ιερώτατον, Χριστέ! δίδου ημίν εκτυπώτερον σου μετασχείν, εν τη ανεσπέρω ημέρα της βασιλείας Σου!»
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης